Fractal

Έμιλυ Μπροντέ: Ποιήματα- Προσευχές μιας μοναστικής ζωής

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Έμιλυ Μπροντέ «41 ποιήματα», Μετάφραση: Βασιλική Σιαφάκα, Επιμέλεια: Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις «ΑΩ»

 

«Η Ελπίδα, μια δειλή φίλη ήταν μόνο·/ Καθόταν έξω απ’ του θηρίου το κλουβί,/Της μοίρας μου το τόξο επιτηρώντας,/Σαν άντρας άκαρδος.»

Η Έμιλυ Μπροντέ που για μας σημαίνει Χήθκλιφ, έρωτα μέχρι τελικής πτώσης και σε κάθε διάσταση, Ανεμοδαρμένα ύψη, παραφορά, υπήρξε και σπουδαία ποιήτρια. Μια ποιητική συλλογή δίγλωσση, πραγματικό έργο τέχνης, σε εξαιρετική μετάφραση και εκδοτική και γλωσσική επιμέλεια έρχεται να αποδείξει πως ό,τι αξίζει έχει μεγάλη χρονική και τοπική αντοχή. Όπως τα «41 ποιήματα» της Έμιλυ Μπροντέ σε μετάφραση Βασιλικής Σιαφάκα και επιμέλεια Διώνης Δημητριάδου που κυκλοφορούν δίγλωσσα, από τις εκδόσεις «ΑΩ» και στα καθ’ ημάς.

«Ένα λουλούδι σε χερσότοπο, αυτό είναι η Έμιλυ. Ένα αγριολούλουδο που φυτρώνει και παλεύει με τον ήλιο, τη βροχή, τον άνεμο, χωρίς να νοιάζεται για την ομορφιά του, δίχως να φοβάται μαρασμό.» θα μας πει η μεταφράστρια κι ανθολόγος, συγγραφέας Βασιλική Σιαφάκα στον πρόλογό της στην οποία και τα οφείλουμε, τελικά. Αναγνωρίζοντας ότι της έχει μάθει πολλά:

«Η Έμιλυ μέσα απ’ τα ποιήματά της μου έμαθε πως μπορεί κανείς να είναι ευαίσθητος μαζί και δυνατός. Οικουμενικός και ταυτόχρονα τόσο προσωπικός. Μοναχικός αλλά και συμπάσχων. Άνθρωπος με βαθιά επίγνωση της παροδικότητάς του. Άνθρωπος που πανηγυρίζει την ανθρωπιά του γιατί αισθάνεται, γιατί νιώθει, κι ας πονά. Άνθρωπος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψυχική και φυσική ελευθερία.»

«Αναμφισβήτητα πρόκειται για την ποίηση μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυίας» θα επιμείνει για την ποίηση «αυτού του εικοσάχρονου κοριτσιού με ωριμότητα υπερήλικα» και θα μας δώσει ένα γενναίο δείγμα από την Ποίησή της και τη Ζωή της που πάντα μας αφορά, θα μας αφορά:

 

 

Η ποίηση της Έμιλυ Μπροντέ

 

Για την ποίησή της, γράφει στον κατατοπιστικό πρόλογό της η Βασιλική Σιαφάκα:

«Δύο μεγάλες θεματικές διατρέχουν αυτά τα ποιήματα: η φαντασία και ο θάνατος. Η φαντασία είναι ο εσωτερικός της θεός, μια δύναμη γλυκιά, παρηγορητική, χωρίς αυταπάτες, που ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή και την ύπαρξη. Ο θάνατος είναι η απώλεια, η μνήμη που δεν γίνεται ανάμνηση, ο αμείωτος πόνος των ζωντανών για όσους έχασαν, η ελπίδα της συνάντησης μετά θάνατον.

Ο θάνατος στην Έμιλυ δεν έχει ίχνος φόβου. Η μετά θάνατον ζωή δεν έχει τιμωρία ψυχών και Κόλαση. […] Είναι ποιήματα-προσευχές μιας 15 «μοναστικής» ζωής που χωρίς να αρνείται την πραγματικότητα, την υπερβαίνει.

