Fractal

Η «δύσκολη» λογοτεχνία και τα δύο στοιχήματα της γραφής

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: «Έξοδα νοσηλείας», εκδόσεις Ενύπνιο

 

Τα Έξοδα νοσηλείας είναι η πιο προσωπική ως τώρα γραφή του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη. Όχι επειδή είναι αυτοβιογραφική στα στοιχεία της – καθόλου απαραίτητη δεν πρέπει να θεωρείται μια τέτοια παράμετρος προκειμένου να δοθεί το προσωπικό στίγμα στη γραφή. Η εσωτερικότητα του λόγου, τα βιώματα που προδίδουν την ύπαρξή τους πίσω από τα γεγονότα που αφορούν τις λογοτεχνικές περσόνες του βιβλίου, αυτά είναι τα προαπαιτούμενα για να μιλήσουμε για μια γραφή που ξεπερνά τις θεωρητικές προδιαγραφές της αφήγησης, είτε πρόκειται για μικρή ιστορία είτε για τη μεγάλη αφήγηση με τη μορφή της νουβέλας ή του μυθιστορήματος, και χαρακτηρίζεται προσωπική κατάθεση. Και όσο ο συγγραφέας είναι διατεθειμένος να εισχωρήσει στην αφηγούμενη ιστορία του με περισσότερη ειλικρίνεια, τόσο και η γραφή του θα κατατίθεται γυμνή από περιττά κοσμήματα, αυθεντική και ατόφια στην αλήθεια της. Ωστόσο, τίποτα δεν χαρίζεται χωρίς το ανάλογο τίμημα· έτσι, πρέπει να απαντηθούν δύο ερωτήματα, το καθένα με τη δική του βαρύτητα αλλά και με τη σύνδεση μεταξύ τους να αποβαίνει προκλητική: α. πώς ο αναγνώστης/αποδέκτης θα θεωρήσει δικό του, οικείο τόπο όσα γράφονται, ώστε να εισχωρήσει στον κόσμο του συγγραφέα (αληθινό και επινοημένο) για να κατανοήσει την ιστορία στο βάθος της αλλά ταυτόχρονα να δει  τον εαυτό του ως κομμάτι της σε μια ιδανική συνθήκη μέθεξης; β. πώς θα κατορθώσει ο συγγραφέας να εξέλθει από τη γραφή του αλώβητος, όχι λογοτεχνικά αλλά προσωπικά, αντιμέτωπος με το άχθος της ζωής, μια όψη της οποίας εγκιβώτισε στην ιστορία του;

Η ιστορία των δύο προσώπων στο μυθιστόρημα του Χατζημωυσιάδη δομείται σε διαδοχικά επίπεδα με αρχή την ασθένεια και συνακόλουθες αναπόφευκτες συνθήκες από τη μια τη μοναξιά και από την άλλη τη σκέψη του επικείμενου θανάτου, καθώς το σκηνικό είναι ένας θάλαμος νοσοκομείου. Τα δύο πρόσωπα θα έρθουν σε επαφή αρχικά αναγκαστική: ο ασθενής και ο νοσηλευτής-φροντιστής του. Εδώ εντοπίζεται και το αφετηριακό σημείο της αναγνωστικής συμμετοχής. Με την αναμφίβολα δυνατή γραφή (τα χαρακτηριστικά της οποίας έχουν επισημανθεί και σε προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα) μεταπλάθεται η προσωπική θεώρηση του δίπολου ζωή-θάνατος σε κοινό τόπο για την αναγνωστική πρόσληψη – η αδυναμία του σώματος μπροστά στην ασθένεια, ο δύσκολος ρόλος του «φροντιστή» (κατανοεί όποιος άγγιξε για λίγο ή για μακρό διάστημα τον ευαίσθητο αυτό χώρο με το βαρύ φορτίο του) η κατάρρευση, ο φόβος του θανάτου αποκτούν ευρύτερες διαστάσεις και οπωσδήποτε δεν αφορούν μόνο τους δύο ήρωες της ιστορίας. Φυσικά σε μια τέτοια διάσταση που προσλαμβάνει πλέον η μυθοπλασία δεν οδηγεί μόνον η θεματική· απαιτείται και η τέχνη της γραφής που δεν διστάζει να μιλήσει με ευθύτητα και ειλικρίνεια. Ο αναγνώστης βρίσκεται ήδη μέσα στην ιστορία, το ένα στοίχημα έχει κερδηθεί.

