Fractal

Aurélia Lassaque. “Αναζητώντας ένα πρόσωπο” (απόσπασμα)

Επιλογή – μετάφραση – εισαγωγή:  Βιβή Λάζου //

 

 

Η σύνθεση της Aurélia Lassaque (Γαλλία, 1983) Αναζητώντας ένα πρόσωπο (En quête dun visage)[1], διάλογος ενός Οδυσσέα με μια ανώνυμη γυναίκα, εντυπωσιάζει με τη διαρρύθμιση των μελών της και ιδίως με την ύλη τους, που συναιρεί τα τρία γένη της Ποίησης, επικό, λυρικό και δραματικό. Κυρίως όμως εντυπωσιάζει με τη γλώσσα της: διάστικτη από ομηρικές εκφράσεις, μαρτυρεί γνώση τους αδιαμεσολάβητη και διαμεσολαβημένη από τις μεταφράσεις των επών στη γαλλική, θυμίζοντας στο σημερινό Έλληνα αναγνώστη τη δική του οφειλή στους μεταφραστές του Ομήρου στα νέα ελληνικά. Η παρούσα απόδοση τοποθετεί στις θέσεις των στιγμάτων τα κοσμήματα των μεταφράσεων του Δημήτρη Μαρωνίτη, ακολουθώντας τη συνήθειά του να «κλείνει το μάτι» στον αναγνώστη του παραπέμποντας σε γνωστές υπογραφές της λογοτεχνίας μας[2].

 

 

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Εκείνη

 

Όλα ετούτα είναι από μνήμη άσεμνη

όλα οι ποιητές τα ’βγαλαν πάλι απ’ το μυαλό τους

χρειαζόταν ένας άντρας

που να ξεπερνάει τους θεούς

και που σαν κάθε άντρας

μακριά απ’ το σπίτι του μουσκεμένος απ’ το κλάμα[3] κάθε τόσο

να καταριέται το μπλάβο πέλαγο[4]

το πρόσωπο να γδέρνει

 

όταν πέθανε ο ποιητής

άλλοι δέκα πήραν τη θέση του κι έγραψαν ξανά την ιστορία

 

έτσι ο άντρας έσπειρε το μύθο

 

Κάρφωσα την ελπίδα στους τέσσερις τοίχους του κελιού μου

δεν είναι τόπος πιο μεγάλος απ’ της μνήμης μου

έσκαψα τα βουνά του, στράγγιξα τα ποτάμια του

αναποδογύρισα τις πέτρες απ’ όλες τις μάντρες του

περιμένοντας το γυρισμό του εραστή μου του βάρβαρου

αυτόν τον άντρα που μαζεύει τις φωνές σας

αντέχει τα παραληρήματά σας

και φοράει όλα τα προσωπεία

αυτόν τον άντρα που ονομάζετε Οδυσσέα

 

 

 

Ραψωδία Ζ (απ.)

 

Ήρθαν από το πέλαγος πάνω σε μικρές βάρκες. Ήρθαν με τα πλεγμένα γένια /

και τ’ αγέλαστα μάτια τους ν’ αναγγείλουν πως ένας βοσκός έκλεψε μια βασίλισσα.

Ο Οδυσσέας ενώθηκε μαζί τους / το δόρυ σφίγγοντας[5], η ωραία περικεφαλαία του στο κρανίο. Αλλά πριν φύγει έδωσε όρκο. / Καταραμένη να ’ναι η ψυχή του αν τον πατήσει.

 

Εκείνος λέει «γυρισμός» εκείνη καταλαβαίνει «μισεμός»,  εκείνος λέει «νίκη» εκείνη καταλαβαίνει «μοναξιά», / εκείνος λέει «για / πάντα», εκείνη απαντάει «ποτέ».

 

Τότε οι γερόντισσες[6] ξανάπιασαν τους θρήνους τους.

Οι σκύλοι, τρομαγμένοι, ξέσκισαν τα πισινά τους.

Εκείνη τυλίχτηκε με νεκροσέντονο.

