Fractal

Ηρωίδα και αφηγήτρια, ταυτοχρόνως

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Γιόκο Ογκάουα: «Η Αστυνομία της Μνήμης», Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου, Εκδόσεις Πατάκη

 

Η Ογκάουα είναι μία συγγραφέας με ενσυναίσθηση και διορατικότητα. Βλέπει και προβλέπει, θα μπορούσαμε να πούμε, τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, που δυστυχώς τις περισσότερες φορές είναι δυστοπικές, για τις κοινωνίες των ανθρώπων και προσπαθεί με το μυθιστόρημά της να μας προϊδεάσει και να μας δώσει να καταλάβουμε, πως αν κάποιος δεν μπορεί να προσαρμοστεί σ’ αυτές τις εξελίξεις, αποβάλλεται από την κοινωνία ή πεθαίνει. Το μυθιστόρημα αυτό το έγραψε το 1994, ενώ μεταφράστηκε κι εκδόθηκε στα αγγλικά το 2019. Από αυτό καταλαβαίνουμε πόσο μπροστά είναι και μπορεί να προβλέπει, ότι δυστυχώς οι εξελίξεις αντί να είναι προς όφελος του ανθρώπου. τις περισσότερες φορές, είναι  εις βάρος του και ότι αν μένει μόνο με τις αναμνήσεις και δεν αντισταθεί σ’ αυτές τις εξελίξεις, και σ’ αυτούς που τις επιβάλλουν, όπως εξαφανίζονται τα πράγματα έτσι κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί  και ο ίδιος  ο άνθρωπος,  χωρίς να το καταλάβει.

Το μυθιστόρημά της επίσης το βρίσκω ευρηματικό στο ότι βάζει την ηρωίδα του μυθιστορήματος να είναι συγγραφέας και να γράφει το μυθιστόρημά της, όσο διαδραματίζονται τα γεγονότα που βιώνει. Το βρίσκω ευρηματικό για δύο λόγους. Ο ένας λόγος για να μετριάσει ίσως το άγχος και την αγωνία του αναγνώστη με τις δυστοπικές εξελίξεις, που έρχεται αντιμέτωπος διαβάζοντάς τες και ο δεύτερος λόγος για να μας δείξει πως τα μυθιστορήματα και γενικότερα τα βιβλία δεν πρέπει να τα αφήσουμε να χαθούν ποτέ, γιατί ο άνθρωπος τα έχει ανάγκη, πρέπει πάντα να υπάρχουν, ανεξάρτητα από οποιανδήποτε εξέλιξη.

Η μητέρα της ηρωίδας του μυθιστορήματος είναι γλύπτρια. Ο πατέρας της ορνιθολόγος. Ζουν οι τρεις τους σ’ ένα νησί. Το σπίτι τους είναι αρκετά μεγάλο. Έχει δύο ορόφους με αρκετά δωμάτια, υπόγειο και μία μικρή αποθήκη ανάμεσα στους δύο ορόφους, που επικοινωνεί με μία καταπακτή. Είναι ένας μικρός χώρος όπου ο πατέρας φυλάει διάφορα αρχεία. Το ατελιέ της μητέρας βρίσκεται έξω από το σπίτι κοντά στο ποτάμι.

Η εργασία του πατέρα είναι στο παρατηρητήριο, που βρίσκεται σ’ ένα λόφο όχι πολύ μακριά από το σπίτι.

Όταν η ηρωίδα μεγάλωσε αρκετά η μητέρα της την πήγε στο ατελιέ της, για να της δείξει τη δουλειά της. Καθώς κουβέντιαζαν της είπε ότι πριν γεννηθεί, η ζωή στο νησί τους  ήταν πολύ καλύτερη, γιατί υπήρχαν πράγματα που τους εξυπηρετούσαν, τα αγαπούσαν και με αυτά ήσαν ευτυχισμένοι, ώσπου κάποια στιγμή ξεκίνησε να γίνεται κάτι πολύ άσκημο στο νησί. Σιγά σιγά άρχισαν να εξαφανίζονται πράγματα κι αυτό τους οδηγούσε στο να ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα από το μυαλό τους. Επειδή η μητέρα της είχε αγαπήσει μερικά από αυτά  κι επειδή δεν ήθελε να τα χάσει, αναγκάστηκε να τα κρύψει. Της έδειξε μάλιστα κάποια από αυτά, όπως μια κορδέλα που έδενε στα μαλλιά, μια πολύτιμη πέτρα, που την έλεγαν σμαράγδι, ένα γραμματόσημο, που μ’ αυτό ένα γράμμα έφτανε σε κάποιο συγγενή που ζούσε κάπου μακριά από το νησί κι  ένα μικρό μπουκαλάκι με  άρωμα. Όλα αυτά όμως άφηναν αδιάφορη την μικρή, γιατί δεν της έλεγαν κάτι.

