Fractal

Αντώνης Σουρούνης: «Ένα αγόρι γελάει και κλαίει»: «έχω ένα χρέος απέναντι στο προδομένο μας παρελθόν και στον εαυτό μου…»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

«Κανένας, ποτέ, δεν μου συγχώρησε το ότι βάδιζα έξω από τη φάλαγγα. Όσοι δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να με φθονήσει τον πίεζαν να με οικτίρει. Ήταν κάτι που με διασκέδαζε, ιδίως όταν γινόταν από παλιούς γνώριμους, που είχαν πάρει ήδη την πρώτη δόση της προίκας.

«Οι άνθρωποι με πλησίαζαν με περιέργεια, με άγγιζαν με φόβο και έφευγαν τρέχοντας. Άργησα πολύ να μάθω γιατί…» (Επιστρέφοντας στον κόσμο μου).

 

Μικρό απόσπασμα από το πρώτο του βιβλίο: «Ένα αγόρι γελάει και κλαίει», που τον καθόρισε και περιείχε εν σπέρματι όλη του την περίφημη σουρουνική ανθρωπογεωγραφία. Όλα του τα βιβλία, τους γρίφους, τα αινίγματα, τα ανοίγματα, τα λιμάνια του, «Το μονοπάτι στη θάλασσα» που άνοιγε για πάρτη του και για πάρτη μας μια ζωή.

 

Ο Δημήτρης Ποσάντζης (υπεύθυνος του εκδοτικού) και οι εκδόσεις Καστανιώτη μας το κρατούσαν πολύτιμο ανοιξιάτικο δώρο. Σε μια εξαιρετική έκδοση, σκληρό εξώφυλλο, ο Αντώνης θα το χαιρόταν σαν παιδί, με τον συγγραφέα και το ποδηλατάκι του να ετοιμάζεται να ανοιχτεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Αλλ’ ότι κι αν έκανε ο Αντώνης, όπου κι αν πήγε ξεκινώντας από την Μουσών στη Θεσσαλονίκη και έχοντας δεξιά του την Ιωλκού και αριστερά του την Καλλιόπης και παραδίπλα την Αιόλου, ήξερε ότι ήταν συγγραφέας από την Δευτέρα Δημοτικού. Γι’ αυτό και ζούσε έτσι και έτσι παρατηρούσε, σαν συγγραφέας. Το μυθιστορηματικό σύμπαν του, ακόμα κι εκείνη τη λοξή ματιά και την γλυκόπικρη ειρωνική αφηγηματική φωνή την είχε, την εμπεριείχε, ήταν εκείνος, δεν χρειαζόταν να ψάξει για να την βρει. Το αποδεικνύουν όλα, από τον πρόλογο ακόμα:

«Τα κομμάτια αυτά, γραμμένα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, με επίδραση διαφόρων ανθρώπων και καταστάσεων, ίσως να φανούν σε πολλούς σαν τ’ αδέλφια που μεγαλώνουν μακριά το ένα από το άλλο και που σε ελάχιστα σημεία μοιάζουν μεταξύ τους.

»Είναι όλα γραμμένα στη στιγμή, όλα για ορισμένους ανθρώπους, σε ώρες γλυκές, συντροφευμένες από τη μοναξιά, τη γυναίκα ή αγαπημένους φίλους.»

Και τα 10 διηγήματα του βιβλίου: Όνειρα και προδότες. Ο Κεφαλάκιας. Πώς πέθανε το Κουλέ Καφέ. Η πρώτη αποτυχία. Οι μεγάλες Κυριακές των μικρών ανθρώπων. Στην αγαπημένη κάποιου καλοκαιριού. Η κοκκαλόπροκα. Επιστρέφοντας στον κόσμο μου. Τα γενέθλια του πανεπιστημίου. Ο κένταυρος (Εγώ κι εαυτούλης).

Κι είναι όλα μέσα: Ο κόσμος και η γειτονιά. Τα κορίτσια, οι γυναίκες, η μάνα και η γιαγιά. Τα όνειρα και οι αποτυχημένες απόπειρες. Οι ταχινόπιτες, ο Μαρτσέλο, ο Μπέης που δεν ήταν Μπέης και η Μπάμπω- Μαριγώ.

