Fractal

Διήγημα: “Εκείνη την άγρια χειμωνιάτικη νύχτα”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

 

 

 

«…Εκείνη την άγρια χειμωνιάτικη νύχτα, έβρεχε του σκοτωμού την ώρα που γυρίζαμε στο σπίτι από μια επίσκεψη σε φίλους μας στην εξοχή. Ο δρόμος ανηφορικός και πλημμυρισμένος. Καθώς έπεφτε πάνω στα θολά νερά το φως των προβολέων του αυτοκινήτου μας, έμοιαζε με ορμητικό ποτάμι που κατέβαινε αντίθετα προς τη φορά του αυτοκινήτου.

«Πέσαμε σε τρελή καταιγίδα. Βρέχει καρεκλοπόδαρα. Θαρρείς και άνοιξαν οι ουρανοί για να μας πνίξουν. Δεν είναι φρόνιμο να πηγαίνομε κόντρα στο νερό. Θα μας σβήσει τη μηχανή και θα μείνομε στη μέση του δρόμου. Είναι καλύτερα να σταματήσομε κάπου, ώσπου να κοπάσει η νεροποντή», είπε ο πατέρας σιγά στη μητέρα.

Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, οδηγώντας σιγά με προσοχή έβγαλε το αμάξι στην άκρη του δρόμου και σταμάτησε δίχως να σβήσει τελείως τη μηχανή.

«Δες, Ερμιόνη μου, πόσο επικίνδυνο ήταν να συνεχίσουμε να τρέχομε στο δρόμο με τέτοια θύελλα. Το νερό παρασέρνει στο διάβα του ό,τι βρίσκεται μπροστά του».

«Έχεις δίκιο. Ο Θεός σε φώτισε και σταμάτησες, Δημήτρη. Κοίτα, εκεί πέρα μια τεράστια στοίβα κλαδιά φράζει το μισό δρόμο. Θεέ και κύριε! Τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε νυχτιάτικα», ψέλλισε η μητέρα.

Και σταυροκοπήθηκε απανωτά.

Ο αδερφός μου κι εγώ ζαρώσαμε στο πίσω κάθισμα και κουλουριαστήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Τρέμαμε από το φόβο και την ταραχή μας. Κλαίγαμε μ’ αναφιλητά.

«Σσς.. σωπάστε, παιδιά, Δημήτρη, Ρίξε τους προβολείς πάνω στα κλαδιά, νομίζω πως κάτι συμβαίνει μες στα κλαδιά, μπορεί να είναι παγιδευμένος άνθρωπος, κανένα παιδάκι. Ό,τι και να είναι χρειάζεται βοήθεια. Πάω να δω», είπε η μητέρα.

Και χωρίς να περιμένει τη συγκατάθεση κανενός, γύρισε κι έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου.

«Πού, πας, κορίτσι μου; Τρελάθηκες; Θα πνιγείς! Δεν βλέπεις το νερό τρέχει ποτάμι, δεν ακούς τι γίνεται;» την πρόφτασε ο πατέρας κι έστρεψε τους δυο προβολείς πάνω στη στοίβα τα ξερά κλαδιά. «Περίμενε λίγο να περάσει το κακό και θα πάμε μαζί να δούμε τι συμβαίνει εκεί. Ζωάκι μάλλον είναι. Ό,τι κι αν είναι, πάντως, δεν πρόκειται να μετακινηθεί. Είναι μπλεγμένο στα κλαδιά. Ό,τι έπαθε, έπαθε. Μπορεί να περιμένει λίγο. Θα το σώσουμε. Κάνε λίγη υπομονή. Ξέρω τι σου λέω».

«Καλά, εσύ ξέρεις», έκανε φανερά προβληματισμένη η μητέρα και ξανακάθισε στη θέση της.

