Fractal

✩ «Οι Ληστές» του Φρήντριχ Σίλλερ στο «Βασιλικό Θέατρο» από το Κ.Θ.Β.Ε.

Γράφει ο Παύλος Λεμοντζής //

 

 

 

«Οι Ληστές» του Φρήντριχ Σίλλερ στο «Βασιλικό Θέατρο» από το Κ.Θ.Β.Ε.

 

 

 

Πρόλογος

Ο Σίλλερ ολοκληρώνει τους «Ληστές», το φθινόπωρο του 1780 σε ηλικία 20 ετών. Στην Ελλάδα έχει καθιερωθεί πια η κατά λέξη απόδοση του γερμανικού dieRauber=ληστές, τίτλος που αμφισβητείται, επειδή δεν αποδίδει το νόημα και την ουσία του έργου.

Οι ήρωες του Σίλλερ είναι τόσο “ληστές”, όσο ήτανε “κλέφτες” οι Έλληνες ΚΛΕΦΤΕΣ του 1821. Πιο κοντά στο πνεύμα και στο νόημα του έργου θα ήταν η απόδοση στην ελληνική με τον χαρακτηρισμό “οι εξεγερμένοι”, “οι αναρχικοί”, “οι αντάρτες” και όχι “οι ληστές”. Πρόκειται για κείνους που στις λατινογενείς γλώσσες ονομάζονται λιμπερτίνοι, ενώ στα ελληνικά το νόημα αποδόθηκε με τη λέξη «ελευθερόφρονες».

Όπως μας πληροφορεί ο φίλος του συγγραφέα, ο Βίλχελμ Πέτερσεν, ο Σίλλερ δεν έγραψε μία κι έξω το έργο. Πριν το ολοκληρώσει σ’ ένα ενιαίο σύνολο, ύστερα από δεκάδες αλλαγές του κειμένου, δούλευε διάφορες σκηνές και μονολόγους, τους οποίους απήγγελε στους φίλους του είτε στη Σχολή είτε κατά τους περιπάτους τους στα γύρω δάση. Στα τέλη του 1780 έχει ολοκληρώσει το έργο κι είναι πλέον έτοιμο για έκδοση.

Όμως, κανένας εκδότης δεν έχει προθυμία να το εκδώσει. Τότε, δανείζεται 150 χρυσά νομίσματα και το εκδίδει ο ίδιος ανώνυμα, τον Ιούνιο του 1781, σε 800 αντίτυπα. Στέλνει εφτά από αυτά στον εκδότη Σβαν, στο Μανχάιμ, ο οποίος αρνείται να το επανεκδώσει, γιατί, όπως εξηγεί: «το έργο περιέχει σκηνές, τις οποίες εγώ θεωρώ ανάρμοστο να τις πουλάω σ’ ένα έντιμο και ευπρεπές κοινό».

Συνέστησε, όμως, στον Διευθυντή του Θεάτρου του Μανχάιμ, στον Ντάλμπεργκ, να το ανεβάσει στο θέατρο και ενημέρωσε τον Σίλλερ γι’ αυτό το ενδεχόμενο, τονίζοντάς του ότι: «πρέπει, πριν από το ανέβασμα, να το καθαρίσεις από τις βρομιές του». Ο Σίλλερ δέχεται να αμβλύνει τις οξύτητες του κειμένου και από τον Αύγουστο ως τον Οκτώβρη του 1781 διαγράφει, διορθώνει, λειαίνει το έργο και, πλέον, δίνεται η πρεμιέρα στο θέατρο του Μανχάιμ, στις 13 Ιανουαρίου του 1782.

 

 

Υπόθεση

 

 

Στο έργο του Φρήντριχ Σίλλερ «Οι Ληστές», ο λόγος και η κίνηση έχουν στοιχεία έπους. Πρόσωπα και βιώματά τους θυμίζουν δομή και πλούτο μυθιστορήματος. Το θεατρικό έργο φέρνει στον νου μας το «Γκετς φον Μπέρλιχινγκεν» του Γκαίτε, τον μακρινότερο “Ριχάρδο τον Γ΄” του Σαίξπηρ και από τους νεότερους τον “Νταντόν” και τον “Βόυτσεκ” του Μπύχνερ.

Η δράση διαδραματίζεται στη Γερμανία τον 18ο αιώνα, μεγάλο μέρος της στο κάστρο του κόμη Μαξιμίλιαν φον Μουρ, στη Φραγκονία, και διαρκεί περίπου δύο χρόνια.

