Fractal

✔ Ευγενία Φακίνου «Ο καθένας μας έχει τη δική του Χιονάτη»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Το γράψιμο θέλει εκτός από αυτοπειθαρχία και συγκέντρωση, και προσοχή στο «σκάψιμο». Αν πας πολύ βαθιά, χωρίς να είσαι προετοιμασμένος, κινδυνεύεις με αιχμαλωσία ή προσβολή από τη νόσο των δυτών.»

Με αφορμή την έκδοση του καινούργιου βιβλίου της «Γράμματα στη Χιονάτη», η Ευγενία Φακίνου μίλησε στον Φιλελεύθερο για τις αλλόκοτες ηρωίδες της, την αεί-φυγία τους, το μυθιστορηματικό σύμπαν της, τις φίνες συγγραφικές εμμονές της και την επικινδυνότητα της γραφής. Για τον Τόπο μέσα στα βιβλία της που είναι «η ιστορία του, οι θρύλοι, οι παραδόσεις, οι μικρές ιστορίες των κατοίκων του»: «Ακόμα κι όταν βρίσκομαι σ’ ερειπωμένους τόπους, χαλάσματα, μια πόρτα μόνη της που δε μπάζει και δε βγάζει πουθενά, ένα παράθυρο που χάσκει, νιώθω τις ανάσες των παλαιών κατοίκων τους. Κι όταν έκανα ξεναγήσεις στις Μυκήνες, γύρω από το δάπεδο του ανακτορικού λουτρού, ζωντάνευε η σκηνή του μεγάλου φόνου. Ναι, οι Τόποι ζουν. Μένει σ’ εμάς να τους ακούσουμε», η κυρία Φακίνου θα μας πει.

 

-Αν σας ζητούσε κάποιος να κατατάξετε σε λογοτεχνικό είδος την Χιονάτη σας, τι θα του λέγατε; Είναι αλληγορικό, παραμυθητικό, με όλον τον τρόμο και την παρηγορία του παραμυθιού αλλά χτισμένο και με στέρεα ρεαλιστικά υλικά, παρ’ ότι οι ήρωες των βιβλίων σας και τα φαντάσματα του τόπου συνυπάρχουν, θα θέλατε να μας εμπιστευθείτε την πρώτη σπίθα του; Πώς άρχισε να γράφεται στο μυαλό σας αυτό εδώ το συγκλονιστικό βιβλίο;

Νομίζω ότι αυτό είναι δουλειά των θεωρητικών. Ο συγγραφέας μάλλον αδιαφορεί για κατατάξεις, αφού αυτό που τον απασχολεί είναι η έμμονη ιδέα που τον καταδυναστεύει και δε δύναται ν’ απαλλαγεί απ’ αυτή παρά μόνο αν ασχοληθεί μαζί της. Επιπλέον οι κατατάξεις έχουν και τις ωραιότατες εξαιρέσεις τους, όπως για παράδειγμα η ζωολογία έχει τον περίφημο «πλατύποδα», ένα σπάνιο θηλαστικό που όμως γεννά αβγά αντί για νεογνά, έχει ράμφος πάπιας, ουρά κάστορα, πόδια βίδρας, κι αν πολλοί επιστήμονες το θεώρησαν ως περίτεχνη απάτη, ο πλατύπους τους αγνοεί και μοιάζει ευτυχισμένος με το παζλ που έχει καταφέρει. Θέλω να πω μ’ αυτό το παράδειγμα, ότι μπορεί να συνυπάρχουν ρεαλισμός, σουρεαλισμός, ήρωες με τα συνήθη βάσανα των ανθρώπων, τους εφιάλτες τους που μοιάζουν με τρομακτικά παραμύθια, πεθαμένους προγόνους που έρχονται επίσκεψη, και μυστηριώδη κορίτσια που τα φέρνει μια χιονοθύελλα.

Το βιβλίο δεν άρχισε να «γράφεται», ήταν η καθημερινή φυγή μου από μια πραγματικότητα που με πίεζε αφάνταστα, μια ταινία που «έβλεπα» πάλι και πάλι τα βράδια της αϋπνίας μου.

