Fractal

Διήγημα: “Γαστρικές οχλήσεις”

Του Δαμιανού Αγραβαρά // *

 

 

 

 

Γαστρικές οχλήσεις

 

Πλύμουθ, 27 Αυγούστου 1838

 

Αγαπημένη μου Τέσσυ,

 

Ελπίζω αυτή η επιστολή να σε βρίσκει υγιή και έτοιμη για τη μεγάλη καλοκαιρινή σας εκδήλωση. Ραγίζει η καρδιά μου καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, η πένα κόντεψε να μου φύγει από τα χέρια, δεν έχω σταματήσει να κλαίω με αναφιλητά από χτες, τίποτα όμως δεν μπορεί να αλλάξει το ότι δεν θα καταφέρω να παραβρεθώ φέτος. Ξέρεις πως το περίμενα με τεράστια ανυπομονησία. Σας φαντάζομαι όλους μαζεμένους κάτω από τις μεγάλες λευκές τέντες, το γρασίδι ακόμη νωπό, τα σκυλιά να τρέχουν γύρω σας χαρούμενα, εσύ και η Μαργαρίτα ντυμένες με τις πιο καλές σας δαντέλες, η περίφημη πουτίγκα της κυρίας Σκράντον να σας περιμένει πάνω στο τραπέζι. Τέλος πάντων, δεν έχει κανένα νόημα να θλίβομαι περισσότερο, τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Παραμένω εδώ, καθηλωμένη στο κρεβάτι με απίστευτες γαστρικές οχλήσεις. Ακριβώς μικρή μου Τέσσυ, νιώθω την κοιλιά μου να είναι έτοιμη να σχιστεί στα δύο. Αλλά καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Όλα ξεκίνησαν πριν τρεις ημέρες όταν ο Λόρδος Τόμσον ο πρεσβύτερος αποφάσισε να οργανώσει στην έπαυλή του ένα βραδινό χορό. Η μητέρα ενθουσιάστηκε, την ξέρεις πως κάνει σε τέτοιες ευκαιρίες. Πέρσι τέτοια εποχή δεν είχαμε λείψει από κανένα επίσημο χορό ή γεύμα και είδες, η Καρολίνα αποκαταστάθηκε. Τρέμω και μόνο στην ιδέα ότι του χρόνου τέτοια μέρα θα έχει στρογγυλέψει κι η δική μου κοιλιά. Χίλιες φορές να μου σφίγγουν τον κορσέ οι υπηρέτριες παρά αυτή η ταλαιπωρία. Να γυρίζεις τριγύρω με ένα βουνό κάτω από το στήθος σου, να μην χωράς πια στα καλά σου φορέματα, άσε οι πόνοι της γέννας. Η κυρία Τσέστερ είπε στη μητέρα ότι οι φωνές της Καρολίνας ακούστηκαν σε όλη την έπαυλη. Με πιάνει τρομερός πανικός, άσε που κανείς δεν με έχει ενημερώσει για το τι χρειάζεται να κάνεις για να φουσκώσει η κοιλιά σου. Τέλος πάντων, το τελευταίο που θέλω να σκέφτομαι είναι μια εγκυμοσύνη, δεν έχω προλάβει καν να κλείσω τα δεκαεπτά κι όλοι βρίσκονται υπ’ ατμών για να μου βρουν τον ιδανικό σύζυγο. Το χειρότερο είναι ότι μάλλον κατέληξαν στον μεσαίο γιο του Λόρδου Τόμσον, τον Χένρυ. Ανατριχιάζω μόνο στην σκέψη ότι θα γίνω Λαίδη Τόμσον. Ίσως ο μικρότερος να ήταν καλύτερη επιλογή. Έχει άλλωστε γαλανά μάτια και φακίδες, τον κάνουν αρκετά χαριτωμένο αλλά είναι μόλις δεκαπέντε και δυστυχώς σειρά έχει ο Χένρυ, αυτό το ανθρωπόμορφο σέτερ. Σε ηλικία γάμου και όπως σου έχω ήδη αναφέρει, ανυπόφορος. Τον περνάω μισό κεφάλι στο ύψος, έχει αυτές τις ζάρες στο λαιμό, σε κοιτά με απλανή θολωμένα μάτια. Μου θυμίζει τόσο πολύ τον τρόπο που χαζεύει ο Δίας τον πατέρα περιμένοντας να τον πάρει μαζί του για κυνήγι αλεπούς. Άσε και το άλλο ανεπίλυτο πρόβλημα. Αυτός ο άνθρωπος πάντα μυρίζει παστό χοιρινό. Όσα λεφτά και εκτάσεις κι αν έχει η οικογένειά του δεν μπορούν να τον αλλάξουν τόσο εύκολα τελικά. Ήταν ανάγκη ο πατέρας να επιμείνει να αποκτήσουμε εξοχική κατοικία στην Κορνουάλη; Αυτή η υγρασία με σκοτώνει και πέρα από τα δυσάρεστα προξενιά έχουμε και την τραγική γειτνίαση με τη Βαρόνη Κάρσον. Σου έχω πει πώς ρουφάει το τσάι; Εγώ στη θέση της θα ντρεπόμουν να κυκλοφορήσω ξανά έξω.