Η ποίηση της Έμιλυ δεν χαρακτηρίζεται από ένα ρεύμα. Αντιστέκεται σε όλες τις κατηγοριοποιήσεις. Δεν είναι ρομαντική, ούτε μυστικιστική, ούτε πανθεϊστική, ούτε αθεϊστική. Εκφράζει όμως στοιχεία όλων αυτών. Η ποίησή της είναι διανοητικά σύνθετη και η ίδια ένας μοναδικός δημιουργός διανοητής.

Γοητευμένη από τις Μπροντέ και γνωρίζοντας ότι το μεγαλύτερο ταλέντο της Έμιλυ ήταν στην ποίηση, αποφάσισα να διαβάσω τα ποιήματά της για να κεντρίσω τη δική μου φαντασία και να τραφώ καλλιτεχνικά. Η μετάφραση ήλθε ως φυσική συνέπεια της μελέτης αυτής της τόσο σύνθετης ποίησης. Όμως σύντομα και η μετάφραση σκάλωσε μπροστά σε νοήματα που έπρεπε πρώτα να κατανοήσω για να μεταφράσω. Έτσι ξεκίνησε και μια παράλληλη με τη μετάφραση φιλολογική μελέτη των ποιημάτων. Η επίπονη αυτή εργασία φαινόταν τώρα να ξεμακραίνει από τον αρχικό της στόχο και να αυτονομείται όλο και περισσότερο. Στο σημείο αυτό άρχισε να κερδίζει μέσα μου έδαφος η ιδέα για την έκδοση των ποιημάτων, πρώτη φορά μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα. Πέρα όμως από τη συνειδητή προσπάθειά μου και τις δυσκολίες της, την ίδια αυτή περίοδο υπήρχε και εξελισσόταν μέσα μου μια άλλη, ασυνείδητη λειτουργία. Η μετάφραση «πατούσε» στο πένθος και τη μοναξιά που άφηνε μέσα μου η απώλεια των γονιών μου. Ο ψυχικός αυτός συντονισμός με τα ποιήματα της Έμιλυ με οδήγησε σε μια βιωματική εμπλοκή με το έργο και σε μια ανάγκη να εκφράσω τον εαυτό μου μέσα από εκείνη χωρίς όμως να ξεστρατίσω, αλλά ακολουθώντας τις δικές της «πατημασιές».

 

 

Η ορατή ζωή της Έμιλυ Μπροντέ  [1818-1848]

 

H Έμιλυ γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου του 1818 στο πρεσβυτέριο του Thornton του Yorkshire. Ήταν παιδί της Μαρίας Μπράνγουελ και του αιδεσιμότατου Πάτρικ Μπροντέ, το πέμπτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας μετά τη Μαρία, την Ελίζαμπεθ, τη Σάρλοτ και τον Μπράνγουελ. Μετά από εκείνη γεννήθηκε άλλη μία κόρη, η Aν, με την οποία η Έμιλυ είχε έναν ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό.

O πατέρας της, ιρλανδικής καταγωγής, μετακινήθηκε στην Αγγλία το 1802 να σπουδάσει θεολογία στο Κολλέγιο του Αγίου Ιωάννου στο Cambridge, απ’ όπου αποφοίτησε το 1806. O Πάτρικ Μπροντέ όντας ήδη εφημέριος, έγραφε ποιήματα που δημοσίευε στον τοπικό τύπο και είχε δημοσιεύσει μια Ευαγγ ελική ιστορία με τίτλο “Αγροικία στο δάσος” το 1815 και μια νουβέλα με τίτλο “Η Υπηρέτρια του Κίλαρνεϋ” το 1818.

