Fractal

«Αχ, σκοτεινά φεγγάρια της ζωής»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Παύλος Θ. Κάγιος, «Απάλλαξέ με», εκδόσεις 24 Γράμματα, Αθήνα Μάρτιος 2023

 

Ήδη από το motto φαίνεται ο τόνος στον οποίο κουρδίζει ο έμπειρος πεζογράφος το αφηγηματικό του μουσικό όργανο.

 

Μόνος έρχεσαι στη ζωή Μόνος αγγίζεις το θαύμα Μόνος συναντάς το θάνατο.

Μόνο στον έρωτα και στη φιλία η μοναξιά δεν είναι αβάσταχτη.

 

Στους φίλους μου.

 

Γιατί περί αυτού πρόκειται: αρμονία που αγγίζει τα όρια τής μετανεωτερικής ποιητικότητας.

Δεινός δομικός σχηματισμός σαν τις συμπαντικές κβαντικές διαταραχές τής κοσμικής λίμνης.

Προσεκτικό ξετύλιγμα τής πλοκής, όπως στο “Bolero” τού Ραβέλ.

Μα πάνω απ’ όλα έγνοια για την πατροπαράδοτη τεχνική των παραμυθάδων τής Ανατολής που έγιναν κλασικοί μέσα από την λειασμένη κατοχή των εκφραστικών τους μέσων.

Η αριστοτεχνική δεξιότητα δεν χαρίζεται, δεν κληρονομείται, αλλά κατακτιέται: με προσεκτική παρατήρηση, επισταμένη «ανάγνωση», μελέτη, πειραματισμούς, δοκιμές…

Η ιστορία είναι πάρα πολύ απλή, έως γραμμική.

Η αποδοχή τού διαφορετικού, η κοινωνική ενσωμάτωση τού εξαιρετικού και στο τέλος η σύγκρουση που δεν μπορεί να αποφευχθεί, αφού «πατήρ πάντων Πόλεμος» (σύμφωνα με τον Ηράκλειτο).

Η Ειρήνη είναι θηλυκού γένους. «Μακάριοι οι πραείς».

Πόσο εύκολο όμως είναι να παραμείνεις ατάραχος στο τραινάκι τού φόβου σε μια παραλία που σπαράσσεται από σεισμούς, σε μια πύρινη θάλασσα όπου «ανθίζουν» ηφαίστεια;

 

Στο πρώτο μέρος, στο πρώτο κεφάλαιο, ήδη από την «έκθεση», το κεντρικό πρόσωπο αυτοπαρουσιάζεται σε πρώτο πρόσωπο ενικού αριθμού (λειτουργώντας φυσικά συνεκδοχικώς κι επιτρέποντας την ταύτιση με κάθε τι διαφορετικό):

 

Πάει καιρός που έχω κλείσει και τον τελευταίο λογαριασμό της ζωής μου. Δε χρωστάω τίποτα. Δε μου χρωστάνε τίποτα. Πλήρωσα με χρήμα, δάκρυα και σκοτωμένο αίμα το αντίτιμο του αγναντέματος του ήλιου. Πληρώθηκα για τα τραγούδια μου με αγάπη, γέλια, ζήλια, μίσος. Και πλήρωσα για το μαύρο πετσί μου με ρατσισμό, φθόνο, μοναξιά, απάρνηση λησμονιά. (σελ. 14).

 

Αριστοτεχνική διαχείριση τού υλικού, περιγραφικότητα προσαρμοσμένη στις σημερινές αναγνωστικές αντοχές και έξεις.

Ήδη στη σελίδα 29 τού καλοφτιαγμένου αυτού τόμου η συγγραφική πρόθεση αποκαλύπτεται:

-«Ουφ, λίγο αέρα! Βαριά κι ασήκωτα κύριε Αντρέα ξεκινάς το βιβλίο σου. Αρπάζεις τον ανα- γνώστη απ’ τον λαιμό. Τι διάολο, δεν έμαθες ακόμα, να ράβεις με αραιές βελονιές τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους έτσι ώστε όταν ξηλώνουν να μην πονά- νε;» με ρωτάει η Ευδοκία που έχει πάρει και διαβάζει σελίδες του νέου μυθιστορήματος που γράφω…

-«Προτιμώ», της απαντώ, «οι ήρωές μου να ράβουν με πυκνές βελονιές τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους έτσι ώστε να αντέχουν και να μην ξηλώνουν στην πρώτη βαρυχειμωνιά».

-«Ε, τότε, γιατί σκότωσες από την αρχή, κιόλας, την Αλέκα, τη Χήρα, όπως τη λες»;

-«Νομίζω πως ξέρεις και γιατί το έκανα αυτό και πόσο πόνεσα για να φτάσω σε μια τέτοια απόφαση.

