Fractal

«Η Αντίστροφη μέτρηση» της Πέρσας Κουμούτση ☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή

 

 

 

 

«Η Αντίστροφη μέτρηση»

Της Πέρσας Κουμούτση

☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή

Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Γκίκα

 

Ντύθηκε γρήγορα, από το προηγούμενο βράδυ είχε ετοιμάσει τι θα φορέσει για να μη καθυστερήσει ούτε λεπτό  και κατέβηκε στη μεγάλη σάλα του σπιτιού. Μια παράξενη παρόρμηση την έκανε να τρέξει στο κεντρικό παράθυρο του δωματίου που άνοιγε διάπλατα σε εκείνη την οικεία όσο και μαγευτική θέα της θάλασσας  που λάτρεψε από παιδί.. Ναι, θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι τη λάτρευε, ήταν η παρηγοριά της τις ώρες της μοναξιάς της, αφού μεγάλωσε μόνη της σε αυτό το μεγάλο σπίτι. Δεν είχε άλλα αδέλφια. Η μικρότερη αδελφή της είχε πεθάνει πριν από δεκάξι περίπου χρόνια στην έξαρση της ιλαράς που αποδεκάτισε τον νεαρό πληθυσμό της Σμύρνης, πριν ολοκληρώσει ακόμα τον πρώτο χρόνο της ζωής της, κι από τότε οι γονείς της, που με δυσκολία ξεπέρασαν την απώλεια του μωρού, δεν αποφάσισαν να κάνουν άλλο παιδί, ή δε μπόρεσαν. Και η αλήθεια είναι ότι δεν έμαθε ποτέ τον λόγο. Απέφευγε να τους ρωτά για να μη τους πληγώνει. Αμυδρά θυμόταν το μωρό, άλλωστε και εκείνη ήταν τόσο μικρή, μόλις δεκαεπτά μήνες μεγαλύτερη από την αδελφή της. Έτσι το τοπίο αυτό έμελλε να γίνει η μόνιμη συντροφιά της. Το λάτρεψε τόσο, που πίστευε ότι κοιτώντας το για αρκετή ώρα, μπορούσε να ακούσει τους ψιθύρους της πόλης της από μακριά. Ίσως μάλιστα να μην είχε αγαπήσει τίποτε και κανέναν, όσο αυτή την εικόνα που έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στο νου και τη μνήμη της – μέχρι που γνώρισε εκείνο τον νεαρό στρατιώτη. Πόσο εξαντλημένος και βρόμικος φάνταξε στα μάτια της όταν τον πρωτόειδε να σέρνεται σ’ εκείνα τα χωράφια δίπλα στο παλιό τους σπίτι. Έκανε να της κρυφτεί, αλλά το βλέμμα της τον κάρφωσε αμέσως. Χαμογέλασε στην ανάμνηση και εισέπνευσε βαθιά τον ευωδιαστό αέρα. Αν και το καλοκαίρι όδευε προς τη λήξη του, οι ανάσες του ποτισμένες με τα αρώματα και την αλμύρα της θάλασσας ήταν ακόμα ζεστές, χάιδεψαν απαλά το πρόσωπο της. Στάθηκε για λίγο στο περβάζι και άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει πάλι στο μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν απλόχερα μπροστά στα μάτια της. Η αύρα της θάλασσας και η ομορφιά του τοπίου χάιδεψαν όπως πάντα τις αισθήσεις της και απάλυναν,  την αγωνία και τον φόβο που ένιωσε ξαφνικά. Ήταν απόλυτα εξοικειωμένη με αυτή την εικόνα, την αγαπούσε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Σ’ αυτό το σπίτι είχε γεννηθεί, στο ίδιο αυτό σπίτι μεγάλωσε, όταν οι δικοί της εγκατέλειψαν το παλιό αρχοντικό με τον μεγάλο κήπο λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, μετά από επιθυμία της μητέρας της − όταν έμεινε έγκυος σε εκείνη. Άδειασαν το σπίτι και μεταφέρθηκαν κοντά στο λιμάνι, γιατί η γυναίκα επιθυμούσε να βλέπει τα καράβια και τη θάλασσα. Έτσι, η Ελένη γεννήθηκε εκεί. Ούτε μια μέρα της ζωής της δεν έζησε μακριά απ’ αυτό το σπίτι, εκτός από κάποιες εξορμήσεις που έκανε μικρή με τους γονείς της στην Κωνσταντινούπολη, και στο σπίτι των παππούδων της στο Τσεσμέ για τις γιορτές. Ναι, ήταν μια εικόνα ανακουφιστική, λυτρωτική, μετρίαζε την αγωνία και απάλυνε το φόβο της απώλειας που άρχισε ήδη να διαφαίνεται πάλι, αφότου ο Ανδρέας της μίλησε για το φευγιό του πριν από λίγες μέρες. Ήταν τόσο αφοσιωμένη πλέον σε εκείνον, που ήταν απούσα από τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής της, δεν την αφορούσαν. Όχι, ότι ήταν απαθής στους προβληματισμούς και τις σκοτεινές σκέψεις που βασάνιζαν τους γονείς της και που τον τελευταίο καιρό εξέφραζαν χαμηλόφωνα, για να μην τους ακούσει ο υπηρέτης. Κάθε άλλο. Αφουγκραζόταν τις συζητήσεις στο ευρύχωρο σαλόνι του σπιτιού για την κατάσταση που είχε ‘ξεφύγει΄ και που προοιωνιζόταν μεγάλο κακό, αλλά εκείνη δεν έδινε μεγάλη σημασία στις ‘υπερβολές’, έπειτα δεν ήθελε να πιστέψει όλα εκείνα που άκουγε και την τρόμαζαν. Ούτε μπορούσε  να φανταστεί, όπως κανένας άλλωστε, ότι η κατακλυσμική θύελλα των γεγονότων που πλησίαζε θα ανέτρεπε άρδην τη ζωή τους  με τον τραγικότερο τρόπο και ότι θα τους παρέσυρε ανεπιστρεπτί στην απόλυτα καταστροφική τους δίνη. Ποιος θέλει να πιστεύει στη δυστυχία και στο θάνατο; Η ελπίδα είναι αυτή που συντηρεί τους ανθρώπους, είναι εκείνη που συχνά τους προτρέπει να εθελοτυφλούν. Έτσι το μόνο που την απασχολούσε, ήταν η ίδια η ζωή, ο έρωτας που ένιωσε να πάλλεται μέσα της για πρώτη φορά.. Μόλις το βλέμμα της εντόπισε τον υπηρέτη να απομακρύνεται από την κεντρική πόρτα του κήπου για τα καθημερινά τους ψώνια, έτρεξε βιαστικά στην κουζίνα, έβαλε μερικά από τα μπισκότα  που είχε φτιάξει από την προηγούμενη μέρα στο μαντίλι της και βγήκε πάλι τρέχοντας. Ο πατέρας της είχε φύγει για το εργοστάσιο μαζί με τη μητέρα της και οι θόρυβοι του σπιτιού είχαν κοπάσει από νωρίς.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον μεγάλο καθρέφτη του διαδρόμου, ίσιωσε το γαλάζιο φόρεμά της με τη χειροποίητη δαντέλα γύρω από τα μανίκια και το γιακά και αφού αφουγκράστηκε πάλι την ησυχία του σπιτιού, έτρεξε προς τον κήπο με ανοιχτά φτερά. Δεν πήρε το ποδήλατό της, για να μην κινήσει τις υποψίες, αν τυχόν αργούσε να επιστρέψει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Συχνά διένυε την απόσταση από το σπίτι της ως το παλιό αρχοντικό τρέχοντας. Δεν την ένοιαζε η κούραση, ούτε ο κίνδυνος που παραμόνευε. Το μόνο που την απασχολούσε είναι ότι είχε αργήσει και