Πήγαινε συχνά και στο παρατηρητήριο που δούλευε ο πατέρας της, γιατί της άρεσε να βλέπει τα πουλιά με τα κιάλια. Της άρεσε να βλέπει το σχήμα του ράμφους τους, το χρώμα των φτερών τους, αλλά και τον τρόπο που κουνούσαν τα φτερά τους.

Ήρθε ο καιρός που οι γονείς πέθαναν και το κορίτσι έμεινε μόνο. Έγραφε κάποια μυθιστορήματα, για να βιοπορίζεται και πήγαινε συχνά στον επιμελητή των κειμένων της, στον Ρ, για να της κάνει τις απαιτούμενες διορθώσεις. Όμως καθώς περνούσε ο καιρός εξαφανίζονταν συνέχεια διάφορα πράγματα. Εξαφανίστηκαν τα καπέλα, οπότε οι πιλοποιοί άλλαξαν επάγγελμα, έφτιαχναν ομπρέλες. Τα φεριμπότ εξαφανίστηκαν κι ένας γνωστός της που ήταν μηχανικός έγινε θυρωρός και όταν γέρασε κι έγινε συνταξιούχος έμεινε στο παλιό φεριμπότ που σάπιζε αγκυροβολημένο. Εξαφανίστηκε και το παρατηρητήριο, μαζί με τα πουλιά. Το καλό με τις αλλαγές των επαγγελμάτων είναι που οι άνθρωποι ευτυχώς εύκολα προσαρμόστηκαν και κανένας τους δεν παραπονέθηκε. Όμως το κορίτσι σκέφτηκε αμέσως τον πατέρα της, κι ευτυχώς που είχε πεθάνει, όταν εξαφανίστηκε το παρατηρητήριο και τα πουλιά, γιατί ήξερε πως ο πατέρας της θα ήταν δυστυχισμένος, αν έπρεπε να αλλάξει δουλειά, επειδή μόνο αυτή τη δουλειά αγαπούσε.

Ένα πρωινό εμφανίστηκαν πέντε άντρες της Αστυνομίας της Μνήμης. Μπήκαν στο γραφείο του πατέρα της, παραβίασαν όλες τις κλειδαριές και γέμισαν σακούλες σκουπιδιών με έγγραφα και φωτογραφίες που είχαν σχέση με πουλιά, γιατί έπρεπε να εξαφανιστεί κάθε ίχνος που είχε σχέση με πουλιά.

Ο γέρος που έμενε στο παλιό φεριμπότ ήταν ο άντρας της παραμάνας της, γι’ αυτό τον επισκεπτόταν συχνά και κουβέντιαζαν για τους γονείς της και για πράγματα που είχαν ζήσει παλαιότερα, όμως γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι οι αναμνήσεις τους μειώνονταν, γιατί διαπίστωναν ότι αν κάτι εξαφανιζόταν από το νησί, εξαφανιζόταν και η ανάμνησή του.