-«Μην μου αποκρίνεσαι μ’ αυτό το συνωμοτικό ύφος. Μόνο το δικό σου μυαλό που πλέκει και γρά- φει αυτή την ιστορία, έχει τις απαντήσεις. Η δικιά μου η δουλειά είναι άλλη»…

 

Και περνάμε σε εννοιολογικά και ιδεολογικά θέματα (σσ. 35-36):

Ευδοκία: «Και προς τι τόση συζήτηση περί του αν κατέχουμε κάτι απόλυτα ή σχετικά, εφόσον η απατηλή λέξη κατέχω σημαίνει, απλώς και μόνο, αγκαλιάζω τον άνεμο»*11 μονολογώ σηκώνοντας το κεφάλι από την ιστορία που διαβάζω, απευθυνόμεη στον συγγραφέα.

Δεν έχω κάτι να απαντήσω, κι ακολουθώ τον ήρωά μου στις πρώτες πυρακτωμένες αναμνήσεις του:

Πανικό είχα νιώσει όταν μου προέκυψαν οι… μυστηριώδεις ονειρώξεις σε μια περίοδο που γίνονταν όλο και πιο αβάσταχτα τα καψόνια και τα πειράγματα των συμμαθητών μου. Ήμουν, βλέπεις, υπερβολικά ψηλός και λυγερόκορμος και υπέρ το δέον αεράτος και λικνιστός. Χάρες-δεσμά που θα μου έπαιρναν πολλά χρόνια αυστηρής αυτοκαταπίεσης και μαστιγώματος του εαυτού μου για να τις αποτινάξω απ’ το σώμα μου κι απ’ την ψυχή μου.

 

Ο σχολικός, παιδικός κοινωνικός ρατσισμός ανάγλυφος:

Χωρίς να το καταλάβω, όλο και φοβόμουν κι απέφευγα να μιλάω με άλλους για θρησκευτικά θέματα ή για τις αφρικανικές ρίζες μου μιας και τα πρώτα ήταν μπερδεμένα στο μυαλό μου και οι δεύτερες γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνα πολεμοφόδια για τους αιμοδιψείς συνομήλικούς μου που στην πρώτη ευκαιρία έκραζαν «Δημοσθενίτσα αδερφίτσα, φέρε μια κουβαριστρίτσα».

«Για ποιον λόγο με κοροϊδεύουν; Τι έχω κάνει;», είχα ρωτήσει τον φίλο μου τον Μιχάλη με δάκρυα στα μάτια μια φορά ύστερα από κάποιο ανυπόφορο καψόνι.

«Γιατί εσύ γεννήθηκες ωραίος και καλός. Αυτοί γεννήθηκαν κακοί κι άσχημοι και σε κυνηγούν γιατί δε μπορούν να γίνουν σαν εσένα», του απάντησα με παιδική φούρια και σιγουριά.

 

Ακόμα μία συγγραφική παρέκβαση-παράβαση μετανεωτερικού τύπου:

Ευδοκία: Καλά ε, μοιάζει τόσο απίθανη κι εξωφρενική η ιδέα να ’ναι μαύρη όχι μόνο η μάνα του ήρωά σου, αλλά και οι αδελφές της, που δεν ξέρω τι να πω!

Αντρέας: Ε, κι η πραγματικότητα είναι πολλές φορές εξωφρενική, αλλά δε γεννάει απορίες σε κανένα μας και κανείς μας δεν την αμφισβητεί.

Ευδοκία: Ξέρεις, αρχίζω να αναρωτιέμαι μήπως, τελικά, αποδειχτεί πως γράφεις δύο βιβλία με τον ίδιο ήρωα.

Αντρέας: Ε;

 

Παύλος Θ. Κάγιος

 

Και πώς θα μπορούσε να λείπει η μυθική Αλεξάνδρεια (μετά το Κιλιμάντζαρο στην Τανζανία) σε αυτό το κοσμοπολίτικο αφήγημα;

Βρισκόντουσαν στην ψαροταβέρνα Το δίχτυ που είναι σ’ ένα δρομάκι κάθετο στην παραλιακή λεωφό- ρο Κορνίς με τους φοίνικες να αντανακλώνται στους επιβλητικούς καθρέφτες του ξενοδοχείου Σεσίλ όπου διέμεναν ο Οδυσσέας και τα τρία κορίτσια του. Από ’κει πέρασε ο Δημοσθένης με τη γυναίκα του την Αντιγόνη, κλείνοντας το μαγαζί με παπούτσια που έχουν κοντά στη διάσημη λεωφόρο, και τους έβγα- λαν για φαγητό. Κι όλη η αίθουσα ακούει χαμογελώ- ντας τη μικρή να τραγουδάει και στο τέλος ξεσπάει σε χειροκροτήματα και μπράβο!

