Fractal

✔ «Μπορούμε ποτέ να συμφιλιώσουμε την προσωπική μας αλήθεια με την αγάπη μας για τον διαφορετικό Άλλο;» Συνέντευξη με δύο από τους συντελεστές της Κυπριακής ταινίας μικρού μήκους «Η κλήση»,  Αυγή Λίλλη και Μάριου Ψαρά

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου //

 

 

Η ταινίας μικρού μήκους «Η κλήση» πραγματεύεται την διαφορετικότητα,

την αγάπη και την αποδοχή του αιώνιου «άλλου»

 

 

 

Όταν μια ποιήτρια, ειδική στο έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά κι ένας σκηνοθέτης με διατριβή στο queer σινεμά συνεργάζονται για το σενάριο μιας ταινίας, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε λιγότερο από αξιοπρόσεκτο, για να μην πούμε σπουδαίο. Η Αυγή Λίλλη, από τις πιο αξιόλογες ποιήτριες της σύγχρονης Κυπριακής λογοτεχνίας και ο Μάριος Ψαράς, από τους νεότερους σκηνοθέτες με πέντε ταινίες μικρού μήκους στο ενεργητικό του, έγραψαν το σενάριο της «Κλήσης», που ήταν φέτος η μοναδική κυπριακή συμμετοχή στο Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας που έγινε στις 20-26 Σεπτεμβρίου 2020 και κατάφερε να πάρει εύφημο μνεία «για την στοχευόμενη χρήση της κινηματογράφησης προκειμένου να εξυπηρετήσει την ευαίσθητη θεματική της αφήγησης». Μιας ταινίας, με πρωταγωνιστή τον υπέροχο Νεκτάριο Θεοδώρου που πραγματεύεται την διαφορετικότητα, την αποδοχή και την ανάγκη να μας αγαπούν. Οι δύο νεαροί δημιουργοί αναφέρονται στην συνέντευξη στην δημιουργία της ταινίας, στην αποδοχή του «άλλου» στην συντηρητική κυπριακή κοινωνία και απαντούν στην ερώτηση αν η τέχνη έχει σήμερα περισσότερο από ποτέ ένα έργο να επιτελέσει.

 

 

-Πώς μια ποιήτρια βρέθηκε να συγγράφει το σενάριο μιας ταινίας και ειδικότερα μιας ταινίας με ένα τόσο ιδιαίτερο θέμα;

Αυγή Λίλλη: Αυτό συμβαίνει επειδή η ποιήτρια αγαπά το σινεμά! Μεγάλωσα με ταινίες, αγάπησα τη μεγάλη οθόνη μάλλον πριν καν να αγαπήσω την ποίηση. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα γράψω σενάρια, αλλά έγινε, μέσω αυτής της συνεργασίας και της χρόνιας φιλίας με τον Μάριο, και πλέον μπορώ να πω ότι είναι ένας τομέας που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, το σενάριο μικρού μήκους συγκεκριμένα.

 

-Πώς ήταν η συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές; Πιστεύετε πως χρειάζεται να υπάρχει ιδιαίτερη ευαισθησία για το θέμα που πραγματεύεται η ταινία, ανάμεσα στους ανθρώπους που συνεργάζονται για την υλοποίηση της;

Αυγή Λίλλη: Η συνεργασία ήταν άψογη, ώστε να μας θυμίζει ότι αν υπάρχει αρμονία και ισορροπία στην ομάδα, δύσκολα δεν θα είναι καλό το αποτέλεσμα. Η κινηματογραφική παραγωγή είναι μια διαδικασία μακρά και περίπλοκη και όταν δεν υπάρχει προϋπολογισμός γίνεται ένας άθλος! Και κάθε κομματάκι της είναι εξίσου σημαντικό. Πέρα από τη σκηνοθεσία, το σενάριο, την ερμηνεία και τα «προφανή» μέρη της παραγωγής, μια ασυνέπεια στον προγραμματισμό, ένα λανθασμένα τοποθετημένο αντικείμενο στο set, ένα σύρμα, μια ασυνέχεια στην αισθητική και πολλά άλλα που μπορεί να μην περνάνε εύκολα από το μυαλό κάποιου, είναι δυνατό να δημιουργήσουν σοβαρό πρόβλημα. Ό,τι και αν προέκυψε το λύσαμε. Και ο λόγος είναι μάλλον η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα: Αν δεν ασπάζεσαι το όραμα, από όποιο μετερίζι και αν το υπηρετείς, καλύτερα να κάνεις κάτι άλλο.

