Fractal

Το Κουκλόσπιτο, η Μαγική πέτρα και τα Ρέμπελα

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Ελένη Γκίκα «Υπέρ κεκοιμημενων, πενθούντων, οδοιπορούντων», εκδ. ΑΩ

 

Όσο κι αν πονάνε κάποιες μνήμες που μας ακολουθούν σε όλη μας τη ζωή, είναι ευλογία, είναι πηγή δημιουργίας. Είναι ό, τι πολυτιμότερο και μονιμότερο απομένει

στον καθένα από τον πολύμορφο, άνισο, ούτως ή άλλως, αγώνα επιβίωσης σ’ έναν κόσμο αλλοπρόσαλλο, γιομάτο αντιξοότητες και αντιθέσεις .

Ξανακοιτάζοντας το «Υπέρ κεκοιμημενων, πενθούντων, οδοιπορούντων», βιβλίο της Ελένης Γκίκα, σκέφτομαι πως χρειάζεται ηρωισμός, τόλμη, αλλά έχει γοητεία να δεις τον εαυτό σου απέναντί σου σαν σε καθρέφτη όπως είναι στη γυμνότητά του, περιβαλλόμενο την αλήθεια της ύπαρξής σου ως ιμάτιο. Ψάχνοντας τις πτυχές και ψαύοντας τις ουλές, ενδεχομένως και πληγές αιμορροούσες ακόμα –μερικές δεν επουλώνονται ποτέ – ανακαλύπτεις ξαφνικά θησαυρούς που δεν υποψιάστηκες ποτέ πως υπάρχουν ή δεν τολμούσες να γυρίσεις να κοιτάξεις τα εντός σου. Βλέπεις μέσα σου ένα υπέροχο, άγνωστο, γοητευτικό σύμπαν που εσύ δημιούργησες από τότε που άρχισες τον πολύμοχθο αγώνα έκφρασης των συναισθημάτων, σμιλεύοντας με περισσή φροντίδα και συναρμόζοντας τις λέξεις για να χτίσεις το δώμα των πολύανθων πληγών σου.

 

Στο νέο της βιβλίο η Ελένη Γκίκα  αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια στο Κορωπί. Αφηγείται περιστατικά και γεγονότα, όπως τα έζησε η ίδια τα πρώτα χρόνια μέσα σ’ ένα «κουκλόσπιτο» κι αργότερα στη γειτονιά με τη γιαγιά. Αφηγείται με διακριτικό χιούμορ και ειλικρίνεια σκηνές από την καθημερινότητά της τον καιρό εκείνο, που προκαλούν συχνά δέος. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για τυπική εξωτερίκευση βιωμένου χρόνου, αλλά για καταγραφή πραγματικών γεγονότων και περιστατικών από την καθημερινότητα των ανθρώπων της υπαίθρου. Διάσπαρτα, σε πολλά από τα βιβλία της, έμμεσα αυτοβιογραφείται, «εκτίθεται», γιατί το έχει ανάγκη να βγει από τα τείχη του οικογενειακού «θερμοκηπίου» και να μιλήσει  για πράγματα που άλλα την πονούν και άλλα τη λυτρώνουν.

Το παρελθόν σέρνεται πίσω μας, συντηρεί τη μνήμη, μας ακολουθεί και ζητάει δικαίωση. Η Ελένη Γκίκα στο 39ο, βιβλίο της με τον παραπεμπτικό τίτλο «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», ιστορεί τη ζωή της ίσαμε τη στιγμή που πήγε στο σχολείο. Από απόσταση πια, βλέπει την εποχή εκείνη με σηματωρό την παρούσα πάντα προστασία του μπαμπά της που, φύλακας άγγελος, υπάρχει δίπλα της, περιδιαβαίνει διακριτικά, συνεσταλμένα, όλα τα πεδία και τα επίπεδα της περασμένης και της τωρινής ζωής της, εικονογραφεί από απόσταση και από περιωπής, με λέξεις, το ανθρώπινο, κυρίως, αλλά, συχνά, και το κοντινό φυσικό τοπίο του μακρινού εκείνου παιδικού παρελθόντος, δημιουργώντας μια ενότητα από «πορτρέτα» τα οποία χαρακτηρίζει «αφηγήματα».