 

-Για τον συγγραφέα, κυρία Φακίνου, είναι πραγματικότητα οι ιστορίες του; Οι ήρωες εξακολουθούν να υπάρχουν και εκτός βιβλίου;

Όσο «ζει» τις ιστορίες, όσο είναι μέσα στη δράση, υποδύεται τους ήρωές του και συμπάσχει, ναι, είναι πραγματικότητα. Προσωπικά «κατοικούμαι» από τους ήρωες και τις ηρωίδες μου, τις φέρω μέσα μου εδώ και σαράντα–σχεδόν-  χρόνια. Δεν τελειώνω μαζί τους, ούτε κι εκείνες ή εκείνοι μ’ εμένα. Βρισκόμαστε σε διαρκείς διαλόγους.

 

 

-Έχετε μια μοναδική ικανότητα στις Φεύγουσες! Είναι ανεπανάληπτες οι Φεύγουσές σας, βρίσκεται ότι η τελευταία είναι και η πιο γενναία;

Πολύ ωραία η Φεύγουσα, αγαπημένη της Ελευσίνας, είχα πολλά πάρε-δώσε μαζί της. Εν τούτοις, η δική μου αγαπημένη λέξη, επιμένουσα κι επαναλαμβανόμενη στα βιβλία μου (ούτε θυμάμαι πια σε πόσα, τέτοια εμμονή) είναι: η αειφυγία. Η διαρκής, η ισόβια εξορία, η τόσο ωραία διατυπωμένη από τον Καρκαβίτσα.

 

-Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και το βιβλίο των αντιθέσεων: μεγάλος πόνος και μεγάλος τρόμος και απίθανοι σουρεαλιστικοί ήρωες, ένας κήπος που είναι νεκροταφείο, ένα μοναστήρι που δεν είναι μοναστήρι, μια Χιονάτη που ξεφεύγει από τον κόσμο των παραμυθιών και των σκιών, και το περίεργο είναι ότι άπαξ και τα γράψατε υπάρχουν! Αποκτούν σώμα και αίμα! Ειδικά για αυτήν εδώ την ήρωίδα σας θέλατε να της συμβούν όλα τα θαυμαστά;

Η ζωή εμπεριέχει όλες τις αντιφάσεις και τια αντιθέσεις. Στιγμές –προσοχής, στιγμές- ευτυχίας, μεγάλα διαστήματα δυστυχίας, πόνου ή δυσκολιών, τα οποία αντέχονται μόνο με την προσδοκία, την ελπίδα μιας επερχόμενης μικρής ευτυχίας.

Η ηρωίδα μου – η χωρίς όνομα, που σέρνει μέσα της την Άλλη, την δια βίου συνομιλήτριά της- ήταν καταδικασμένη να βιώσει όλα αυτά τα περίεργα και θαυμαστά. Ήταν έτοιμη από καιρό.

Αυτό που δε γνωρίζει ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια είναι πως ό,τι φαίνεται παράδοξο και φανταστικό, είναι πέρα για πέρα πραγματικό (τις περισσότερες φορές). Ναι, υπάρχει ένας κήπος που είναι νεκροταφείο. Ναι, σουρεαλιστικοί τύποι κινούνται γύρω μας, κι όποιος μπορεί τους αντιλαμβάνεται. Ναι, ήρωες και ηρωίδες παραμυθιών δραπετεύουν και παίρνουν μορφή, ζουν δίπλα μας.

 

-Και παντού, μετατρέπετε το τραύμα σε θαύμα, την έχετε αυτή την ικανότητα, είναι εν τέλει και θαύμα το τραύμα;

Μεγάλο θέμα… Αν καταφέρεις να επουλώσεις το τραύμα, το «μετά» απαιτεί επεξεργασία και διαχείριση. Κι αν το καταφέρεις και αυτό, ε, τότε το έχεις μετατρέψει σε θαύμα.

