Fractal

Εθνικές ιδιαιτερότητες και αντιπαλότητες όπως αυτές αναδύονται στην πανσιόν στο Σαρλερουά

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Georges Simenon, “Ο ένοικος”. Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. 2018. Αθήνα

 

Η πράξη της γραφής ήταν για τον πολυγραφότατο συγγραφέα Ζωρζ Σιμενόν τόσο απαραίτητη, φαίνεται, για να διατηρήσει την ψυχική και πνευματική του ισορροπία, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αντέξει για περισσότερο από τις επτά ή δέκα ημέρες που του χρειαζόταν, κατά μέσον όρο, για να ολοκληρώσει ένα βιβλίο. Εκατοντάδες, λοιπόν, μυθιστορήματα, πάνω από χίλιες ιστορίες, απειράριθμα άρθρα, εδώ κι’ εκεί, το σύνολο της συγγραφικής του παραγωγής. Αυτά και άλλα πολλά, μπορεί κάποιος να διαβάσει στη βιογραφία του ‘The Mystery Of Georges Simenon: A Biography’, που γράφτηκε από τον Fenton Bresler (1929-2003). Το βιβλίο αυτό   (έκδοση Heinemann, 1983), ήταν από τα πιο επιτυχημένα του Πολωνού στην καταγωγή, αλλά γεννημένου στο νοτιοδυτικό Λονδίνο, συγγραφέα, αφού για πρώτη φορά διερευνήθηκε ο ισχυρισμός του διάσημου Βέλγου μυθιστοριογράφου, Ζωρζ Σιμενόν (1903-1989), ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του, είχε κοιμηθεί με πάνω από δέκα χιλιάδες, συνολικά,  γυναίκες. Η βιογραφία του Fenton Bresler είναι το προϊόν των συνομιλιών με τον Σιμενόν και των συζητήσεών του με τις δύο πρώην συζύγους του και την οικογένειά του, κατά τη διάρκεια των οποίων όλοι του μίλησαν χωρίς φόβο, ντροπή και με αξιοσημείωτη ελευθερία λόγου, καθώς και σημαντικής περαιτέρω έρευνας που ο ίδιος διενήργησε. Το βιβλίο αυτό έδωσε έναν πιο ολοκληρωμένο απολογισμό από ότι είχε κάνει την εμφάνισή του προηγουμένως  στην αγγλική γλώσσα για τις πρώτες μέρες του Σιμενόν ως συγγραφέας, αλλά το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για τη συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών ήταν οι πικάντικες λεπτομερείς αναφορές  της σεξουαλικής ζωής του Ζωρζ Σιμενόν. Μάλιστα έφτασε στο σημείο και στο αινιγματικό συμπέρασμα ότι ο Σιμενόν ήταν, βασικά, ομοφυλόφιλος. Ορισμένα σεξουαλικά επεισόδια που φαίνεται να ανήκουν ιδιαίτερα στη σφαίρα της φαντασίας έχουν πιστοποιηθεί, κυρίως από τη δεύτερη σύζυγό του, Ντενίζ, η οποία ανέφερε τον αριθμό των σεξουαλικών του συντρόφων σε χίλιες διακόσιες περίπου γυναίκες.

Όλα αυτά συνέβησαν πριν από τη δημιουργία του χαρακτήρα Μαιγκρέ,  στα τέλη της δεκαετίας του ’20, όταν τελικά ο Ζωρζ Σιμενόν χρησιμοποίησε πλέον το δικό του όνομα. Ο Bresler λέει ότι η συνολική παραγωγή του Σιμενόν περιλαμβάνει περίπου διακόσια είκοσι μυθιστορήματα με το ‘’δικό του όνομα και περισσότερα από διακόσια μυθιστορήματα με  ψευδώνυμο.  Σχεδόν από την αρχή της καριέρας του ως συγγραφέα, τα βιβλία του χαρακτηρίστηκαν από συγκεκριμένα  πρότυπα άποψης. Οι άντρες, για παράδειγμα,  είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων υποδεέστερες από τις γυναίκες. Οι γυναίκες με τη σειρά τους αγαπούν την εξουσία και την ασκούν  αδίστακτα. Ο πατέρας του Σιμενόν ήταν το μοντέλο για τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, ενώ η μητέρα του το αντίστοιχο εκείνο της αυταρχικής γυναίκας στα ‘σκληρά’ μυθιστορήματα, τουτέστιν εκείνα που διαδραματίστηκαν χωρίς τον Μαιγκρέ. Τα μυθιστορήματα της εξέγερσης και της επανάστασης, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, το ‘Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν’ και ‘Το χιόνι ήταν βρώμικο’,  με έναν κεντρικό χαρακτήρα, ο οποίος γίνεται  δολοφόνος αηδιασμένος, προφανώς, από τη ζωή του μέσα στον κόσμο της πορνείας και τα μικρά καθημερινά παραπτώματα. Η πρώτη σύζυγός του, ήταν η Ρεζίν Ρανσόν, ζωγράφος στο επάγγελμα, στην οποία σε γενικές γραμμές  δεν άρεσε η ιεροτελεστία του  σεξ και για πολύ καιρό αρνήθηκε να κάνουν  παιδί, αν και τελικά απέκτησαν ένα γιο. Εκείνος ο γάμος διήρκεσε περισσότερα από είκοσι χρόνια, έως ότου, το 1945, ο Σιμενόν συναντήθηκε στη Νέα Υόρκη με την σεξουαλικά ‘ατρόμητη’ Ντενίζ. Ωστόσο, η ένταση της ζωής με τον Σιμενόν πρέπει να ήταν σχεδόν τόσο μεγάλη, όσο το βάρος  του να είσαι ένας Σιμενόν!