Ο πανάσχημος και ανήθικος Φραντς, εξανίσταται κατά του φεουδαρχικού συστήματος, το οποίο δίνει τίτλους και περιουσία στον πρωτότοκο γιο Καρλ, και χρησιμοποιεί τα πάντα.Ψέμα, δωροδοκία, κολακεία, υποκρισία, τρομοκρατία, βία, κυριολεκτικά κάθε μέσο, για να εξοβελίσει τον Καρλ από τα πατρικά αισθήματα και να υποκατασταθεί ο ίδιος στα ωφελήματα του πρωτότοκου.

Ο ρομαντικός και ελευθερόφρων Καρλ πιστεύει ότι θα εξαλείψει την υποκρισία, τη διαφθορά και την αδικία της κοινωνίας της εποχής του, οργανώνοντας μιαομάδα επαναστατημένων συνομηλίκων του. Η συμμορία εκτελεί επώνυμους και πλούσιους αξιωματούχους, ιερωμένους, και εξευτελίζει θεσμούς και εξουσίες.

«Οι ληστές», παίχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο, κατά την περίοδο του 1867 – 1870, και το 1983 στην παρούσα μετάφραση, της οποίας όμως τις μπαλάντες και μεγάλα τμήματα είχαν αφαιρέσει ο δραματουργός Βέρνερ Χάινιτς και ο σκηνοθέτης Ούβε Χάους, λόγω μεγάλης διάρκειας, όπως είπαν.

Το ανέβασμα του έργου και πάλι στο Εθνικό Θέατρο το 1983, επί προεδρίας Κώστα Νίτσου, προκάλεσε συζητήσεις και κριτικές, που παρουσιάστηκαν σε 65 δημοσιεύσεις στις εφημερίδες και στα περιοδικά της χώρας.

Η υπόθεση, όπως είδαμε, περιστρέφεται γύρω από τη σύγκρουση δύο αριστοκρατών αδελφών, του χαρισματικού και επαναστάτη Καρλ και του μικρότερου αδερφού του, που συνωμοτεί για να αφαιρέσει τον τίτλο και την κληρονομιά του Καρλ. Το κεντρικό μοτίβο είναι η σύγκρουση μεταξύ λογικής και συναισθήματος και το ουσιαστικό θέμα είναι η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας.

 

 

Ανάγνωση

 

 

Το περιεχόμενο αυτής της τραγωδίας είναι η επαναστατική χειρονομία ενός νεαρού συγγραφέα – ήταν το πρώτο έργο του Φρίντριχ Σίλλερ – ενάντια στην κοινωνία και τις αδικίες της εποχής του, επηρεασμένος από το ρομαντικό κίνημα που είχε ήδη εξαπλωθεί στη Γερμανία. Έτσι, στο έργο συνυπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά της σχολής, που ενθουσίασε τόσο πολύ τους συγχρόνους του: υπερβολικό πάθος, βαθύς ιδεαλισμός, υπερβολικά συναισθήματα, απίθανες καταστάσεις, επιθυμία του ρομαντικού ήρωα για ελευθερία, μελαγχολία, έρωτας, μοναξιά και θάνατος. Η καλλιτεχνική του αρτιότητα, ως θεατρικό έργο, του έχει δώσει μια αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία.

Ο Σίλλερ εγείρει πολλά ανησυχητικά για την εποχή ζητήματα. Αμφισβητεί τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της προσωπικής ελευθερίας και του νόμου και διερευνά την ψυχολογία της εξουσίας, τη φύση του ηρωισμού και τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ καλού και κακού. Επικρίνει έντονα τόσο την υποκρισία της κυρίαρχης τάξης και της θρησκείας, όσο και τις οικονομικές ανισότητες της γερμανικής κοινωνίας. Διεξάγει, επίσης, μια περίπλοκη έρευνα για τη φύση του κακού.

Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε την υπόθεση μεταξύ άλλων από το έργο Σχετικά με την «Ιστορία της Ανθρώπινης Καρδιάς» (1775) του Κρίστιαν Σούμπαρτ. Χρησιμοποίησε ως πρότυπο τη ζωή ενός διαβόητου Γερμανού ληστή, του Νικόλ Λιστ. Μέχρι το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι συμμορίες ληστών δεν ήταν ασυνήθιστες στη Γερμανία.