 

-Όπως άλλωστε ξέρετε και από τα αποκαΐδια να στήνεται σπιτικά, κήπους, να ξαναρχίζετε ζωές από τα ξέφτια τους, έτσι γενναία και… Πολυάννα (το παιχνίδι της χαράς;) υπάρξατε, είστε και στη ζωή σας;

Πιστεύω ότι είμαι ένας δειλός άνθρωπος με μικρές εξάρσεις γενναιότητας, μια μελαγχολική με ξεσπάσματα χαράς, μια ανυπόμονη που ασκείται στην πειθαρχία. Οι άλλοι όμως, αυτοί που με ζουν ή υποψιάζονται πώς ζω, είμαι σίγουρη ότι θα έχουν μια άλλη εικόνα…

 

-Αυτό, όμως, που χάρηκα περισσότερο στη Χιονάτη σας είναι το χιούμορ σας, ο γάμος μέσα στην ερημιά και στη βροχή θα μου μείνει αλησμόνητος, τι είναι το χιούμορ στις ιστορίες σας, κυρία Φακίνου; Γιατί στο χιούμορ σας δεν έχουμε πολυσταθεί, αλλά εδώ δεν γίνεται, είναι στιγμές που γίνεται το πιο αστείο σας βιβλίο…

Δεν το έκανα συνειδητά. Δηλαδή, αυτός ο γάμος δε γινόταν να παρουσιαστεί παρά μόνο έτσι: Γκροτέσκος, ειρωνικός, ανατρεπτικός αλλά βαθύτατα τρυφερός εντέλει.

Οι φίλοι μου λένε πως έχω χιούμορ αλλά μάλλον αυτό συμβαίνει επειδή με βλέπουν σπανίως. Ίσως η χαρά μου που τους συναντώ να με ωθεί σε πειράγματα κι αστεία, ίσως.

 

-Η αγία ρουτίνα, είναι ιαματική η ρουτίνα μας, κυρία Φακίνου; Μας ασφαλίζει;

Πάντα παρατηρούσα τους ηλικιωμένους με την αδιατάρακτη ρουτίνα τους κι αναρωτιόμουν, τι σόι ζωή ζουν ίδια κάθε μέρα. Τώρα είμαι σίγουρη ότι η κάθε πράξη που ακολουθείται από μια πανομοιότυπη της προηγούμενης μέρας και που θα επαναληφθεί και την επομένη, δημιουργεί ένα πλέγμα ασφαλείας. Επειδή, συνήθως, σ’ αυτές τις ηλικίες αν κάτι αλλάξει δε θα είναι προς το καλύτερο.

Βεβαίως οι νέοι ούτε που το υποψιάζονται αυτό, για εκείνους ισχύουν άλλοι κανόνες. Κι αλλοίμονο αν δεν ίσχυαν.

 

Ευγενία Φακίνου

 

-Τελικά, υπάρχουν σπίτια φαντάσματα, κυρία Φακίνου;

Όλα τα σπίτια στα οποία έχω ζήσει, το «παιδικά» μου σπίτι ή άλλο που αγάπησα, έρχεται και ξανάρχεται στη μνήμη μου παρηγορητικά. Συνηθίζω να δραπετεύω νοερά σ’ αυτό το σπίτι που περιγράφεται στο βιβλίο (κι όχι μόνο σ’ αυτό το βιβλίο), είναι η φυγή μου, η ελευθερία μου. Από τη στιγμή που υπάρχει, που στέκεται στην άκρη του γκρεμού της ορεινής Κορινθίας, είναι υπαρκτό, εγώ όμως δε μπορώ πια να το επισκεφθώ, κι αυτό του δίνει μια αίσθηση φαντάσματος.

 

-Κι αυτή η υπέροχη εμμονή με τα φωτισμένα παράθυρα; Τι σημαίνουν τα φωτισμένα παράθυρα στη ζωή μας; Και γιατί συνήθως κανένα δεν είναι το δικό μας;

Α, τα φωτισμένα παράθυρα και οι ζωές των ανθρώπων μέσα στα σπίτια, είναι από τις αγαπημένες μου εμμονές. Έχω περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής μου ζωής μόνη (ο πατέρας μου ναυτικός κι η μάνα μου έλειπε ώρες απ’ το σπίτι λόγω δουλειάς) σ’ ένα μπαλκονάκι στην Κυψέλη. Παρατηρούσα τα βράδια τα φωτισμένα παράθυρα των απέναντι σπιτιών κι έφτιαχνα ιστορίες για τις σκιές που κινούνταν μέσα. Ήταν ο προσωπικός μου «κινηματογράφος».