 

 

 

 

-Πόσο ορατά είναι τα τρανς άτομα, γενικότερα στην κοινωνία και ειδικότερα σε μια κοινωνία τόσο συντηρητική, όσο την κυπριακή; Είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε τον «Άλλο»;

Αυγή Λίλλη: Τα τρανς άτομα στην Κύπρο, όχι, δεν είναι ορατά. Είναι και θέμα μεγέθους ίσως. Πολλές «διαφορετικές» ομάδες είναι λιγότερο ορατές ή, σε μια χειρότερη εκδοχή, δαχτυλοδειχτούμενες, ακόμα. Στην Κύπρο παρατηρείται μια ασυνέχεια ανάμεσα στην ακαδημαϊκή μόρφωση και την κοινωνική. Θεωρώ ότι δεν είναι μόνο ζήτημα κλειστής κοινωνίας και ενός νεαρού κράτους, δεδομένα που συνεπάγονται αναπόφευκτα κάποια τυπικά χαρακτηριστικά – είναι και θέμα παιδείας ευρύτερα, πιστεύω, δηλαδή πώς οι θεσμοί διαμορφώνουν ή όχι μια κουλτούρα απέναντι στα πράγματα, απέναντι στον κόσμο, κοντολογίς απέναντι στον Άλλον ή το Άλλο. Δύσκολα δεχόμαστε τον Άλλον, τουλάχιστον ένα μεγάλο και σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού δύσκολα το κατορθώνει. Και είναι περίεργο, διότι και εμείς υπήρξαμε και είμαστε, υπό ένα άλλο πρίσμα, ο Άλλος: ο μικρός, ο αδαής, ο ασήμαντος κ.ο.κ. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι υπάρχει πρόοδος και μια γενικότερη ανοιχτοστύνη σε σημαντική μερίδα του κόσμου πια, απλώς τα κυπριακά ανοίγματα γίνονται πάντα πολύ αργά. Και κάποτε αυτό κοστίζει…

 

 

 

 

-Η ταινία σας «Η κλήση» διακρίθηκε στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας. Περιμένατε αυτή την διάκριση;

Μάριος Ψαράς: Αυτό που περιμέναμε και ευχόμασταν ήταν να καταφέρουμε να ευαισθητοποιήσουμε το κοινό σε θέματα διαφορετικότητας, να προκαλέσουμε μια συζήτηση για την ομοφοβία και τρανσφοβία στην κυπριακή και ελληνική κοινωνία, να δώσουμε ορατότητα στις διεκδικήσεις των τρανς ατόμων για ζητήματα έκφρασης και ταυτότητας φύλου. Ολόκληρη η ομάδα δούλεψε με πάθος κι ενθουσιασμό σε αυτή τη δουλειά, οι περισσότεροι αφιλοκερδώς ή έναντι ελάχιστης αμοιβής, καθώς πρόκειται για μια ανεξάρτητη παραγωγή. Τέτοιες δουλειές ενέχουν μια αλήθεια και μια ταπεινότητα, αν μου επιτρέπεις, κι είναι μεγάλη συγκίνηση όταν αυτή η αλήθεια εισπράττεται, αναγνωρίζεται και βραβεύεται, και μάλιστα σε ένα τόσο σημαντικό θεσμό όπως είναι το φεστιβάλ της Δράμας.

 

-Πόσο σημαντικό είναι αυτό για μια ταινία που λαμβάνει χώρα στην Κύπρο, μια χώρα χωρίς τις ανάλογες κινηματογραφικές υποδομές; Πόσο σημαντικό είναι για τους Κύπριους δημιουργούς η συμμετοχή σε ανάλογα φεστιβάλ του εξωτερικού;

