Fractal

Λογοτεχνική Μελέτη Θανάτου

Γράφει ο Κώστας Τραχανάς //

 

«Οι αυτόχειρες» του Γκυ Ντε Μωπασάν, Μετάφραση: Γιώργος Ξενάριος, Εκδόσεις Κέδρος 2018, σελ. 127

 

Σε όλο το φάσμα της λεγόμενης «λογοτεχνίας της απελπισίας» η αυτοχειρία κατέχει περίοπτη θέση. Από τις διάσημες Καρένινα και Μποβαρύ μέχρι άσημους ήρωες άσημων συγγραφέων, οι αυτόχειρες γεμίζουν τις σελίδες των μυθιστορημάτων και όχι μόνο των ρομαντικών. Είτε ως επιστέγασμα μιας ηρωικής αντίληψης για τα πράγματα είτε ως έκφραση ενός βιοτικού αδιεξόδου είτε ως ηθική χειρονομία είτε, ακόμη, ως κορυφαία εκδήλωση μιας αυτεξούσιας απονομής δικαιοσύνης, η αυτοκτονία εμφανίζεται ως η κατ’ εξοχήν πράξη κάθαρσης και συναισθηματικής αποφόρτισης του μυθιστορήματος.

Είναι άραγε «επαγγελματική νόσος» και ο εθελούσιος θάνατος; Αφορά ιδιαίτερα τους λογοτέχνες, τους καλλιτέχνες γενικότερα, και τους φιλοσόφους, όπως θα μας οδηγούσε βιαστικά να πιστέψουμε η μάλλον εδραία αντίληψη ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών είναι οι κατεξοχήν ευαίσθητοι, με την έννοια είτε του αισθαντικού είτε του ευπαθούς και τρωτού; Καμία στατιστική, και η πλέον υποτυπώδης, δεν θα μπορούσε να στηρίξει τέτοιας λογής βεβαιότητες. Οι καλλιτέχνες δεν αυτοκτονούν σε μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ό,τι οι υπόλοιποι θνητοί, απλώς τυχαίνει ο δικός τους θάνατος -όπως και ο βίος τους άλλωστε- να έλκει περισσότερο την προσοχή, και εάν είναι εκούσιος, να μετατρέπεται συχνά σε θρύλο: στον θρύλο της «ηρωικής εξόδου» ή της «παραδειγματικής, ενσώματης αμφισβήτησης του κατεστημένου». Πολλοί, πλήρεις ημερών, παίρνουν την απόφαση να κόψουν το νήμα τους, μόνο που ο θάνατός τους παραμένει ανώνυμος όπως και ο βίος τους. Αντίθετα, την δι’ αυτοκτονίας «ευθανασία» του Ζήνωνος του Κιτιέως λόγου χάρη, του ιδρυτή της στωικής σχολής, την τίμησε η ιστορία, θεωρώντας την έμπρακτη επικύρωση των απόψεών του. Στη Γερμανία, όταν εκδόθηκε ο «Βέρθερος» του Γκαίτε, δεν ήταν λίγοι οι αναγνώστες που μιμήθηκαν τον ρομαντικό λογοτεχνικό ήρωα και αυτοκτόνησαν. Περίπου δυόμισι χιλιετίες νωρίτερα, ο Κλεόμβροτος ο Αμβρακιώτης αυτοκτόνησε πηδώντας από το ψηλό τείχος της Αρχαίας Αμβρακίας στον ορμητικό Άραχθο , κι όχι επειδή τον ταλάνιζε οτιδήποτε παρά «επειδή διάβασε ένα σύγγραμμα, το «Περί ψυχής» του Πλάτωνα», όπως γράφει σε σχετικό επίγραμμά του ο Καλλίμαχος («αλλά Πλάτωνος εν το περί ψυχής γράμμ’ αναλεξάμενος»). Ένα παιγνίδι της μοίρας το ‘φερε να αυτοκτονήσει κοντά στη γενέτειρα του Κλεόμβροτου του Αμβρακιώτη, ο Κώστας Καρυωτάκης , επίσης αυτόχειρας είναι και ο Περικλής Γιαννόπουλος, αλλά και  αυτοκτονία του Ιωάννη Συκουτρή, αυτοκτονία  και άλλων τριών Ελλήνων λογοτεχνών του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, της Πηνελόπης Δέλτα και του Ηλία Λάγιου.