 

Οδυσσέας

 

Θα γυρίσω για να σου χαρίσω ένα γιο

θα ’χω γνωρίσει τον πόλεμο και πώς θανατώνουν

με την άθικτη οργή του νεογέννητου ανθρώπου που ουρλιάζει,

μ’ ένα χτύπημα στο κρανίο που ’κανε τη μάνα του να ματώσει

θα ξέρω πώς θανατώνουν, μακριά απ’ τους θεούς και από κάθε μνήμη

ενώ τ’ όνομα το δικό μας ρήμαξε το στόμα μας

κι οι πόλεμοι μοιάζουνε τόσο ίδιοι που δεν υπάρχει πια στρατόπεδο

μόνο ένας πόνος απ’ το πολύ το σφίξιμο στο σαγόνι

ο σκληρός φαλλός που κολλάει στην κοιλιά

με το φόβο μην τον αρπάξει εκεί η ψυχρή δαγκωματιά

 

Εκείνη

 

Δώσ’ μου ένα όνομα, Οδυσσέα

δώσ’  μου ένα όνομα για να μπορώ να σε περιμένω

θα είμαι εκεί, θα ’ναι κι ένας καθρέφτης

και θα μιλάμε για σένα, για μένα και την άλλη μες στον καθρέφτη

θα τη συναντήσω εκεί, πάντα λιγάκι γερμένη, στην άκρη

μιας καρέκλας, όπως κάνουν τα πουλιά

με τον πόνο στο μηρό μου για να μη χαθώ

στη δική μου πλευρά του καθρέφτη

 

το πρωί θα φορέσω τα σκουλαρίκια μου

μπορεί να τα κρατήσω και στο κρεβάτι αν είναι να μ’ αιφνιδιάσεις

μες στη νύχτα

 

άμα δεν έχω όνομα όμως

πώς να ξέρω ποια απ’ τις δυο μας, εκείνη ή εγώ,

ξαγρυπνάει;

Οδυσσέας

 

Να σου δώσω ένα όνομα;

Να σου δώσω ένα όνομα ενώ χορεύεις τη νύχτα μέσα σε δρόμους

έρημους παρέα με μεγάλα σκυλιά;

Να σου δώσω ένα όνομα ενώ πηγαίνεις στο ποτάμι με το νυχτικό

κάτω από έναν ήλιο λαμπρό αγνοώντας τους άντρες

που χάθηκαν

πιστεύοντας πως σ’ άρπαξαν;

Θα σου προσφέρω πορτοκάλια

και για να τα ξεφλουδίζεις ένα μαχαίρι όχι πιο μεγάλο απ’ τον αντίχειρα

ένα μαχαίρι από φίλντισι που θα ’χω αρπάξει[7] μετά τη μάχη

το δώρο ενός νεκρού σε μια άλλη γυναίκα

και θα πρέπει να τη σκέφτεσαι την άλλη, τα κρύα σεντόνια της, την τρύπα μέσα

στην τσέπη της αντί για το μαχαίρι

θα σου προσφέρω βλαστάρια που θα ’χω κρατήσει από καιρό κάτω

απ’ το πέλμα μου

που μεγαλώνουν εκεί που κείτονται τα κουφάρια[8]

και στέκουν σαν φρουροί ακριβώς εκεί

που σταματάει η φυγή τους

 

 

 

 

 

PROLOGUE

 

Elle

 

Tout ceci est de mémoire profane
les poètes ont tout réinventé
il fallait un homme
qui surpasse les dieux
et qui comme tout homme
loin de sa maison
si souvent en larmes
maudisse la mer vineuse
se griffe le visage

quand le poète est mort
dix autres ont pris sa place et ont récrit l’histoire

ainsi l’homme a engendré le mythe

J’ai cloué l’espoir aux quatre murs de ma cellule
il n’est pas de territoire plus vaste que celui de ma mémoire
j’ai creusé ses montagnes, vidé ses rivières
retourné les pierres de toutes ses murailles
en attendant le retour de mon amant barbare
cet homme qui rassemble vos voix
endure vos délires
et porte tous les masques
cet homme que vous appelez Ulysse

 

Canto VI (fr.)