πως ο Ανδρέας την περίμενε. Έμοιαζε τόσο μόνος, αποκομμένος από τον κόσμο. Ένιωθε την αγωνία του, ενώ τις τελευταίες μέρες τον έβλεπε πιο προβληματισμένο από ποτέ. Από την αρχή ήξερε τη μοίρα που τον περίμενε αν τον συλλάμβαναν. Ένας λιποτάκτης σε τέτοιους καιρούς, δεν είχε καμία ελπίδα. Μοναδική του παρηγοριά ήταν οι επισκέψεις της και οι συζητήσεις που έπιαναν κάτω από τον καταγάλανο ουρανό στη σκιά ενός δέντρου, ή την ξύλινη στέγη του  εγκαταλειμμένου σπιτιού. Εκείνη του περιέγραφε τη ζωή μέσα και έξω από το αρχοντικό, εκείνος της μιλούσε για τις περιπέτειές του στα πολεμικά ταξίδια του − είχαν περάσει τόσα χρόνια, φορώντας τη στρατιωτική στολή, που οι μόνες αναμνήσεις που κυριαρχούσαν στο μυαλό του ήταν εκείνες του πολέμου, των ατελείωτων ριπών από τα πολυβόλα που τρυπούσαν τα αυτιά και ταρακουνούσαν το μέσα του σαν σεισμός, της απώλειας των συντρόφων του, του πόνου, της εξάντλησης και του θανάτου και την απόφαση του να λιποτακτήσει, όταν δεν άντεξε άλλο. «Γέρασα μέσα σε λίγα χρόνια», κατέληγε με ένα πικρό χαμόγελο. Αν δεν ήταν εκείνη να του φέρνει λίγο φαγητό, δεν θα παρέμενε ζωντανός, ήταν βέβαιος. Από την ημέρα που τον ανακάλυψε να κρύβεται στο παλιό σπίτι των γονιών της, αναπτύχθηκαν ανάμεσα τους αισθήματα συμπάθειας . Κι όταν του υποσχέθηκε ότι θα φύλαγε το μυστικό του, η καρδιά του ηρέμησε πρόσκαιρα. Με τον καιρό άρχισε να ξεχνά τον πόλεμο κι αντ’ αυτού της να της μιλά για την ομορφιά της φύσης, για τις νύχτες του καλοκαιριού που αναδίδουν χίλια αρώματα, για το κορμί που πονά όταν λαχταρά ένα άλλο. Ναι, τον είχε συμπαθήσει από την στιγμή που το βλέμμα της έπεσε στα μεγάλα και τρομαγμένα μάτια του, τότε που κρυβόταν σ’ εκείνο το θάμνο.. Καθόταν εκεί εξαντλημένος, σχεδόν παραδομένος στο πεπρωμένο του. Πολύ σύντομα η συμπάθεια έδωσε τη θέση της σε κάτι μεγαλύτερο και πιο καθηλωτικό γι’ αυτό τον κατατρεγμένο νέο, τόσο συναρπαστικό, που δεν του έβρισκε όνομα. Η καρδιά της κατακλύστηκε από περίεργα συναισθήματα, πρωτόγνωρα , δεν τα είχε βιώσει ποτέ στο παρελθόν. Ένα κράμα στοργής, οίκτου και λαχτάρας αναντίρρητης, καθηλωτικής… Ο έρωτας έχει την τάση να βρίσκει πάντα το δρόμο του ακόμα και κάτω από τα χαλάσματα, και στα συντρίμμια του πόλεμου, θρέφεται και να θεριεύει παντού, ακόμα κι όταν ο θάνατος επικρέμαται, απειλώντας το λουλούδιασμά του. Από τότε, όταν δεν έπαιρνε το ποδήλατό της, έτρεχε στην καλύβα χωρίς καμία στάση και συνήθως τον έβρισκε να στέκεται στον κήπο και να την περιμένει με εκείνο τα χαμόγελο που δεν ήταν σίγουρη αν ήταν ποτισμένο με επιθυμία, ή την πίκρα του φόβου και της απειλής.. «Πάντα τρέχεις, Ελένη, πάντα τρέχεις!» της έλεγε με εκείνο το υπέροχο χαμόγελό του, όταν εκείνη έφτανε κοντά του ασθμαίνοντας και ριχνόταν στην αγκαλιά του σχεδόν λιπόθυμη από χαρά.