Ο Γκυ Ντε Μωπασάν θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους της Γαλλίας. Ο Γκυ Ντε Μωπασάν πριν κάνει την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, πρώτα με περίστροφο και ύστερα με σπασμένα γυαλιά, είχε οδηγηθεί στην παράνοια. Ο αιρετικός συγγραφέας βούτηξε στον σκοτεινό βυθό μιας ζωής που μοίραζε ανάμεσα στο γράψιμο την ημέρα και τους οίκους ανοχής τας βράδια. Η ιδέα της αυτοκτονίας δεν ήταν κάτι καινούργιο γι’ αυτόν. Ερευνά για χρόνια τις νοητικές και ψυχολογικές διεργασίες που μπορεί να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στο να βάλει τέλος στη ζωή του.

«Οι αυτόχειρες» είναι μια συλλογή από οκτώ διηγήματα τα οποία αναφέρονται στην αυτοκτονία. Γράφτηκαν ανάμεσα στο 1880 έως το 1890. Από το βάθος των σύντομων αυτών ιστοριών αναδύεται η άβυσσος της ψυχής του συγγραφέα, που προσπαθεί να καταγράψει αλλά και να κατανοήσει όλα όσα συμβαίνουν στα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης. Με τα κείμενά του για την αυτοκτονία ο Μωπασάν πραγματώνει ένα κρίσιμο κομμάτι του αφηγηματικού σχεδίου του: αποθεώνει τον ρόλο του συγγραφέα ως ψυχολόγου και παράλληλα υλοποιεί την σχεδόν ισόβια εμμονή του: τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου. Άνθρωποι αδύνατοι, χτυπημένοι από τη μοίρα , εξαναγκασμένοι , συνειδητοποιημένοι και απογοητευμένοι, που καταλήγουν στο απονενοημένο διάβημα, οι αυτόχειρες, γίνονται λογοτεχνικό υλικό για τον συγγραφέα, που εντοπίζει τα αίτια της ακραίας πράξης στον κοινωνικό περίγυρο, στην ακραία φτώχεια και την εκμετάλλευση, στην υπεράσπιση της τιμής αλλά και τις χαμένες ελπίδες και απογοητεύσεις , στις ψυχικές ασθένειες και την εγκατάλειψη.

 

 

Στο διήγημά του «Η πλανεύτρα» κάπου λέει: «Δώστε μας τουλάχιστον τη δυνατότητα να πεθάνουμε ήσυχα! Βοηθήστε μας να πεθάνουμε, εσείς που δεν μας αφήσατε να ζήσουμε! Δείτε μας!  Είμαστε πολλοί και, σ’ αυτή την εποχή, εποχή ελευθερίας, ιδεολογικής ανεξιθρησκίας και καθολικής ψήφου, έχουμε το δικαίωμα να μιλήσουμε. Χαρίστε σε όσους παραιτούνται από τη ζωή το έλεος ενός αξιοπρεπούς θανάτου». Ο Γκυ Ντε Μωπασάν σχεδόν εκατό τριάντα χρόνια πριν, σαν διορατικός συγγραφέας,  θέτει το ζήτημα της αθανασίας, που ακόμα και σήμερα διχάζει τις περισσότερες προοδευτικές κοινωνίες !!!