Μάριος Ψαράς: Ο σύγχρονος κυπριακός κινηματογράφος μπορεί να στερείται προϋπολογισμών και υποδομών που αντιστοιχούν σε μεγάλες κινηματογραφικές βιομηχανίες του εξωτερικού, απαρτίζεται όμως από φοβερά ταλαντούχους ανθρώπους, σωστά καταρτισμένους και με σημαντική εμπειρία στο εξωτερικό, οι οποίοι μεταφέρουν αυτές τις γνώσεις και εμπειρία στο κυπριακό συγκείμενο, παράγοντας ταινίες υψηλής ποιότητας που ταξιδεύουν στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του εξωτερικού, λαμβάνοντας αρκετά βραβεία. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι κυπριακές ταινίες, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, μεταφέρουν τον πολιτισμικό πλούτο της χώρας μας, την ποικιλομορφία του τοπίου και της ψυχοσύνθεσης του λαού μας, και κυρίως τη δική μας «περιφερειακή» ματιά στα μεγάλα ζητήματα του κόσμου. Γι’ αυτό και οι ταινίες μας που ξεχωρίζουν στο εξωτερικό είναι εκείνες ακριβώς που μεταφέρουν την αλήθεια της κυπριακής πραγματικότητας, ενώ παράλληλα συνδιαλέγονται με τις μεγάλες κινηματογραφικές παραδόσεις του παγκόσμιου σινεμά. Μετά τη Δράμα, η ταινία μας ταξιδεύει στη Μέκκα του παγκόσμιου κινηματογράφου, συμμετέχοντας στο LosAngelesGreekFilmFestival, ανάμεσα σε άλλες ελληνικές και κυπριακές ταινίες που ξεχώρισαν διεθνώς τα τελευταία δύο χρόνια.

 

-Το θέμα της ταινίας είναι πολύ ιδιαίτερο και έλαβε εύφημο μνεία στην φεστιβάλ «για τη στοχευμένη χρήση της κινηματογράφησης προκειμένου να εξυπηρετήσει την ευαίσθητη θεματική της αφήγησης». Υπήρξε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που επιλέξατε την συγκεκριμένη θεματολογία; Βασίζεται σε κάποια αληθινή εμπειρία;

Μάριος Ψαράς: Η αληθινή εμπειρία στην οποία βασίζεται η «Κλήση» είναι η εμπειρία των βίαιων ετερο-πατριαρχικών δομών της κοινωνίας μας. Η οικογένεια είναι βασικός φορέας αναπαραγωγής αυτών των δομώνκαι συνεπακόλουθων βίαιων ομοφοβικών και τρανσφοβικώνσυμπεριφορών. Μέσα από την ταινία θίγονται ζητήματα έμφυλης βίας, οικογενειακής βίας, αλλά και το ζήτημα της ορατότητας και των δικαιωμάτων ταυτότητας των τρανς ατόμων. Η ιστορία καθαυτή που αφηγείται η ταινία είναι φανταστική, αποτελεί όμως έναυσμα για ανάλυση των πιο πάνω πραγματικοτήτων, για τις οποίες η κοινωνία μας συχνά επιλέγει τη συνωμοσία της σιωπής.

 

-Στο δελτίο τύπου της ταινίας αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα πως η ταινία θέτει ένα ηθικό δίλημμα που είναι εν τέλει και υπαρξιακό: «Μπορούμε ποτέ να συμφιλιώσουμε την προσωπική μας αλήθεια με την αγάπη μας για τον διαφορετικό Άλλο;» Η ηρωίδα της ταινίας τα κατάφερε; Οι υπόλοιποι μπορούμε;

Μ.Ψ.: Θεωρώ πως μια τέτοια ένταση αποτελεί σημαντικό κομμάτι – ή τουλάχιστον θα έπρεπε – του καθημερινού αγώνα του καθενός μας ως κοινωνικών όντων. Σκέφτομαι εδώ τη δουλειά φιλοσόφων όπως είναι ο Λεβινάς και η Μπάτλερ, οι οποίοι ορίζουν πως μια τέτοια διαπραγμάτευση ανάμεσα σε εμάς και τον Άλλο αποτελεί βασική διυποκειμενικήευθύνη που πηγάζει από την υπαρξιακή συνθήκη της αμοιβαίας μας τρωτότητας. Η ηρωίδα μας αγαπάει, αποδέχεται αλλά κυρίως αντιστέκεται και διεκδικεί. Η ίδια έχει δουλέψει αρκετά μέσα της. Σειρά των άλλων να πράξουν το αντίστοιχο. Η αγάπη, εν τέλει, δεν είναι παρά αέναη ένταση και διαπραγμάτευση ανάμεσα στο εγώ και στον Άλλο.

