Fractal

Για την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» στο Εθνικό Θέατρο

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γ. Βασιλείου //

 

 

Ακριβέ γιε της Μνημοσύνης, μεγάλε κληρονόμε

της Φήμης, / τι χρεία έχεις εσύ γι’ αυτή τη μικρή

μαρτυρία;/ Στην απορία και το θάμβος μας /

Μνημείο παντοτινό έχτισες για Σένα.

John Milton

 

 

Τον χειμώνα 2024 είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο Εθνικό Θέατρο, την θεατρική παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» (King Lear) του William Shakespeare (1564-1616), στυλοβάτη του Αγγλικού Θεάτρου, και έγκριτου ποιητή, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά.

 

 

«Ο βασιλιάς Λήρ» (1609) είναι μια τραγωδία αντάξια των αρχαιοελληνικών δημιουργημάτων (Μήδεια, Ορέστεια, Αγαμέμνων, Τρωάδες κλπ.)

Δημιούργησε χαρακτήρες, ως αληθείς παραστάσεις του είναι, ενισχύοντας το θέατρο από την τυπική πορεία του, ως αποτύπωση αναληθή απλοϊκών ηρώων και ηρωίδων. Μέσα σε ιδεώδη πολυμορφία, ζωγραφίζοντας παραστατικά επεισόδια, μέσα από τα οποία αναδείχθηκαν ακραίες συναισθηματικές ταλαντώσεις, ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ κατατάχθηκε στην κορυφή των θεατρικών συγγραφέων.

Ο γέροντας βασιλιάς της Βρετανίας Ληρ, αποφασίζει να αποσυρθεί και να μοιράσει την επικράτειά του σε τρία μερίδια, για τις τρεις θυγατέρες του (Γκόνεριλ, με σύζυγο τον Δούκα του Όλμπανι, Ρίγκαν, με σύζυγο τον Κόμη του Κόρνουαλ και την τρίτη Κορντέλια, ανύπαντρη). Οι δύο πρώτες θυγατέρες εκφράζουν απεριόριστη αγάπη στον πατέρα τους και υπόσχονται να περιθάλπουν αυτόν και την εκατονταμελή φρουρά του. Η τρίτη όμως η Κορντέλια αρνείται να του εκφράσει την αγάπη της («δεν μπορώ στα χείλια μου/ την καρδιά μου ν΄ανεβάσω») και αποκληρώνεται παντρεύεται τον Φράνς, βασιλιά της Γαλλίας. Ο Λήρ φιλοξενείται από τις δύο πρώτες κόρες του, οι οποίες όμως μετά από καιρό τον διώχνουν. Εκείνος, μαζί με τον έμπιστό του δούκα του Κέντ που ο Ληρ τον είχε διώξει γιατί υπεστήριζε την Κορντέλια και τον γελωτοποιό του καταφεύγει σε ένα καλύβι αποτρελαμένος και ύστερα φυγαδεύεται στο Ντόβερ, όπου βρίσκονται Γαλλικά στρατεύματα που τελικά ηττήθηκαν από το αγγλικά. Μετά από διάφορα επεισόδια, ο Ληρ πεθαίνει, η Γκόνεριλ, αφού δηλητηριάζει την αδελφή της Ρήγκαν, αυτοκτονεί και η Κορντέλια εκτελείται.

Ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί τους συντελεστές του εκάστοτε συστήματος – λες και το σύστημα δεν αποτελεί σταθερή μονάδα – για να τους φέρει σε απόγνωση, σε λύση της δύναμής τους, σε αλλόκοτη ενστικτώδη αντίδραση, σε ανατροπή του μηχανισμού, σε ασυμβατότητα του νείκους με τη φιλότητα, στην Αριστοτέλεια των πραγμάτων σύσταση.