Πάντως τ’ αγαπημένα μου ήταν και παραμένουν τα φωτισμένα παράθυρα απ’ τα σκόρπια σπιτάκια στα χωράφια καθώς το τρένο για Λάρισα διασχίζει νύχτα τον θεσσαλικό κάμπο. Σε μένα βγάζουν μια μελαγχολία, όμως οι κάτοικοι μέσα ετοιμάζονται να φάνε τον τραχανά ή το λαχανόρυζό τους, ασφαλείς κι ευτυχισμένα κουρασμένοι από τον κόπο της μέρας.

Τα φωτισμένα παράθυρα είναι υπαινιγμός, υπόσχεση ζωής, οικογένειας, θαλπωρής. Το δικό μας, το βλέπουν –αν το βλέπουν- άλλοι, κι ίσως σκέφτονται κάποιοι απ’ αυτούς το ίδιο. Έτσι συνδέονται οι άνθρωποι. Οι ιστορίες μας συνδέουν με τους άλλους.

 

-«Και τότε σκέφτεται με πίκρα ότι οι γέροντες δεν ορίζουν τη ζωή τους», έχουν χάσει ακόμα και την ικανότητα να ονειρεύονται, θυμάμαι την αριστουργηματική σκηνή στο μυθιστόρημά μας «Ζάχαρη στην άκρη», σας απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια το γήρας;

Ως φαίνεται, παρατηρούσε παιδιόθεν τους ηλικιωμένους, ίσως επειδή μεγάλωσα χωρίς γιαγιάδες και παπούδες. Τους μελετούσα, πώς μασούσαν με τα μπροστινά δόντια -τότε, που δεν είχαν όλοι την οικονομική  δυνατότητα  μιας τεχνητής οδοντοστοιχίας- πώς τακτοποιούσαν οι γυναίκες διαρκώς τις φούστες τους κι οι άντρες έστρωναν τα μουστάκια τους, την ανημπόρια τους, την εξάρτησή τους απ’ τα παιδιά τους και στα τωρινά χρόνια από τις ξένες γυναίκες. Ένα παιδί το φροντίζεις με χαρά κι αυταπάρνηση. Ένα γέροντα; Μια γερόντισσα;… Θέλει κότσια, μανούλα μου, υπέρβαση και πολλή αγάπη.

Νομίζω ότι μετά το φόβο του θανάτου, ο επικρατέστερος είναι αυτός των γηρατειών, της αρρώστιας, της φθοράς. Σε μερικούς αντιστρέφεται η σειρά.

 

-Θα θέλατε να επιμείνουμε κάπως στον Τόπο στα βιβλία σας; Εδώ συμβαίνει κάτι το συγκλονιστικό, το υπονόμευσαν και τους εκδικήθηκε, «υπάρχουν τόποι που ευνοούν το κακό», όπως είχε πει κάποτε ο Ταρκόφσκι;

Θεωρώ ότι ο Τόπος  στα βιβλία μου, από το πρώτο κιόλας, την Αστραδενή, έχει θέση ήρωα του βιβλίου. Επηρεάζει, διαμορφώνει χαρακτήρες. Άλλος ο ορεσίβιος, ο κλεισμένος απ’ τις βουνοκορφές, άλλος ο νησιώτης με τους ανοιχτούς ορίζοντες, κι άλλος ο πεδινός που δεν έχει πού να κρύψει τον ίσκιο του.

Θ’ αντιστρέψω τη φράση του Ταρκόφσκι – αν δεν είναι ιεροσυλία- και θα ισχυριστώ πως «υπάρχουν τόποι που ευνοούν το καλό».

 

– Οι θρύλοι του τόπου, θυμάμαι τόσο έντονα τις φωτιές στο «Εκατό δρόμοι και μια νύχτα», στοιχειώνουν τον τόπο, αποτελώντας, κατά κάποιον τρόπο, και την ψυχή του;

Μα, τι άλλο είναι ένας Τόπος αν δεν είναι η ιστορία του, οι θρύλοι, οι παραδόσεις, οι μικρές ιστορίες των κατοίκων του; Ακόμα κι όταν βρίσκομαι σ’ ερειπωμένους τόπους, χαλάσματα, μια πόρτα μόνη της που δε μπάζει και δε βγάζει πουθενά, ένα παράθυρο που χάσκει, νιώθω τις ανάσες των παλαιών κατοίκων τους. Κι όταν έκανα ξεναγήσεις στις Μυκήνες, γύρω από το δάπεδο του ανακτορικού λουτρού, ζωντάνευε η σκηνή του μεγάλου φόνου. Ναι, οι Τόποι ζουν. Μένει σ’ εμάς να τους ακούσουμε.