 

Η μυϊκή του ακαμψία επιδεινώνεται. Όταν πρωτόρθα ήταν σε θέση να κάνει κάποια βηματάκια στον θάλαμο, τώρα δεν μπορεί να σταθεί όρθιος ακόμη και αν κρατιέται απ’ το κρεβάτι και το κομοδίνο. Μέρα με τη μέρα χάνει τη μάχη του σώματός του, χέρια, πόδια, αυχένας, πλάτη, σπονδυλική στήλη αυτονομούνται από το νευρικό του σύστημα. Μου θυμίζει μεγάλο πλατάνι, που ’χει προσβληθεί από μύκητες και ξηραίνεται πρώτα στα φύλλα, μετά ξηραίνεται στα κλαδιά, ύστερα ξηραίνεται στον κορμό και στο τέλος ξηραίνεται στις ρίζες. Αλλά τουλάχιστον το πλατάνι δεν έχει επίγνωση του ανεπίστρεπτου, ο ασθενής μου διατηρεί την διαύγειά του. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ευλογία ή κατάρα. (σ.28-29)

 

Ένας προφορικός μονόλογος και μια γραπτή μαρτυρία-απολογισμός ζωής θα αποτελέσουν το ικανό πλαίσιο, μέσα στο οποίο η ψυχρή επαφή των δύο προσώπων θα μεταλλαχθεί σταδιακά σε ουσιαστική επικοινωνία· πολλά θα ειπωθούν, δύο κόσμοι θα σμίξουν, θα φανεί το βάθος χρόνου στο οποίο απλώνεται η επινοημένη πλοκή και  το οποίο αρκεί για να κατηγοριοποιηθεί η ιστορία στο είδος του μυθιστορήματος. Στην ουσία ακούμε δύο διαφορετικές ζωές να εκτυλίσσουν τα δεδομένα τους και να επιζητούν το σημείο σύνδεσης. Συνομήλικοι οι δύο, καθώς θα ωθούν προς τα πίσω τον χρόνο (είδος άμυνας ίσως μπροστά στο αβέβαιο μέλλον) θα δώσουν στον συγγραφέα τη δυνατότητα να ανοίξει το τοπίο της μυθοπλασίας ενσωματώνοντας  στη γραφή του την ιστορία του τόπου από την εποχή της μεταπολίτευσης ως τη σύγχρονη πολύπλευρη κρίση. Είναι στην πραγματικότητα η ζωή όπως την εννόησε ο ίδιος ο συγγραφέας (σχεδόν ανάλογης ηλικίας με τους ήρωές του) μέσα σε μια συγκεχυμένη εποχή που δεν κατόρθωσε ποτέ να λάβει ένα όνομα της προκοπής (ανούσιος όρος στην ουσία: μεταπολίτευση) προσδίδοντας στην ομώνυμη γενιά μια απροσδιοριστία και μια σύγχυση μέσα στο συνονθύλευμα ιδεολογιών μα και ιδεολογημάτων εσωτερικής κατανάλωσης.

 

Με λίγα λόγια, βλέπω να εγγράφεται πάνω μου σαν ενοχλητική φάρσα η επανάληψη της τρέχουσας ιστορίας του τόπου, που υποφέρει πάνω στη χειρουργική κλίνη των συνταγματαρχών, παρακολουθεί αμήχανος την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τραγουδάει επαναστατικά άσματα σε συναυλίες, κουνάει μια πλαστική σημαία στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, μεγαληγορεί επικαλούμενος τους αρχαίους προγόνους, προσδοκά να γίνει περιφερειακή δύναμη στα Βαλκάνια, σπαράζει μπροστά στους κόκκινους δείχτες του χρηματιστηρίου, ανεβαίνει με φαρμακευτική υποστήριξη στο ολυμπιακό βάθρο, για να καταλήξει ξανά σε μια νοσοκομειακή κλίνη υπό την επίβλεψη οικονομολόγων και πολιτικών. (σ.113-114)

 

[…]

 