Τέλος πάντων, όπως σου έλεγα με ετοίμασαν με όλες τις μεγαλοπρέπειες για εκείνο το δείπνο. Τουαλέτα με διπλή σειρά μετάξι, από μέσα κορσές φυσικά, τόσο σφιχτά δεμένος, νόμιζα πως ο αέρας θα έμενε για πάντα στο λαιμό μου και δεν θα κατέβαινε ποτέ ως τα πνευμόνια. Η Κλάρα έφερε ένα ζευγάρι γάντια σχεδόν κίτρινο, της είπα να μην επαναληφθεί αλλιώς θα την στείλω στην κουζίνα. Έχει γεράσει και δεν βλέπει καλά, νομίζω από μια ηλικία και μετά θα έπρεπε να έχουν το θάρρος να αποσύρονται, δεν γίνεται να υπηρετείς μέχρι να πεθάνεις, εγώ δεν φταίω σε τίποτα. Θύμισε μου πως βρήκες τη δική σου καμαριέρα, η οικονόμος μας έχει ρωτήσει όλο το Πλύμουθ αλλά δεν βρέθηκε καμία αξιόλογη. Τέλος πάντων, αφού με ετοίμασαν ήρθε η άμαξα, η μητέρα επέμενε να βάλουμε και τα έξι άλογα για να κάνουμε εντύπωση. Όλος ο δρόμος ως το Down Thomas μια ταλαιπωρία, ούτε μπορώ να στο περιγράψω, διαρκή τραντάγματα, λακκούβες και κοτρόνες, απορώ πως δεν διαλύθηκαν οι ρόδες.

Στο δείπνο ήταν καλεσμένοι σχεδόν όλοι οι αριστοκράτες που περνάνε το καλοκαίρι τους εδώ στην Κορνουάλη. Η Βαρόνη Κάρσον φλυαρούσε ακατάπαυστα με την Λαίδη Λίβινγκστον. Έμαθες για τον Λόρδο Λίβινγκστον ή όχι; Λογικά τα νέα θα έχουν αργήσει να φτάσουν στο Έσσεξ. Ο Λόρδος είναι άφαντος εδώ και ένα μήνα. Η Λαίδη επιμένει ότι λείπει στη Βοστόνη για να κλείσει εμπορικές συμφωνίες αλλά άκουσα από την κόρη της Δούκισσας Γλάδστον ότι έχει ερωμένη στο Γιορκ, τη χήρα ενός στρατηγού και πως έχουν συμφωνήσει να περνά εκεί τα καλοκαίρια του. Απαράδεκτο, αυτό έχω να πω μόνο. Η μητέρα λέει ότι το μόνο χειρότερο από μια περιφρονημένη σύζυγο είναι μια σύζυγος που αρνείται την πραγματικότητα κι επιμένει να περιφέρει τη μιζέρια της στα καλά σαλόνια.