Η προσωπική της ιστορία έχει τη γοητεία του λιτού και την ομορφιά του γνήσιου και του αληθινού. Απαλλαγμένη από κάθε συμβατικότητα, η συγγραφέας, μακριά από κάθε επιρροή, γράφει με την ψυχή και με την καρδιά της, κυριολεκτικά με το αίμα της ψυχής της. Αφηγείται την καθημερινότητα της παιδικής και, εν μέρει, της εφηβικής της ηλικίας, κυρίως αφότου βγήκε από τα τείχη που της στέρησαν την πολύτιμη ελευθερία να ζήσει τη μαγεία της συνομιλίας με τα πράγματα του έξω κόσμου, τη χαρά της αυλής και του δρόμου μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, με αναδρομές στο παρελθόν και πισωγυρίσματα, πότε μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, πότε σε τρίτο, και, με έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής, ποιητικό, όπου είναι έκδηλο το συγκινησιακό στοιχείο. Η διάχυτη χαρμολύπη ιλαρύνει το φυσικό και το ανθρώπινο τοπίο και δημιουργεί ατμόσφαιρα υποβλητικότητας, η οποία προοιωνίζεται από τη σκηνή της ταινίας «Ο καθρέφτης» του Αντρέι Ταρκόφσκι, που κοσμεί το εξώφυλλο.

Αποδεσμευμένη από κάθε αναβλητικότητα, αφήνοντας έξω από τον εαυτό της, στο περιθώριο της πραγματικότητας, κάθε δέσμευση, δραστηριότητα, ιδιότητα, εκτός από την αίσθηση της προσωπικής ελευθερίας, αυτοσυνείδησης κι αυτοεκτίμησης, βγαίνει από τον λήθαργο της κυριαρχίας που ασκούσαν στην ψυχολογία της οι ιστορίες των μυθιστορηματικών ηρώων, και με μια ηρωική κίνηση αποκαθήλωσης, υπερίπταται των πάντων.

Όντας, έτσι, εντός και εκτός πραγματικότητας, παρατηρεί τον εαυτό της σε όλες τις φάσεις και τα στάδια της ζωής της που την έχουν στιγματίσει και αποτελούν σημεία αναφοράς. Βλέπει τον εαυτό της απέναντί της, σε μια άλλη διάσταση, όπως σε καθρέφτη ή ταινία κινηματογραφική, σε όλα τα στάδια της ζωής της, από την ώρα που απέκτησε στοιχειώδη συνείδηση της ύπαρξής της και ανακάλυψε άξαφνα έναν όμορφο κόσμο γύρω της, που την περιέβαλλε με υπερβολική αγάπη και υπερπροστασία, και καταγράφει τα δεδομένα με παρρησία και απόλυτη ειλικρίνεια.

Στις 72 σελίδες ατόφιου, τέλεια αρχιτεκτονημένου κειμένου, κατανεμημένου σε 4 ενότητες, δομημένου με πρωτογενή υλικά που αντλεί από τον υπέροχο κόσμο της αθωότητας, εντός του οποίου αναβιώνει γεγονότα «της παιδικής ηλικίας του Μάγου», εικονογραφεί έξοχες σκηνές του παρελθόντος, πλέον, οικογενειακού βίου και εν μέρει, επιλεκτικά, τη ζωή της περιοχής της.

Ο αριθμός 4 φαίνεται πως είναι επιλεγμένος για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Ο τίτλος του βιβλίου έχει 4 λέξεις, οι ενότητες του κειμένου είναι 4, οι μέρες τις εβδομάδας όπου λαμβάνει χώρα επιμερισμένη η χρονική περίοδος που καλύπτουν τα αφηγήματα είναι 4 και μάλλον επιλεγμένες:  Οι Κυριακές του Μπαμπά, Οι Δευτέρες της μάνας μου (μεσολαβεί ένα κενό, ο διασκελισμός τριών ημερών: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη),  Οι Μεγάλες Παρασκευές μου (οι δικές της) και Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά.

 

 

Αξιολογώντας τις μέρες και τους τίτλους των ενοτήτων, βγαίνουν ορισμένα πολύ σημαντικά συμπεράσματα, όχι μόνο για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, αλλά, και κυρίως, για τον τρόπο γραφής της Ελένης Γκίκα.