Όσο περιμέναμε να περάσει η θύελλα, η μητέρα δεν ησύχασε ούτε λεπτό, λες και καθόταν πάνω σε καρφιά ή σε αναμμένα κάρβουνα. Μόλις κόπασε η μεγάλη μπόρα και τα νερά λιγόστευαν ώσπου σταμάτησαν να τρέχουν ορμητικά, ο πατέρας βγήκε από το αυτοκίνητο κρατώντας το φακό που πάντα έχει δίπλα του. Πλησίασε πολύ σιγά στο επίμαχο σημείο και, παραμερίζοντας με δυσκολία τα κλαδιά με το ένα χέρι, στο άλλο είχε το φακό, ελευθέρωσε ένα κουταβάκι μια σταλιά, μικρό ίσαμε μια μεγάλη γροθιά, που ήταν παγιδευμένο. Το κακόμοιρο έκλεγε κι έτρεμε σαν φύλλο ή φτερό στα χέρια του πατέρα.

Η βροχή είχε κοπάσει, μια αραιή ψιχάλα που τη διαδέχτηκε, σταμάτησε κι αυτή, τα νερά δεν έτρεχαν πια και μια απρόσμενη ηρεμία και παγερή γαλήνη απλώθηκε παντού.

Η μητέρα βγήκε γρήγορα από το αυτοκίνητο, άνοιξε βιαστικά το πορτμπαγκάζ, άρπαξε μια κουβερτούλα που ήταν πάντα εκεί, τύλιξε προσεκτικά το κουταβάκι σαν να ήταν το μωρό της, το πήρε αγκαλιά και μπήκε προσεκτικά στο αυτοκίνητο. Ανάσανε από ανακούφιση.

«Είναι πολύ μωρό. Ποιος ξέρει από πόσο μακριά το έφερε το κακό νερό. Αν δεν είχαμε σταματήσει, δεν θα ζούσε το ορφανό ζωάκι, δείτε, τρέμει ολόκληρο. Ποιος ξέρει πώς βρέθηκε

ολομόναχο μέσα στην καταιγίδα. Ο Θεός σε φώτισε και σταμάτησες εκεί», είπε ήρεμα γυρίζοντας προς το μέρος του οδηγού.

«Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό», της απάντησε εκείνος, «έχουν κάποιο λόγο να γίνονται, τίποτα δεν συμβαίνει στην τύχη. Συμφωνείτε, παιδιά;», ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι του πίσω.

«Ναι!», φωνάξαμε κι οι δυο συντονισμένοι.

«Επιτέλους θυμήθηκαν πως έχουν και παιδιά, πως υπάρχομε κι εμείς», τραύλισε ο αδερφός μου δίνοντάς μου μια αγκωνιά.

«Μη λες ανοησίες, μικρέ. Σκέψου τι έχει να γίνει στο σπίτι από δω και πέρα», του είπα φουντωμένη από ζήλια για να με ακούσουν εκείνοι εκεί μπροστά που όλο για το κουτάβι νοιάζονταν.

«Όλο μ’ αυτό θα ασχολούνται τώρα», έκανε ο Πέτρος. «Σκασίλα μας!»

«Ντροπή σας! Ίσα που είναι η ψυχούλα μέσα του κι εσείς χαζολογάτε. Αν έμενε λίγο ακόμα εκεί το κοριτσάκι μου, θα πέθαινε από το κρύο», επανέλαβε η μητέρα κι έσφιξε στοργικά το ξεπαγιασμένο κουτάβι στη ζεστή αγκαλιά της.

«Α, είναι και κοριτσάκι! Αυτό κι αν είναι ενδιαφέρον! Αυτό κι αν είναι είδηση! Σε λίγο θα ψάχνουμε για… γαμπρούς!», έκανε αστειευόμενος ο πατέρας. «Πρέπει να βιαστούμε, όμως, να προλάβουμε πριν αρχίσει πάλι να χαλάει ο Θεός τον κόσμο!», συμπλήρωσε.

Έστρεψε το χειρόφρενο, άφησε το φρένο και, σαν έτοιμη να φερθεί ηρωικά για να ξεπεραστεί η δυσκολία, πήρε τα πάνω της η μηχανή. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ο καιρός είχε γαληνέψει. Δεν έβρεχε πια. Τα σύννεφα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από το πρόσωπο του ουρανού κι ένα φεγγάρι λειψό μόλις έσκαζε μύτη πάνω από τον Υμηττό.