Τέλος πάντων, οι Τόμσον είχαν ετοιμάσει το μπλε σαλόνι για το χορό. Άστραφτε από καθαριότητα, δεν μπορώ να πω, μόνο που παρατήρησα μια τρύπα στο χαλί. Είχαν βάλει από πάνω μια γλάστρα αλλά δεν κατάφεραν να κρύψουν ολόκληρο το κάψιμο. Απορώ γιατί δεν μας έβγαλαν στον κήπο, αλλά την ξέρεις τώρα τη Λαίδη Τόμσον, επιμένει να επιδεικνύει τις κινέζικες πορσελάνες της, σε λίγο θα τις κρεμά και από τα ταβάνια των σαλονιών. Τέλος πάντων, ήμασταν αρκετοί, τα ονόματα των περισσότερων δεν είναι καν άξια αναφοράς. Η μητέρα λέει ότι πρέπει να μας απασχολούν μόνο όσοι έχουν τις ίδιες ή περισσότερες εκτάσεις γης από εμάς και νομίζω πως έχει δίκιο. Εγώ καθόμουν με τη μικρότερη κόρη του Λόρδου Κάλβερτ, την Κορνηλία. Είναι τόσο ανιαρή, οριακά με πήρε ο ύπνος. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι το πιάνο, συνέχεια μου έδειχνε τα δάχτυλά της. Τα κουνούσε νευρικά στον αέρα, δίνοντάς μου συμβουλές για το πώς πρέπει να συνδυάζεις τις κινήσεις σου για όσο το δυνατόν αρτιότερο αποτέλεσμα. Μετά άρχισε να μου μιλάει και για διάφορους συνθέτες, κάτι αλλόκοτους Γερμανούς με περίεργα ονόματα, ούτε θυμάμαι πως προφέρονται. Γιατί να ασχολείται κάποιος με τους Γερμανούς, αδύνατον να το καταλάβω.

Αν ήξερα τι θα ακολουθήσει δεν θα άφηνα την Κορνηλία Κάλβερτ να φύγει από δίπλα μου. Είχα στο χέρι μου περασμένο το βιβλίο με τους προσφερόμενους χορούς. Μάντεψε ποιος ήρθε πρώτος, πρώτος. Ακριβώς καλή μου Τέσσυ, ο Χένρυ Τόμσον. Έσκυψε να υποκλιθεί, μου ήρθε όλη η δυσωδία του κατά πρόσωπο, έγραψε με τρεμάμενο χέρι το όνομά του πρώτο, πρώτο στο βιβλιαράκι, γέλαγαν και τα μουστάκια του. Εφόσον έγραψε το όνομά του δεν μπορούσα να του αρνηθώ ένα χορό. Ο γελοίος, υποκλίθηκε ξανά και έφυγε. Άρχισα να ιδρώνω και μόνο στην σκέψη πως θα κατέληγα να με στριφογυρίζει αυτός ο υπερτροφικός γυμνοσάλιαγκας στην σάλα. Ακριβώς. Ίδρωνα. Η μητέρα λέει ότι τίποτα δεν είναι χειρότερο από μια δεσποινίδα με αυλακωτές λίμνες ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες της. Ήθελα να ανοίξει μια ακόμη τρύπα στο χαλί και να γλιστρήσω μέσα της κι ας την έκλειναν έπειτα όχι με γλάστρα, αλλά με ολόκληρο το πιάνο.