α) Οι Κυριακές του Μπαμπά. Ο μπαμπάς, το πρωτίστως αγαπημένο πρόσωπο της οικογένειας, ο ανεξίκακος, το πνεύμα του καλού και αγαθού, το διαρκώς ζητούμενο και σημείο αναφοράς, η τρυφερή αδυναμία της. Του αφιερώνει 6 αφηγήματα και 14 σελίδες, που ξεχειλίζουν από τρυφερότητα και νοσταλγία. Πουθενά δεν τον αποκαλεί πατέρα το κοριτσάκι του, αλλά μπαμπά:

«Γερνάει η μνήμη; Σκέφτεται ξεφυλλίζοντας αυτό το παλιό τετράδιο στην αποθήκη. Είναι Κυριακή, οι Κυριακές του μπαμπά, θα σκεφτεί, και μόλις αρχίζει μια άνοιξη υποσχόμενη έστω και κάτω από τη βρεγμένη αχλαδιά του κήπου. Μαζί την είχαν φυτέψει (…) πια δεν υπάρχει. Εξάλλου ούτε εκείνος υπάρχει, σχεδόν τίποτα δεν υπάρχει.

     »Γερνάνε οι λέξεις; Σχεδόν ακούει τη φωνή της, από παιδάκι μιλούσε μόνη της (…), ε, ύστερα τα κουτσοβόλεψε, έμαθε αντί να μονολογεί να γράφει».

Το πρώτο μέρος, «Οι Κυριακές του μπαμπά» παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί περιγράφει έξοχα αγροτικές εργασίες, που γίνονταν τότε, παλιότερα, συλλογικά, τη μια μέρα στου ενός, την άλλη στου άλλου. Περισσότερο οι εργασίες του τρύγου ήταν συλλογικές: ο τρύγος και η συγκομιδή των σταφυλιών, και ο αρχέγονος τρόπος παραγωγής του κρασιού με το πάτημα των σταφυλιών από άντρες. Σε αυτό το στάδιο έπαιρναν ενεργό μέρος και τα παιδιά, όλοι ξιπόλητοι, κι έμοιαζε αληθινό πανηγύρι.

β) Οι  Δευτέρες της μάνας μου. Σε δεύτερο πλάνο η μητέρα; Όχι, βέβαια, είναι μάνα, όχι μαμά. Είναι η πραγματικά δυναμική ύπαρξη που ελέγχει τα πάντα, απόντος την εποχή εκείνη του μπαμπά, που εργαζόταν κάπου μακριά κι ερχόταν και τους έβλεπε. Δεν είναι η μαμά, και καθόλου η μανούλα. Είναι σταθερά «η μάνα μου», ο άγρυπνος  φρουρός της υγείας, της ίδιας της ύπαρξής της. «Ένα το ’χω!», γιατί δεν μπορούσε να κάνει άλλο παιδί. Κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της μην της πάθει κανένα κακό. Γι’ αυτό την κρατούσε κλεισμένη στο κουκλόσπιτο. Αργότερα, που αλλάζουν τα πράγματα και το μητρικό κατεστημένο εξασθενεί, η μάνα είναι ο «αδύναμος κρίκος» της οικογένειας, που έχει ανάγκη από προστασία και αποκαλείται χαϊδευτικά «μάμη μπλούμ!». Έχει κι αυτό τη σημειολογία του: η ισχυρή μάνα, η άλλοτε προστάτιδα δύναμη, είναι τώρα το «κοριτσάκι» της που χρειάζεται προστασία. Της αφιερώνει 4 αφηγήματα και 6 από τις πιο δυνατές, χαρακτηριστικές σελίδες.

γ) Οι μεγάλες Παρασκευές μου, μέρες αφιερωμένες στον εαυτό της. Η επιλογή και μόνο της Παρασκευής, που δεν είναι ούτε μία μήτε πολλές, αλλά όλες μεγάλες Παρασκευές, οι δικές της, σημαίνει όλο τον έντονα και μάλλον μαρτυρικά βιωμένο χρόνο της. 6 αφηγήματα, 15 σελίδες.

δ) Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά. Επιτέλους έξω από το σπίτι. Υπάρχει η γειτονιά, ο άλλος κόσμος, η συνύπαρξη με άλλους, μακριά από την αυστηρή επίβλεψη της μάνας – ας είναι και στο μούχρωμα, καλύτερα έτσι, οι σκιές καλύπτουν τυχόν αιμορροούσες πληγές. 8 αφηγήματα, 32 σελίδες, όπου η συγγραφέας «λύνεται» καταγράφοντας υπέροχες σκηνές, με σπαρταριστά απρόοπτα μιας πολύ αγαπητικής φυσικής πραγματικότητας. Τώρα πια είναι έξω από το «κουκλόσπιτο», το κουραστικό, αδιέξοδο θερμοκήπιο της μητρικής υπερπροστασίας, δεν είναι μια «κούκλα» αλλά ένα παιδί όπως όλα τα άλλα, και μπορεί να υπερβεί κανόνες, φραγμούς, έτοιμη και για παράτολμες, ηρωικές πράξεις.