«Εμείς έχομε δουλειά» είπε η μητέρα. «Πηγαίνετε στα δωμάτιά σας να αλλάξετε και ετοιμαστείτε για ύπνο. Τα λέμε αύριο, συμπλήρωσε.

Και, κρατώντας στοργικά το τετράποδο «μωρό» στην αγκαλιά της, έγινε καπνός. Μπήκε γρήγορα πρώτη στο σπίτι αδιαφορώντας για όλα τα άλλα. Πού να προλάβει κανείς να της πει, αν είχε κάτι.

«Η μαμά βρήκε δουλειά. Τώρα ποιος την ακούει. Όλο για το κουτάβι θα μιλάει», μουρμούρισε γελώντας ο πατέρας. «Ελάτε, πάμε κι εμείς, παιδιά, να δούμε τι θα του κάνει», πρόσθεσε.

Και, πιασμένοι χέρι με χέρι, μπήκαμε κι εμείς στο σπίτι.

 

Η μητέρα ήταν στις φούριες της. Είχε κιόλας αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με τη φροντίδα του μωρού. Εκείνο το βράδυ ξέχασε πως είχε παιδιά και σύζυγο. Το ενδιαφέρον της το είχε στρέψει στη φροντίδα του κουταβιού, του «παρείσακτου μωρού» της. Πού να δώσει σε μας σημασία. Όπως ήμασταν κουρασμένα και εξαντλημένα από το παιχνίδι όλη μέρα στην εξοχή, και με γεμάτο στομάχι, κρίναμε σκόπιμο να ακολουθήσουμε την εντολή της μητέρας μας. Πριν ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου, στράφηκα κι είπα στον αδερφό μου:

«Να ξαπλώσουμε, να ξεκουραστούμε για να έχομε όρεξη αύριο. Θα έχει γούστο και θα γελάσομε πολύ με το «μωρό» της μαμάς, αδερφάκι».

«Έχει να γίνει μεγάλο γλέντι αύριο!», έκανε εκείνος τρίβοντας τις παλάμες του.

Σιγά που δεν θα συμφωνούσε μαζί μου ο Πέτρος, όταν επρόκειτο για σκανταλιές. Ο Πέτρος πετάει τη σκούφια του για κάτι τέτοια. Περιχαρείς και οι δυο για τις σοφές προβλέψεις και τα γενναία σχέδια, που κάναμε, πήγε καθένας στο δωμάτιό του. Και όπως ήμασταν, με τα ρούχα που φορούσαμε, ούτε μπάνιο, ούτε νυχτικά, πέσαμε μπρούμυτα στο κρεβάτι ως αργά το πρωί.

Όταν ήχησε το παραπονιάρικο γαύγισμα του «μωρού», ήταν περασμένες δέκα.

«Σας λυπηθήκαμε να σας ξυπνήσουμε και σας αφήσαμε να κοιμηθείτε με τα ρούχα που φορούσατε. Κοιμηθήκατε τόσες ώρες, ξεκουραστήκατε, τώρα σηκωθείτε. Ελάτε στην κουζίνα. Περιμένει ο πατέρας. Σάββατο σήμερα, να πάρομε όλοι μαζί πρωινό», μας είπε η μητέρα ανοίγοντας την πόρτα καθενός.

«Είδες τι πάθαμε, αδερφή;» έκανε αγουροξυπνημένος ο Πέτρος μπαίνοντας στο δωμάτιό μου και προσπαθώντας να λυτρωθεί από τα χασμουρητά.

«Δε βαριέσαι, αδερφέ! Καλύτερα έτσι», του είπα ανόρεχτα. «Έχομε όλο τον καιρό δικό μας».

Και παραμερίζοντάς τον από μπροστά μου, έτρεξα πρώτη στο μπάνιο να βγάλω την τσίμπλα από τα μάτια μου…»

 

 

(Απόσπασμα)

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top