Fractal

Τα βράχια, εμείς.

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

 

 

Γιώργος Βέης: «Βράχια» Εκδ. Υψιλον, 2020

 

1.

Στη συνείδηση του ανθρώπου τα βράχια είναι συνυφασμένα με κάτι άτρωτο και σκληρό. «Αυτός είναι βράχος» λέμε για εκείνον που επιδεικνύει επιμονή, σταθερότητα και αντοχή που ξεπερνάει το ανθρώπινο μέτρο. Όχι τυχαία, η λέξη «βράχια» στη γλώσσα μας φαίνεται να συγγενεύει με τους «βρόγχους», τα όργανα του ανθρώπου που σχετίζονται με τους πνεύμονες, αλλά και τα «βράγχια», τις αναπνευστικές οδούς των ψαριών ─ όργανα εύθραυστα, εξαρτώμενα από στοιχεία αόρατα ή ρευστά (αέρας, νερό), θυμίζοντάς μας ότι αυτά ακριβώς τα στοιχεία, παρά τη χαλαρή τους δομή, μπορούν να λειάνουν και τον πιο συμπαγή λίθο, ακόμη και να τον διαβρώσουν ολοκληρωτικά, μετατρέποντάς τον σε άμμο. Την ουσία αυτού του αδήριτου δεσμού ανάμεσα στη δύναμη και την αδυναμία, τη φθορά και την αφθαρσία, έρχεται ν’ αναδείξει η πιο πρόσφατη, δέκατη τέταρτη ποιητική συλλογή του πολυβραβευμένου συγγραφέα, ποιητή και κριτικού Γιώργου Βέη, «Βράχια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ύψιλον.

Στο βλέμμα του ποιητή τα βράχια δεν αποτελούν απλώς  ένα γεωλογικό φαινόμενο, κάποια προεξοχή της θάλασσας ή της στεριάς, αλλά πρωτίστως «καλοδουλεμένα από τον αέρα γλυπτά». Τα βράχια «είμαστε εντέλει εμείς» γράφει χαρακτηριστικά σ’ ένα ποίημα της συλλογής του.

 

2.

Αφιερωμένη στην Κλάρα Πεκ Βέη (Πάι Φου Λιάνγκ), η συλλογή απαρτίζεται από πενήντα τρία ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, εκτός από έναν που κρατά τη μορφή σονέτου. Πρόκειται για ποίηση υψηλής αισθητικής αρτιότητας, φιλοσοφική πυξίδα και «αρραβώνας ισόβιος», αγώνας και πάλη για την κατάκτηση τέχνης που δεν ναρκισσεύεται, δεν διστάζει να υψώσει τον τόνο και ν’ αντισταθεί στην τύφλωση κάποιων «νεοσύλλεκτων της βάρδιας» που δεν βλέπουν την αέναη κίνηση, δεν διακρίνουν αυτό που πάσχει και φυλλορροεί κάτω από την αστραφτερή επιφάνεια.        

Στο πρώτο κατά σειρά ποίημα, ο τίτλος «Προαύλισμα» αποτελεί συγκερασμό του ρήματος προαυλίζομαι (στρατοπεδεύω, διανυκτερεύω) και του ουσιαστικού «αυλός»∙ λέξη που πλάθει συνειδητά ο ποιητής, δικαιώνοντας το σχετικό απόσπασμα από τον Κρατύλο του Πλάτωνα που φέρει στην προμετωπίδα (1) και προϊδεάζοντάς μας για ποίηση που όχι μόνο ξέρει να αφουγκράζεται ήχους και να αποκωδικοποιεί   νοήματα αλλά έχει ταυτόχρονα το ταλέντο, τη γνώση και την ωριμότητα να τα μεταπλάθει και να τα παραλλάσσει δημιουργικά. 

          Όλα «για να σε πάρω στο τέλος μαζί μου στον κόσμο», γράφει ο ποιητής στο τρίτο κατά σειρά ποίημα με τον τίτλο «Τα δαχτυλίδια των αρραβώνων» απευθυνόμενος στη μούσα του, «όλα έρχονται αποφασιστικά προς το μέρος του για να τον κάνουν για πάντα δικό τους» δηλώνει μέσα από τη φωνή ενός άλλου εαυτού, στα «Ιδιαίτερα μαθήματα». Ορατά τα σημάδια από τη φιλοσοφία του Πυθαγόρα στην «Επίσκεψη», το πέμπτο κατά σειρά ποίημα της συλλογής: «μέσα εμείς ακούμε Μοντεβέρντι/ τη μουσική που ξέρει ασφαλώς/ από στήθους το κρασοπούλι / από την προηγούμενη ζωή του/ όταν ήταν ρυάκι»με τον ποιητή να συνομιλεί αέναα με τη φύση και το κοσμικό μυστήριο. Φανερή και η δημιουργική συμπόρευση με το ποίημα τού Παλαμά Φοινικιές, το οποίο παραθέτει στο τέλος της συλλογής (2).