Αφήγηση φλογερή, αντιπροσωπευτική του αισθητικού κινήματος «Θύελλα και Ορμή», οι «Ληστές» μετουσιώνουν σε τέχνη τις ιδέες ενάντια στην καταπιεστική εξουσία και τον αυταρχισμό. Ένα «επαναστατικό παραμύθι», που αντανακλά το ξέσπασμα της οργής για την κοινωνική αδικία και ανισότητα, θίγοντας ζητήματα διαχρονικά, όπως η σύγκρουση της λογικής με το συναίσθημα, η ασυμμετρία ισχύος μέσα στην κοινωνία, η σχέση του νόμου με την ελευθερία. Χαρακτηρίστηκε σκάνδαλο την εποχή που γράφτηκε, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

 

 

Η παράσταση

 

 

Ο Ακύλας Καραζήσης χρησιμοποιεί τη δοκιμασμένη μετάφραση (2014) του πολυβραβευμένου, καταξιωμένου Γιώργου Δεπάστα και τοποθετεί τη δράση σε μια άχρονη συνθήκη, θα έλεγα έναν διαχρονικό χώρο, όπου λυμαίνονται τον τόπο ληστές- τρομοκράτες, με επικεφαλής τον Σπήγκελμπεργκ που μοιράζεται σε δυο καλούς ηθοποιούς, τον Χρίστο Νταρακτσή και τη Φωτεινή Τιμοθέου. Εύρημα, ας πούμε, και η προσθήκη μιας γυναίκας στην παρέα των ληστών (Χαρά Γιώτα).

Η παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. μοιάζει με προϊόν της οργής, αυτή που ένας νέος νιώθει στα σωθικά του για την κοινωνική αδικία, νιώθει μια φλόγα που τον καίει και τον ωθεί να καταγγείλει το κακό, να «διορθώσει» τον κόσμο και να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Εκείνο, όμως, στο οποίο καταλήγει είναι το τραγικό αδιέξοδο της επαναστατικής δράσης. Ο ήρωας που γίνεται ο «Ληστής», ο Καρλ (ο Γιώργος Κολοβός αποδίδει σωστά το αδιέξοδο αυτό), που βγαίνει στην παρανομία για να διεκδικήσει το δίκαιο του απλού καταπιεζόμενου ανθρώπου, που «έχει περάσει τον Ρουβίκωνα» κι έχει διαπράξει ύβρη, ώστε γι’ αυτόν, δεν υπάρχει επιστροφή στην ομαλότητα.

Ο άλλος που μένει πίσω, ο Φραντς (ο Γιάννης Τσεμπερλίδης, υπερβολικός μέσα στην ιδιοτέλεια και την τιμωρία του), ο παραγκωνισμένος αδελφός που εκμεταλλεύεται την απουσία του Καρλ, για να οικειοποιηθεί τα του οίκου, μετατρέπεται σε ένα είδος Κάιν για τον αδελφό του, βγάζει εκτός μάχης τον πατέρα ( ερμηνεύει η σημαντική ηθοποιός Έφη Σταμούλη τον ρόλο, ως σκηνοθετική άποψη) για να αποκαταστήσει την αδικία που έχει υποστεί, θα πληρώσει επίσης το τίμημα.

Ο πατέρας  είναι ο εμβληματικότερος χαρακτήρας του έργου, ο οποίος ακροβατεί στο όριο, όπου το γελοίο αγγίζει την τραγωδία. Και η Έφη Σταμούλη τον αποδίδει εξαιρετικά. Ιδίως, στη σκηνή του ονείρου συγκινεί με την υποκριτική της δεινότητα.

 

 

Το μήλο της έριδος που χωρίζει τον Φραντς από τον αδελφό του δεν είναι μόνο η περιουσία, αλλά και η Αμάλια (Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου), ευκίνητη, αεικίνητη, ευέλικτη, τραγικά πιστή και, ίσως, σκοπίμως φάλτσα, παράφωνη στο τραγούδι της, υπαινικτικά ένας μελωδικός θυμός. Ο «Ληστής», τον οποίο ακολουθεί μια παρέα αμοραλιστική, στυγνή και αυθάδης, έτοιμη και για πράγματα, τα οποία ο ίδιος δεν θα ήθελε, μπορεί να είναι ο άσωτος του Ευαγγελίου, μπορεί να είναι κι ένας «ζηλωτής» ή ακόμα και ένας «Χριστός», τηρουμένων των αναλογιών.

Η παράσταση κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα του τότε και του τώρα. Τον χρόνο του έργου, τον χρόνο του τότε και τον χρόνο του σήμερα, τον χρόνο δηλαδή των ηθοποιών και των θεατών. Το Θέατρο είναι, έτσι κι αλλιώς, ένας σύνθετος και (ακόμη) γοητευτικός αναχρονισμός.