Στα ‘σκληρά’ του μυθιστορήματα,   αντικατοπτρίζονται τα όνειρά του, οι επιθυμίες και οι λύπες του, και αυτό ισχύει βεβαίως και για τον ‘Ένοικο’, ένα μικρό σε έκταση, αλλά ενδιαφέρον μυθιστόρημα, της δεκαετίας του 1930. Ο Ελί Ναζεάρ, που αποτελεί την  κεντρική  μορφή του βιβλίου, είναι κάτοικος της Τουρκίας που έχει έρθει στις Βρυξέλλες με μια συμφωνία πώλησης χαλιών που υποσχόταν να του αφήσει μεγάλα κέρδη, αλλά η όλη υπόθεση απέτυχε οικτρά και κατέρρευσε  αφήνοντάς τον, στην ουσία,  χωρίς χρήματα. Ο ίδιος αναγκάζεται να δολοφονήσει έναν άλλο συνταξιδιώτη του σε τραίνο για να τον ληστέψει, για πολλούς και ποικίλους λόγους, μεταξύ των οποίων και για να εντυπωσιάσει και να κερδίσει την Συλβί, μια γυναίκα που γνώρισε στο πλοίο της επιστροφής Τεοφίλ Γκωτιέ. Εκείνη επέστρεφε από το Κάϊρο, όπου εργαζόταν σε καμπαρέ για κάποιο διάστημα. Το αποτέλεσμα βεβαίως, προμηνύεται από κάθε πλευρά καταστροφικό. Τα χρήματα είναι σε χαρτονομίσματα των χιλίων  φράγκων, οι σειριακοί τους αριθμοί είναι γνωστοί στις τράπεζες και την αστυνομία και δεν τολμά να τα αλλάξει για τον προφανή  φόβο της σύλληψής του. Γίνεται ένας από τους διάφορους μισθωτές δωματίων στην οικογένεια της Συλβί,  και παρόλο που το μυστικό του σιγά-σιγά αποκαλύπτεται, δεν προδίδεται.

Οι λόγοι του Ελί για τη διάπραξη δολοφονίας υπαινίσσονται πολλά, αλλά τα γεγονότα που ακολουθούν, συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής της ακραίας πράξης του Ελί από τους γονείς της Συλβί και τους ενοικιαστές τους, γίνονται αρκετά πιστευτά απ’ τους αναγνώστες. Η αργή αποσύνθεση και διάλυση της προσωπικότητας και της ψυχοσύνθεσης του Ελί, κρίνεται σε γενικές γραμμές, ικανοποιητική.  Όταν τελικά ο δολοφόνος συλληφθεί, η μητέρα της Συλβί βλέπει στα μάτια του μια περίεργη λευκή ένταση που της υπενθυμίζει αρκετά τα μάτια ορισμένων ζώων στα κλουβιά τους που είχε παρατηρήσει  στον ζωολογικό κήπο. Ο Σιμενόν είχε πει, κάποτε, ότι μόνο ένας αλήτης  που δεν έχει στην κατοχή του τίποτα και δεν έχει δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, μπορεί να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος και αυτή, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν μια τέτοια μορφή ελευθερίας που ο Ελί επιθυμούσε.

