Fractal

✔ Κώστας Γκοβόστης: Προσπαθώ να φανώ αντάξιος της κληρονομιάς που μου παρέδωσαν!

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

Οι Εκδόσεις Γκοβόστη κλείνουν φέτος τα 93 χρόνια τους. Στον Κώστα Γκοβόστη, η ιστορική συγκυρία έβαλε δύσκολα, ανέλαβε το τιμόνι το 2006 κι αμέσως σχεδόν άρχισαν οικονομικά τα δύσκολα. Οικονομική Κρίση, κάμψη στην εκδοτική αγορά, αναγνωστική αμηχανία. Ωστόσο, με τις σωστές κινήσεις και την ανάλογη εκδοτική υποδομή, οι εκδόσεις Γκοβόστη όχι μόνο στάθηκαν στο ύψος τους αλλά ξεχώρισαν κιόλας: για την περίφημη κλασική σειρά με τις εξαιρετικές μεταφράσεις που επανεκδόθηκε. Για τα ιστορικά βιβλία που συνέχισαν να εκδίδονται και να κάνουν την διαφορά. Για τον Ντοστογιέφσκι που ακόμα και σήμερα μας εξηγεί τα παράξενα των ανθρώπινων συμπεριφορών και τα δύσκολα. Για την ποιητική σου σειρά και τις ποιητικές συναντήσεις που έδωσαν άλλον αέρα στην πόλη.

Για όλα μας μίλησε στον Φιλελεύθερο. Για τα Ποιητικά, τους Ποιητικούς Διαλόγους De Profundis και τις μηνιαίες ποιητικές συναντήσεις, για την Κλασική σειρά και τη σειρά Ανατολή, για τους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς και για τον τρόπο που έμαθε ο ίδιος να διαβάζει, να κρίνει και να επιλέγει.

 

-Αναλάβατε την διεύθυνση και την βαριά ευθύνη ενός ιστορικού εκδοτικού οίκου το 2006, ποιες υπήρξαν οι πρώτες προτεραιότητες, οι πρώτες εκδοτικές κινήσεις, κύριε Γκοβόστη;

Ήδη από τα σχολικά μου χρόνια, βοηθούσα με όποιον τρόπο μπορούσα, είτε στην αποθήκη είτε κάνοντας παραδόσεις βιβλίων, και, επομένως, ήμουν ανέκαθεν ενημερωμένος για τα του «οίκου» μας. Από το 1988 που ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και τη στρατιωτική μου θητεία απασχολούμαι πια αποκλειστικά με τον Εκδοτικό Οίκο, πάντα δίπλα στον πατέρα μου Ιωάννη Γκοβόστη. Το 2006 που εκείνος έφυγε, ήμουν, λοιπόν, καλά προετοιμασμένος, αν όχι συναισθηματικά, τουλάχιστον πρακτικά, να αναλάβω αυτήν την τεράστια ευθύνη. Πρώτη και βασική προτεραιότητα ήταν η διατήρηση της αδιαπραγμάτευτης ποιότητας των μεταφράσεών μας. Έχοντας πίσω μας μεταφραστές σαν τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Λεωνίδα Ζενάκο, τον Γιάννη Ρίτσο, την Κοραλία Μακρή και την Αθηνά Σαραντίδη, είναι αυτονόητο ότι ο πήχης είχε τεθεί πολύ ψηλά. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν σήμερα μεταφραστές αυτού του διαμετρήματος. Στη συνέχεια, προτεραιότητά μας ήταν η επέκταση της σειράς των ιστορικών μας βιβλίων. Έμφαση δόθηκε και στην υπόθεση της ποίησης, με εκδόσεις νέων και παλαιότερων ποιητών και με την οργάνωση στο βιβλιοπωλείο μας ποιητικών βραδιών, οι οποίες έχουν αναπάντεχη ανταπόκριση.