Εκείνη την ημέρα έτρεξε ακόμα γρηγορότερα, γιατί είχε αργήσει· και αυτή δεν ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες μέρες. Ήταν η μέρα των γενεθλίων της, έπειτα, τα κακά μαντάτα για τις αναζωπυρώσεις των εχθροπραξιών είχαν φτάσει πάλι στα αυτιά της, την είχαν θορυβήσει. Περισσότερο όμως την είχαν θορυβήσει οι εκφράσεις των γονιών της, παρότι επέμεναν να την καθησυχάζουν πως τίποτε δε ήταν ικανό να επηρεάσει την ζωή που είχαν διαγράψει εκείνοι και οι παππούδες τους εδώ και εκατοντάδες χρόνια σ’ αυτό τον λατρεμένο τόπο, και πως τέτοια ξεσπάσματα δεν ήταν κάτι νέο για εκείνους.. Όμως γιατί επαναλάμβαναν αυτή την κακόφωνη επωδό; Για ποια αντίστροφη μέτρηση μιλούσαν; Πόσο ανυπομονούσε να του τα μεταφέρει όλα αυτά, να του τα αφηγηθεί. Τι σήμαιναν, στα αλήθεια; Κι αφού όλα προοιωνίζονταν το κακό, γιατί δεν έκανε κανείς τίποτα για να το προλάβει; Γρήγορα απόδιωξε τους απαισιόδοξους συλλογισμούς και συνέχισε πιο ευδιάθετα το δρόμο της, παρότι οι αρνητικές σκέψεις συνέχιζαν κάθε τόσο να συννεφιάζουν το μυαλό της. Όμως όχι, δεν ήθελε να σκέφτεται το κακό, ήταν φύσει αισιόδοξη, έπειτα, το μόνο που την ένοιαζε ήταν ο προστατευόμενος της στρατιώτης της, να μη πάθει κακό· και ακόμα περισσότερο, δεν ήθελε να τον χάσει. Όταν επιτέλους έφτασε λαχανιασμένη στο σπίτι, ο Ανδρέας δε στεκόταν έξω από το σπιτάκι του κηπουρού να την περιμένει, όπως συνήθιζε· ούτε καθόταν στη σκιά του δέντρου, όπου τα ζεστά δειλινά του καλοκαιριού κάθονταν μαζί και συλλογίζονταν ένα μέλλον πιο ελπιδοφόρο και πιο βέβαιο από το σήμερα. Περιέφερε το βλέμμα της ξανά και ξανά στο τοπίο κι όταν δεν τον εντόπισε  πουθενά, όρμησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Αλλά ο Ανδρέας ήταν άφαντος, ενώ, προς έκπληξή της, έλειπαν τα λιγοστά υπάρχοντά του − όλα, εκτός από ένα μικρό μπουκετάκι αγριολούλουδα τυλιγμένα με την κόκκινη κορδέλα της, που την είχε ξεχάσει την τελευταία φορά που τον επισκέφτηκε· το είχε αφήσει πάνω στο αυτοσχέδιο κρεβάτι από άχυρα και πευκοβελόνες που είχαν φτιάξει μαζί κατά τις πρώτες μέρες της διαμονής του εκεί. Από τότε είχαν περάσει σχεδόν τρεις μήνες. «Έπρεπε να φύγω. Συγχώρεσέ με», έγραφε το μικρό σημείωμα που της είχε αφήσει, και τίποτε παραπάνω· ούτε καν το όνομά του ή το δικό της!