Η μητέρα τους, ένας χαρούμενος, ζωντανός άνθρωπος, είχε συγγράψει κι εκείνη ένα αδημοσίευτο έργο με τίτλο “Τα Πλεονεκτήματα της Φτώχειας στους Θρησκευτικούς Προβληματισμούς”, ένα δοκίμιο που προέτρεπε τους πιστούς να νοιάζονται για τους φτωχούς. Αν και η Έμιλυ σε όλη της τη ζωή παρατηρούσε το γράψιμο του πατέρα της σε αρθρογραφία, ποίηση και λογοτεχνία, δεν είχε το παράδειγμα της έξυπνης μητέρας της που την έχασε σε ηλικία μόλις τριών ετών.

Στα 1820 η οικογένεια μετακόμισε στο Haworth. Αδυνατισμένη όμως από τις συνεχείς γέννες έξι παιδιών, η μητέρα τους πεθαίνει από καρκίνο στις 15 Σεπτεμβρίου του 1821 και τον ίδιο μήνα η αδελφή της, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ μετακομίζει στο πρεσβυτέριο να βοηθήσει τον Πάτρικ με τα έξι παιδιά. Τη χρονιά του 1824 ο Πάτρικ Μπροντέ έστειλε όλες του τις κόρες, εκτός από τη μικρή Αν στο σχολείο του Cowan Bridge, όπου πήγαιναν τα κορίτσια των κληρικών.

Η Έμιλυ ήταν ένα αγαπητό, ήσυχο παιδί στο Cowan Bridge. Οι συνθήκες όμως για εκείνη και τις αδελφές της ήταν πολύ σκληρές. Όταν αργότερα ξέσπασε στο σχολείο επιδημία τύφου, η Μαρία και η Ελίζαμπεθ προσβλήθηκαν από την ασθένεια. Η Μαρία είχε μάλλον ήδη φυματίωση και την έστειλαν πίσω στο σπίτι, όπου και πέθανε αμέσως μετά. Όταν στη συνέχεια αρρώστησε και η Ελίζαμπεθ, ο πατέρας πήρε όλες τις κόρες του αμέσως από το σχολείο. Και για την Ελίζαμπεθ όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Επιστρέφοντας στο σπίτι πεθαίνει κι αυτή κι έτσι η χρονιά του 1825 σφραγίζεται από το θάνατο των δύο μεγαλύτερων κοριτσιών της οικογένειας.

Μεταξύ 1826 και 1829 οι τρεις εναπομείνασες αδελφές και ο αδελφός τους Μπράνγουελ συνέχισαν την εκπαίδευσή τους στο σπίτι με δασκάλους τον πατέρα τους και τη θεία τους. Στο σπίτι τα παιδιά περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους διαβάζοντας και συνθέτοντας ιστορίες για να ξεφύγουν από τη δυστυχία τους. Η βιβλιοθήκη του πατέρα τους πρόσφερε μια ποικιλία αναγνωσμάτων: τη Βίβλο, τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Σαίξπηρ, τον Μίλτον, τον Μπάυρον, τον Σκοτ, τους Μύθους του Αισώπου , τη «Διασκέδαση στις Αραβικές Νύχτες», την «Ιστορία των Πουλιών της Βρετανίας»…

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια η Έμιλυ ξεκίνησε μαθήματα πιάνου με εξαιρετική επίδοση. Επίσης άρχισε να ζωγραφίζει αντλώντας θέματα από τη φύση. Οι ακριβείς παρατηρήσεις της στα πουλιά, τα ζώα, τα φυτά, τις αλλαγές στον ουρανό του Haworth, θα αποτελέσουν αργότερα ένα σημαντικό κομμάτι της ποίησή της. Aκόμη σώζονται σελίδες ημερολογίου της Έμιλυ από το 1841 και το 1845, στις οποίες περιγράφονται τρέχοντα γεγονότα της Gondal.

Στα 1835 η Έμιλυ παρακολούθησε με τη σειρά της το σχολείο του Roe Head, όπου πλέον η Σάρλοτ ήταν δασκάλα, αλλά κατάφερε να μείνει μόνο τρεις μήνες εκεί πριν καταβληθεί από μια υπερβολική νοσταλγία επιστροφής στους χερσότοπους της πατρίδας της. Επέστρεψε λοιπόν στο σπίτι για να σταλεί η Αν στη θέση της στο σχολείο.

