Fractal

Διήγημα: «Το τατουάζ ήταν η αφορμή»

Γράφει η Χριστίνα Μιχαηλίδου // *

 

 

 

 

 

«Το τατουάζ ήταν η αφορμή»

 

Το αίτημα πλησίαζε πάντα με την ίδια μορφή, διστακτική, δειλή και παραπονιάρικη. Με αφήνεις να πάω στη Μαρία να παίξω; ερώτηση τρίτης δημοτικού. Με αφήνεις να κοιμηθώ στην φίλη μου την Εύα; ερώτηση έκτης δημοτικού. Να φορέσω μίνι φούστα στο πάρτυ; ερώτηση δευτέρας γυμνασίου. Ανάλογα με την ηλικία οι ερωτήσεις και τα θέλω άλλαζαν αριθμητή αλλά παρανομαστής ήταν πάντα ο ίδιος, εγώ η μαμά.

Τόσα χρόνια έβαζα τον εαυτό μου σε ρόλο διαιτητή μεταξύ πατέρα και κόρης, στα χιλιάδες, καθημερινά, σοβαρά και μη αιτήματα. Διαιτησία ενός καβγά που δεν άφηνα να εξελιχθεί απορροφώντας όλους τους κραδασμούς. Από τη μία άκουγα τις ικεσίες, τα παρακάλια, τα κλάματα, τις φωνές, τα ουρλιαχτά όχι πάντα με την ίδια σειρά και από τον άλλον τις φωνές, τις συμβουλές, τις νουθεσίες όχι πάντα με την ίδια σειρά. Φιλτράριζα τα λεγόμενα των δύο αντίπαλων ομάδων και ανάλογα σφύριζα φάουλ, δηλαδή την απαγόρευση ή γκολ δηλαδή την αποδοχή.

Εξουθενωμένη κατέληγα στον καναπέ να μετράω την πίεση και τους παλμούς μου που χτυπούσαν κόκκινο και να καταπίνω παστίλιες μέντας για να ανοίξει ο λαιμός μου που είχε κλείσει από τα σφυρίγματα. Πατέρας και κόρη όμως, που δεν είχαν ανταλλάξει πυρά έχθρας μεταξύ τους διατηρούσαν τη νηφαλιότητα, την ατσαλάκωτη ηρεμία αλλά και την αγαπησιάρικη διάθεση τους:

«Ο Μπαμπούλης μου» έλεγε εκείνη μελιστάλαχτα, «το κοριτσάκι μου» απαντούσε ο άλλος λιώνοντας σαν παγωτό μήνα Ιούλιο.

Αυτό λέγεται στα ποδοσφαιρικά γήπεδα αυτογκόλ. Στις οικογενειακές εστίες το λένε σηκώνω τα βάρη των άλλων.

Αφού όλο και εντονότερα ένιωθα την πίεση αυτής της κατάστασης στο νευρικό μου σύστημα, ακούω ένα πρωινό στο ραδιόφωνο το άσμα γνωστού λαϊκού βάρδου, το «σφύριξα και έληξες». Αυτόματα με κάνω εικόνα με το κοντό παντελονάκι του διαιτητή στο γήπεδο των αγαπημένων μου, κόρης και συζύγου να φωνάζουν μέσα στ’ αυτιά μου μέχρι τελικής πτώσεως. Καταλαβαίνω ότι ένα μόλις βήμα να κάνω πίσω, θα τους αφήσω να αλληλοεξοντωθούν αλλά θα έχω γλυτώσει το τύμπανο μου από την κώφωση, θα απαλλαγώ από τον εκνευρισμό και την ταχυπαλμία και την ακαταμάχητη βλακεία μου να καβγαδίζω επί δύο, να μαλώνω επί δύο και να συγχύζομαι επί δύο.

Βρε λες να αλλάξω τακτική; Και η αφορμή ήταν το τατουάζ. Τη βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου με τον ίδιο βηματισμό, την ίδια αμηχανία αλλά με το μάτι λίγο πιο αποφασισμένο από την Πέμπτη δημοτικού που ζητούσε να δει ταινία μέχρι τις δώδεκα.

– «Μαμά, θέλω να κάνω ένα τατουάζ, μικρό, αόρατο από μάτια αυστηρών προϊσταμένων, περίεργων εργοδοτών, οικονομικό και σίγουρα ασφαλές και ακίνδυνο, το έκανε η φίλη μου η Κατερίνα και ο αδελφός της».

Όλα τα επιχειρήματα που είχα προβάλει τα προηγούμενα χρόνια για να αρνηθώ είχαν τακτοποιηθεί με μία ανάσα σε μία πρόταση ώστε το όχι να γίνει ναι. «Συμφωνώ αλλά πρέπει να μιλήσεις και στον μπαμπά». Η αντίδραση ήταν άμεση και έντονη. «Τι; Δε θα του το πεις εσύ; ποιος ακούει τώρα τις φωνές; βαριέμαι το κήρυγμα, έλα τώρα ρε μαμά!!! Μαμά! Δεν ακούς που σου μιλάω;». Όχι, αυτή τη φορά το μόνο που άκουγα ήταν το γνωστό λαϊκό άσμα να επαναλαμβάνεται απολαυστικά στα αυτιά μου.

Τελικά, η ευχαρίστηση της απενοχοποίησης είναι σαν το βαζάκι με το σοκολατούχο σκεύασμα όπου βουτάς και ξαναβουτάς το κουταλάκι και κάθε φορά ανακαλύπτεις ότι έχει και άλλο μέσα. Τέτοια ικανοποίηση και ανάταση ψυχής ένιωσα βλέποντας και τις αντιδράσεις του αντιπάλου.

Την ώρα του καναπέ και της τηλεόρασης, δηλαδή το βράδυ μετά το φαγητό, ακούστηκε η φωνή της κόρης μου να λέει αποφασιστικά: «Μπαμπά θέλω να σου πω κάτι». Ο άντρας μου με την άκρη του ματιού του με κοίταξε απορημένος και επιφανειακά ήρεμος, σαν να μου έλεγε «τι έγινε τώρα; δεν είχαμε συμφωνήσει να μην πω μάθημα γιατί είμαι αδιάβαστος;» Δεν τον είχα συνηθίσει τόσα χρόνια να βγάζει μία κόλλα χαρτί για απροειδοποίητο τεστ. Εγώ κουβέντα. Δεν έριξα ούτε ματιά, αδιάφορη έκανα πως ήμουν απορροφημένη από ένα σήριαλ καθ΄ όλη τη διάρκεια του αγώνα…

Η στιχομυθία τους, ενίοτε διανθισμένη με φωνές και τσιρίδες, ήταν εξαιρετική ώστε αξίζει να γραφτεί στο οικογενειακό βιβλίο με ανεξίτηλα γράμματα. Η αρχή έγινε. Επιτέλους σφύριξα και ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Όχι άλλη διαιτησία παιδιά! Ο καθένας να παίζει μπαλίτσα στο δικό του γήπεδο. Όχι τίποτα άλλο αλλά δεν μου πάνε και τα κοντά παντελονάκια!

 

 

 

 

* Η Χριστίνα Μιχαηλίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα προάστιο του Πειραιά. Σπούδασε Διοίκηση επιχειρήσεων. Από μικρό παιδί αγαπούσε το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Η γραφή είναι για εκείνη ένα θεραπευτικό ταξίδι ψυχής. Το πρώτο της παραμύθι είναι προς έκδοση.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top