 

George Simenon

 

Το σκηνικό για τον ‘Ένοικο’,  είναι ένα θλιβερό, χειμωνιάτικο Βέλγιο. Πρώτα οι Βρυξέλλες και στη συνέχεια η τρομακτική πόλη ανθρακωρυχείων, το Σαρλερουά, όπου ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, Ελί Ναζεάρ, εγκαθίσταται σε ένα θλιβερό ξενώνα για να αποφύγει τη σύλληψη μετά από τη βίαιη δολοφονία που διέπραξε. Καλοί διάλογοι, ενδιαφέρον το πορτραίτο του Ελί, καλό ψυχολογικό υπόβαθρο, συνηθισμένη αφήγηση. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις άλλες αρετές του, το μυθιστόρημα υποφέρει από μια  ανεπανόρθωτη ιδιορρυθμία.   Στην αρχή του βιβλίου, ο Ελί Ναζεάρ, ένας άντρας τριάντα πέντε ετών, τουρκικής καταγωγής,  που αναζητάει την τύχη του στις Βρυξέλλες, δολοφονεί έναν Ολλανδό επιχειρηματία σε ένα τραίνο και κλέβει τη βαλίτσα του με ένα σημαντικό ποσό χρημάτων.  Ο Σιμενόν αποδρά από τα ειωθότα, για να τονίσει την ψυχρή όμορφη φύση του πρωταγωνιστή του. Μετά το πρώτο χτύπημα στο κρανίο του Ολλανδού με ένα βαρύ κλειδί:  ‘… Τότε συνέβη κάτι τόσο απρόσμενο που παραλίγο να τον πιάσει νευρικό γέλιο. Τα βλέφαρα του Βαν ντερ Κάτι,  μισάνοιξαν αργά. Φάνηκαν οι κόρες του. Και μέσα στον γαλαζωπό φωτισμό εμφανίστηκε το έκπληκτο βλέμμα ενός ανθρώπου που τον έχουν  ξυπνήσει. Ωστόσο ένα ρυάκι αίμα κυλούσε ήδη από το τρίχωμα του κεφαλιού κι’ είχε φτάσει στο μέτωπο…’. Έτσι εδώ βρίσκουμε τον ήρωά μας ευκαιριακό, βάναυσο, άσπλαχνο και ασυνείδητο.

Στη συνέχεια, ο Ελί Ναζεάρ,  καταφεύγει στην πανσιόν του Σαρλερουά, την οποία διαχειρίζεται η μητέρα της Συλβί, η κ. Μπαρόν. Το υπόλοιπο μυθιστόρημα ασχολείται με τη ζωή και την ατμόσφαιρα ανάμεσα στους ιδιοκτήτες  και τους περιστασιακούς ενοίκους του στενού, κρύου και υγρού σπιτιού. Η παρουσία του Ναζεάρ στο σπίτι, προκαλεί δυσαρέσκεια μεταξύ των άλλων ενοίκων της πανσιόν. Πληρώνει, βέβαια, αισθητά περισσότερο  μίσθωμα και, ως εκ τούτου, δικαιούται μπέικον και αυγά για πρωινό και κοτολέτες για δείπνο, σε αντίθεση με τους άλλους, και για τον ίδιο λόγο φυσικά η συμπεριφορά της κ. Μπαρόν είναι σαφώς διαφορετική απέναντί του. Ωστόσο, όταν διαπιστώνουν τα διάφορα προσωρινά μέλη του νοικοκυριού την ταυτότητα του νεοφερμένου, κι’ εδώ  το ‘ελάττωμα’ του βιβλίου γίνεται εμφανές, κανένας από αυτούς δεν σκέφτεται να τον παραδώσει στην αστυνομία. Η κυρία Μπαρόν του ζητά αρχικά να φύγει απ’ εκεί, αλλά όταν εκείνος δεν το κάνει, η ζωή συνεχίζεται όπως και πριν, αν και σε μια όλο και πιο τεταμένη ατμόσφαιρα. Ακόμη και όταν η αστυνομία περικυκλώνει τελικά το σπίτι, η μόνη αντίδραση της αυτής είναι να αναρωτηθεί αν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει για να βοηθήσει τη διαφυγή του Ναζεάρ: ‘.. Είστε σίγουροι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα’;  Δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, όπως εξελίσσεται το σενάριο, ότι ο Ελί είναι χαρισματικός ή γοητευτικός χαρακτήρας, αφού καυχιέται  συνεχώς για τις αρετές της πατρίδας του. Έτσι, σε αυτή τη γραφή του Σιμενόν, όταν έρχεται  η κορύφωση του δράματος, δεν επιτυγχάνεται η αναμενόμενη δριμύτητα του σεναρίου. Αντίθετα, εντυπωσιάζει αρκετά η διαδικασία της αναχώρησης των καταδίκων για τις φυλακές και ο  αποχαιρετισμός  από τους δικούς τους ανθρώπους.

Ο ‘Ένοικος’, γράφτηκε το 1934 και ανήκει στα ‘σκληρά’ μυθιστορήματα του Ζωρζ Σιμενόν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top