 

 

3.

Για τον Βέη ο κόσμος της ποίησης είναι  αλληγορία,  δόσιμο,  μέθεξη. Στόχος του να γίνει ένα με όσα τον περιβάλλουν, να ταυτιστεί μαζί τους αλλά και να τα δει από απόσταση, αποκαλύπτοντας αυτά που είτε μικραίνουν και χάνονται στην καθημερινή ομιλία και επαφή, είτε βρίσκονται στο στάδιο της ανίχνευσης. Έντονο το βιβλικό όσο και το ηρακλείτειο βάθος που συναντάμε στο σύνολο της ποίησής του, με τη χαλαρή συντακτική δομή να δίνει νέα μορφή σε ιδέες και σύμβολα, επαναπροσδιορίζοντας παλιά ονόματα και εικόνες.

 

«[…]Ένα βότσαλο εκεί/ στο κέντρο του νου θυμίζει τώρα/ όχι μόνο ότι κάποτε μιλούσα/ κι έγραφα διαρκώς για σένα/ αλλά και το πώς πέρασα με τόση ευκολία/ και τόλμη βέβαια/ μέσα στο άπειρο της σοφίας σου/ σώμα».

 

Στην ποίηση του Βέη το εγώ βγαίνει από την αφασία κι ο άνθρωπος παύει να είναι αριθμός ενικός, ενώνεται με την απεραντοσύνη, απελευθερώνεται από τα δεσμά της θνητότητας και του χρόνου. Βαδίζει μέσα  στο όνειρο ενός παιδιού που κοιμάται στην αγκαλιά μιας άλλης γειτονιάς, παρένθεση στη ζωή ενός άλλου εαυτού, από άλλον κόσμο φερμένου. Είτε πρόκειται για συγκεκριμένες γεωγραφικές αναφορές (Θεσσαλία, Αιάντειο Σαλαμίνας, Ηραίον και Καρλόβασι και Κουμέικα Σάμου, Αρχαία Θήρα, Βέροια, Μικρολίμανο, Καστέλα, Ταΰγετος, Πάρνηθα, αλλά και Αρμενία, Σαγκάη και τόσες άλλες) είτε για τη γη και το ποικίλο οικοσύστημά της (στάχυα, σημύδες, έλατα, ιτιές, κισσοί, αρμυρίκια, υάκινθοι, κυκλάμινα, φτελιές, γλυσίνες, αλλά και κάμπιες, τριζόνια, κορυδαλλοί, συκοφάγοι, κρασοπούλια, γλάροι, τρίλιες, σουσουράδες) όλα στην ποίησή του ενώνουν αρμονικά την αύρα τους με την ανάσα του εσωτερικού του τοπίου.

Ψάχνοντας την καταγωγή του ο δημιουργός γίνεται φυσιοκεντρικός, ανακτά τον χαμένο πληθυντικό του. Μπροστά στον θάνατο και το μη αναστρέψιμο οι τελευταίοι σπασμοί είναι εκείνοι της ζωής, η κορύφωση και το σμίξιμο του θεού Έρωτα με την Αφροδίτη των άστρων. Το μυθικό και το φαντασιακό, μέσω της ποιητικής μετάλλαξης και της μεταφοράς συνδιαλέγεται με το πραγματικό, δεν το αντιμάχεται, επικοινωνεί με αυτό αέναα, ενσωματώνοντας, μετασχηματίζοντας και μετατρέποντάς το σε φως, σ’ ένα άλλο υπέρτερο επίπεδο. Το σημάδι του αγαθού δεν παραιτείται. Αντέχει όπως ο κάστορας την ορμή του ποταμού, ανέχεται όλες τις ύβρεις. Το ίδιο και ο ποιητής παίρνει φωτιά για ένα και μόνο σύμφωνο για ένα βολικό φωνήεν ψωμί.

 

4.

Λυρικός αλλά και λιτός ο στίχος, σε ύφος οικείο και κουβεντιαστό, βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των ιδεών και των όντων, έμψυχων και άψυχων, όχι ανυπέρβλητα κρυπτικός ή γριφώδης, εκλεπτυσμένος, αυθεντικός και άμεσος. Το ποιητικό υποκείμενο, πρωτοπρόσωπο, τριτοπρόσωπο ή στο β΄ ενικό της απεύθυνσης σ’ εαυτόν, ξεκινά από το γενέθλιο, το οικείο και το τοπικό για να φτάσει στο ουτοπικό, το άχρονο και το οικουμενικό της γλώσσας και της συν-αντίληψης.