 

-Το αξιοθαύμαστο είναι ότι εν μέσω οικονομικής κρίσης, σας έτυχαν και τα δύσκολα, επιτύχατε εκδοτικά θαύματα, επανεκκίνηση Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις κλασικών έργων, επανεκδίδεται η σειρά Ανατολή, τα Ποιητικά, οι Ποιητικοί Διάλογοι De Profundis, οι μηνιαίες ποιητικές συναντήσεις, άνοιγμα σε έλληνες συγγραφείς και ποιητές, τι σας ώθησε αμέσως στα δύσκολα;

Αφενός, η ίδια η πραγματικότητα δημιούργησε την ανάγκη να μην επιτρέψουμε στην κρίση να μάς καθοδηγήσει και, αφετέρου, ήταν ανάγκη –και καθήκον μας θα έλεγα– να θέσουμε τον πολιτισμό στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και της δημόσιας ζωής.

 

– Είστε κι εσείς από τους εκδότες που υποστηρίζουν ότι η κρίση είναι πρωτίστως και κρίση αξιών; Αλήθεια, κύριε Γκοβόστη, υπήρξε εκδοτική φούσκα ανάλογη του χρηματιστηρίου; Υπάρχουν υπερεκτιμημένοι εκδότες, συγγραφείς…

Ακριβώς, πρόκειται πρώτα και κυρίως για κρίση αξιών.

Πιστεύω ότι υπήρξε εκδοτική φούσκα με την έννοια ότι κυκλοφορούσαν υπερβολικά πολλοί τίτλοι ετησίως από όσους μπορούσε να «απορροφήσει» το πράγματι περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Αυτό επιβάρυνε υπέρμετρα, όχι μόνο τους εκδότες που οδηγούνταν σε έναν άτυπο ποσοτικό ανταγωνισμό, αλλά κυρίως τα βιβλιοπωλεία.

Πιθανότατα υπάρχουν «υπερεκτιμημένοι» συγγραφείς· βέβαια μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια. Μήπως εντέλει ο κριτής πρέπει να είναι το αναγνωστικό κοινό; Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι υπάρχουν υποτιμημένοι συγγραφείς και μία από τις βασικές μας προσπάθειες είναι να τους αναδείξουμε και να τους συστήσουμε στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ομολογουμένως πρόκειται για μια προσπάθεια ιδιαιτέρως… «μοναχική», καθώς από τα ΜΜΕ προβάλλονται και προωθούνται κυρίως τα καθιερωμένα ονόματα.

 

– Κύριε Γκοβόστη, εξακολουθεί να συγκινεί ο Ντοστογιέφσκι στις μέρες μας; Τι είναι εκείνο που ειδικά σήμερα μπορεί να μας διδάξει;

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη, όχι μόνο εξακολουθεί να συγκινεί αλλά και ξανα-ανακαλύπτεται σήμερα. Η πίστη στον άνθρωπο και στη δύναμη της ψυχής, παρόλες τις αδυναμίες του αλλά και λόγω αυτών, αποτελεί ένα ιδιαίτερα επίκαιρο μήνυμα. Επιπλέον, η αναγνώριση, η σκιαγράφηση και συχνά η αντιμετώπιση των κοινωνικών παθογενειών της εποχής μας, όπως η κοινωνική αδικία και η τρομοκρατία, καθιστά το έργο του διαχρονικό και πάντοτε επίκαιρο.

 

– Υπάρχει μια έντονη επιστροφή στους κλασικούς, σε κάθε εποχή παρακμής γίνεται κάτι παρόμοιο;

Πράγματι υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους κλασικούς· είναι φυσικό, σε εποχές κρίσης και αναζήτησης διεξόδων και αιτιών, να επιστρέφουμε στους μεγάλους στοχαστές. Μπορεί οι λύσεις να μην είναι πάντα οι ίδιες αλλά τα προβλήματα λίγο – πολύ είναι τα ίδια.

