Fractal

Φόκους στη μικρή λεπτομέρεια στο μεγάλο κέντημα της ζωής

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Μαρία Στασινοπούλου: «Ασκήσεις Αντοχής στον χρόνο», Εκδ. Κίχλη, 2021

 

Με τον υπότιτλο «Μικρά πεζά» προσδιορίζει η Μαρία Στασινοπούλου τα κείμενα του τελευταίου βιβλίου της που φέρει τον τίτλο Ασκήσεις Αντοχής στον χρόνο και σίγουρα είναι ασκήσεις αντοχής στον χρόνο όλα αυτά τα «μικρά», τα οποία όμως είναι σημαντικά, συγκινητικά, κατανοητά και ανθρώπινα.

Αν θυμηθούμε εκείνο το αρχαίο γλυπτό, που ένα παιδί βγάζει από το πόδι του ένα αγκάθι ή μια ανάλογη ιστορία από τα Βουκολικά του Θεοκρίτου, θα παραδεχτούμε πως δεν είναι προς θάνατον το αγκάθι, αλλά αν δεν βγει, είναι εξακολουθητικά ενοχλητικό και ας είναι μικρό. Κάπως έτσι είναι τα προβλήματα στα οποία εστιάζει η συγγραφέας. Σαν να παίρνει τον μεγεθυντικό φακό και κάνει φόκους, όπως λένε σήμερα οι μοντέρνοι,  στη μικρή λεπτομέρεια στο μεγάλο κέντημα της ζωής. Υπάρχει και άλλη ονομασία – η μικρή φόρμα- για κείμενα μικρά. Εβδομήντα τέσσερα κείμενα, αν μέτρησα σωστά, όλα ένα κι ένα και το καθένα μια αλλιώτικη ή συμπληρωματική πινελιά στο συνολικό δημιούργημα.

 

Μότο: Κοίτα να είσαι σύντομος και να μην επιμένεις σε τίποτα

 

είναι η συμβουλή του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος θα αισθανόταν φαίνεται τη βαρεμάρα από τις μακροσκελείς διηγήσεις και την ενοχλητική εμμονή στο κάτι τι. Αυτό το κάτι τι που η Στασινοπούλου μας το παρουσιάζει συμβάλλοντας εν πρώτοις στην αισθητική απόλαυση, αλλά και στην υπενθύμιση ότι αυτό που τρέχει πλάι μας, μάς αφορά προσωπικά. Και το σημαντικότερο όλων: όλα είναι αληθινά, αλλά και ψεύτικα να ήταν, πάλι, αληθινά θα ήταν.

Και αρχίζω από το πρώτο… Στις ειδήσεις μια «γερόντισσα» και «γιαγιά», «εξήντα ετών γυναίκα» παραλίγο με τα πασχαλινά βεγγαλικά να κάψει το γειτονικό σπίτι. Άντε τώρα να μη γίνεις θηρίο, όχι γιατί θα κάψει το σπίτι, η «γερόντισσα» και «γιαγιά», «εξήντα ετών γυναίκα», όταν έχεις ήδη εορτάσει τα εβδομήντα και όλοι σου λένε να μην το λες γιατί δεν σου φαίνεται. Και πόσα να κρύψω; Να κρύψω δέκα; Ε, και; Το silver alert άλλωστε μας προσγειώνει κάθε μέρα με κάτι ηλικίες ηλικιωμένων που είναι να κόψεις φλέβες…

Γερνάμε ή μεγαλώνουμε; Υπάρχει εδώ το ποιητικό ανάλογο, διατυπωμένο ερωτηματικά από την Κική Δημουλά: «γέρνω ή γερνώ»; Ένας τόνος ποιεί την διαφορά, ας μην τα χαλάσουμε γι’ αυτό. Σε μεγαλογράμματη γραφή, άλλωστε, δεν θα υπήρχε διαφορά. Δίκιο έχει και ο Πρόδρομος, ένας από τους ήρωες του βιβλίου∙ δεν είναι τα χρόνια που σε κάνουν γέρο και γριά είναι και τόσα άλλα, συν η διάθεση και η δημιουργία. Υπάρχουν άνθρωποι, άλλωστε, που γεννήθηκαν γέροι κι άλλοι που δεν γέρασαν ποτέ.