«Βουρκωμένος, τότε, ο πατέρα μας» θυμόταν η Αναστασία, «χάιδεψε το προσωπάκι της μικρής αδελ- φής μας λέγοντας της συγκινημένος “Malaika μου η καμπανιστή, εγκεφαλική φωνούλα σου βγαίνει από το στόμα σου σα φτερό στον άνεμο, σα να λες habari ya asubuhi, καλημέρα, παροτρύνοντας τον άλλον να κοιτάξει μέσα του και να βγάλει έξω του όλους τους καημούς του”».

Το βάρος στην ψυχή μου από την έλλειψη του δικού μου πατέρα και τις κοροϊδίες, τα καψόνια και το ξύλο των συνομήλικων μου, αλάφραινε όταν σκεφτόμουν τη χρυσή καρδιά του «παππού» Δημοσθένη ο οποίος έμελλε να παίξει στο εγγύς μέλλον σωτήριο ρόλο για τη μάνα μου, τις θειάδες μου, αλλά και για μένα…

«Ήταν ο πρώτος καιρός μας στην Αλεξάνδρεια» έπαιρνε τον λόγο η Χήρα «και χαζεύαμε κι οι τρείς μας σα χάνοι και με ορθάνοιχτο στόμα και μάτια την ομορφιά γύρω μας, τρισευτυχισμένες που το είχαμε σκάσει από τη μεσαιωνική Τανγκανίκα που στα μάτια μας ζούσε, ακόμα, στην εποχή των σκλαβοπάζαρων». Σ’ αυτό το σημείο, θυμόμουν, την είχε αποπάρει η μάνα μου λέγοντας: “Αχ μωρέ Αλέκα, μην ξεχνάς πως σε όλη την κατοπινή ζωή μας βαλαντώνουμε από νοσταλγία γι’ αυτή την άγρια γενέθλια γη! Εντάξει, επικρατούσαν εκεί μαύρα μεσάνυχτα σε ανθρωπιστικά θέματα και φαντάζομαι πως έχεις στο μυαλό σου εκείνο το άγριο επεισόδιο που θύμιζε εποχές σκλαβοπάζαρων και διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια μας, στο λιμάνι του Νταρ ες Σαλάμ, έτσι δεν είναι; Εκεί όπου στη διάρκεια του ξεφορτώματος ενός καραβιού ένας λευκός επιστάτης χτυπούσε με μαστίγιο τους μαύρους εργάτες να κάνουν πιο σβέλ- τα τη δουλειά τους με το πατερούλη μας να μας απομακρύνει αμήχανος μην ξέροντας τι να απαντήσει στα μάτια μας που τον ρωτούσαν γιατί;”».

«Ανασαίναμε βαθιά κι ανοίγαμε όσο αντέχανε τα πνευμόνια μας» συνέχιζε η Χήρα «μπας και χορτάσουμε τις μυρωδιές, τα αρώματα και τα χρώμα- τα που αναδύονταν σε στέκια πίσω από την κοσμική και πολύβουη λεωφόρο Ραμλίου, τη Ζουγλούλ. Σε μαγαζάκια, κτίρια, ανθρώπους, αγάλματα, φωνές, ανατολίτικα τραγούδια της κλάψας και του οδυρμού, μοιρολατρικά ρεμπέτικα τραγούδια, βρισίματα, τσακωμούς, μπαχαρικά, παστουρμάδες, ναργιλέδες, φούντες, υπονόμους, συναλλαγές και σκοτεινές συναντήσεις κατακριτέες από την καθώς πρέπει κοι- νωνία που εμείς, τότε, δεν τα παίρναμε χαμπάρι».

«Μόνο μεγαλώνοντας» ανέφερε η Σοφία, «κατάλαβα αυτά που άκουσα τότε από τον πατέρα μας και τον φίλο του τον Δημοσθένη που υποστήριζαν ότι βρισκόμασταν στη χρονιά που κορυφωνόταν ο αγώνας κατά του ναζισμού και στην Ελλάδα έμπαινε επειγόντος το ζήτημα της εξουσίας, τι κοινωνικό σύστημα και πολίτευμα θα κυβερνούσε τη χώρα. Τότε, τον σκληρό Απρίλιο του 1944, όπου οι ναύτες και οι στρατιώτες μας που ήταν στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, εξεγέρθηκαν και κατέλαβαν τα στρατόπεδα και τα πλοία τους προς υποστήριξη του ΕΑΜ. Κι άντεξαν είκοσι μέρες μέχρι που οι Άγγλοι

—όπως πάντα…— και η ελληνική βασιλική εξόριστη κυβέρνηση, έπνιξαν στο αίμα την εξέγερση».