 

– Πόσο σημαντικές είναι οι μεταφράσεις γι’ αυτά τα σπουδαία έργα;

Οι μεταφράσεις, ιδιαίτερα των κλασικών έργων, είναι καθοριστικής σημασίας. Όσο μεγαλύτερη η αξία ενός έργου τόσο πιο σημαντική και η σωστή απόδοση! Ένα  ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα που όμως προσφέρει τεράστια ηθική ικανοποίηση.

 

– Η ιστορική σας σειρά, επίσης, γνωρίζει άνθιση, οι έλληνες αναγνώστες σήμερα διαβάζουν ιστορία;

Η ιστορική μας σειρά είναι ιδιαίτερα δημοφιλής από το ξεκίνημά της. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ενδιαφερόταν πάντοτε για την ιστορία και επιστρέφει ακόμη περισσότερο σε αυτήν σε καιρούς κρίσης και αμφισβήτησης. Όπως και με τους κλασικούς, μελετώντας το παρελθόν παίρνει κανείς πολύ σημαντικά μαθήματα για το παρόν και το μέλλον. Θεωρώ ότι είναι χρέος κάθε υπεύθυνου πολίτη, αν όχι να μελετά, τουλάχιστον να αποκτά στοιχειώδεις γνώσεις ιστορίας. Πώς αλλιώς μπορούμε σήμερα να έχουμε άποψη, να διαφωνούμε, να προτείνουμε και, εντέλει, να αποφασίζουμε για το αύριο χωρίς να γνωρίζουμε το χθες;

 

– Υποστηρίζετε δυο περιοδικά τα «Θέματα Λογοτεχνίας» και «Τα ποιητικά», σε μια εποχή που όλα τα θέλει ηλεκτρονικά, γιατί το κρίνατε απαραίτητο;

Ειδικά η ποίηση πιστεύω πως ανθίζει σε εύφορο «χάρτινο» έδαφος. Ενώ τα Θέματα Λογοτεχνίας, που είναι ένα περιοδικό θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας, κυκλοφορεί και σε ηλεκτρονική μορφή μέσω της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης Θεμάτων Λογοτεχνίας, Τα Ποιητικά, που σκοπό έχουν την προβολή και ανάδειξη της ποίησης, παραμένουν με ιδιαίτερη επιτυχία και ανταπόκριση σε έντυπη μορφή. Γιατί, κατά τη γνώμη μας, είναι το στοιχείο της βιωματικότητας στην ποίηση εκείνο που επιβάλλει «μολύβι και χαρτί».

 

«Τα Ποιητικά» σας μάλιστα έγιναν εξαιρετική σειρά, συναντήσεις, τι σημαίνει η ποίηση για τις εκδόσεις Γκοβόστη;

Η σειρά μας ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, σε συνδυασμό με τις καθιερωμένες μηνιαίες συναντήσεις των Ποιητικών Διαλόγων, είναι μια προσπάθεια ανάδειξης της σύγχρονης ποίησης. Ο ποιητικός λόγος σήμερα είναι ιδιαίτερα πλούσιος, αν και δύσκολα μπορεί να ενταχθεί και να ομαδοποιηθεί σε κατηγορίες, ομάδες και γενιές όπως η παλαιότερη ποίηση. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι νέοι ποιητές και, λόγω της αγάπης μας για την ποίηση αλλά και της πίστης μας στην ιδιαίτερη χρησιμότητά της σε περιόδους εσωτερικής αναζήτησης, θεωρούμε χρέος την ενασχόλησή μας με αυτήν.

 

– Ετοιμάζετε και μια σειρά από μονογραφίες ποιητών της γενιάς του ’70, τι το ιδιαίτερο έχει ειδικά η γενιά του ’70;

Πολλοί από τους εκπροσώπους της γενιάς αυτής εξακολουθούν να γράφουν ποίηση που διαβάζεται και αποτελεί έμπνευση και σημείο αναφοράς για τους νεότερους ποιητές. Αλλά και όσοι δεν βρίσκονται πια εν ζωή, έχουν ωστόσο αφήσει ένα ποιητικό κληροδότημα που αποτυπώνει όχι μόνο τις πολύ ιδιαίτερες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του δεύτερου ημίσεως του προηγούμενου αιώνα αλλά και οριοθετεί μια γενιά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, συγκλίσεις και αποκλίσεις.