«Θα πεθάνω με τον καημό που δεν ξέρω τσάμικο και γαλλικά», λέει ο συμπέθερος. Και ο Κώστας Ουράνης «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι… στο Παρίσι», και ο Νίκος Καββαδίας που τόσο πόθησε τις μακρινές Ινδίες, θα πεθάνει «μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές»… αλλά ας αφήσουμε το πώς και πού και με ποιον καημό. Το σίγουρο είναι ότι θα πεθάνουμε «χωρίς να σχίσουμε τη θολή γραμμή των οριζόντων», και με τσάμικο και γαλλικά και δέκα τόνους βιβλία. Τα εξαιρετικά μας προσόντα δεν θα μας σώσουν από το αναμενόμενο. Ο Φαίδων είναι βιβλίο πολύ σημαντικό, λέει ο Καρυωτάκης, αλλά ριγμένο στη λάσπη.

Κάπως έτσι με ψυχή, ψυχούλα, λέει ο λαός, έρχονται στην επιφάνεια, μικρές ανορθογραφίες της ζωής, λοξά πατήματα, λοξές σκέψεις, μικρές πίκρες, όπως στο «Επαχθούς αιτίας» που όλα τα έχει προβλέψει ο σοφός νομοθέτης, αλλά και αξιολογήσεις ετεροχρονισμένες όπως εκείνος  «Ο δάσκαλος»: «όλη μέρα θα διαβάζεις ό,τι σε ενδιαφέρει εξωσχολικό και το πρωί θα ξυπνάς δυο ώρες νωρίτερα και θα ετοιμάζεσαι για το σχολείο»!  Θυμήθηκα τον πανεπιστημιακό καθηγητή μου, πρώτη μέρα, πρώτο μάθημα: «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να διαβάζετε εφημερίδα, να ακούτε ραδιόφωνο»… κι ελευθερώθηκα από τις τύψεις που με έτρωγαν…

Ψυχαναλυτικής ερμηνείας χρήζει το «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου»… όταν κανείς χάνει τον έλεγχο έρχονται στην επιφάνεια τα «δεμένα σκυλιά στο υπόγειο». Ποιος ξέρει ποιος σκύλος γαυγίζει στην άβυσσο εκείνης της γιαγιάς που ζωγράφιζε και βελόνιζε να μην πω τι…. θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου.

«Dream place studio»! ωραίο ακούγεται. Studio=σπουδάζω. Τι σπουδάζουν άραγε εκεί μέσα; Η συγγραφέας σιγά σιγά μας οδηγεί με το κόκκινο-φούξια στην εθνική οδό οδόσημο, χρώμα σημαίνον ως πονηρόσημο. Εντός, εκτός και επί τα αυτά, ερωτώ:  Το Moulin Rouge  τι ήταν; Τα κορίτσια που χόρευαν Καν –Καν τι υπηρεσίες προσέφεραν; ο Τουλούζ Λωτρέκ τι ζωγράφιζε; Και συν τοις άλλοις studio =μπορντέλο.

Ο Χάρρυ Κλυν χαρισματικός στην επικοινωνία. Σκέψου, να έχει απέναντί του την «Έλλη» (του βιβλίου) και την Μπάλτσα (της όπερας). Σκέφτομαι τώρα να την σήκωνε, λέει, τη Μπάλτσα κι εκείνη να του μετζοσοπράνιζε δέκα άριες! Ω! του θαύματος και της έκπληξης∙ ή ο παμπόνηρος τραμπάκουλας ήξερε ποια είχε απέναντί του, ενώ η Έλλη, που δεν την ήξερε, τον «βούλωσε» με τη Μαρίνα των «Βράχων» (άντε να εξηγήσεις τώρα τις λεπτομέρειες!).