Το σχέδιο του σκηνοθέτη Ακύλλα Καραζήση είναι να αντιμετωπίσει την ποιητική γλώσσα μέσα από μπρεχτικά γκέστους, δηλαδή ο ρεαλισμός του να είναι περιγραφικός. Παράδειγμα, η διαμάχη Φράντς και Αμάλιας, είναι ένα αβυσσαλέο κοντράρισμα, μια αδιάλλακτη πεισματική αναμέτρηση πέρα από κάθε συμβατικότητα, στημένη σα σελίδα κόμικς και παραγεμισμένη με εξωτερικευμένο ψευδοπάθος. Οι σκηνικές συμπεριφορές των δύο αυτών προσώπων, όπως τις δίδαξε ο σκηνοθέτης, δεν πιστοποιούν ούτε εσωτερικές αντιφάσεις ούτε μια παραλληλία με τη νοοτροπία των ευγενών. Είναι άκρως βερμπαλιστικές και εξουθενωτικές και τους καλούς ηθοποιούς και για το κουρασμένο κοινό.

Επίσης, η μοιρασιά του αρχιληστή σε δυο στόματα αρσενικού και θηλυκού, δε διεκδικεί οργανική και πολύπλευρη θέση στο δράμα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των δυο καλών ηθοποιών.

Ο μόχθος που καταβάλλεται από όλους τους ερμηνευτές για τους «Ληστές» , έτσι όπως τους θέλησε η σκηνοθεσία, αξίζει να υπογραμμιστεί και σε γενικές γραμμές να επαινεθεί.

 

 

Η υποκριτική δουλειά του Γιώργου Κολοβού και του Γιάννη Τσεμπερλίδη στους ρόλους των Κάρλ και Φραντς φον Μουρ αντίστοιχα, βοηθά τα μέγιστα την παράσταση. Είναι ο ένας πόλος, η μία άκρη του νήματος που ξετυλίγει μέσα στη σιλλερική δίνη, κατακλυσμό οργής και υπεραφθονία αισθημάτων.

Δεύτερος πόλος είναι η συμμορία των ληστών (Χαρά Γιώτα, Κωστής Καπελλίδης, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Γιάννης Σύριος) που, σαν ομαδική κίνηση και σκιτσαρισμένες φυσιογνωμίες, καταφέρνει να προκαλέσει θερμά ρεύματα και εντάσεις.

Ο Γιώργος Κολοβός παίζει έναν Καρλ εξαγριωμένο, που η κακότητα, η προδοσία, η αδικία του αδερφού και ο αδυσώπητος μηχανισμός της εξουσίας,τον ωθούν στην απελπισία και την αλαζονεία ν’ ανοίξει μόνος με το σπαθί του τον δρόμο της δικαιοσύνης. Ακραίος, εγωπαθής, μανιασμένος, έχοντας την πεποίθηση του ελεύθερου νου, που πιστεύει σε αξίες, αλλά και φτάνει στην αγριότητα, όταν αντιλαμβάνεται ότι ο ακέραιος, αμόλυντος προορισμός, λάθεψε.

Μια αρνητική όψη του ιδίου νομίσματος, είναι ο δολοπλόκος, υποκριτής, στυγνός φονιάς, ο Φράντς του ταλαντούχου Γιάννη Τσεμπερλίδη. Μια αράχνη μπερδεμένη στον ιστό των μηχανορραφιών της.

Η μετάφραση του καθηγητού Γιώργου Δεπάστα δικαιώνει το πρωτότυπο.

Στα αδιάφορα της παράστασης τα σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά, μια αλέα από χριστουγεννιάτικα δένδρα κι ένας γκρίζος φουτουριστικός, άχαρος όγκος, ως κάστρο, τα παρδαλά, περίεργα, ακαθόριστα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, οι σκοτεινοί φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη. Ενδιαφέρουσα η μουσική σύνθεση της Λόλας Τότσιου.

Αν ζούσε στις μέρες μας ο Σίλλερ, το πιθανότερο θα ήταν να βάλει τον Καρλ και τη συμμορία του να ρίχνει βόμβες Μολότοφ , να ληστεύει Τράπεζες και να προβαίνει σε απαγωγές. Επειδή αυτή η «επαναστατημένη» νεολαία κάνει ανταρσία και όχι επανάσταση.