Η σειρά των εν λόγω μονογραφιών είναι στενά συνδεδεμένη με τον πέμπτο κύκλο των Ποιητικών Διαλόγων που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2018 στο Βιβλιοπωλείο De Profundis των Εκδόσεων Γκοβόστη, με προσκεκλημένους τους σημαντικότερους ποιητές της Γενιάς του ’70 και ο οποίος θα συνεχιστεί και για δεύτερο χρόνο. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, και υποστηρικτικά προς αυτές τις ποιητικές συναντήσεις, εκδίδουμε τη σειρά για τη Γενιά του ’70, που περιλαμβάνει μια μελέτη για το έργο του εκάστοτε ανθολογούμενου από έναν έγκριτο κριτικό της λογοτεχνίας ή ποιητή και ανθολόγηση των σημαντικότερων ποιημάτων του από τον ίδιο ή τον συγγραφέα, καθώς και μια συνέντευξη του ανθολογούμενου ποιητή.

 

– Το θεωρείτε σημαντικό να συναντούνται οι ποιητές και οι συγγραφείς και οι αναγνώστες τους στο χώρο των εκδόσεών σας; Τι επιτυγχάνεται σε μια συνάντηση που δεν αναπληρώνει το διαδίκτυο;

Η ποίηση, εκτός από μια διαδικασία ενδοσκόπησης, έχει οπωσδήποτε και μια διάσταση εξωστρέφειας. Ο ποιητής δεν γράφει μόνο για τον εαυτό του –αν και πολλοί το κάνουν (υπάρχουν ποιητές που γράφουν χωρίς να έχουν σκοπό την έκδοση του έργου τους)– αλλά και για να επικοινωνήσει με το κοινό. Η φυσική συνάντηση και αλληλεπίδραση ποιητών-αναγνωστών είναι ιδιαίτερα σημαντική και αποτελεί μια συμπληρωματική λειτουργία στην ποιητική διαδικασία. Εξάλλου τι πιο συναρπαστικό από το να ακούς τον ποιητή να απαγγέλλει ο ίδιος τα ποιήματά του;

 

– Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ο εκδοτικός χώρος που δίνετε στους νέους διηγηματογράφους. «Καθώς η μικρή φόρμα αναδεικνύει πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας», γράφετε. Πώς το αποφασίσατε; Συνήθως το σύγχρονο εκδοτικό τοπίο απαξιώνει το ελληνικό διήγημα παρ’ ότι έχουμε μεγάλη παράδοση…

Αναμφισβήτητα ζούμε στην εποχή της ταχύτητας. Ιδιαίτερα οι νέες γενιές έχουν συνηθίσει πλέον στην ανάγνωση μικρών και σύντομων κειμένων, ιδίως ψηφιακά και μέσω των κοινωνικών δικτύων. Δεδομένου, όπως αναφέρετε, της μεγάλης παράδοσης του ελληνικού διηγήματος πρέπει να σημειώσουμε ότι το σύγχρονο ελληνικό διήγημα είναι ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου αν και δεν τυγχάνει της ανάλογης προβολής και αναγνώρισης. Πέραν της άμεσης απόλαυσης που αντλεί κανείς διαβάζοντας ένα μικρό σε έκταση έργο, θεωρώ ότι το ποιοτικό διήγημα μπορεί και πρέπει να ανοίξει το δρόμο σε αναγνώστες που δεν τολμούν να ξεκινήσουν ένα ογκώδες μυθιστόρημα και τρομάζουν από τα πολυσέλιδα έργα πρόζας. Είναι γεγονός ότι αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας παραμένουν άγνωστα λόγω της έκτασής τους και ελπίδα μας είναι ότι, ξεκινώντας από το διήγημα, κάποιοι αναγνώστες θα οδηγηθούν σταδιακά και σε αυτά.