 

Και φτάνουμε αισίως – τρόπος τού λέγειν – στο κεφάλαιο με τίτλο «Αποδιοπομπαίος τράγος» με αναφορά στην διϋποκειμενικότητα τής εμπειρίας:

 

Ευδοκία: Αρχίζω να υποψιάζομαι πως θα βάλεις τον ήρωά σου να ζήσει καταστάσεις που δεν είναι μακριά απ’ τις δικές σου στα εφηβικά σου χρόνια…

Αντρέας: Ε, και; Ξέρεις να υπάρχουν ιστορίες που λένε ή που γράφουν οι άνθρωποι και δεν ακουμπάνε σε προσωπικά τους συμβάντα, αληθινά ή γεννήματα του μυαλού τους που σε τελική ανάλυση μπορεί και να ταυτίζονται;

 

«Δεν υπάρχει τίποτα το προσωπικό», όπως είπε ο μεγάλος δραματουργός Αύγουστος Στρίντμπεργκ στο νεκροκρέβατό του. Κάθε διήγηση εμπεριέχει σπέρματα από την εμπειρία των άλλων. Συλλογική Συνειδητότητα, Συλλογικό Υποσυνείδητο.

Και φτάνουμε στο κρίσιμο κεφάλαιο «Η μαύρη ρεμπέτισσα και η κουνημένη φωτογραφία»:

 

Επιτακτικά, τότε, αποφάσισα και διέταξα το μυαλό μου, να μου επιβάλει πάση θυσία λογοκρισία. Να πεισθώ ότι διεγείρομαι σκεπτόμενος τα κορίτσια στο διπλανό πορνείο κι όχι τα σώματα των νέων αντρών που έπεφταν πάνω τους. Έτσι, άρχισα να καλλιεργώ μέσα μου μια «διπλή ταυτότητα». Ικανοποιούσα, δηλαδή, τη σεξουαλική φαντασίωσή μου με τις εικόνες που με ερέθιζαν αληθινά και, παράλληλα, έπειθα τον εαυτό μου πως αυτό πρόκυπτε από την… ορθή πηγή του ερεθισμού μου. Κι ο διχασμός του σεξουαλικού προσανατολισμού μου, απλώθηκε σε άλλα να με ερεθίζουν και σε άλλα να πείθω την φαντασία μου και τον εαυτό μου ότι με ερεθίζουν πλασάροντάς τα γύρω μου ως πηγή της διέγερσής μου για να είμαι ίδιος με τους άλλους και να γλυτώνω την απομόνωση και τα ειρωνικά χάχανα, πειράγματα…

Για να επιβάλω δε, το ορθό γούστο στην επιθυμία μου, ξεκίνησα να τιμωρώ ο ίδιος το κορμί μου χαράσσοντας με σουγιά τις παλάμες μου, τα πόδια μου, την κοιλιά μου έτσι ώστε να πονέσω και να υποχωρήσει ο ερεθισμός μου από απαγορευμένες φαντασιώσεις. Ή, ακόμα χειρότερα, υπέβαλα στον εαυτό μου κάποια από τα βασανιστήρια που ’χα υποστεί μικρός από τους συμμαθητές-διώχτες μου, όπως εκείνο με το βρασμένο νερό στο οποίο βουτούσα απότομα τις παλάμες μου φωνάζοντας «είμαι άντρας και αντέχω»,

«είμαι άντρας και αντέχω», «είμαι άντρας και αντέχω!». Και οι σκέψεις «να βάλω τέλος στη ζωή μου» που ’χαν πρωτοπεράσει στο μυαλό μου στο νησί όταν με λαχτάριζαν οι συμμορίες των συνομηλίκων μου, κέρδιζαν, ξανά, έδαφος μέσα μου.

Απελπισμένος, αν και διαρκώς ερεθισμένος σεξουαλικά, προσπάθησα να βρω παρηγοριά κι ελπίδα στη θρησκεία.

 

Η παραστατικότητα είναι τόσο προφανής που δεν θα προδώσουμε άλλο την πλοκή, θα επιμείνουμε όμως σε ορισμένα σημαίνοντα χωρία, όπως:

 