Τα επόμενα τρία χρόνια η Έμιλυ, μένοντας πια στο σπίτι με τον πατέρα της και τον αδελφό της, ανέλαβε όλες τις οικιακές εργασίες. Η Έμιλυ τα κατάφερε περίφημα στα οικιακά καθήκοντα και όλοι στην οικογένεια την αποκαλούσαν «Aρχηγό».

Όμως παράλληλα αυτή την περίοδο συνέχισε το έπος της Gondal και έγραψε νέα ποιήματα.

Τα πρώτα σωσμένα ποιήματά της είναι από το 1836, με προσεγγίσεις για τη φύση και τον θάνατο που θα την ακολουθούν σε όλη την υπόλοιπη ζωή της.

Από την ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά της του 1838 έχουν διασωθεί εικοσιένα ποιήματα καθώς και αποσπάσματα από την Αινειάδα του Βιργίλιου και σημειώσεις πάνω σε ελληνικές τραγωδίες.

Το φθινόπωρο του 1838 η Έμιλυ αποφάσισε ανέλπιστα να δεχτεί τη θέση της δασκάλας στο σχολείο Low Hill, ένα σχολείο θηλέων έξω από το Halifax. Είναι μόλις είκοσι χρονών και η υγεία της σπάει κάτω από την πίεση της δεκαεφτάωρης καθημερινής εργασίας στο σχολείο. Τον Απρίλιο του 1939 επέστρεψε στο 22 σπίτι της. H Έμιλυ γίνεται έτσι η κόρη του σπιτιού και το απολαμβάνει: ζυμώνει πεντανόστιμο αφράτο ψωμί στην κουζίνα μελετώντας ταυτόχρονα Γερμανικά, καθαρίζει, φροντίζει τα σκυλιά, διδάσκει στο κατηχητικό της Κυριακής, παίζει πιάνο και στον ελεύθερο χρόνο της βγαίνει βόλτες στους χερσότοπους.

Το 1844 η Έμιλυ επανεξέτασε και αντέγραψε τα ποιήματά της σε δύο τετράδια. Στο ένα από αυτά έδωσε τον τίτλο «Ποιήματα της Gondal» συγκεντρώνοντας ποιήματα εμπνευσμένα από το βασίλειο της Gondal και τους ήρωές της. Στο δεύτερο τετράδιο, με ποιήματα διαφόρων θεμάτων, δεν έδωσε κανέναν τίτλο. Το φθινόπωρο του 1845 η Σάρλοτ ανακάλυψε τα τετράδια αυτά και επέμεινε ότι τα ποιήματα έπρεπε να εκδοθούν.

Το 1846 τα ποιήματά τους εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Aylott and Jones σε έναν τόμο με τίτλο «Ποιήματα των Κάρερ, Έλις και Άκτον Μπελ». Οι αδελφές Μπροντέ διάλεξαν αντρικά ψευδώνυμα για την έκδοση, η Σάρλοτ υπέγραφε σαν Κάρερ Μπελ, η Έμιλυ σαν Έλις Μπελ και η Αν σαν Άκτον Μπελ. Στην έκδοση αυτή δημοσιεύτηκαν είκοσι ποιήματα της Σάρλοτ, είκοσι ένα ποιήματα της Έμιλυ και είκοσι ένα ποιήματα της Αν.

To περιοδικό Athenaeum επαίνεσε την ποίηση της Έμιλυ για τη μουσικότητα και τη δύναμή της, ενώ το περιοδικό Critic αναγνώρισε την εξαιρετική της ευφυία.  Η Έμιλυ είχε επιλέξει να δημοσιεύσει σε αυτή τη συλλογή τα καλύτερα ποιήματά της. Την ίδια χρονιά οι αδελφές ξεκίνησαν και τα μυθιστορήματα. Η Έμιλυ τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», η Σάρλοτ το «Ο Καθηγητής» και η Αν το «Άγκνες Γκρέυ».