Οι υποκριτές οφείλουν να διεκτραγωδήσουν τις ανθρώπινες εξάρσεις και ανατροπές, ώστε να μεταδώσουν, ως κήρυκες, στους φιλοθεάμονες την υπαρξιακή αγχασία του Ηράκλειτου, τουτέστιν την εγρήγορση του όντος, το εγγύς βεβηκέναι, όπου η ποιητική έμπνευση υπερβαίνοντας τα θραύσματα διαλαλεί την ενότητα («Συνδέσεις όλα και όχι όλα, ομόνοια, διχόνοια, συμφωνία, ασυμφωνία, το ένα γεννιέται απ΄όλα και από το ένα όλα») – ως ο Α. Εμπειρίκος φθέγγει πως μετουσιώνεται «σε οίστρο της ζωής ο φόβος του θανάτου».

Ο Σαίξπηρ συνθέτει τα αντίθετα, τα αναδεικνύει ως μοχλούς του είναι, στο οποίο εκχέει μια λάμπουσα φωτοχυσία. Η τραγική επωδός παρίσταται ως συνθετικός μοχλός των συμβαινόντων, προς διδαχήν της ματαιότητας του βίου και συναφώς της συντριβής των εξουσιαστών ή άλλως των δυναστών της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο ποιητής επισκέπτεται το κραταιό σύστημα με στόχο να του προκαλέσει ρωγμές, να εξηγήσει πως η αγάπη είναι έωλη, να αναδείξει ότι η αδικία πολλάκις κυριαρχεί και εν τέλει ότι η ύπαρξη του όντος αλλοφρονεί αενάως.

Στον Ληρ απαντάται ένας υποδόριος εκμηδενισμός του αντρικού προτύπου, προς όφελος της ανατροπήςž η γυναικεία φύση αναδεικνύεται περηφανής νικήτρια και συγκρίνεται μόνον με τον εαυτό της. Όταν ο βασιλιάς χάνει το στέμμα του, την εξ αυτού εξουσία, αποδεικνύεται γυμνός, αδύναμος, άστεγος και εκλιπαρεί στοργή από τις θυγατέρες του. Μεταπίπτει προς την απώλεια, απεγνωσμένος και καταντά πραγματικό θνητό ερείπιο. Σε όλο το έργο παρίσταται υπό καθεστώς απόγνωσηςž η απόφασή του να αποσυρθεί συντρίβει τις ελπίδες του για το ευοίωνο μέλλον της εξουσίας και τον μετατρέπει σε αληθές ζωντανό εκφύλισμα. Στο ερώτημα αν οι ήρωες του κρινομένου έργου υπηρετούν τη διαχρονία ή παραμένουν ευτελείς υπηρέτες του ταπεινού παρόντος, άλλως ως παρελθοντικά αυτοκαταστροφικά αποκυήματα της φαντασίας ενός ικανού θεατράνθρωπου, η απάντηση είναι η ακατάπαυστη πνοή που ο Σαίξπηρ χαρίζει στον Ληρ και τα λοιπά πρόσωπα που εξαρτώνται από αυτόν, με θαυμαστή ακρίβεια στα ανθρώπινα πάθη και αδιέξοδα. Μια αυθεντία της απεικόνισης συμπεριφορών λειτουργεί θερμαντικά σε ψυχαναλυτικά πορίσματα και αναδεικνύεται πρωτοπόρος λόγος του θεατρικού γίγνεσθαι. Η Οιδιπόδεια οπτική του Ληρ, που διεκτραγωδεί εσωτερικά συμπλέγματα, συνιστά ακραία εμβάθυνση στα άδυτα του ψυχικού αδιεξόδου ενός εξουσιαστή, την ώρα που αυτοβούλως απόλλυται την ισχύ του.

Η παράδοξη διείσδυση στους ανθρώπινους τύπους και η ανύψωσή τους σε ινδάλματα σημαίνει, πως οι υποκριτές της σκηνής, υπεισέρχονται σημαιοφόροι στα δεδομένα της πραγματικότητας. Αλληγορείται εμπνευσμένα η ανθρώπινη αδυναμία και σύρεται πίσω από τα γεγονότα.