Το πρόγραμμα περιλάμβανε δύο έργα· το ένα κατασκοπευτικό και το άλλο «αυστηρώς ακατάλληλον». Στα τυφλά κι ανατριχιάζοντας από φόβο, προσπάθησα να βρω θέση να καθίσω, αλλά, αγγίζοντας ψαχουλευτά ένα κάθισμα, γέμισε η παλάμη μου υγρά που υποψιάστηκα πως ήταν σπέρματα. Τελικά, κάθισα λίγο πιο πέρα τη στιγμή που εξελισσόταν στην οθόνη το σεξ φιλμ για το οποίο είχαν έρθει κι οι πιο πολλοί θεατές κάποιοι από τους οποίους μασουλούσαν σάντουιτς με το ένα χέρι και με το άλλο είχαν βγάλει έξω τα εργαλεία τους και τα παίζανε. Πρωταγωνιστής του ήταν ένας… ημίθεος Γάλλος που πηδούσε τη μια γυναίκα μετά την άλλη με την αίθουσα να τον επιβραβεύει χειροκροτώντας τον και φωνάζοντας «Άξιος! Άξιος!» κάθε φορά που εκσπερμάτωνε ερεθίζοντας και μένα θυμίζοντάς μου το περιστατικό που είχα δει στην παραλία Σεϋχέλλες στην Ικαρία. Μα σε λίγο, τινάχτηκα έντρομος από την καυλωμένη αποχαύνωση μου συγκρατούμενος στο τσακ να μη φωνάξω, όταν ένιωσα το χέρι του διπλανού μου, ενός στιβαρού σαραντάρη απ’ ότι έκοψα με πλάγια ματιά, να χαϊδεύει πάνω από το παντελόνι μου το σηκωμένο πράμα μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πετάχτηκα όρθιος και τράπηκα τρομαγμένος σε φυγή φοβούμενος μη με… χτυπήσει έτσι γεροδεμένο που τον είχα κόψει. Βγαίνοντας δε απ’ τον κινηματογράφο και στρέφοντας το κεφάλι μου πίσω, είδα να με ακολουθεί και στο φως της μέρας μου φάνηκε ακόμα πιο μπρατσομένος. Οπότε κι εγώ, άνοιξα βιαστικό βήμα μα καθώς αυτός με ακολουθούσε άρχισα να τρέχω για να με χάσει έτσι ώστε όταν σε λίγο θα έφτανα στο Μεταξουργείο, να μην τον δουν στη γειτονιά δίπλα μου και νομίσουν ότι έχω παρτίδες μαζί του.

[…]

Το ίδιο βράδυ, ονειρεύτηκα να ρίχνουμε βουτιές με τον Μιχάλη στο Πριόνι και να λιαζόμαστε μέσα στη χαύνωση του καυτού ήλιου ευτυχισμένοι που ’μασταν μαζί και μόνοι.

Ευδοκία: Γιατί διάλεξες για ήρωες του βιβλίου σου αυτά τα πρόσωπα;

Αντρέας: Αυτά δεν εξηγούνται, το λένε ή όχι οι ίδιοι οι ήρωες κι οι ιστορίες τους.

 

Βλέπουμε πως ένας νεορεαλισμός τύπου δεκαετίας 1970 διακτινίζεται μέχρι το μεταμοντέρνο μεταιχμιακό παρόν, μεταβατικό σε μία άλλη βαθμίδα τού ανθρώπινου τεχνολογικού (ρομποτικού πλέον) πολιτισμού μας. Αναρωτιέμαι τι θα καταλαβαίνουν άραγε απ’ όλ’ αυτά τα ευφυή μηχανήματα τής τεχνητής νοημοσύνης. Τίποτα; Τίποτα απολύτως. Η Λογοτεχνία, η Τέχνη, το υψηλό χιούμορ θα παραμείνουν πάντοτε απροσπέλαστες εκφάνσεις τού Μεγάλου Μυστηρίου εντός μας.

 

Μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί και δύναται να μεταφερθεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στο Διαδίκτυο (ή και σε όλα αυτά μαζί) γιατί συνάδει με την νοσταλγική κατάθλιψη τής εποχής μας.

Ποιητικό κάπως παλιομοδίτικος ο τίτλος «Άνθη φυτρωμένα στην άσφαλτο», υποδηλώνει την βίαιη εξαστικοποίηση και εκβιομηχάνιση τής νεοελληνικής αγροτοκτηνοκτηνοτροφικής κι αλιευτικής/κυνηγετικής κοινωνίας.

 

Βρισκόμουν στη Δευτέρα Λυκείου και από τη μια κουμανταριζόμουν από την ασυλλόγιστη, παρθενική και σκιαγμένη ορμή της εφηβείας μου και από την άλλη, καταδυναστευόμουν από τον ψυχαναγκασμό μου —και έξωθεν και έσωθεν— που πάσχιζαν να με φέρουν στον ίσιο δρόμο. Είχα, ήδη, αρχίσει, φροντιστήριο για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο, κι έκανα κάθε βράδυ τη διαδρομή Μεταξουργείο-Πλατεία Κάνιγγος γύρω από την οποία ήταν μαζεμένα τα πιο πολλά φροντιστήρια όπου περιφερόταν η συντριπτική πλειοψηφία της σπουδάζουσας νεολαίας της Αθήνας στην οποία ήταν —και παραμένει— εγκατεστημένη περισσότερη απ’ τη μισή Ελλάδα.