Α.Λ. Όλοι μπορούμε. Το ζήτημα είναι αν θέλουμε και αν έχουμε γύρω μας συνθήκες και ερεθίσματα τα οποία θα μας διευκολύνουν σε αυτό τον δύσκολο, ομολογουμένως, δρόμο. Η αποδοχή του Άλλου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υγιή λειτουργία του συνόλου: υπάρχει ο Άλλος και υπάρχω και εγώ – ή, αν δεν υπάρχει, δεν υπάρχω, δεν ανήκω: ακόμα και η ύπαρξή μας μεμονωμένα, η ατομικότητα, ορίζεται από την ετερότητα. Η αποδοχή όμως δεν προϋποθέτει μόνο την ταύτιση με τον Άλλο –εδώ νομίζω είναι που τα μπερδεύουμε λίγο– είναι και ηθική η ευθύνη του ανθρώπινου όντος απέναντι στο άλλο ανθρώπινο όν, και άρα στον ίδιο τον εαυτό του, η οποία ορίζεται από την κοινή μας μοίρα, αυτήν του αναπόφευκτου τέλους.

 

 

 

 

-Νομίζετε ότι η τέχνη, η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος γενικότερα πρέπει να επιτελεί ένα ρόλο και να προσπαθεί να περάσει ανάλογα μηνύματα (αποδοχής, ορατότητας του «άλλου», ευαισθητοποίησης σε αυτό που δεν θεωρείται κανονικό).

Μ.Ψ.: Χρειάζεται το πρέπει; Με έχει απασχολήσει πολλές φορές αυτό το ερώτημα και ως ακαδημαϊκό καιως άτομο που εργάζεται στον τομέα του πολιτισμού. Η τέχνη επιτελεί ποικίλους και πολλαπλούς ρόλους. Ευαισθητοποιεί, ψυχαγωγεί, εκφράζει, συγκινεί, εμπνέει, τρομάζει, προκαλεί. Λόγω δουλειάς, είμαι στην προνομιακή θέση να δουλεύω καθημερινά με καλλιτέχνες από όλο το εύρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ενθουσιάζομαι συχνά από έργα που αρνούνται να περιορίσουν την αισθητική τους αξία και την καλλιτεχνική τους δύναμη σε επιτελεστικές λειτουργίες και στρατευμένες στοχοθεσίες. Υπερβαίνουν τη λογική και τη γλώσσα. Μας πάνε εκεί που εμείς ακόμα δεν έχουμε φτάσει, κατανοήσει ή έστω φανταστεί. Αντίστοιχα, προσωπικά, δεν κάνω ταινίες για να περάσω μηνύματα. Καταπιάνομαι με θέματα που είτε με απασχολούν ερευνητικά είτε με συγκινούν βαθιά είτε – κυρίως – σπρώχνουν τα όρια του δικού μου πεπερασμένου κόσμου. Μέσα από το έργο μουμάλλον κι εγώ αντιδρώ, αντιστέκομαι, ονειρεύομαι, πειραματίζομαι.