Αναδύεται ένας έγχρωμος, ακριβής πίνακας επεισοδίων, ως εάν εξαντλείται η Σαιξπηρική φαντασία ή άλλως η ευφυής σύλληψη του βασιλιά Λήρ και των συν αυτώ, αγγίζει τα όρια του μυαλού, χαράσσοντας δρόμους ανωφερείς μέσα σε συνεκδοχικές προσδοκίες.

Ένας παράφορος ηγέτης, στας δυσμάς της κυριαρχίας του, επιδεικνύει ταπεινές αδυναμίες αναδεικνύοντας την κλίση του προς την μικρότερη θυγατέρα του Κορδέλια, σε σχέση με τις άλλες δύο, την Ρίγκαν και την Γκονεριλ. Η ανυπακοή της πρώτης τον αιφνιδιάζει και συντρίβει την ευαισθησία του.

 

Ο θάνατος είναι αγαλλίαση, πτώση, εξαύλωση, αγωνία, χλεύη, μοιραία κατάληξη, φαντασίωση, κραυγή απόγνωσης, ασυνέχεια, ανάπαυση, απόηχος, καταδίκη, εξορκισμός έσχατη παρηγορία, αποδόμηση, κατάρρευση, προδοσία της σάρκας, διάπλους του νου σε σκοτεινό θάλαμο, εμπαιγμός του ακατάλυτου, αναβίωση της θνητότητας, αειφυγία του ονείρου, ανυπαρξία του όντος, σιωπηλή προφητεία της ψυχής, τελετουργική είσοδος στο αόρατο, πτώση του συνειδέναι, προσδοκία της δικαίωσης, εναρκτήρια σκηνή προς την αλληγορία, εντροπία της φθοράς, χειραφέτηση από τις οδύνες, δραπέτευση από τη γυμνότητα, ζηλωτική εμμονή στα θαύματα, αποδόμηση της μαγείας, κραυγή των ενοχών, επικύρωση του τέλους, έπαρση του πρωτόπλαστου, ανθεκτικότητα της μνήμης, εμπειρία του άγνωστου, αναπόφευκτο, υπέρβαση του κύκλου, καταβαράθρωση του σφρίγους, εγωϊστικός εγκλεισμός του εαυτού.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, ενώ είχε στη διάθεσή του, το πλέον σύγχρονο θέατρο της χώρας, με ευρύτητα σκηνής και βυθιζόμενα τμήματα, δεν απέδωσε, ως ώφειλε, ευκρινώς την πολύπλοκη τραγωδία, που χειρίσθηκε. Βέβαια, είχε ενώπιον του το πιο τραγικό έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, όπου κυριαρχούσαν αντιμαχίες, συνωμοσίες, ένας γυμνός βασιλιάς, η κολακεία, η μοχθηρία, η προδομένη αγάπη. Αυτό αποτελεί ουσιώδη δικαιολογία για έναν σκηνοθέτη, που καταγίνεται με ένα έργο τετρακοσίων ετών. Επίσης δεν έγιναν εμφανή τα γεγονότα, που καθόρισαν με τη σειρά τους την υπόθεση.

Εκτός των αναφερθέντων, θα μου επιτραπεί να σχολιάσω δύο πρωτότυπες σκηνοθετικές εμπνεύσεις: α) η κινηματογράφηση των προσώπων και η μεγέθυνση τους στην οπίσθια πλευρά του σκηνικού, αποσυντονίζει την ροή των δρωμένων και εισάγει στο κλασικό θέατρο τεχνικές μεθόδους της 7ης τέχνης, γεγονός άκρως αρνητικό (τη συνήθεια αυτή είχαμε παρακολουθήσει και στο θέατρο της Επιδαύρου, το 2021, στις Φοίνισσες του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Γ. Μόσχου). Αρνητικό σημείο επίσης ήταν η συνεχής παρουσία των χειριστών της κάμερας, που αποσυντόνιζαν τους φιλοθεάμονες και β) η μουσική, υπό τριμελή σύνθεση, επί σκηνής και αυτή έπαιζε αποσυνθετικό ρόλο, με την κυκλοφορία επί σκηνής των μουσικών. Θα έλεγα, πως η ζωντανή μουσική είναι ευπρόσδεκτη, αλλά με μέτρο και σύνεση.