Διηγήματα όπως αυτά του Γκυ ντε Μοπασάν, μας λένε πολλά για τις κοινωνικές συνθήκες που παράγουν ή συδαυλίζουν την «επιθυμία» της αυτοκτονίας. Κανείς εντέλει δεν σηκώνει απολύτως μόνος του τα χέρια του, αυτό δεν μας υποδεικνύουν και οι τόσες γραπτές διακηρύξεις αυτοκτόνων κατά του διαβήματος της αυτοκτονίας;

Οκτώ ομόκεντρα διηγήματα απαρτίζουν τη συλλογή «Οι αυτόχειρες» , στα οποία εμφιλοχωρεί ο φόβος, ο πόνος, η μοναξιά, η φτώχεια,  η εκμετάλλευση, η απογοήτευση, η υπεράσπιση της τιμής, η σκοτεινή πλευρά της ζωής, οι σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου, όπου το σκοτεινό σημαίνει και κρυφό και μυστικό και κακό και απαγορευμένο και ανεπίτρεπτο , όπου ο καθένας αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα με τους δαίμονές του, που αντιπαλεύει το μέσα κτήνος , τις ανεξέλεγκτες ορμές και τα βαθιά σκοτάδια.

Δυνατό σημείο των διηγημάτων είναι η αδρομερής ψυχογράφηση των ηρώων που ενισχύεται από την ορατή τους εικόνα. Πορτραίτα λιτά και εκφραστικά.

Ο Γκυ ντε Μωπασάν γνωρίζει καλά από ένταση και από πυκνότητα και από εφευρετικότητα και από υπαινικτική διέγερση. Η πένα του είναι σκαπάνη. Αποκαλύπτει λάκκους, σκάβει και ξετρυπώνει σκελετούς και μυστικά, ή τα σκεπάζει φτυαρίζοντας πάνω τους λέξεις, πιο βαριές από το χώμα. Βουλιάζει στην κοπριά και κατά περίπτωση τακτοποιεί τα λείψανα στο σκοτάδι ή στο άπλετο φως…

Διαβάστε το.

 

Guy de Maupassant

 

O Henri Rene Albert Guy de Maupassant γεννιέται στη Νορμανδία το 1850 και πεθαίνει στο Παρίσι το 1893. Ξεκινά να γράφει σε ηλικία δεκατριών χρόνων και συνεχίζει να δουλεύει εντατικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο έργο του περιλαμβάνονται έξι μυθιστορήματα, οκτώ θεατρικά έργα, μερικές ποιητικές συλλογές, πολλά δοκίμια, άρθρα και ταξιδιωτικά αφηγήματα και το κυριότερο, πάνω από τριακόσια διηγήματα. Ο Maupassant μεγαλώνει στη Νορμανδία, κοντά στη φύση και τους ανθρώπους της υπαίθρου. Είναι ένα πανέξυπνο αγόρι με μεγάλη παρατηρητικότητα που απολαμβάνει εξίσου το παιχνίδι με τη μελέτη. Όταν ο Guy γράφει τους πρώτους του στίχους, η μητέρα του, ενθουσιασμένη τον αναθέτει στον Flaubert , παλιό οικογενειακό φίλο, που γίνεται ο πνευματικός πατέρας του Maupassant. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών ξεκινά σπουδές στη νομική σχολή του Παρισιού και αργότερα προσλαμβάνεται στο δημόσιο. Το 1874 γνωρίζει στο σπίτι του Flaubert τον Zola, ο οποίος τον περιβάλλει με φιλία και τον εισάγει σ’ έναν κύκλο μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Το 1880 με τη βοήθεια του Zola εκδίδεται το διήγημά του “Χοντρομπαλού” χάρη στο οποίο αναγνωρίζεται ως μεγάλος διηγηματογράφος. Παραιτείται από το υπουργείο και ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Ο Maupassant αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και πεθαίνει από σύφιλη σε ψυχιατρική κλινική του Παρισιού σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών. Στα 310 διηγήματά του έχει καταγράψει την πραγματικότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, αποστασιοποιημένα, χωρίς να αναπτύσσει κοινωνικούς προβληματισμούς, με ύφος λιτό και ακριβές, άλλοτε ανάλαφρο και περιπαικτικό και άλλοτε πικρό και ζοφερό.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top