Τέλος πάντων. Καθίσαμε να φάμε. Είχε διάφορα φαγητά, τίποτα το ιδιαίτερο. Η δική μας μαγείρισσα είναι σκάλες ανώτερη, μπορούμε να το παινευτούμε χωρίς ντροπή και το ξέρεις κι εσύ πολύ καλά. Ανάμεσα στους φασιανούς και τις ψητές πέρδικες το είδα. Η σανίδα σωτηρίας μου. Φουαγκρά πάνω σε λεπτές φρυγανιές. Ο πατέρας μου έχει περιγράψει πως φουσκώνουν το στομάχι της χήνας. Τις ταΐζουν με το ζόρι, χώνουν κάτι τεράστιους σωλήνες μέσα τους ώσπου να φουσκώσει τόσο πολύ το συκώτι τους κι έπειτα τους παίρνουν το κεφάλι. Γαλλικές πρακτικές. Περίμενες τίποτα καλύτερο από αυτούς τους σιχαμένους τους Γάλλους; Μήπως εκείνοι δεν ανακάλυψαν και τον κορσέ ή κάνω λάθος; Τέλος πάντων, αυτοί οι ψηλομύτηδες είναι υπεύθυνοι τόσο για τα δικά μας δεινά, όσο και για εκείνα των χηνών. Άλλη μία φορά είχα δοκιμάσει αυτό το πράγμα και με είχε πιάσει στομαχόπονος, δεν ήθελα να ξαναπλησιάσει σε κοντινή απόσταση από το πρόσωπό μου, ήταν όμως η μοναδική μου ευκαιρία. Έκλεισα τα μάτια, προσπάθησα να μην σκέφτομαι τις χήνες να υποφέρουν. Μπορούσα να ακούσω όλες εκείνες που έχουμε στο κτήμα για να μας προστατεύουν να σκούζουν με θλίψη καθώς τις βασανίζουν. Άρχισα να ανακατεύομαι πριν φάω την πρώτη μπουκιά όμως συνέχισα. Ένιωθα σαν εκείνον, τον ξεχνάω το όνομά του, αυτόν τον αρχαίο Έλληνα που ήπιε το κώνειο; Η μητέρα έλεγε ότι μια γυναίκα δεν χρειάζεται να είναι έξυπνη αρκεί να είναι όμορφη όμως εγώ διαφωνώ, πάντα μου άρεσαν τα μαθήματα κι ας μου τα έκοψαν μόλις κατάλαβαν ότι «άνθισα» και από κορίτσι έγινα δεσποινίδα. Ακόμα ζηλεύω τον Ερρίκο που συνέχισε μετά από εμένα και δες τον τώρα, σαν τον πατέρα κι αυτός, οριακά άξεστος να ασχολείται μόνο με το κυνήγι και τις ιπποδρομίες.

Τέλος πάντων, έφαγα τρεις μπουκιές φουαγκρά και λίγο μετά άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. «Με συγχωρείτε αλλά έχω γαστρικές οχλήσεις» είπα για να σηκωθώ από το τραπέζι κι αμέσως προσποιήθηκα λιποθυμία. Με μετέφεραν εσπευσμένα στην άμαξα. Μόλις μπήκα μέσα -ντρέπομαι που στο γράφω ακριβή μου Τέσσυ μας ξέρεις πως δεν έχω μυστικά από εσένα- άδειασα το περιεχόμενο της κοιλιάς μου στο εσωτερικό της άμαξας, τα μετάξια αχρηστεύτηκαν, το ίδιο και τα καλά μου παπούτσια. Το μαρτύριο που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Η άμαξα τρανταζόταν και εγώ αισθανόμουν όλο και χειρότερα, έσκισα μόνη μου τον κορσέ, συνέχιζα να αδειάζω το στομάχι μου. Ζαλιζόμουν αφάνταστα και νόμιζα πως έβλεπα υπερτροφικές χήνες να κόβουν βόλτες γύρω από το κεφάλι μου και να χοροπηδάνε πάνω στην κοιλιά μου. Η μητέρα δεν σταμάτησε να ουρλιάζει μέχρι που φτάσαμε στην έπαυλη.

Τρεις μέρες τώρα και δεν έχω γίνει καλά ακόμη. Με έχουν σφηνωμένη στο κρεβάτι, μάλλον κατάλαβαν ότι το έκανα επίτηδες. Ποτέ δεν έχω εκφράσει την παραμικρή διάθεση για να φάω φουαγκρά. Γνωρίζεις καλύτερα από όλους πως τέτοιες λεπτομέρειες δεν ξεφεύγουν από τη μητέρα. Χτες λίγο μετά το απογευματινό τσάι η μητέρα ήρθε στο δωμάτιό μου και με ενημέρωσε πως λόγω των γαστρικών μου οχλήσεων δεν θα παραβρεθούμε στην φετινή σας εκδήλωση για τον εορτασμού του τέλους του καλοκαιριού. Ήταν ανέκφραστη, δεν έδειχνε την παραμικρή θλίψη, απλά μου το ανακοίνωσε και έφυγε. Εγώ δεν έχω σταματήσει να κλαίω από χτες όμως καθόλου δεν το μετανιώνω καλή μου Τέσσυ. Δεν θα άντεχα να χορέψω με αυτόν τον ανεκδιήγητο όσα λεφτά και τίτλους και αν έχει.

Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί με τιμωρούν έτσι. Κανονικά θα έπρεπε να μπορώ να έχω λόγο στο ποιον θα παντρευτώ και θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί του. Δεν είναι καθόλου δίκαιο να με θεωρούν ένα άβουλο πλάσμα χωρίς αισθήματα, αλλά μήπως έτσι δεν κάνουν για όλες μας; Οι πατεράδες μας κυβερνούν αυτόν τον κόσμο λες και έχουν ιδέα τι τους γίνεται ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα μάτσο αγροίκοι που κραδαίνουν όπλα, πάνε για κυνήγι, τρώνε μέχρι σκασμού, μεθάνε και ροχαλίζουν όλη μέρα. Θα περίμενες πως οι μητέρες μας θα έδειχναν ψήγματα συμπόνιας αλλά τελικά απλά υπακούνε και αυτές και μας καταπιέζουν με τον τρόπο τους. Σκέφτομαι πως αν ήμουν δυνατή θα το έσκαγα μακριά. Ίσως όλες εκείνες οι πλύστρες και οι καμαριέρες να είναι πιο ελεύθερες από όλες μας, δεν νομίζεις; Μπορεί να υπηρετούν κάποιον άλλον αλλά τουλάχιστον κάνουν επιλογές για τους εαυτούς τους, δεν έχουν κάποιον να τις περιορίζει όπως εμείς. Από την άλλη φαντάζομαι πως δεν θα άντεχα μισή μέρα χωρίς τη δική μου υπηρέτρια. Δεν ξέρω να μαγειρεύω ούτε να ράβω, ούτε τίποτα. Αν το καλοσκεφτείς ξέρω ελάχιστα πράγματα και ο κόσμος εκεί έξω είναι επικίνδυνος. Πώς να καταφέρουν να επιβιώσουν δεσποινίδες σαν εμάς; Μάλλον η μοίρα μας είναι προδιαγεγραμμένη. Στο πλευρό κάποιου άξεστου, να φουσκώνουμε σαν τις κακόμοιρες τις χήνες και έπειτα να ξεφουσκώνουμε, σκορπίζοντας παιδιά τριγύρω, ώσπου να πεθάνουμε, ενώ στην πραγματικότητα η πλήξη θα μας σκοτώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Τουλάχιστον να μην καταλήξουμε περίγελος σαν τη Λαίδη Λίβινγκστον, αλήθεια στο λέω, δεν θα άντεχα τέτοια ντροπή, μα τω Θεώ.

Συγχωρέσε με για τη φλυαρία μου αγαπητή μου αλλά αν δεν τα μοιραζόμουν μαζί σου θα έσκαγα κυριολεκτικά. Ενημέρωσέ με σε παρακαλώ για το πώς ήταν η φετινή εκδήλωση. Ελπίζω να πάνε όλα καλά και να μην επαναληφθούν οι περσινές αστοχίες. Νομίζω ακόμη συζητάνε για αυτά στο Έσσεξ, δεν θα ήθελα με τίποτα να βρίσκομαι στη θέση της μητέρας σου και να με σχολιάζουν όλες αυτές οι κλώσες. Τέλος πάντων, να δώσεις τους ειλικρινείς μου χαιρετισμούς στους αξιότιμους γονείς σου και την αγάπη μου στη μικρή μας Μαργαρίτα. Δεν αργεί ο καιρός που θα φύγουμε από την αναθεματισμένη Κορνουάλη και θα επιστρέψουμε στους ρυθμούς του Έσσεξ. Ανυπομονώ να μάθω νέα σου, να σε δω και να πάρουμε μαζί το τσάι μας, έχουμε τόσα πολλά να πούμε από κοντά. Σε φιλώ, να προσέχεις.

 

Ειλικρινά δική σου,

Βεατρίκη.

 

 

 

* Ο Δαμιανός Αγραβαράς γεννήθηκε το 1996 στον Πειραιά. Είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τον Οκτώβριο του 2021 εργάζεται ως συνεργάτης στο Αρχείο της ΕΡΤ. Ασχολείται με την πεζογραφία και τη θεατρική γραφή. Το 2015 συμμετείχε στο πρώτο στούντιο συγγραφής θεατρικού έργου του Εθνικού Θεάτρου και το 2016 στο πρώτο Εργαστήριο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top