Τα σκηνικά της Εύας Μανιτάκη ήταν επιτυχημένα και συγχρονισμένα με την παράσταση και την εποχή του «βασιλιά Ληρ».

Το ίδιο ισχύει και για τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, όπως και για τους φωτισμούς της Ελίζας Αλεξανδροπούλου. Η μετάφραση του ποιητή Διονύση Καψάλη με τον πρέποντα σεβασμό στο αγγλικό κείμενο και στην απαιτούμενη σκηνική ρυθμολογία.

Οι ηθοποιοί πλήρως αφοσιωμένοι στο δύσκολο ρόλο τους έφεραν ευπροσώπως εις πέρας τη μεταφορά ενός απαιτητικού σαιξπηρικού έργου.

Ο Γιάννης Νταλιάνης (Ληρ), είχε επωμισθεί τον κύριο ρόλο του βασιλιά, με ποικίλες συναισθηματικές πτώσεις. Πέτυχε να χρωματίσει αρκούντως έναν ηγεμόνα από την ανώτατη βαθμίδα εξουσίας σε ευτελή, αδύναμο άνδρα (τον είχαμε θαυμάσει το 2020 στη Δόξα Κοινή, στο Θέατρο Πορεία).

Οι τρεις γυναίκες του έργου Αλεξία Καλτσίκη, ως Γκόνεριλ, η Ανθή Ευστρατιάδου, ως Ρίγκαν και η Ιωάννα Κολιοπούλου, ως Κορντέλια, επέδειξαν δραματική στόφα, με τις επανειλημμένες μεταπτώσεις ανάμεσα στην αρχική στάση και τον θάνατό τους.

Όμως και οι λοιποί ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν δεόντως στις σκηνοθετικές οδηγίες με αξιοθαύμαστη πειθαρχία. Αναφέρονται προς έπαινον ονομαστικά, στη συνέχεια: Μιχάλης Αφολαγιάν (Φρανς, βασιλιάς της Γαλλίας), Γιώργος Γιαννακάκος (Κίραν, Δούκας της Βουργουνδίας), Παντελής Δεντάκης, (σύζυγος της Γκόνεριλ, Δούκας του Όλμπανι), Μίνως Θεοχάρης (Τρελός, γελωτοποιός του βασιλιά Ληρ), Ερρίκος Λίτσης (Κόμης του Γκλόστερ), Κώστας Λουλές (Αμπογιάμι, ακόλουθος του Φρανς), Αργύρης Ξάφης (Εντγκαρ, ο μεγάλος γιος του Γκλόστερ), Γιώργος Παπαγεωργίου (ο νόθος γιος του Γκλόστερ), Κρις Ραντάνοφ (Άσμαν, στρατιώτης του Ληρ), Κωνσταντίνος Σώζος (Σάλβα, ακόλουθος του δούκα του Όλμπανι), Χρήστος Σούγαρης (κόμης του Κεντ, δεξί χέρι του Ληρ), Αλέκος Συσσοβίτης (δούκας του Κόρνουαλ, σύζυγος της Ρίγκαν), Γιώργος Τριανταφυλλίδης (Όσβαλντ, υπηρέτης της Γκόνεριλ), Αμαλία Τσεκούρα (Ίμμα, ακόλουθος της Κορντέλια), Χάρης Τσιτσάκης (Μπαρμπόζα, ακόλουθος του Κόρνουαλ).

 

Συμπερασματικά η παράσταση «βασιλιάς Ληρ», πέραν των μειονεκτημάτων που αναφέρθηκαν, σκιαγράφησε ανθρώπινα πάθη, κάτω από την νοερή καθοδήγηση του μεγάλου δραματουργού Ουΐλιαμ Σαίξπηρ.

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top