Α.Λ.: Είτε ασπάζεται κανείς το «η ζωή ακολουθεί την τέχνη» είτε το «η τέχνη ακολουθεί τη ζωή», η τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή της, νομίζω,πηγάζει πρωτίστως από την ανάγκη της ψυχαγωγίας και του προβληματισμού. Δεν πρέπει να είναι διδακτική. Ή αν έχει τον διδακτισμό αυτοσκοπό, μάλλον δεν είναι τέχνη. Δυστυχώς, έχουμε συνηθίσει να διαχωρίζουμε τις τέχνες ως προς τοναντίκτυπό τους ή τη λειτουργία τους στην κοινωνία και δεν αντικρίζουμε την τέχνη ως σύνολο, ως αξία, ενέργεια, ανάγκη. Δηλαδή δεν προβληματίζεται κανείς για τη «χρησιμότητα» της μουσικής ή του κινηματογράφου, ενώ προβληματίζεται έως και απορρίπτει τη «χρησιμότητα» της λογοτεχνίας, για παράδειγμα, της ποίησης ακόμα περισσότερο, ή της εικαστικής παρέμβασης σε οποιαδήποτε μορφή της. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν οι τέχνες, απλώς το μέσο έκφρασης και υλοποίησης του έργου τους είναι διαφορετικό. Προσωπικά δεν ξεκινώ με στόχο να «περάσω ένα κοινωνικό μήνυμα», δεν μου αρέσει καν να σκέφτομαι έτσι τη διαδικασία της δημιουργίας, αλλά αυτό συχνά είναι αναπόδραστο, διότι το αποτέλεσμα προκύπτει από το βίωμα, το τραύμα με την ευρύτερή του έννοια. Και η ίδια η καλλιτεχνική έκθεση είναι μεταξύ άλλων και μια κλήση αποδοχής εμένα, του Άλλου, από τους άλλους. Προσωπικά, προσπαθώ μάλλον να προκαλέσω τα όρια του μέσου μου, της γλώσσας εν προκειμένω, και κάποτε να αποκρυσταλλώσω, να αναδημιουργήσω το «ωραίο»ή μια συγκεκριμένη αίσθηση ενός βιώματος. Θεωρώ ότι αν υπάρχει ένας στόχος της τέχνης, αυτός δεν είναι άλλος από την επίτευξη του ωραίου, με την κλασική και τη ρομαντική του έννοια. Το ωραίο δεν είναι πολυτέλεια, δεν είναι κάτι περιττό·είναι ένα υπαρξιακά απαραίτητο βίωμα, διότι προκαλεί (σχεδόν;) αμετουσίωτα συναισθήματα, αυτά της βαθύτερης συγκίνησης (συν-κίνησης) – και ο άνθρωπος το έχει ανάγκη αυτό, έτσι θα φτάσει στην αποδοχή. Και για την αξία της ομορφιάς και του ωραίου, μιας και μιλάμε για κινηματογράφο, έχουμε προσέξει πώς απεικονίζονται συνήθως τα δυστοπικά σκηνικά συντέλειας του κόσμου; Όλα συγκλίνουν στην απουσία οποιασδήποτε μορφής τέχνης από τα κτίρια και δρόμους, καθώς και στην απουσία στοιχείων της φύσης και πρασίνου, δύο συστατικών που εξισώνονται εν τέλει ως προς τη θεμελιώδη αξία τους για τον κόσμο και την ανθρωπότητα.

 

-Πόσο επηρέασε η κρίση με τον COVID-19 την προώθηση της ταινίας και πως νομίζετε πως αυτό θα επηρεάσει γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία –αν πιστεύετε δηλαδή πως θα την επηρεάσει;

Α.Λ.: Η πανδημία μας έχει αναγκάσει να ακολουθήσουμε μια διαφορετική πορεία όσον αφορά στην προώθηση της ταινίας, η οποία βασίζεται κυρίως στο διαδίκτυο: διαδικτυακά φεστιβάλ, διανομές, συνεντεύξεις, πάνελ. Η άλλη επιλογή ήταν να βάλουμε μια μεγάλη παύση, κάτι που δεν το θέλαμε, καθώς η ταινία είχε ήδη ολοκληρωθεί από τις αρχές του χρόνου και όλοι νιώθαμε έτοιμοι να προχωρήσουμε παρακάτω.

Μ.Ψ.: Σίγουρα ήτανε πλήγμα για εμάς να μην μπορούμε να βρισκόμαστε στη Δράμα, για παράδειγμα, ιδιαίτερα εφόσον διακριθήκαμε. Και ο κινηματογράφος, ειδικά ο ανεξάρτητος, που δεν αποσκοπεί στο χρηματικό κέρδος, αυτό που προσφέρει εν τέλει στους δημιουργούς του είναι αυτή η ευκαιρία να επικοινωνήσουν το όραμά τους με το κοινό και με άλλους δημιουργούς στα πλαίσια των φεστιβάλ, να ταξιδέψουν μαζί με τις ταινίες τους, να δημιουργήσουν νέες επαφές, να κλείσουν νέες συνεργασίες, να πιούν ένα ποτήρι κρασί αφηγούμενοι ιστορίες από τα γυρίσματα και κάνοντας pitching τα καινούργια τους πρότζεκτ. Πόσα από αυτά να προλάβεις σε ένα Zoom πάνελ;

 

-Ποια είναι τα επόμενα σας καλλιτεχνικά βήματα;