Πολύ συχνά έβλεπε την Αστυνομία της Μνήμης να παίρνει ανθρώπους και να τους στοιβάζει σε φορτηγά και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η Αστυνομία της Μνήμης μπορούσε να διακρίνει τους ανθρώπους που δεν ξεχνούν μετά από μία εξαφάνιση, γιατί τέτοιους κυνηγούσε. Άραγε τι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό έχουν αυτοί οι άνθρωποι  και  η Αστυνομία της Μνήμης τους βρίσκει αμέσως. Το συζήτησε αυτό με τον Ρ, τον επιμελητή της κι αυτός της είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο δεν μπορούν να προσποιηθούν, αλλά δεν μπορούν καν να φανταστούν τι σημαίνει προσποίηση, γι’ αυτό και κρύβονται σε καταφύγια και προκειμένου αυτή η Αστυνομία να τους βρει είναι ικανή  μέχρι και τα γονίδιά τους να εξετάσει, για να ανακαλύψει ποιοι έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, μια και αυτά τα άτομα δεν τα έχουν εμφανή, αλλά μόνο στη γενετική κατασκευή τους. Εύκολο είναι να βρεθεί γενετικό υλικό από τον καθένα, όπως τρίχες, σάλιο, δάκρυ, ιδρώτας όσο προσεκτικός κι αν είναι. Συζητώντας τον ρώτησε όμως γιατί τους συλλαμβάνουν αφού στην ουσία δεν έχουν κάνει κακό. Ο Ρ, της εξηγεί ότι αφού στο νησί αυτοί διοικούν, αυτοί αποφασίζουν για τις εξαφανίσεις, πρέπει και να τις επιβάλλουν. Τότε τον ερώτησε, αν πιστεύει, πως η μητέρα της δολοφονήθηκε. Της είπε πως αυτό ήταν  σίγουρο, γιατί αυτή βρισκόταν υπό επιτήρηση και παρακολούθηση και δεν ήταν τυχαία η κλήτευση που της έγινε να πάει στην Αστυνομία της Μνήμης και μετά από λίγες ημέρες να την στείλουν πεθαμένη στο σπίτι, μ’ ένα πιστοποιητικό θανάτου που έγραφε καρδιακή προσβολή.

 

Yoko Ogawa

 

Μετά από λίγες ημέρες πήγε στο σπίτι της η οικογένεια Ινουί να της αφήσει κάποια γλυπτά που τους είχε χαρίσει η μητέρα της, γιατί και αυτή πήραν κλήτευση από την Αστυνομία της Μνήμης να παρουσιαστούν εκεί οικογενειακώς.

Σειρά τώρα είχαν να εξαφανιστούν τα φρέσκα φασολάκια και οι τριανταφυλλιές. Η αλήθεια είναι ότι εξαφανίζονται πράγματα πιο γρήγορα απ’ ότι εμφανίζονται καινούρια, αλλά και τα καινούρια που εμφανίζονται είναι φτηνά, αναξιόπιστα ως προς την αξία, αλλά και την αντοχή. Με τις εξαφανίσεις δημιουργούνται κενά και τα πράγματα καθώς γίνονται πιο αδύναμα γίνεται και η καρδιά των ανθρώπων πιο αδύναμη και πρέπει να ξεχνούν, γιατί αν δεν ξεχνούν υπάρχει η Αστυνομία της Μνήμης να τους κυνηγά.

Ένα απόγευμα την επισκέφτηκε ο Ρ, στο σπίτι προκειμένου να γίνουν οι διορθώσεις του μυθιστορήματος. Ο Ρ, ζήτησε από το κορίτσι να τον πάει στο εργαστήρι όπου η μητέρα της είχε κρύψει κάποια πράγματα. Το κορίτσι αμέσως κατάλαβε ότι ο Ρ, δεν μπορούσε να ξεχάσει κι αμέσως φοβήθηκε μήπως τον ανακαλύψει η Αστυνομία της Μνήμης. Τότε ζήτησε τη βοήθεια του γέρου που έμενε στο φεριμπότ και ήταν ικανός στο να επισκευάζει πράγματα. Του ζήτησε να την βοηθήσει να μετατρέψουν την αποθήκη του πατέρα της που ήταν ένα μικρό δωμάτιο ανάμεσα στους δύο ορόφους, χωρίς παράθυρα, αλλά και κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή του,  σ’ ένα λειτουργικό μικρό δωμάτιο προκειμένου να κρύψει τον Ρ. Το θέμα ήταν ότι δεν έπρεπε να μάθει κανείς την κρυψώνα ούτε καν η γυναίκα του η οποία ήταν έγκυος. Όταν όλα ετοιμάστηκαν ο Ρ εγκαταστάθηκε και ο γέρος είχε αναλάβει να επικοινωνεί με τη σύζυγό του Ρ. Οι εξαφανίσεις τώρα διπλασιάστηκαν. Εξαφανίστηκαν οι φωτογραφίες και όλων των ειδών τα φρούτα.

Το νησί είχε πολύ καιρό να δει χιόνι και τώρα το χιόνι σκέπασε τα πάντα κι έμεινε για πολύ καιρό. Οι Άντρες της Αστυνομίας της Μνήμης ντυμένοι στα ζεστά τους πανωφόρια ακόμα και μέσα στη νύχτα ερευνούσαν ανεξαιρέτως όλα τα σπίτια. Μέχρι και τον γέρο έπιασαν κάποια στιγμή κι ευτυχώς τον άφησαν χωρίς να του κάνουν κάτι, γιατί δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό που έψαχναν.