Ακόμα και αν…

«Οι χρόνοι εκείνοι φύγανε εδώ και καιρό. Οι άνθρωποι που έρχονταν κάποτε μέσα στη νύχτα σπίτι μου με το κρασί τους, το γέλιο τους και το δάκρυ τους χάθηκαν. Τα μεγάλα όνειρα παραμερίστηκαν επειδή ακριβώς ήταν μεγάλα. Οι παλιοί σύντροφοι χτίσανε σπίτια, φτιάξανε οικογένειες, αγόρασαν χρηματοκιβώτια. Μα εγώ, που δεν έκτισα κανένα σπίτι για να θάψω κάτω από τα θεμέλιά τους τούς ανθρώπους που αγάπησα, εγώ που απαρνήθηκα την οικογένεια για να μείνω πιστός στο ομαδικό όνειρο, νιώθω πως έχω ένα χρέος απέναντι στο προδομένο μας παρελθόν και στον εαυτό μου…»

 

 

Το πρώτο βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη. Η Θεσσαλονίκη των παιδικών χρόνων, η ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς, το ταξίδι, ο έρωτας, οι φίλοι της δουλειάς και της ξενιτιάς, η εξερεύνησης του εαυτού, ο διάλογος με το «εγώ». Οι σπίθες μιας σπουδαίας λογοτεχνικής διαδρομής, σε μια συλλογή από ιστορίες που ξανάρχονται στο φως για να θυμίσουν ένα αυθεντικό «παραμυθά», ένα μεγάλο συγγραφέα στο ξεκίνημά του, διαβάζουμε και η ενδέκατη ιστορία, «Ο στρατιώτης Παπούλιας», μια ιστορία που περιλαμβάνεται και στις «Νύχτες με ουρά» έρχεται να το επιβεβαιώσει. Γιατί κρατά την ιστορία του πρώτου βιβλίου του. Είναι η ιστορία του πρώτου βιβλίου του. Κατά συνέπεια και «Ο στρατιώτης Παπούλιας» ανήκει κι αυτός το πρώτο βιβλίο του:

«”Θα το πληρώσω”.

Το πλήρωσα. Το πλήρωσα για να τυπωθεί, αλλά έμαθα κιόλας. Το “Πληρώνεις και μαθαίνεις” απ’ αυτό το βιβλιαράκι το ‘μαθα. ”Ένα αγόρι γελάει και κλαίει” ήταν ο τίτλος.

»Πεντακόσια αντίτυπα τυπώθηκαν και παίρνοντας μερικά παραμάσχαλα βγήκα στο μεϊντάνι. “Άσε ένα εκεί”, μου λέγανε στα βιβλιοπωλεία, σα να επρόκειτο για διαφημιστικό φυλλάδιο. Στη Θεσσαλονίκη κάποιος βιβλιοπώλης το πήρε στα χέρια κι ενώ περίμενα ότι θα το ξεφυλλίσει να δει περί τίνος πρόκειται, εκείνος ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και το έχωσε στο πιο ψηλό ράφι.

»Μετά από ένα χρόνο ξαναπέρασα από τα βιβλιοπωλεία, να δω τι γίνεται. Ήταν όλα εκεί και με περίμεναν. Τα μάζεψα ένα ένα και τα χάριζα σε αγαπημένους ανθρώπους. Σε γραμματισμένους και αγράμματους.

»Το επόμενο βιβλίο το έβγαλα μετά από δέκα χρόνια».

Φέτος ο Αντώνης Σουρούνης μάς το ξανακάνει δώρο, μαζί με την απαρχή του λογοτεχνικού μύθου του κι εκείνη την υπέροχη φωτογραφία του τότε στην γειτονιά με το ποδηλατάκι του.

Παντού μπορεί να πάει τώρα μ’ αυτό του το ποδήλατο. Ένα αγόρι που ξέρει να γελάει και να κλαίει και να είναι ελεύθερος.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top