Μ.Ψ. Μπορώ να πω ότι περάσαμε σχεδόν ολόκληρο τον Αύγουστο ξεδιπλώνοντας ο ένας στον άλλο τις καινούργιες μας ιδέες. Η αλήθεια είναι ότι με την Αυγή μας απασχολούν διαφορετικά θέματα τόσο σε προσωπικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο και κυρίως προερχόμαστε από εξαιρετικά διαφορετικές σχολές ακαδημαϊκά και καλλιτεχνικά. Γνωριζόμαστε όμως από παιδιά, οπότε είναι τόσο φυσικό να επικοινωνούμε μεταξύ μας και να μοιραζόμαστε ο ένας το όραμα του άλλου, να σπρώχνουμε τα όρια μας, να βλέπουμε τα πράγματα ο καθένας από την οπτική του άλλου. Αρχικά ήθελα να κάναμε κωμωδία, αλλά τελικά παθιαστήκαμε με μια (αρκετά πιο σοβαρή) ιδέα της Αυγής, πολύ πηγαία και ειλικρινή, κι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση ανάπτυξης του σεναρίου. Η επιτυχία στη Δράμα ήταν δυνατό κίνητρο να συνεχίσουμε παρακάτω· ίσως αυτός είναι ο σημαντικότερος ρόλος ενός βραβείου.

Α.Λ. Αναπτύσσουμε το σενάριο, το οποίο είναι αρκετά προχωρημένο, χωρίς τίτλο ωστόσο! Πιστεύω ότι περί τις αρχές του επόμενου έτους θα αρχίσουμε να οργανώνουμε και τα της παραγωγής. Και μετά από αυτή την ταινίαθα προχωρήσουμε στην υλοποίηση μιας ιδέας του Μάριου. Εδώ συμβαίνει το αντίστροφο, υπάρχει ο τίτλος, έχει αποφασιστεί το μέρος των γυρισμάτων, η αισθητική, η πλοκή ολόκληρη, αλλά δεν έχει γραφτεί το σενάριο! Στο μεταξύ, μια άλλη ταινία μικρού μήκους,σε σκηνοθεσία της Άννας Φωτιάδου, με τίτλο Αφαίμαξη για την οποία έχω γράψει τον δραματικό μονόλογο της πρωταγωνίστριας και συγγράψει μαζί με τη σκηνοθέτιδα το σενάριο, ξεκινάει σύντομα το δικό της ταξίδι, καθώς βρίσκεται στο τελικό στάδιο της μετα-παραγωγής.Και τέλος, μέσα, ή παρά, την «ταραχή και το κακό», το βιβλίο μουΗ Σφαγή του Αιώνα βγαίνει σε δεύτερη έκδοση πριν τα Χριστούγεννα, και πάλι από τις εκδόσεις Θράκα.

 

 

 

Βιογραφικά:

 

Η Αυγή Λίλλη (1980) γράφει ποίηση, μικροδιηγήματα και σενάρια μικρού μήκους. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Πρόχειρες Σημειώσεις Πάνω σ’ ένα Σωσίβιο(Αρμίδα, Λευκωσία, 2011) και Η Σφαγή του Αιώνα (Θράκα, 2018). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα ισπανικά και τα τουρκικά και έχουν δημοσιευθεί, όπως και μικροδιηγήματά της, σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Σπούδασε Κλασική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με θέμα το κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία.

 

Ο Μάριος Ψαράς γεννήθηκε στην Κύπρο και ζει στο Λονδίνο. Έχει σπουδάσει εκπαίδευση και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου κι έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στον κινηματογράφο στο πανεπιστήμιο Queen Mary στο Λονδίνο. Είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου για τη διατριβή του στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο που εκδόθηκε το 2016 με τίτλο The Queer Greek Weird Wave: Ethics, Politics and the Crisis of Meaning (London: Palgrave Macmillan). Έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο (QMUL, KCL, UoG), έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και δημοσιεύσει για θέματα που αφορούν το σύγχρονο ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο queer σινεμά. Από τον Σεπτέμβριο του 2018, εργάζεται ως πολιτιστικός σύμβουλος της πρεσβείας της Κύπρου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, καλλιτεχνικός διευθυντής του Cyprus Short Film Day, London και μέλος της προκριματικής εθνικής επιτροπής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Κύπρου. Έχει, επίσης, εργαστεί στην εκπαίδευση, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το θέατρο. Έχει σκηνοθετήσει πέντε ταινίες μικρού μήκους.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top