 

– Όσον αφορά τους νέους συγγραφείς, τα τελευταία χρόνια είχατε εκπλήξεις;

Την ευχάριστη έκπληξη τού να βλέπεις να αναγνωρίζεται το έργο ενός νέου δημιουργού και την δυσάρεστη έκπληξη τού να βλέπεις το έργο άλλων να περνά απαρατήρητο. Ωστόσο, και αυτό είναι μέρος της δουλειάς μας.

 

– Τι πρέπει να έχει ή να είναι ένας συγγραφέας ή ποιητής για να γίνει συγγραφέας ή ποιητής των εκδόσεων Γκοβόστη;

Το έργο του συγγραφέα είναι αυτό που προηγείται και, μέσα από αυτό, γνωρίζουμε τους νέους αλλά και επαναξιολογούμε τους παλαιότερους συγγραφείς μας. Η αξία, λοιπόν, αυτού του έργου είναι το «διαβατήριο» που θα κάνει έναν δημιουργό να περάσει την πόρτα του εκδοτικού μας οίκου. Πέραν αυτού είναι σίγουρο ότι και η προσωπικότητα παίζει τον ρόλο της. Δεν ταιριάζουν όλοι με όλους!

 

– Τι δεν θα εκδίδατε επουδενί;

Έργα στα οποία δεν ανιχνεύουμε κάποια αξία, είτε λογοτεχνική είτε άλλου είδους. Μπορεί αυτό να μας έχει «στοιχίσει» εμπορικά, αλλά δεν έχουμε μετανιώσει γι’ αυτή μας την επιλογή. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει πληθώρα έργων που θα θέλαμε να είχαμε εκδώσει, αλλά δεν τα καταφέραμε.

 

– Ποιος είναι ο δικός σας αγαπημένος συγγραφέας; Ποιητής; Το πρώτο βιβλίο των εκδόσεων που ως παιδάκι ή μαθητής διαβάσατε;

Το πρώτο βιβλίο των εκδόσεών μας που διάβασα ήταν οι Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων του Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη. Με συγκλόνισε ο ρεαλισμός του αλλά και ο τρόπος που ο Ντοστογιέβσκη εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Ο αγαπημένος μου ποιητής είναι ο Κ. Π. Καβάφης τον οποίο θεωρώ αξεπέραστο. Από τους νεότερους συγγραφείς που έχουμε εκδώσει αγαπώ τον Edward Whittemore του οποίου η γραφή είναι μοναδική αν και, δυστυχώς, σχεδόν άγνωστη στο ευρύτερο κοινό. Δυστυχώς, τα βιβλία του δεν έχουν την ανταπόκριση που τους αξίζει αλλά θα επιμείνουμε μέχρι να αποκτήσει την ανάλογη αναγνώριση.

 

– Αλήθεια, πόσα χρόνια κλείνει ο εκδοτικός οίκος Γκοβόστη και ποια είναι εκείνα τα βασικά σημεία που εσείς θεωρείτε ως ανυπέρβλητα;

Οι Εκδόσεις Γκοβόστη κλείνουν φέτος τα 93 χρόνια τους.

Το έργο και η διαχρονικότητα του ιδρυτή και παππού μου Κώστα Γκοβόστη, ο οποίος, όσον αφορά τις εκδοτικές του επιλογές, ήταν όχι μόνο μπροστά από την εποχή του αλλά συχνά μπροστά και από τη δική μας.

Τη συνέπεια και το σθένος του συνεχιστή της οικογενειακής εκδοτικής μας παράδοσης και πατέρα μου Ιωάννη Γκοβόστη, ο οποίος κατάφερε σε δύσκολες εποχές να συνεχίσει το σημαντικό αυτό έργο, παρόλο που κλήθηκε να αναλάβει τα ηνία του εκδοτικού οίκου πολύ νωρίς, με τον ξαφνικό θάνατο του παππού μου σε νεαρή ηλικία.

Από τη μεριά μου προσπαθώ να φανώ αντάξιος της κληρονομιάς που μου παρέδωσαν.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top