 

Ils sont venus par la mer sur de petites embarcations. Ils sont venus avec leurs barbes tressées et leurs yeux graves annoncer qu’un berger a volé une reine. Ulysse les a rejoints les armes à la main, son beau casque sur le crâne. Mais avant de partir il a prêté serment. Que son âme soit maudite s’il devait être parjure.

Il dit “retour” elle entend “départ”, il dit “victoire” elle entend “ solitude”, il dit “à jamais”, elle répond “jamais”.

Alors, les vieilles femmes ont repris le cours de leurs lamentations.
Les chiens, épouvantés, se sont rongé la croupe.
Elle s’est vêtue d’un linceul.

 

Ulysse

Je reviendrai te donner un fils
j’aurai connu la guerre et comme on donne la mort
avec la rage intacte du nouveau-né
humain hurlant, à coups de crâne qui a saigné sa mère
je saurai comme on donne la mort, loin des dieux et de toute mémoire
alors que notre propre nom à déserté notre bouche
et que les guerres paraissent si semblables qu’il n’y a plus de camp
seulement une douleur à trop

serrer la mâchoire
le sexe raide pressé contre le

ventre
avec la peur d’être saisi là par la morsure froide.

 

Elle

 

Donne-moi un nom, Ulysse
donne-moi un nom que je puisse t’attendre
je serai là, il y aura un miroir
et nous parlerons de toi, moi et l’autre au-dedans du miroir
je la rejoindrai là, toujours un peu de biais, au bord d’une

chaise, à la manière des oiseaux
avec la douleur dans ma cuisse pour ne pas me perdre

de ce côté du miroir

le matin je porterai mes boucles d’oreilles
je les garderai peut-être même au lit si tu  devais me surprendre

au milieu de la nuit

mais si je n’ai pas de nom comment savoir qui d’elle ou de moi

veille?

 

Ulysse

 

Te donner un nom?
Te donner un nom quand tu danses dans le noir dans des rues

désertes avec de grands chiens?
Te donner un nom quand tu vas à la rivière en tenue de nuit

sous un grand soleil ignorant les hommes

qui se sont perdus

en croyant te saisir?

Je t’offrirai des oranges
et pour les peler un couteau pas plus grand que le pouce
un couteau d’ivoire que j’aurai volé après la bataille
le présent d’un défunt à une autre femme
et il te faudra penser à elle, à ses draps froids, au trou dans sa

poche à la place du couteau
je t’offrirai des brins d’herbe que j’aurai gardés longtemps sous

ma semelle
qui poussent là où reposent les corps
et se dressent comme des sentinelles au point précis où

s’achève la fuite

 

En quête d’un visage, εκδ. Bruno Doucey, Παρίσι, 2017

 

 

 

 

 

_________________________

[1] Άλλα μέρη του έργου και κατατοπιστική εισαγωγή μπορεί κανείς να δει στον τόμο Ανθολογία Νέων Γάλλων Ποιητών, ανθολόγηση Νέστορας Πουλάκος, μετάφραση Ανδρονίκη Δημητριάδου, πρόλογος Χρήστος  Νίκου, εκδ. Βακχικόν, 2019.

[2] Χριστίνα Ντουνιά, «Επιβίωση και πρόσληψη: η νέα μετάφραση της Οδύσσειας», εφ. «Το Βήμα», 9/2/1997.

[3]δάκρυσι: “baigné de pleurs” κατά τον Leconte de Lisle,  Ι 570.

[4] οἴνωψ πόντος: “la mer vineuse” των Μ. Dufour – J. Raison, β421 (στον γ286 ἐπὶ οἴνοπα πόντον: «στο πέλαγο, που έχει το χρώμα του κρασιού»).

[5] ἔγχος ἔχων ἐν χειρὶ: “tenant sa pique de la main”  του  Leconte de Lisle, Ρ 604.

[6] γρηῦς παλαιή: “vieille” των Μ. Dufour – J. Raison, τ 346.

[7] Το συλεύω (“dépouiller” κατά  τον de Lisle) όπως αποδίδεται στην Ω 436.

[8] νεκροὺς ἂμ πεδίον τεθνηῶτας: “les morts couchés dans la plaine” του  de Lisle (Ζ71).

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top