Fractal

Η περίπτωση του Γιάννη Γαΐτη

Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας // *

 

 

“Νέος, είσαι δυνατός με παρέα ˙ γέρος, με μοναξιά” Γκαίτε

 

 

 

Είναι γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου, το περνάς στην επιφάνεια, καθώς αιχμαλωτίζεσαι ανάμεσα σε έγνοιες καθημερινές και ασχολίες μη ουσιώδεις. Ώσπου μια μέρα, ξαφνικά, κοκαλώνεις με αφορμή κάτι βαθύ, μεστό από νόημα, όπως π.χ. όταν βγαίνεις από το μετρό, στο σταθμό Λαρίσης: εκεί αντικρίζεις τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη (1923-1984), γνωστού ζωγράφου, γλύπτη και χαράκτη. Οπότε, αξίζει να επισημανθεί η έκθεση ζωγραφικής που πραγματοποιείται αυτή την περίοδο, σχετικά με τον εν λόγω καλλιτέχνη, στη Λάρισα (στην Πινακοθήκη-Μουσείο Κατσίγρα), με τίτλο Το πλήθος και η μοναξιά, την οποία επιμελείται η κόρη του καλλιτέχνη, η Λορέττα Γαΐτη.

Πρόκειται για έναν δημιουργό που τοποθετείται μεταξύ της προπολεμικής γενιάς των πρώτων εικαστικών της αφηρημένης ζωγραφικής και της γενιάς του ’60. Αν και είχε δάσκαλο τον Παρθένη στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει μια και ένιωθε να τον περιορίζουν οι καθηγητές.

 

 

Στα 21 του, το 1944, έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση μέσα στο σπίτι του ˙ το 1949 συμμετείχε στους Ακραίους, μια καλλιτεχνική ομάδα η οποία, στον αντίποδα της παραστατικής τέχνης, ασχολούνταν με μορφές αφηρημένης τέχνης. Ο Γαΐτης έζησε 20 χρόνια στο Παρίσι, αφού πρώτα απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία προσποιούμενος τον ψυχικά άρρωστο. Σε διάρκεια 40 ετών, ο μοντερνιστής καλλιτέχνης συμμετείχε σε 100 ατομικές και 200 ομαδικές εκθέσεις, δημιουργώντας γύρω στα 4500 έργα ̇  έργα τα οποία μαρτυρούν την επιθυμία του καλλιτέχνη να πιστέψεις σε ένα μέλλον που ο ίδιος δεν έζησε. Αφήνοντας την τελευταία του πνοή στα 61, στις 22 Ιουλίου 1984, «το ευάλωτο ποιόν του φαντάζει ξαφνικά σαν μια δύναμη έμμεση και μη συμβατική ̇ η απομόνωση του σαν βαθύτερη αλληλεγγύη ̇ η φαντασιοπληξία του σαν ο συντομότερος δρόμος που οδηγεί στην πραγματικότητα»[1].

 

 

Εμφανώς επηρεασμένος από τον Πικάσο και τους σουρεαλιστές, ο Γαΐτης το 1967 παρουσίασε τα ανθρωπάκια του, ανώνυμα ομοιόμορφα με ριγέ και καρό κοστούμι : αποτελούν ένδειξη διαμαρτυρίας  για τη μαζοποίηση του σύγχρονου ανθρώπου, και ταυτόχρονα, σύμβολο ειρωνείας και κοινωνικής κριτικής. Ήθελε τα ανθρωπάκια του σε φυσικό μέγεθος μέσα στο πλήθος. Ο ίδιος έλεγε πως ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του ως ανθρωπάκι, παρά το ότι όντως είναι. Τυποποιημένα λοιπόν ανθρωπάκια, υπάκουα, παθητικά, δίχως πρόσωπο, σαν τα τακτοποιημένα αντικείμενα στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Αργότερα, ο καλλιτέχνης μετέφερε  τα ανθρωπάκια και σε ρούχα, υφάσματα και παιχνίδια. Το εξπρεσιονιστικό τους ύφος, σε συνδυασμό με την παιδική τους αφέλεια, είναι τα στοιχεία εκείνα που γελοιοποιούν την κοινωνία την απροβλημάτιστη. Καθώς στέκονται πέραν του καλού και του κακού, μετατρέπονται σε παίγνιο της τέχνης και της αλήθειας, το οποίο σκοπό έχει όχι να αναστείλει την παρακμή αλλά να την εμψυχώσει, έτσι ώστε να εξαντληθεί ( η παρακμή) επιτρέποντας την εμφάνιση νέων μορφών. Ανάμεσα στα ανθρωπάκια και τον στοχασμό, ξεπροβάλλει αδιαλείπτως η αθωότητα του καλλιτέχνη Γαΐτη, και τότε θυμάσαι τον Ρίλκε να λέει : “Κι ολόκληρη η παιδικότητα μου στέκει/εδώ πάντα γύρω μου./Δεν είμαι μονάχος ποτέ μου”. Στον κόσμο που πρωταγωνιστούν τα ανθρωπάκια, τα πάντα γίνονται ρεαλιστικά και αναληθοφανή συγχρόνως.