 

Μαρία Στασινοπούλου

 

Στις «Σκηνές καθημερινής αβροφροσύνης» θα επαναληφθεί κάτι που μας έχει ήδη πει η Έλλη: «Ακόμα και ο ήχος της λέξης αλλάζει το νόημα…. Ναι, άλλο είναι το μπουρδέλο, άλλο το μπορντέλο (που λέγαμε πιο πάνω) και άλλο το πορτέλο (εκείνο το παράπλευρο αθέατο πορτάκι από το οποίο μπαινοβγαίνουν οι πελάτες), αλλά η διαδρομή της λέξης σημαίνει την εξέλιξη της λέξης. Έτσι και στο κειμενάκι της Στασινοπούλου, άλλος είναι  ο γύφτος και άλλος ο Ρομά, άλλος ο τουρκόγυφτος και άλλος ο «αρκουδόγυφτος»∙ το τελευταίο επιχωριάζει στην «κομητεία της κάτω Αχαΐας». Είναι όμως πράγματι άλλος όπως λέει ο Ρεμπώ εγώ είναι ένας άλλος και εγώ είμαι και είναι πίσω από κάθε άλλον και όλα για το ίδιο πράγμα μιλούν και η ουσία δεν αλλάζει; Το δεύτερο συνθετικό παραμένει ιστορικά και λογοτεχνικά ισχυρό και καταγεγραμμένο στο DNA (χτύπα τα πόδια γύφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα» ♪!!!. Ο γύφτος του Παλαμά, ο γύφτος του Σικελιανού, ο γύφτος του Μητσάκη, η γυφτοπούλα του Παπαδιαμάντη και η Κάρμεν του Μπιζέ, γύφτοι και γύφτισσες όλοι.

«Η πείνα», «Ο αριστούχος», τα «Τρυφερά γερόντια», H «Προδοσία» (σαν ανάπτυγμα ενός χαϊκού), «Υπάρχουν και άλλοι», «Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που διαβάζουν», η «Ελληνική συνέπεια», «Ο άστεγος» είναι μερικά από το σύνολο που ακόμα ξεχώρισα, αν και όλα τα κείμενα είχαν την ξεχωριστή νοστιμιά τους, όλα και σε μια σειρά που θεματικά κάνει κύκλο.

Η Μαρία Στασινοπούλου, έμπειρη, δοκιμασμένη και στα σοβαρά και στα μεγάλα και στα σπουδαία, δεν χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις. Ξεκίνησε με θανάτους, έκανε πλατιά περιήγηση, παρατήρησε λυπήθηκε, χωρίς μελοδραματισμούς, σχολίασε με χιούμορ και άνεση, ποτέ προσβλητικά, πάντα με ανοχή και κατανόηση, έδειξε κάθε μικρή λεπτομέρεια και βήμα βήμα, τελείωσε με τον θάνατο της «Αννούλας». Έτσι η «Έλλη», δηλαδή η συγγραφέας Μαρία Στασινοπούλου, με ετούτα τα μικρής φόρμας  κείμενα κατάφερε να μας συγκινήσει, με όλες τις παραλλαγές που εμπεριέχει η λέξη. Και μια μακρινή ανάμνηση αλλά νομίζω πως ταιριάζει: Στα νιάτα μου, άκουγα κι εγώ, όπως όλη η Ελλάδα, μια εκπομπή στο ραδιόφωνο με τίτλο «Τα καθημερινά του καθημερινού», όπου ο αγαπημένος, πειραχτήρι και οίστρος Δημήτρης Χορν σχολίαζε ό,τι σχολιάζει και η Στασινοπούλου. Ο κόσμος εξελίσσεται με τα σπουδαία που γίνονται στα σπουδαστήρια και τρέχει με τα μικρά που μας ροκανίζουν τη ζωή κάθε μέρα. Αυτά τα ροκανίδια η Στασινοπούλου τα αναβάθμισε σε λογοτεχνικά συγκινητικά κείμενα που αγκυλώνουν, καθημερινά, καθημερινούς ανθρώπους.

Εξαιρετικός στο εξώφυλλο και ο ποδηλάτης ισορροπιστής που επιδίδεται και αυτός σε Ασκήσεις Αντοχής στον χρόνο στην πλάτη ενός ελέφαντα του Michael Augistin, μια διέξοδος στο παράλογο, σαν βαλβίδα ασφαλείας για την αποφόρτιση από την πίεση της ζωής που είναι γλυκιά και πικρή, αλλά και μοναδική.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top