 

 

Ο σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης δήλωσε πρόσφατα πώς είδε αυτό το έργο : «Είναι μια οικογενειακή τραγωδία από τη μια, που είναι πολύ κλασσικό θέμα, όπως είναι οι Ατρείδες, ο Θηβαϊκός κύκλος ή ο Οιδίποδας και από την άλλη υπάρχουν οι ληστές, η εξέγερση. Ο άσωτος υιός, ο οποίος από ελευθεριακός φοιτητής, που στη δική μας τη γενιά θυμίζουν πολλά πράγματα, γίνεται ληστής, κοινωνικός ληστής, κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών ή όπως ήταν κάποιοι κλέφτες το 1821. Έτσι δημιουργείται και ένα κοινωνικό αίτημα, ένα ζήτημα εξέγερσης, επανάστασης, αμφισβήτησης.

Ακόμη και για την κακία υπάρχει κάτι μακιαβελικό, με την έννοια την αναγεννησιακή. Είναι η ανατομία της καλής πράξης που, όταν την ανατέμνεις, βλέπεις ότι συμπεριλαμβάνει μια κατανόηση και έναν ορθολογισμό. Αναρωτιέσαι για τη συγγένεια: Γιατί είναι ιερή η συγγένεια; Γιατί είναι ιερή η σχέση πατέρα γιού;

Υπάρχει, δηλαδή, μια αμφισβήτηση της ηθικής και συγχρόνως το αίτημα της καταπολέμησης της αδικίας από τη μεριά των ληστών. Όλα αυτά μπερδεμένα με πολλά προσωπικά ζητήματα, με πολλές σάλτσες και πράγματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Είναι ένα έργο τεράστιο, το οποίο το έχω κόψει πάρα πολύ για να παίζεται στη σημερινή εποχή σε δύο ώρες».

 

Επίλογος

Ο Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι παρακολούθησε την παράσταση αυτού του έργου στη Μόσχα, όταν ήταν μόλις δέκα ετών. Το έργο είχε ισχυρό αντίκτυπο πάνω του: «Όταν ήμουν γύρω στα δέκα, είδα μια παράσταση των «Ληστών» του Σίλλερ στη Μόσχα ,με τον Μοτσάλοφ, και μπορώ να σας πω ότι η τεράστια εντύπωση που μου έκανε τότε άσκησε γόνιμη επιρροή στο πνευματικό μου σύμπαν».

Το αναφέρει στους «Αδελφούς Καραμάζοφ», όπου Ο Φιοντόρ Καραμάζοφ συγκρίνει τον εαυτό του με τον κόμη φον Μουρ, ενώ τον μεγαλύτερο γιο του, Ντμίτρι, με τον Φραντς Μουρ και τον Ιβάν Καραμάζοφ με τον Καρλ Μουρ.

Το έργο αναφέρεται,επίσης, στο πρώτο κεφάλαιο της «Πρώτης αγάπης του Ιβάν Τουργκένιεφ» και εν συντομία στο κεφάλαιο 28 της «Τζέιν Έιρ» της Σαρλότ Μπροντέ.

 

 

 

Συντελεστές:

  • Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
  • Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης
  • Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά
  • Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
  • Μουσική σύνθεση: Λόλα Τότσιου
  • Επιμέλεια Ομαδικής Κίνησης: Ηλέκτρα Καρτάνου
  • Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη
  • Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάρα Τσικάρα
  • Βοηθός Σκηνογράφου & Ενδυματολόγου: Σόνια Καϊτατζή
  • Βοηθός Σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη,

 

 

Παίζουν οι ηθοποιοί:

  • Ληστές (Σβάιτσερ, Ρόλλερ, Σούφτερλε, Γκριμ): Χαρά Γιώτα, Κωστής Καπελλίδης, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Γιάννης Σύριος
  • Σπήγκελμπεργκ: Χρίστος Νταρακτσής, Φωτεινή Τιμοθέου
  • Μαξιμίλιαν φον Μορ: Έφη Σταμούλη
  • Φραντς φον Μορ: Γιάννης Τσεμπερλίδης
  • Καρλ φον Μορ: Γιώργος Κολοβός
  • Αμάλια: Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου
  • Χέρμαν: Μάρα Τσικάρα
  • Μπαλαντέρ (Περιπλανώμενη): Ηλέκτρα Καρτάνου
  • Το παιδί (Μαργαρίτα): Λωξάνδρα Λούκας

Μουσικοί επί σκηνής: Αλίκη Μάρδα (βιολοντσέλο), Κατερίνα Ταντανόζη (τρομπέτα)

 

Το τραγούδι της Αμάλια είναι αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού πάνω σε ένα κέλτικο σκοπό.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top