 

 

Τα ανθρωπάκια του Γαΐτη από τη μια, απευθύνονται στον άνθρωπο που καταναλώνει και που αρέσκεται να αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τα προϊόντα που καταναλώνει , κι από την άλλη, διυλίζουν την έννοια της εξατομίκευσης, η οποία ουκ ολίγες φορές στέκει ως ασφαλές άλλοθι για κάθε είδους απραξία. Ωστόσο, το καλό, προκειμένου να αποφύγει το κακό, δρα σιωπηλά και διακριτικά μέσω ελιγμών ˙ τα ανθρωπάκια, αποπνέοντας κάτι το ειλικρινές λες και εμπεριέχουν ζωή αυθύπαρκτη, συνιστούν τον  ελιγμό που κάνει ο καλλιτέχνης, ούτως ώστε να καταφύγει σε μια δική του γλώσσα έκφρασης, γλώσσα ευρηματικά κωδικοποιημένη. Ως παραστάσεις πρωτοΐδωτες, τα ανθρωπάκια καταφέρνουν να δίνουν  σημασία στο τι δεν είναι οι εν λόγω μορφές που πραγματεύεται ο καλλιτέχνης, απωθώντας ενσυνείδητα βεβαιότητες που μπορεί να γίνουν προπαγάνδα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα (τα ανθρωπάκια) να αποκτούν μια διάσταση συλλογική, όντας έτσι το έρμα μιας ταυτότητας συλλογικής.

Επειδή ο αφηγηματικός μικρόκοσμος του Γαΐτη πρότεινε –κάποτε – την αφαίρεση σε μια συντηρητική εικαστικά κοινωνία, δέχθηκε πολλούς λιβέλλους, μεταξύ των οποίων, και από τον Αλέκο Σακελλάριο ο οποίος δήλωνε σε ένα χρονογράφημα του: “η σπληναντερογραφία του κυρίου Γαΐτη είναι για μένα κινέζικα”. Μέχρι και φρενοβλαβή αποκάλεσαν (στην αρχή) τον καλλιτέχνη που θέλησε να κριτικάρει την κυριαρχία της ποσότητας, της επανάληψης και της κατανάλωσης, σε ένα μαζοποιημένο κόσμο χωρίς πρόσωπο. Πέτυχε να δημιουργήσει αφηγηματικές παραστάσεις με ανθρώπινα τοπία, συνδυάζοντας συγκρατημένη αφαίρεση και συμμετρική γεωμετρία. Η ειρωνική του διάθεση μεταπλάθεται σε κριτική ματιά απέναντι σε μια μεταπολεμική κοινωνία, στην οποία βασιλεύει , με ύφος ισοπεδωτικά ομοιόμορφο, η απραξία της αδιαφοροποίητης ρουτίνας ̇ ο Γαΐτης οξύνει τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα, φτάνοντας να πει: “Φροντίστε να σωθείτε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός από αυτή την μαρτυρία”. Ξέρει καλά πως η ζωή θα ήταν αφόρητη χωρίς τις δυνάμεις που την αρνούνται, όμως, σε αντίθεση με τη γενιά του ’30,βάζει τέλος στη νοσταλγία του παρελθόντος, κι αυτό διότι η σκέψη του, δηλαδή,  «η σκέψη που υπερβαίνει και αμφισβητεί το “θέλω-να-πω” και το “θέλω-να-με-ακούσω-να-μιλώ” τίθεται ως εκείνη ακριβώς η σκέψη που δεν επαναπαύεται σε καμία αντίθεση μεταξύ του έξω και του μέσα»[2].

Εν συνόλω, το βλέμμα του Γαΐτη στοχάζεται αισθητικά αποτυπώνοντας αποχρώσεις βιωμάτων, καθότι αντιλαμβάνεται την δική του τέχνη ως ένα έσχατο παρατηρητήριο από όπου δύναται να αγκαλιάσει τους ανθρώπους συνολικά. Με τι τρόπο; Με το να βλέπει πράγματα που, μέσα στον ασαφή πλούτο της παράστασης, μπορούν να αναγνωριστούν από όλους.

 

 

Επομένως, η τέχνη του, αφενός υπάρχει για να μην ματαιωθεί εκείνο που επιθυμείς, και αφετέρου, αποκαλύπτει κάτι που ήταν παρόν και που κανένας δεν το έβλεπε. Ο κόσμος του Γιάννη Γαΐτη, άνευ ωφελιμιστικής σκοπιμότητας, στερείται ναρκισσισμού ˙ τούτο έχει ως συνέπεια να ορίζει μια νέα σχέση με σένα, τον θεατή, σχέση ικανή να προκαλέσει καινούργιες συναισθηματικές αποκρίσεις. Ενώπιον σου, βρίσκεται μια τέχνη που υποθάλπει μια ανάγκη: την ανάγκη η αισθητική να υπηρετήσει μια ηθική. Άλλωστε, όταν η συνείδηση δεν παράγει ερωτήματα, τότε αυτά έρχονται από έξω. Με άλλα λόγια, η περίπτωση του Γαΐτη αφορά εκείνον τον καλλιτέχνη που ενστερνίζεται τον Κούντερα όταν ομολογεί στον Πέπλο του: “Φαντάζομαι όλο αγωνία τη μέρα που η τέχνη θα πάψει να αναζητεί το ανείπωτο και θα ξαναμπεί υπάκουα στην υπηρεσία της συλλογικής ζωής , η οποία θα απαιτεί από αυτήν να εξωραΐσει την επανάληψη και να βοηθήσει το άτομο να βουλιάξει , εν ειρήνη και αγαλλιάσει, στην ομοιομορφία της ύπαρξης”.

 

 

 

Οκτώβριος 2020

 

* Ο Απόστολος Ζιώγας είναι βιολόγος

_____________________

[1] Νόρμαν Μάνεα, ΠΕΡΙ ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΩΝ, εκδ.Άγρα

[2] Derrida, ΘΕΣΕΙΣ, εκδ.Πλέθρον

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top