Ερευνούσαν ένα περιστατικό παράνομης απόδρασης με βάρκα και τον είχαν καλέσει  να μάθουν αν ήξερε ή αν είχε δει κάτι επειδή έμενε στο πλοίο.

Εντωμεταξύ γέννησε και η γυναίκα του Ρ, κι έκανε ένα υγιέστατο αγοράκι. Μια και οι φωτογραφίες είχαν εξαφανιστεί αναγκάστηκε η γυναίκα του να το ζωγραφίσει το μωρό σ ’ένα κομμάτι χαρτί προκειμένου να το δει ο μπαμπάς του.

Τώρα ήρθε η σειρά του ημερολογίου να εξαφανιστεί. Ήταν περίεργο που το χιόνι είχε μείνει τόσο πολύ. Ο κόσμος κρύωνε γιατί δεν έβρισκε καυσόξυλα. Τα τρόφιμα λιγόστευαν και οι ουρές στα μαγαζιά ήταν ατέλειωτες. Μια και τα ημερολόγια είχαν εξαφανιστεί και κανείς δεν ήξερε ούτε πια μέρα, αλλά ούτε και ποιος μήνας ήταν, το κορίτσι έκανε με ό,τι βρήκε από τα μαγαζιά τα γενέθλια του γέρου στο κρυφό δωμάτιο για να διασκεδάσει λίγο και ο Ρ. Του έκαναν και δώρα. Το κορίτσι ένα σετ για ξυριστικά και ο Ρ,  ένα μουσικό κουτί από αυτά που είχαν εξαφανιστεί εδώ και χρόνια. Μάλιστα τους εξήγησε ότι αυτό το κουτί ήταν η αιτία που άρχισε να μαζεύει πράγματα που εξαφανίζονταν, επειδή τα αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να τα χάσει. Εκείνη την ώρα μάλιστα τους επισκέφτηκε και η Αστυνομία της Μνήμης. Μόλις μπήκαν μέσα άρχισαν να ψάχνουν εξονυχιστικά όλα τα δωμάτια. Κατέβασαν όλα τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη και πέταξαν όλα τα χειρόγραφά της κάτω μόλις έμαθαν πως είναι χειρόγραφα από το μυθιστόρημά της. Όταν είδε πως κάτω από την μπότα του αστυνομικού το χαλάκι που σκέπαζε την καταπακτή ήταν λίγο σηκωμένο, η κοπέλα άρχισε να τρέμει, γιατί φοβήθηκε, πως αν σήκωνε  το πόδι του και έβλεπε το ανασηκωμένο χαλάκι, θα μπορούσε  να ανακαλύψει την καταπακτή. Ηρέμησε μόνο, όταν ο αρχηγός τους φώναξε κι άρχισαν να φεύγουν. Ήταν όμως τόσο τσιτωμένη που αμέσως άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα. Η Αστυνομία της Μνήμης μπορεί να μην βρήκε τίποτα εκεί, όμως στο γειτονικό σπίτι βρήκαν ότι το ανδρόγυνο έκρυβε ένα νεαρό αγόρι γύρω στα δεκαέξι και τους φόρτωσαν στο φορτηγό αφήνοντας το σκύλο μόνο του, όπου η κοπέλα αναγκάστηκε να τον υιοθετήσει για να μην ψοφήσει ο καημένος από  την πείνα.

Τώρα ήρθε η εξαφάνιση των μυθιστορημάτων. Αυτό ήταν πραγματικό πλήγμα για την κοπέλα, γιατί ήταν η μοναδική δουλειά που ήξερε να κάνει. Ο Ρ, της είπε να μην κάψει κανένα βιβλίο και να τα κατεβάσει στο κρυφό δωμάτιο κι επιπλέον της είπε να κατεβάσει εκεί και το χειρόγραφό της. Ο χώρος όμως εκεί ήταν πολύ μικρός γι’ αυτό διάλεξε λίγα από τα βιβλία της μαζί με το χειρόγραφο και τα πήγε κάτω. Τα υπόλοιπα τα κουβάλησε μαζί με τον γέρο και τα έκαψαν. Φυσικά και η βιβλιοθήκη που βρισκόταν στο λόφο δεν γλίτωσε, κάηκε ολοσχερώς. Τώρα έπρεπε να βρει δουλειά για να βιοποριστεί. Ευτυχώς ο πιλοποιός τη σύστησε σε μία εταιρεία που έκαναν χονδρική πώληση μπαχαρικών. Η δουλειά δεν ήταν δύσκολη, θα έκανε λίγο ξεσκόνισμα, αρχειοθέτηση, τηλεφωνήματα και γραφομηχανή, αλλά επειδή δεν ήξερε καλά της είπαν ότι θα μαθαίνει σιγά σιγά δουλεύοντας.