Η ξαφνική απουσία του αγαπημένου νέου τη χτύπησε σαν κεραυνός. Της πήρε λίγο χρόνο, ώσπου να συνειδητοποιήσει τι είχε διαβάσει. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και ένιωσε έναν αιχμηρό πόνο να της τρυπά τα πλευρά. Όχι! δεν ήταν αλήθεια! δεν ήθελε να το δεχτεί, παρότι γνώριζε από την αρχή, πως αυτή η μέρα θα ερχόταν αργά ή γρήγορα. Και παρ’ ότι ο Ανδρέας την προϊδέαζε πάντα  για το φευγιό του, αρνήθηκε να τον πιστέψει. Ήξερε, επίσης, πως αν αυτό είχε στα αλήθεια συμβεί, αν ο Ανδρέας είχε πραγματικά εγκαταλείψει  το παλιό και έρημο πλέον σπίτι, το πιθανότερο να μην τον ξανάβλεπε. Όμως, δεν ήταν δυνατόν να φύγει έτσι, χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο που απειλούσε τη ζωή και την ασφάλειά του και χωρίς να την υπολογίσει. Πώς ήταν δυνατόν να την έχει εγκαταλείψει τόσο εύκολα, χωρίς να την αποχαιρετήσει με ένα φιλί, χωρίς να της αφήσει μια επιστολή στην οποία θα υποσχόταν την επιστροφή, ή μια φλογερή ευχή για μελλοντική αντάμωση; Όχι, δεν ήταν αλήθεια! Έψαξε στη γύρω περιοχή, έψαξε παντού, έτρεχε με κομμένη την ανάσα και με καρδιά που σφυροκοπούσε τώρα αλύπητα στο στήθος της. Θεέ, πόσο λαχτάρησε να είχε φέρει το ποδήλατο της. Η αγωνία και ο φόβος της μεγάλωνε κάθε στιγμή μαζί με τις φωνές της, «Ανδρέα!», όμως, κανένα ίχνος του, πουθενά! Καμία ανταπόκριση στο κάλεσμά της! «Πού είσαι;» επέμενε πάλι να φωνάζει. Όμως και πάλι δεν πήρε καμία απάντηση. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν, το βροντοχτύπημα της καρδιάς της δυνάμωσε τόσο, που άκουσε τους ήχους του να αντηχούν στα αφτιά της. Ή κούραση την εξάντλησε, η απελπισία την κατάπιε τώρα εντελώς. Έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε λυγμούς. Έκλαψε για πολλή ώρα ακόμα, δεν ήξερε πόσο. Το μόνο που ήξερε ήταν πως δε θα τον ξανάβλεπε. Έπειτα, όταν η μοναξιά του τοπίου, αλλά και η εσωτερική της μοναξιά δυνάμωσαν τόσο, ώσπου κόντεψαν να την καταβροχθίσουν, έφυγε τρέχοντας σκοντάφτοντας πολλές φορές στον αγροτικό δρόμο και γδέρνοντας τα γόνατα και τις παλάμες των χεριών της. Δεν ένιωθε φυσικό πόνο − ο πόνος της καρδιάς της ήταν πιο δυνατός… Εντούτοις αντιστάθηκε, δεν πρέπει να παραδοθεί στη θλίψη, συλλογίστηκε. Ήταν νέα, πολύ νέα μόλις δεκαοκτώ και  η ζωή, απλωνόταν  υποτακτικά μπροστά στα πόδια της, και τα είχε όλα. Όλα όσα επιθυμούσε στη ζωή. Θα επέστρεφε λοιπόν στη θαλπωρή του σπιτιού της και θα περίμενε τους γονείς της  για να απολαύσει μαζί τους ένα ωραίο εορταστικό δείπνο, θα τους ευχαριστούσε για όλα τα αγαθά που της είχαν δωρίσει όλα αυτά τα χρόνια- δεν το είχε κάνει ποτέ ως τότε, κι έπειτα θα συνέχιζε με ένα τραγούδι. Ένα παλιό Σμυρναίικο τραγούδι από εκείνα που της τραγουδούσε η γιαγιά της, όταν ήταν μικρή για να την καθησυχάσει και να την ηρεμήσει όταν έκλαιγε ή φοβόταν. Ναι, δεν είχε λόγο να νιώθει τόση θλίψη… Όμως, γιατί ο πόνος συνέχιζε να σκάβει μέσα της, τόσο έντονος που δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της. Στα αλήθεια δεν κατάλαβε, ούτε θυμόταν πώς βρέθηκε στις παρυφές του μικρού δρόμου που οδηγούσε στη πίσω αυλή του σπιτιού της, απ όπου επέστρεφε πάντα. Σαν να μην υπήρχαν άνθρωποι που κινούνταν παράξενα, σπασμωδικά τριγύρω της, ούτε μικροπωλητές που έτρεχαν άναρχα σαν σε πανικό, σκορπίζοντας την πραμάτεια τους, στο δρόμο, ούτε καρότσες που επέστρεφαν βιαστικά στη βάση τους, χωρίς ούτε ένα πελάτη από το λιμάνι, κι αυτή η μυρωδιά… Η ασυνήθιστη αυτή κινητικότητα την αφύπνισε για τα καλά. Θεέ, τι είχε συμβεί; Παρά την κούρασή της άνοιξε το βήμα της και έτρεξε για το σπίτι της διανύοντας το στενό δρομάκι που οδηγούσε στην πίσω αυλή. Ανοίγοντας τη μικρή μεταλλική αυλόπορτα που ήταν ξεκλείδωτη, όρμησε μέσα. Ανέβηκε τρέχοντας στο άδειο σαλόνι. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και έριξε το σαστισμένο βλέμμα της στο κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια της, η οικεία και ήρεμη εικόνα της γειτονιάς της είχε μετατραπεί σε σκηνή ολέθρου. Είδε παντού φωτιές, άνθρωποι έτρεχαν έντρομοι, άλλοι ποδοπατούνταν από άλογα που χλιμίντριζαν αφηνιασμένα, εκκωφαντικές κραυγές υψώνονταν στον αέρα καταλήγοντας σε ανατριχιαστικά ουρλιαχτά και φλόγες παντού, από την μια άκρη του δρόμου ως την άλλη, ενώ μαύροι καπνοί σκέπαζαν ασφυκτικά τον ουρανό κοντά ως την προκυμαία. Και καθώς οι φλόγες πλησίαζαν και το δικό της σπίτι, άκουσε από μακριά, πολύ μακριά, σαν πέρα από τη θάλασσα, τον ολοφυρμό της αγαπημένης πόλης ενώ ψυχορραγούσε.