Ένα βράδυ που ’βρεχε, που ’βρεχε μονότονα… τραγουδούσε ο Γούναρης στο τρανζιστοράκι του καθαριστή των υπόγειων αποχωρητηρίων της πλατείας Κάνιγγος, τη στιγμή που κατέβηκα να κατουρήσω κι άστραφταν στον ουρανό ακουμαντάριστοι κεραυνοί. Δεν πρόλαβα να αρχίσω να κατουράω όταν είδα έναν λιανό σαραντάρη —ήμασταν μόνο οι δυο μας εκεί κάτω— να αφήνει τη δική του μεριά στην πέρα άκρη και με τεντωμένο προς τα ύψη τον σκληρό και τεράστιο ανδρισμό του να έρχεται στην άδεια διπλανή μου θέση κουνώντας και μοστράροντάς μου επιδεικτικά το πράμα του κάνοντάς με από τη μια να θέλω να φύγω τρέχοντας, κι από την άλλη, να μη μπορώ να σαλέψω ρούπι.

Και σα να μην έφτανε αυτό, την ίδια στιγμή κατέβηκε με φούρια ένα πεταχτούλικο αγόρι των φροντιστηρίων και πήρε θέση ακριβώς δίπλα στον γείτονά μου, αφήνοντας έκπληκτο ένα «ουάου», αντικρίζοντας το τεράστιο όργανό του. Και χωρίς να χάσει λεπτό, άπλωσε το λεπτοκαμωμένο χεράκι του και πήγε να αιχμαλωτίσει, μάταια, μέσα στη χούφτα του το χοντρό πέος του. ΄Ώσπου, φουντωμένο από αυτό που έπιανε το χέρι του και δίχως να μπορεί να κρατηθεί ή να λογαριάζει εμένα ή κάποιον άλλον που μπορεί να κατέβαινε, γονάτισε και το πήρε με το ζόρι όλο στο στόμα του κάνοντας τον τύπο σε λίγα λεπτά να εκσπερματώσει μέσα στο στόμα του κι ο μικρός… προσκυνητής να αδειάσει με πάταγο τα σπέρματα μέσα στον ουρητήρα. Πανικόβλητος, έβαλα με κόπο τον ορθωμένο ανδρισμό μου στο παντελόνι μου κι ανέβηκα βιαστικά τα σκαλιά των ουρητηρίων με τα σπέρματά μου να τινάζονται μέσα στο άσπρο σλιπ μου λεκιάζοντας μέχρι έξω το παντελόνι μου.

«Ε, δεν πάει άλλο, πρέπει να ξεκαθαρίσω τον προσανατολισμό του ερεθισμού μου» αποφάνθηκα σοβαρά-σοβαρά μέσα μου λες και διάβαζα… κανόνα της φυσικής. Και αποφάσισα, πάση θυσία, να κάνω έρω- τα με γυναίκα. Και γυναίκα διαθέσιμη εδώ και τώρα, δεν υπήρχε, τότε, άλλη από μια πόρνη. Κι αφού τα κόκκινα φωτάκια ήταν σε αφθονία στο Μεταξουργείο και στις γύρω περιοχές, δεν είχα παρά να κάνω μια μπουρδελότσαρκα και να αποφασίσω ποιο κορίτσι θα με άναβε πιο πολύ στην πασαρέλα που προηγείτο στα σαλονάκια των οίκων ανοχής πριν περάσει ο πελάτης στα ιδιαίτερα.

Κι άρχισα μια σειρά από δοκιμαστικά μπες-βγες στα μπουρδέλα για να ενθαρρύνω τον εαυτό μου, αλλά χωρίς να τολμάω να περάσω στη δράση. Απόφαση στην οποία μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας. Και πάνω που ετοιμαζόμουν να βάλω χέρι στο ταμείο του Ραντεβού…, άκουσα τη Χήρα να μου λέει με το γνωστό σέρτικο ύφος της «ρε συ κωλόπαιδο που να μη χέσω τη μάνα σου, μη μου κάνεις εμένα τον ακατάδεχτο, πάρε αυτά τα φράγκα και πήγαινε να ξεχαρμανιάσεις σε κανένα απ’ τα κορίτσια που ’ναι γεμάτη η γειτονιά» βάζοντάς μου στην τσέπη ένα κατοστάρικο. Και κλείνοντάς μου το μάτι, συμπλήρωσε πιο σιγά, όσο πιο σιγανή μπορούσε να κάνει την αμάζευτη στεντόρεια φωνής της: «μεταξύ μας, οι διπλανές μας, η Μαλβίνα και η αδελφή της η Λυδία, μια χαρά μεγαλοκοπέλες είναι, άσε που, σίγουρα, θα σου μάθουν και διάφορα κολπάκια…»!