Ο Ρ, την πίεζε να συνεχίσει να γράφει το μυθιστόρημά της, αλλά της ήταν αδύνατον. Δεν ήταν ικανή ούτε να το διαβάσει. Είχε αφιερώσει τ’ απογεύματα Παρασκευής και Σαββάτου στο διάβασμα του μυθιστορήματός της, για να μπορεί να συνεχίσει, αλλά όσο κι αν προσπάθησε δεν μπορούσε να συνεχίσει. Όταν άρχιζε να γράφει το μόνο που έμενε στο τέλος ήταν η σελίδα σκισμένη από το σβήσε-γράψε. Εκείνες οι τρομερές φλόγες που είχε δει όταν καιγόταν η βιβλιοθήκη, που ήταν σαν να καιγόταν ολόκληρο το νησί, την έκαναν να νιώθει ότι καιγόταν η μνήμη της.

 

 

Δεν τους έφταναν οι εξαφανίσεις, ο βαρύς χειμώνας που δεν έλεγαν να λιώσουν τα χιόνια, τους βρήκε κι ένας πολύ δυνατός σεισμός, που γκρεμίστηκαν πολλά σπίτια. Ο γέρος βρέθηκε κάτω από ένα βαρύ μπουφέ κι ευτυχώς ήταν το κορίτσι εκείνη την ημέρα στο πλοίο και με πολύ κόπο κατάφερε να τον βγάλει. Δεν φαινόταν σοβαρά τραυματισμένος, ωστόσο έτρεχε λίγο αίμα από το αυτί του. Μόλις έφυγαν από το πλοίο, επακολούθησε τσουνάμι που το πλοίο βούλιαξε. Όταν έφτασαν στο σπίτι είδαν μερικές ζημιές στα κεραμίδια, αλλά όταν προσπάθησαν να ανοίξουν την καταπακτή αυτή δεν άνοιγε. Ο γέρος έκανε τις μικροεπισκευές και όλα έγιναν όπως πρώτα. Τώρα που δεν είχε πού να μείνει θα έμενε στο σπίτι της κοπέλας.

Κάποια στιγμή κατέβηκαν και στο υπόγειο να βάλουν κάποια τάξη και βρήκαν τα γλυπτά που της είχε αφήσει ο Ινουί. Κάποια είχαν ραγίσει και φαινόταν πως κάτι κρυμμένο ήταν μέσα τους. Ανακάλυψαν πως η μητέρα της τα πράγματα που ήθελε να κρύψει τα έβαζε εκεί. Έτσι της ήρθε η ιδέα να πάει και στο ατελιέ της μητέρας της, μαζί με το γέρο να φέρουν όλα τα γλυπτά για να ψάξουν μέσα τους. Κατάφεραν να τα μεταφέρουν στο κρυφό δωμάτιο.

Όντως κάθε γλυπτό έκρυβε ένα διαφορετικό αντικείμενο μοναδικό και ο Ρ, τους είπε ότι θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες στην μητέρα της, που έκρυψε όλα αυτά τα αντικείμενα, που θα μπορούσαν να μεταβάλλουν την καρδιά και το μυαλό τους. Το κορίτσι του απέδωσε δίκιο και του είπε ότι θα έπρεπε να κάνουν τα πάντα για να επαναφέρουν τις αναμνήσεις των πραγμάτων, που έχουν εξαφανιστεί. Κι εκείνη τη στιγμή της έδειξε το χειρόγραφο λέγοντάς της πως αν τα είχε ρίξει στη φωτιά αυτά θα είχαν καεί, όμως η καρδιά της δεν εξαφανίστηκε, γιατί η ίδια είναι εκεί.

Την επομένη της τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο και της είπαν πως ο γέρος μεταφέρθηκε εκεί αλλά δεν μπόρεσαν να τον σώσουν. Της ήταν πολύ δύσκολο να συμβιβαστεί με το θάνατο του γέρου.