 

 

 

Βιογραφικό:

Η Πέρσα Κουμούτση, είναι συγγραφέας και μεταφράστρια λογοτεχνίας, γεννήθηκε στο Κάιρο και επέστρεψε στην Ελλάδα αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου του Καΐρου. Τα πρώτα χρόνια δίδαξε στη Μέση και Ανώτερη εκπαίδευση, ενώ από το 1993 ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως της αραβικής λογοτεχνίας στα ελληνικά. Μεταξύ των μεταφρασμένων έργων από τα αραβικά είναι 14 μυθιστορήματα του βραβευμένου με Νόμπελ Αιγύπτου συγγραφέα Naguib Mahfouz καθώς και πολλά έργα άλλων διακεκριμένων Αράβων συγγραφέων και ποιητών. Μεταξύ άλλων, η βιβλιογραφία της περιλαμβάνει την πρώτη Ανθολογία Σύγχρονης Αραβικής Ποίησης στα Ελληνικά, για την οποία έλαβε το Βραβείο Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών Μεταφραστών, 2017, και τέσσερις ποιητικές συλλογές αράβων ποιητών. Για το  σύνολο του έργου που ανέρχεται πλέον σε πάνω από 40 τίτλους αραβικής λογοτεχνίας της έχει επίσης απονεμηθεί το Διεθνές Βραβείο Καβάφη, 2001 και ειδική διάκριση από το Τμήμα Ελληνικών και Ιταλικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Al-Azhar, 2015. Στο μεταφραστικό της έργο συγκαταλέγονται και αγγλόφωνα βιβλία .

Το προσωπικό της έργο, μετρά οκτώ προσωπικά μυθιστορήματα, τα περισσότερα με άξονα τον διαπολιτισμικό διάλογο. Έχει επίσης διακριθεί και σημαντικό μέρος του έχει μεταφραστεί στα αραβικά. Από το 2019 συνεργάζεται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια σε εκπαιδευτικά προγράμματα διαπολιτισμικότητας και διαλόγου και έχει συγγράψει άρθρα, κριτικά κείμενα και μελέτες γύρω από τη λογοτεχνία ως μέσο και φορέα κατανόησης του Άλλου, ενώ έχει συνεισφέρει με πρωτότυπα κείμενα της σε εκπαιδευτικά προγράμματα Erasmus. ٍ

Από το 2020 διευθύνει το Κέντρο Ελληνικής και Αραβικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού, πρωτοβουλία που στοχεύει στην προώθηση και την ενίσχυση των πολιτισμικών σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τις χώρες της Μεσογείου με έμφαση στον αραβικό κόσμο, μέσα από στοχευμένες δράσεις και προγράμματα για την ενημέρωση / ευαισθητοποίηση σε θέματα σύγχρονης ελληνικής και αραβικής λογοτεχνίας, ποίησης, γλώσσας, συνάπτοντας σημαντικές συνεργασίες και άλλους φορείς πολιτισμού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Το 2021 έλαβε το σημαντικό Βραβείο “Επιτεύγματος” για τη συνολική προσφορά της στη λογοτεχνική Μετάφραση και τη Διεθνή Κατανόηση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Sheikh Hamad, με έδρα το Κατάρ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top