Φοβούμενος, όμως, τη βαθμολόγηση των ικανοτήτων μου από τη Χήρα μιας και σίγουρα θα την πληροφορούσαν επ΄ αυτών οι διπλανές αδελφές… Τατά, απέφυγα να τις επισκεφτώ. Και μία, και δυο και τρεις φορές εκείνη τη χρονιά ξάπλωσα πάνω σε κορίτσια πορνείων χωρίς να νιώσω ούτε κρύο ούτε ζέστη. Τι σήμαινε αυτό; Με το ζόρι και με ψιλοπεσμένο πέος εκσπερμάτωση και με μικρή ηδονή. Κι όταν κάποιες φορές, επέβαλα στη φαντασία μου να μου δείχνει πως από κάτω μου έχω ένα ωραίο αντρικό κορμί μπας κι αυξηθεί η ηδονή, το αποτέλεσμα ήταν, ακόμα, πιο απογοητευτικό μιας κι αυτό προκαλούσε… μπλακάουτ στην πηγή του ερεθισμού μου.

Ήταν, όμως, τόσο ακράτητη η λύσσα μου να αποδείξω στον εαυτό μου —και στον αρσενικό εγωϊσμό μου— ότι είμαι άντρας, που δε θέλησα να απογοητευτώ. Και πήρα θάρρος ακούγοντας κι απ’ άλλους γύρω μου να λένε πως δεν τη βρίσκουν, δεν καυλώνουν με τις πουτάνες ή διαβάζοντας σεξουαλικά εγχειρίδια που ανέφεραν πως η μη ανδρική στύση στα πορνεία είναι σύνηθες φαινόμενο.

Ενθαρρυμένα, έτσι, το μυαλό μου και το μάτι μου, άρχισαν να περιστρέφονται στα γνωστά μου κορί- τσια. Στο άνοιγμα του κύκλου των γνωριμιών μου πηγαίνοντας από πάρτι σε πάρτι κι από ντισκοτέκ σε ντισκοτέκ. Φλερτάροντας όλο και πιο τολμηρά με χουφτώματα και ξεμοναχιάσματα μ’ ένα σωρό κοπέλες πείθοντας τον εαυτό μου ότι ερεθίζομαι.

«Αχ, σκοτεινά φεγγάρια της ζωής. Κανένα ύστερο φως δε θα αποκολλήσει από πάνω μας τους βουβούς παρθενικούς πανικούς μας» μονολογεί η Ευδοκία ρωτώντας με «δε μπορείς να βοηθήσεις τον ήρωά σου να ξεκαθαρίσει προς τα που να πάει;

Αντρέας: Τι νόημα θα έχει κάτι τέτοιο; Ασ’ τον να βρει μόνος του τι επιθυμεί και τι θέλει να κάνει.

Ευδοκία: Αν θυμάσαι, ούτε εσύ δεν είχες βρει μόνος σου τη λύση και τον προσανατολισμό σου σ’ αυτό το θέμα…

 

Είναι φανερό πως η εποχή μας έχει ξεπεράσει πολλά ταμπού, τα περισσότερα στεγανά έχουν σπάσει, τα παλαιά άδυτα έχουν καταρρεύσει και τώρα, στον πρόναο τής Νέας Εποχής, η εξομολογητική διάθεση και η διαμεσολαβημένη (εμμέσως μαρτυρούμενη) εμπειρία προδίδει την δίψα μας για την Ελευθερία που θα μάς λυτρώσει.

Αυτό κρατάω από αυτόν κοινωνικό πανικό, που είναι κάτι περισσότερο από ορμονικός μετασχηματισμός (ας μην τα απλοποιούμε όλα – από το απλό όμως ξεκινάμε και πορευόμαστε ευθυτενείς).

Στο Δεύτερο Μέρος αυτού τού πονήματος συναντάμε κεφάλαια με τίτλους, όπως: Πέρα από τη μοναξιά του πλήθους, Η ζωή πάει παρακάτω –που;, Κλεφτά φιλιά…, Δίνη συναισθημάτων, Η Μαρίνα της αυγής, Αστέρια στις θάλασσες του μυαλού μου, «Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι», -Θα ξεφύγω απ’ την πραγματικότητα -Δε θα ξεφύγεις απ’ την πραγματικότητα…

 

Ο κινηματογραφικός νεορεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο…

Είμαστε η γενιά μας; Και τι πέρα απ’ αυτό; Μόνον η συστηματική καταγραφή μάς αποστασιοποιεί.