 

-Επίσης, στα βιβλία σας είναι συγκλονιστική η παιδική φαντασία και μοναξιά, στη Χιονάτη σας τελειώνετε και κάπως παραμυθένια, τι υπήρξαν και τι είναι τα παραμύθια για σας;

Νομίζω ότι η φράση-κλειδί είναι: παιδική φαντασία και μοναξιά. Το γνωρίζω καλά. Όφειλα να καθησυχάζω τον εαυτό μου, να παρηγορώ τους φόβους μου, να σπρώχνω το χρόνο, να διηγούμαι φωναχτά –για ν’ ακούσουν κι όσοι κρύβονταν στις σκοτεινές γωνιές- ιστορίες. Όχι απαραίτητα παραμύθια ή τουλάχιστον ακέραια κι ατόφια όπως τα ήξερα αλλά παραλλαγμένα από βραδιά σε βραδιά. Άρα, παρηγοριά.

 

Ευγενία Φακίνου

 

-Έντονη είναι και η διακειμενικότητα, ποίησης και παραμυθιών πρωτίστως, εντάξει, απλώνουν την σκιά τους και ταινίες, κυρία Φακίνου συν τω χρόνω γινόμαστε και ό,τι είδαμε, ό,τι διαβάσαμε, ό,τι γράψαμε, πάνω απ’ όλα;

Ναι, είμαστε ό,τι διαβάσαμε, είδαμε, γράψαμε, παρατηρήσαμε. Φέρουμε τμήματα, ψήγματα των προγόνων μας, των συντρόφων και των φίλων μας.

Η διακειμενικότητα είναι κάτι προσφιλές σε μένα, τη χρησιμοποιώ πολύ (ακραίο παράδειγμα «Το Τρένο των νεφών», με εμβόλιμα αποσπάσματα από 26 εμβληματικά βιβλία της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας). Επειδή, όπως  προείπα οι ήρωες και οι ηρωίδες μου εξακολουθούν να ζουν μέσα μου, όταν προκύπτει ευκαιρία, προτιμώ αντί να γράψω κάτι νέο, ν’ ανασύρω αυτούσια μια παράγραφο από προηγούμενο βιβλίο, όχι από τεμπελιά αλλά τιμής ένεκεν, ας πούμε.

 

-Η ηρωίδα σας, ενώ είναι συγγραφέας, όσο κρατά η ιστορία μας φοβάται το γράψιμο, είναι επικίνδυνο τελικά το γράψιμο για εκείνον που είναι γεννημένος συγγραφέας;

Το γράψιμο θέλει εκτός από αυτοπειθαρχία και συγκέντρωση, και προσοχή στο «σκάψιμο». Αν πας πολύ βαθιά, χωρίς να είσαι προετοιμασμένος, κινδυνεύεις με αιχμαλωσία ή προσβολή από τη νόσο των δυτών.

 

-Όλη η φύση της ανταπέδιδε και το ελάχιστο καλό, αυτό κάνει η φύση; Αμύνεται; Εκδικείται; Επιβραβεύει;

Νομίζω ότι αν και μεγάλωσα στην Κυψέλη, ήμουν πάντα, χωρίς βεβαίως να το ξέρω τότε, των ανοιχτών οριζόντων. Ελάχιστα βιβλία μου, ίσως ένα-δύο, να εκτυλίσσονται στην πόλη. Μου αρέσουν τα χωριά, οι πεδιάδες, τα σκοτεινά δάση, η θάλασσα και κυρίως τα βουνά. Εκεί έξω αισθάνομαι καλά.

 

-Τα γράμματα στη Χιονάτη σας πού τ’ απευθύνατε; Μπορούμε να εικάσουμε ποια είναι και τι συμβολίζει η Χιονάτη στη ζωή μας; Στο βιβλίο σας;

Ο καθένας μας έχει τη δική του Χιονάτη.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top