Ο συμβολισμός έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Κείμενα κλασικά, λιτά, ευανάγνωστα ιχνογραφήματα της καθημερινότητάς της, με λέξεις που αναφέρονται σ’ έναν ορισμένο κύκλο ανθρώπων και σε συμβάντα μακρινά και τωρινά. Το παρελθόν ενυπάρχει στο παρόν που «κυοφορεί» το μέλλον. Η ταξινόμηση των αφηγημάτων σε συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδας έχει σχέση με γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της και έχουν εξομολογητικό και αυτοαναλυτικό χαρακτήρα. Εδώ η Ελένη Γκίκα δεν ασχολείται με τη ζωή και τα πεπραγμένα των άλλων, αλλά γράφει την προσωπική της ιστορία, καταγράφει με αφοπλιστική ειλικρίνεια και απλότητα, αποσπασματικά, όσα από τα γεγονότα ορισμένων ημερών συμβαίνουν, θαρρείς, για να αλλάξουν τον ρυθμό της καθημερινότητας των ανθρώπων.

 

Ελένη Γκίκα

 

Το τελευταίο αφήγημα, με τίτλο «Η Μαγική Πέτρα: τα Ρέμπελα», είναι ένα κείμενο αποκάλυψη, τόσο συμπυκνωμένο, αδρό, και τόσο άμεσο συγχρόνως, τόσο αληθινό, όπου η συγγραφέας, απαλλαγμένη σχεδόν από τη μητρική δεσποτεία και την εισβολή των «ξένων ηρώων» στη ζωή και στο δημιουργικό της έργο, δίνει το στίγμα των τεράστιων δυνατοτήτων της, έστω και με κομμένη ανάσα, τρέχοντας να φτάσει στην πηγή του άστρου της και να προφτάσει να αποτυπώσει στο μεγάλο ταμπλό της ζωής περισσότερες πολύτιμες πινελιές. Χαρακτηριστικό οι μικρές φράσεις, η απουσία ρημάτων, οι γρήγοροι ρυθμοί.

Θα κλείσω το γοητευτικό ετούτο οδοιπορικό στα βιωμένα τοπία της Ελένης Γκίκα επιστρέφοντας στις υπέροχες «Κυριακές του Μπαμπά» της, για μια ολοκληρωμένη αποτίμηση. Αυτό το βιβλίο έπρεπε να γραφτεί για να τη λυτρώσει από την αβάσταχτη γοητεία της μνήμης. Τόση ζωή, τόσα βιώματα στοιβαγμένα σ’ ένα τετράδιο με μπλε ντύμα, καταχωνιασμένο στην αποθήκη, περίμεναν τόσα χρόνια τη δικαίωση:

«…μια κασετίνα με μια σειρά από καλοξυσμένα μολύβια (…) μια σάκα, ερείπιο πια με κάτι χειρόγραφα με ολοστρόγγυλα γράμματα (…)

     Γερνάει ή δεν γερνάει η μνήμη;

     Τα πανηγύρια που ζήσαμε χάθηκαν; Γιατί όταν τα γράφεις ή τα ξαναδιαβάζεις, όμως, πονάνε σαν ζωντανά; Πονάνε μαζί και δροσίζουν. Γιατί ό, τι ζήσαμε, είμαστε. Κι όσα υπήρξαν, υπάρχουν, χαμένος είναι μόνο ο ξεχασμένος χρόνος».

     Τίποτα δεν χάθηκε. Τίποτα δεν χάνεται από εκείνα που ζήσαμε. Όλα βρίσκονται στις αποσκευές μας. Τα κουβαλούμε. Όπως «Το κουκλόσπιτο, η μαγική πέτρα και τα ρέμπελα», είναι τρεις βασικοί πυλώνες που στελεχώνουν το αυτοβιογραφικό: «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», έργο της Ελένης Γκίκα με ακατάλυτα βιωματικά στοιχεία και γλυκόπικρες, αγαπημένες μνήμες.

     Και ρίναι απολύτως βέβαιο πως οι εκλιπόντες αγαπημένοι μας υπάρχουν όσο τους θυμούμαστε. Όταν τους ξεχνάμε τότε χάνονται. Ας είναι και το τούτες οι γραμμές ένα ματσάκι από βασιλικό κι αγριολούλουδα στο ανθογυάλι της μνήμης τους.

 

Παλαιό Φάληρο, 27 Αυγούστου 2019

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top