To μυθιστόρημα της Έμιλυ «Ανεμοδαρμένα Ύψη» είχε καινοτόμο δομή που προβλημάτισε τους κριτικούς. Στο μυθιστόρημά της ο χρόνος δεν κινείται ευθύγραμμα, αλλά σπειροειδώς και οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με τα συναισθήματα που νιώθουν αυτοί και οι άλλοι γι’ αυτούς, παρά με τη δράση τους στην πλοκή του μυθιστορήματος. Κάποιοι σκεπτικιστές υποστήριξαν για τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ότι το βιβλίο είχε γραφτεί από τον Μπράνγουελ με τη βεβαιότητα ότι καμία γυναίκα που να είχε ζήσει μια τέτοια ζωή δεν θα έγραφε μια τόσο παθιασμένη ιστορία.

Τον Σεπτέμβριο του 1848 ο αδελφός τους Μπράνγουελ πέθανε από φυματίωση. Στην κηδεία του ήδη η υγεία της Έμιλυ είναι κλονισμένη. Έτσι στις 19 Δεκεμβρίου του 1848 στις δύο το μεσημέρι και σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, πεθαίνει κι εκείνη από φυματίωση. Η ταφή της έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και των Αγγέλων του Haworth, στο δυτικό Yorkshire.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1850, η Σαρλότ επεξεργάστηκε και εξέδωσε τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» με το πραγματικό όνομα της Έμιλυ, μαζί με άλλα δεκαεφτά ποιήματά της. Αν και μία επιστολή από τον εκδότη της δείχνει ότι η Έμιλυ τελείωνε ένα δεύτερο μυθιστόρημα, το χειρόγραφο δεν βρέθηκε ποτέ.

 

 

 

Αποσπάσματα από την Ποίησή της:

 

«Άγριος, δυνατός είναι του χειμώνα ο άνεμος, /Έλα κοντά μου αγαπημένο μου παιδί· /Παράτα τα βιβλία, και το ασυντρόφευτο παιχνίδι σου· /Κι όσο η νύχτα θα πυκνώνει, /Θα κουβεντιάζουμε στου στοχασμού τις ώρες· […] Μόνοι εκεί, στα κρύα τα βουνά ανάμεσα, /Βρίσκονται αυτοί που από παλιά αγάπησα. /Πονάει απελπισμένα η καρδιά μου, /Απόκαμε απ’ τη μάταιη λαχτάρα, Ποτέ ξανά δεν θα ανταμωθούμε!» […]  «Πολύ μικρή σαν ήμουνα πατέρα, /Κι εσύ πολύ πέρα απ’ τη θάλασσα,/ Με τυραννούσαν τέτοιες σκέψεις! […] Έχει πολλά η ζωή να φοβηθείς, /Όχι όμως πατέρα τους νεκρούς. /«Ω! Ας μην απελπιζόμαστε γι’ αυτούς, /Στον σκοτεινό τους τάφο πια δεν μένουν· /Η στάχτη τους ένα με τη γη έχει γίνει, /Πετάξαν στο Θεό ευτυχισμένες οι ψυχές τους!/ Μου το πες, κι όμως πάλι αναστενάζεις, /Οι φίλοι σου μια μέρα θα χαθούνε μουρμουράς. /Αχ! Πες μου γιατί, αγαπημένε μου πατέρα;/ Αν ήτανε αληθινά τα λόγια σου τα πρώτα, /Ανώφελη που είναι τέτοια θλίψη· /Σαν να θρηνείς το σπόρο που μεγάλωσε/ Ανύποπτα στο γονικό δενδρί του, /Γιατί έπεσε σε χώμα καρπερό, Φύτρα μιας γέννας θριαμβευτικής /Ρίζωσε βαθιά και θέριεψαν/ Στο δροσερό ουρανό» [ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ]

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top