Φορές φορές σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν να είναι οι καλύτερες δεκαετίες της ζωής μας. Λέω για όσους είχαμε την τύχη ή την ατυχία να συνδέσουμε τη νιότη μας με το ’80, το ’90 και το 2000, όταν αφήνοντας πίσω πολέμους, εμφυλίους, μετεμφυλιακές διώξεις, ξενιτιές, χούντες και στερήσεις, νιώθαμε όλους τους ούριους ανέμους της οικουμένης να γεμίζουν με ελπίδες τα πανιά μας. Δεν ξέρω πού ακριβώς έγινε το λάθος. Ίσως να λατρέψαμε λάθος θεούς, ίσως να αφηγηθήκαμε λάθος ιστορίες, ίσως να φωνάξαμε λάθος συνθήματα, ίσως να μπαρκάραμε με λάθος πλοία αλλά πολύ πριν μας βρει η κρίση του ’10 είχαμε ήδη χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας ή ακριβέστερα είχαμε ήδη χάσει τον εαυτό μας μέσα στους εαυτούς μας. Τώρα τσαλαβουτάμε στα ελώδη νερά της σύγχυσης και του αυτοοικτιρμού. Πίνουμε, τραγουδάμε, κάνουμε απολογισμούς, γράφουμε ποιήματα, διαβάζουμε βιβλία, συμπληρώνουμε παζλ γυρεύοντας μια χέρσα γη για να θάψουμε το πτώμα μας. (σ.134)

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

 

Ο ήρωας του βιβλίου πασχίζει να ολοκληρώσει ένα παζλ με θέμα τον πίνακα του Βαν Γκογκ «Σιταροχώραφο με κοράκια» (καθόλου τυχαία η επιλογή, καθόσον πιθανόν πρόκειται για το τελευταίο έργο του ζωγράφου) και να εντάξει στο απειλητικό συννεφιασμένο σκηνικό του τον εαυτό του ως οδοιπόρο σε ένα μονοπάτι τυφλό που μοιάζει να μην οδηγεί πουθενά. Τον ακούμε να λέει:

 

Να σταθώ πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Να πάρω από το χέρι τον εγκλωβισμένο οδοιπόρο του μονοπατιού. Να τον βγάλω έξω από το παζλ. Εγώ θα γυρίσω στον θάλαμό μου για να ολοκληρώσω τις χημειοθεραπείες μου και να παλέψω με νύχια και με δόντια για τη ζωή μου. Ο οδοιπόρος θα κατέβει στο πάτωμα, θα ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος, θα βγει έξω, θα επιβιβαστεί σε αστικό λεωφορείο, θα πάει μέχρι την τεχνητή λιμνούλα, θα συνάξει τις πάπιες και τις χήνες του, θα ξαναβρεί τη μαμά του, θα πεταχτούν παρέα μέχρι το χωριό, θα χορέψουν παραδοσιακούς χορούς του Πάσχα, θα αφαιρέσει απ’ τα χέρια του πατέρα του το δρεπάνι, θα βγει έξω βόλτα με τη Λίλα, θα κατευθυνθεί στα σιταροχώραφα του χωριού, θα περπατήσει σε κείνο το μονοπάτι με τις αγριάδες και θα κοιτάξει γύρω του. (σ.170-171)

 

Φανταζόμαστε όχι μόνον τον ήρωα αλλά και τον δημιουργό που τον επινόησε να βγαίνει από το κάδρο πατώντας πάνω σε διαλυμένες ψηφίδες, να διώχνει τα κοράκια που πετούν πάνω από το κεφάλι του. Σ’ αυτό το σημείο στέκεται ο συγγραφέας αντιμέτωπος με την ίδια τη γραφή του. Ποιο το τίμημα, αλήθεια, αυτής της προσωπικής κατάθεσης, που χρειάστηκε τη μυθοπλασία με δύο  αφηγήσεις και μια εγκιβωτισμένη ιστορία (τα «Έξοδα νοσηλείας») για να γράψει το πλέον βιωματικό του βιβλίο; Πιστεύω κερδισμένο να είναι και αυτό το στοίχημα (το προσωπικό του συγγραφέα), μια που η λογοτεχνία (η «δύσκολη», όπως την ονόμασα στον τίτλο αυτού του σημειώματος) μπορεί να λειτουργήσει σαν καθρέφτης (καθόλου παραμορφωτικός) και να δώσει, μέσα από τη σωστή μέτρηση των μεγεθών, απλόχερα το θεραπευτικό της ίαμα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top