Κάποια στιγμή άρχισε να γράφει, με μεγάλη δυσκολία. Ολόκληρη μέρα κατάφερε να γράψει μόνο μία πρόταση. Ο Ρ, της έδινε θάρρος λέγοντάς της πως η ψυχή της προσπαθεί να επαναφέρει τα πράγματα που έχασε στις εξαφανίσεις. Ένα πρωί διαπίστωσε πως εξαφανίστηκε το αριστερό της πόδι. Δεν είχε φύγει από τη θέση του, απλά έχασε τη ζωτικότητά του, υπήρχε σαν ένα ξένο βαρύ αντικείμενο. Ήταν η πρώτη φορά που εξαφανιζόταν κάτι τέτοιο και όλοι σκέφτονταν ποια θα ήταν η συνέχεια. Ήταν κάτι τρομαχτικό. Ο πιλοποιός όμως δεν το βρήκε τρομαχτικό, το φιλοσόφησε και είπε ότι είναι θέμα χρόνου για να το συνηθίσουν κι αυτό όπως τις τόσες άλλες εξαφανίσεις.

Οι άνθρωποι στην αρχή δυσκολεύονταν να ισορροπήσουν κι έπαιρναν για βοήθεια μία ομπρέλα ή στηρίζονταν στον ώμο του διπλανού τους. Οι Αστυνομικοί όμως περπάταγαν κανονικά σαν να μην έχασαν το πόδι τους. Οι άνθρωποι αυτή τη φορά ήταν πιο προβληματισμένοι, ίσως γιατί δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν αυτό που εξαφανίστηκε κι έπρεπε να το κουβαλούν μαζί τους. Σιγά σιγά όπως είπε και ο πιλοποιός συνήθισε ο κόσμος να ζει χωρίς το πόδι και μάλιστα το σώμα τους απέκτησε μια καινούρια αίσθηση ισορροπίας.

Ο αριθμός των ανθρώπων που συλλάμβανε η Αστυνομία της Μνήμης ξαφνικά αυξήθηκε, γιατί αυτοί, που δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν δεν μπορούσαν να καμουφλαριστούν για να τους ξεγελάσουν και τους εντόπιζαν αμέσως. Η εξαφάνιση του δεξιού χεριού ήρθε να συμπληρώσει την εξαφάνιση του ποδιού. Αυτή τη φορά οι άνθρωποι ξαφνιάστηκαν λιγότερο. Απλά αποδέχονταν το καινούριο κενό που ήρθε στη ζωή τους. Το κορίτσι όμως δυσκολευόταν να κατεβαίνει στο κρυφό δωμάτιο, φορτωμένη με το δίσκο των φαγητών. Ευτυχώς την βοηθούσε ο Ρ. Άρχισε επίσης  να καταλαβαίνει ότι το σώμα της θα εξαφανιζόταν σιγά σιγά. Προσπάθησε όμως όσο κι αν υπέφερε να τελειώσει το μυθιστόρημά της και γιατί ήθελε να το αφήσει σαν ενθύμιο στο Ρ, αλλά και στο νησί.

Όταν χάθηκε ολόκληρο το σώμα τους κανείς δεν φάνηκε αναστατωμένος. Οι άνθρωποι έμοιαζαν πιο αρμονικοί τώρα που είχαν λιγότερα μέλη, γιατί χόρευαν ανάλαφρα στον αέρα και μια ηρεμία απλωνόταν σε όλο το νησί. Τελικά όλοι οι κάτοικοι του νησιού είχαν χάσει οτιδήποτε είχε υλικό σχήμα κι έμειναν μόνο οι φωνές τους να περιφέρονται άσκοπα.

Με τη φωνή που της απέμεινε είπε στον Ρ, ότι αυτός μόνο θα κατάφερνε να φύγει από εκεί και θα είναι ελεύθερος να επιστρέψει στον έξω κόσμο. Τον πληροφόρησε επίσης ότι η Αστυνομία της Μνήμης είχε ήδη παρατήσει το κυνήγι και ότι ο έξω κόσμος είναι όλο συντρίμμια εξαιτίας του χιονιού. Του είπε επίσης ότι αυτός θα καταφέρει να λιώσει τον παγωμένο κόσμο και ότι αν υπάρχουν κι άλλοι, που κρύβονται θα βγουν για να τον συναντήσουν. Ο Ρ, άνοιξε την καταπακτή και βγήκε το κορίτσι παρέμεινε μέσα στο κρυφό δωμάτιο και συνέχισε να εξαφανίζεται.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top