          Η ευτυχία του δημιουργού βρίσκεται στο ταξίδι, στο κατευόδιο και στην απαντοχή. Υπάρχει στην καθημερινότητα, όταν μπροστά στις αδικίες μπορεί και παίρνει τη σωστή απόσταση, υπάρχει εκεί, στα σύννεφα-ιδεογράμματα, μαζί με τους χαρταετούς των παιδιών. Το κακό δεν μπορεί παρά να υποτάσσεται στην τάξη και την αισθητική του Σύμπαντος. Εκεί όμως που δεν υπάρχει μέτρο και βασιλεύει η ύβρις και η αυθάδεια και η υπερηφάνεια φούσκα, εκεί χτυπάει δυνατά η καρδιά, η οργή του αδικημένου.

Η σημασία των εικόνων είναι συχνά πολλαπλή, με τον ποιητή εραστή της τέχνης του, να ταυτίζει το πάθος του με εκείνο των ερωτευμένων και των ναρκομανών, των απόκληρων, των πυρόπληκτων και των δυστυχούντων.

 

«Δεν ήταν μυστικό/ σε περίμεναν με υπομονή/από το περασμένο καλοκαίρι/ ήξεραν άλλωστε τα πάντα για σένα/ οι βράχοι της παραλίας, οι γλάροι/ οι ψαραετοί/δεν σε αναγνώρισαν όμως τώρα/ έχεις αλλάξει από τις στερήσεις/  τις ενέσεις/ ξαναγύρισες/ από τα σκουπίδια που έψαχνες όλον τον χειμώνα/ όλη τη μαύρη άνοιξη μια μπουκιά κι αυτή με το ζόρι/

ένα μόριο πρέζας/λίγο πιο μεγάλο τώρα/ από τον κόκκο της άμμου».

 

5.

Η επιτυχής επιλογή του πίνακα που κοσμεί το εξώφυλλο, δημιουργία της καλής ζωγράφου και συντρόφου του ποιητή,  αντιστικτικά φέρνει στον νου το Starry Night του  Edvard Munch. Στον Munch, ο εικονιζόμενος βράχος, στους τόνους του σκοτωμένου λιλά και του μοβ, δεσπόζει μιας γαλαξιακής γαλήνης, ρηγματωμένος από ασημογάλαζη φωτεινή σχισμή ─ κάθετο σχίσιμο σαν από αστρική μαχαιριά ή αόρατο κεραυνό. Αντίθετα, τα βράχια στον πίνακα της Κλάρας Βέη, γήινα και τραχιά ─στους τόνους του καφέ, του σκοτωμένου άσπρου και της σκουριάς─, διακόπτονται από βαθιές σκοτεινές χαράδρες, ενώ και  το κόκκινο φόντο στον πίνακα αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την αρχέγονη, ηφαιστειογενή τους προέλευση.

Όσο καθαρά ─παρά τις ιδιαιτερότητες τους─, εμφανίζονται τα σημαίνοντα στους δυο πίνακες, άλλο τόσο ρευστά και ρέοντα υποδηλώνονται  στους στίχους του ποιητή,   επιβεβαιώνοντας τη ρήση των Κινέζων ζωγράφων, ότι «το ποίημα είναι μια ζωγραφιά όπου τα σχήματα είναι αφανή». Στα «Βράχια» του ποιητή όλα μετεωρίζονται και ακροβατούν, με τις λέξεις περισσότερο να υπαινίσσονται παρά να καταδεικνύουν. Ο λόγος όμως είναι αιχμηρός, ίσως ο πιο αιχμηρός στη ποιητική σταδιοδρομία του.

Ο Βέης δεν έχει αυταπάτες. Το σβησμένο ηφαίστειο μπορεί να θέλει να ξαναγίνει ήλιος κι αστέρι καλόγνωμο, το μειλίχιο φως αγγίζεται, το ακούς να κυματίζει σαν στοργή, θέλει να σε φέρει όσο πιο κοντά γίνεται στο παν, αλλά η γλώσσα, με τον φόβο της προδοσίας, ─χταπόδι απλωμένο στον ήλιο κι ανάμνηση ερώτων─ δεν αστειεύεται. Μπήγει το λεπίδι της στη ψυχή, στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά:

 

«[…]ένα ακόμα οικόπεδο Χιροσίμα η γλώσσα μας/ κακοφορμισμένο απόγευμα/
κεφάλι που έγινε μπάλα/ στα πόδια της Κυριακής»

 

  1. «[…]παλαιά παροιμία ὃτι χαλεπά τά καλά εστίν ὃπῃ ἒχει μαθεῑν καί δή καί τό περί τῶν ὀνομάτων οὐ σμικρόν τυγχάνει ὂν μάθημα», Πλάτων, Κρατύλος.

 

  1. «[…]βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τα απάνω, τα απέραντα και τα άπιαστα και τα μεγάλα, ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο, με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα», από την Φοινικιά του Κωστή Παλαμά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top