 

Κι αρχίζει το τρίτο μέρος. Κεφάλαια με τίτλους: Συναντιόμαστε στα όνειρα μας, Πιάνεται η ζωή απ’ την αρχή;, «Είναι πολύ δυσάρεστο να κλείνεσαι απέξω. Μα είναι πολύ πιο δυσάρεστο να κλείνεσαι μέσα», Δεν κοιταζόμαστε στα μάτια − Δεν αγγιζόμαστε, Και ξαφνικά φορέσαμε τη ζωή ανάποδα…

 

Η απαραίτητη (στην κλασική αφήγηση) ΑΝΑΤΡΟΠΗ σε όλο της το μεγαλείο.

Και συνεχίζουν οι τίτλοι να πέφτουν: Κοιμηθήκαμε με καύσωνα − Ξυπνήσαμε με χιόνια, Μη μου λες αλήθεια…

 

Τώρα, είναι απομεσήμερο,   ντάλα   καλοκαίρι Αυγούστου. Στον όρμο του Πριονιού, δεν υπάρχει ανθρώπινη ψυχή. Ζει και προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα που απλώνεται γύρω του. Μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο ήρεμος και αφήνεται να ακολουθεί τους ήχους της φύσης όπως αυτή διαμορφώνεται στο κόλπο. Γαληνεύει συμμετέχοντας στο παιχνίδισμα του κύματος που δεν κουράζεται να επαναλαμβάνεται. Γαργαλιέται ευχάριστα από τα ελεύθερα μακροβούτια των ψαριών πάνω στον αστρα- φτερό αφρό του Αιγαίου. Γλαρώνει νωχελικά από το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών που δε σταματούν λεπτό και μόνο αυτά ξέρουν να δοξάζουν εσαεί κι απόλυτα το θέρος. Χαίρεται το πέταγμα των γλαροπουλιών κι όλων των πουλιών που φτερουγίζουν ξετρελαμένα από την τόση ελευθερία. Ακολουθεί τον ήχο του ανέμου και τα μελτέμια τραγουδούν ξέγνοιαστα κι απλώνονται σα κυματιστά χαλιά πάνω στη θάλασσα πηγαίνοντας πέρα-δώθε θάμνους, πουρνάρια, δεντράκια ανάλογα τη διάθεσή του. Και σιγά-σιγά η ζωή στην παραλία Μη μου λες αλήθεια μαθαίνει να ακολουθεί τις αλλαγές που της επέβαλαν οι κατολισθήσεις των βράχων. Μπορεί, βέβαια, η σημερινή όψη του όρμου να μη συγκρίνεται σε ομορφιά κι αρμονία, με την εικόνα που είχε πριν την κατολίσθηση, αλλά στο πέρασμα του απροσμέτρητου χρόνου η νίκη, μπορεί, να ’ναι και πάλι δική του…

Μα μισό λεπτό, σαν κάποιοι αλλιώτικοι θόρυβοι να ακούγονται… Για να τεντώσουμε καλά τ’ αυτιά μας… Ακούτε ήχους σκαψίματος; Σα κάποιοι να προσπαθούν να ανοίξουν νέο μονοπάτι πρόσβασης στο κόλπο… Ποιοι να ’ναι άραγε; Μήπως είναι οι ήρωες της ιστορίας μας; Ή, μπας κι είναι λησμονημένοι ήχοι του παρελθόντος που τους μεταφέρουν στα φτερά τους νεράιδες για να τους αντιλαλήσουν και να τους στοιχειώσουν σε ξεχασμένες θαλασσινές σπηλιές ελπίζοντας να τους νεκραναστήσουν σε κάποια άλλη διάσταση;

Δεν είναι κι απίθανο, πάλι, να ’ναι θόρυβοι από καινούργιους εξερευνητές της ζωής που αρχίζουν να χαράσσουν νέα μονοπάτια για να περπατήσουν και να γράψουν τη δικιά τους ιστορία… Όλα είναι πιθανά… Τίποτα δεν αποκλείεται…

Σε λίγο θα φανεί περί τίνος ακριβώς πρόκειται…

 

Μια τέτοια ανοιχτή σε επιθυμίες και διαθέσεις κατάληξη, μπορεί, να οδηγεί και στο τέλος της ιστορίας μας…

Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο φινάλε που επιμένει να ακουστεί ως διαφορετική εκδοχή της ίδιας ιστορίας μιας και για το κάθε «τέλος» και την κάθε «αρχή» η ζωή αποφασίζει τη μοίρα του.

 

Το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του επιτυχημένου, συναρπαστικού τριπτύχου έχει τίτλο «Απάλλαξέ με» και φυσικά δεν θα σας το παραθέσουμε εδώ προκειμένου να μην χάσει το στοιχείο τού απρόβλεπτου το βιβλίο.

 

Αναζητείστε το και απολαύστε το σαν σουμάδα παλαιάς παρασκευής. Δεν θα χάσετε!!!

Ευσύνοπτον το ειλικρινές.

 

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top