Fractal

Διήγημα: “Αντιφάσεις”

Γράφει ο Χρίστιαν-Ιωάννης Παπαγεωργίου // *

 

 

 

 

 

Αντιφάσεις

 

«Φάσκεις και αντιφάσκεις» βροντοφώναζε ο παππούς του Φίλιππου κάθε φορά που τον έπιαναν τα μπουρίνια του. «Φάσκεις και αντιφάσκεις» επαναλάμβανε με επιτιμητικό ύφος. Κι έπειτα χτυπούσε τη σιδερένια του γροθιά στη λεία επιφάνεια του τραπεζιού, κάνοντας τα κρυστάλλινα ποτήρια να κουδουνίζουν. Η φωνή του οργισμένου γέροντα αντιλαλούσε σε ολόκληρο το πέτρινο αρχοντικό, ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της αυλής, πίσω από την αποθήκη με τα καυσόξυλα, εκεί όπου συνήθιζε να κρύβεται ο αμήχανος εγγονός. Σε εκείνη την τρυφερή ηλικία δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τα λόγια που ξεστόμιζε ο πατριάρχης της οικογένειας, ωστόσο, για καλό και για κακό παρέμενε στο κρησφύγετό του έως ότου περάσει η μπόρα, για κάθε ενδεχόμενο και λίγο παραπάνω.

Μετά από μακροχρόνια ασθένεια ο παππούς έφυγε από τη ζωή και με το πέρασμα του χρόνου η θυμησή του ξεθώριασε. Το θεόρατο πορτρέτο που τον απεικόνιζε με επιβλητικό και απειλητικό βλέμμα αντικαταστάθηκε αιφνίδια μα διακριτικά με έναν συνηθισμένο πίνακα ζωγραφικής και οι απόγονοί του κατάφεραν επιτέλους να πάρουν μιαν ανάσα. Μολαταύτα, η έκφραση που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο γέροντας είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του συνεσταλμένου εγγονού και έμελε να τον συνοδέψει για το υπόλοιπο της ζωής του. Συχνά πυκνά θυμάται εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, όταν είχε επιχειρήσει να κατανοήσει τη σημασία της περιβόητης εκείνης φράσης. Θαρρείς με τελετουργική ευλάβεια είχε κατεβάσει το λεξικό από την ταπεινή του βιβλιοθήκη και με ανεξάντλητη περιέργεια είχε φυλλομετρήσει τις σελίδες του. Χρειάστηκε κάμποσες προσπάθειες, μέχρι να βρεί τη λέξη που έψαχνε. Διέτρεξε με το βλέμμα αμέτρητες φορές τον ορισμό του λήμματος, μουρμουρίζοντας ακατανόητες συλλαβές. «Πράγματι, ο κόσμος είναι γεμάτος από αντιφάσεις» είπε με ψιθυριστή φωνή. «Τόσες, όσα είναι και τα κύματα της φουρτουνιασμένης θάλασσας». Και από εκείνη την ημέρα έβαλε πλώρη να τις καταγράφει μια μια στο μπλέ τετραδιάκι του.

***

Καθώς κυλούσαν τα χρόνια, η ικανότητα του Φίλιππου να διακρίνει την αντιφατικότητα στον τρόπο συμπεριφοράς των συνανθρώπων του οξυνόταν σε μεγάλο βαθμό. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, όφειλε να παραδεχτεί πως η οικογένειά του δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ο θείος Κωστής, παραδείγματος χάρη, δεν έχανε την ευκαιρία να αναφέρει στις οικογενειακές τους συναθροίσεις πως επιθυμούσε να ρίξει πίσω του την πέτρα του αναθέματος και να φύγει μακριά, σε ξένο τόπο, με απώτερο σκοπό να χτίσει κάτι δικό του, έτσι ώστε να μην ταλαντεύεται άλλο στην τεράστια σκιά που είχε αφήσει πίσω του ο πατέρας του. Αντί αυτού κατέφευγε σε ξεπερασμένα μποέμικα πάρτι στα δήθεν αριστοκρατικά σαλόνια υποτιθέμενων φίλων, ναρκώνοντας τις αισθήσεις του με οινοπνευματώδη ποτά, καθώς και σε εφήμερες ερωτικές σχέσεις, καταστρέφοντας κατά αυτό τον τρόπο την υγεία του και σπαταλώντας το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής του κληρονομιάς.

Η θεία Ευδοκία από την άλλη είχε οικειοποιηθεί με πρωτοφανή μαεστρία τον ρόλο της πολύφερνης νύφης, δίχως να αντιλαμβάνεται πως με το παθολογικά αυτάρεσκο ύφος και τις μεγαλεπήβολες προσδοκίες της απωθούσε κάθε ενδιαφερόμενο γαμπρό. Και αφότου οι κομπάρσοι της ζωής της είχαν εγκαταλείψει ο ένας μετά τον άλλο τη σκηνή, έμεινε να ξεροσταλιάζει ολομόναχη στο καθιστικό με την οθόνη της τηλεόρασης να τρεμοφέγγει στο μισοσκόταδο της μοναξιάς της. Το μεγαλύτερο όνειρό της, να κάνει ένα ταξίδι μέλιτος στη Λατινική Αμερική, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.

Σε αντίθεση με τα αδέρφια του, ο πατέρας του Φίλιππου κρατούσε τα ηνία της ζωής γερά στα χέρια του. Δεν ήταν διόλου διατεθειμένος να ακεστεί στο να ονειρεύεται απλά τη ζωή του. Απεναντίας, είχε αποφασίσει να κάνει ότι περνούσε από το χέρι του για να ζήσει το όνειρό του. Από νεαρή ηλικία είχε ανακαλύψει το πάθος του για τη δημοσιογραφία. Πάνω απ’ όλα τον ενδιέφερε να ασχοληθεί με το πολιτικό ρεπορτάζ. Πίστευε πως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να συμβάλλει στο να γίνει ο κόσμος έστω λίγο καλύτερος. Όχι μόνο είχε ξοδέψει ένα κάρο λεφτά για τις σπουδές του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά είχε θυσιάσει και τα πολύτιμα χρόνια της νιότης του στον βωμό μιας πολυπόθητης καριέρας.

Πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει ο Φίλιππος για τη φοιτητική ζωή των γονιών του στη ξενιτιά, εκεί όπου απρόσμενα είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι τους. Μια αναπάντεχη συνάντηση δύο Ελλήνων σπουδαστών στην καρδιά της βρετανικής πρωτεύουσας, η απαρχή ενός πολλά υποσχόμενου έρωτα. Ήταν Μάης μήνας και η μητέρα του καθόταν κάτω από έναν συννεφιασμένο λονδρέζικο ουρανό σε ένα από τα παγκάκια της βόρειας όχθης του Τάμεση. Διάβαζε με αξιοζήλευτη αφοσίωση ένα ογκώδες εγχειρίδιο, κρατώντας σχολαστικά σημειώσεις σε ένα σημειωματάριο. Αραιά και που σταματούσε για να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της, καθώς το βλέμμα της έψαχνε να βρεί τη μεγαλοπρεπή Γέφυρα του Πύργου. Ο πατέρας του Φίλιππου δεν μπόρεσε να μην εντυπωσιαστεί από την παρουσία της. Την πλησίασε διστακτικά. Ο τίτλος του βιβλίου τού τράβηξε την προσοχή. Ήταν γραμμένος με κεφαλαία ελληνικά γράμματα: «ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ». Η ματιά του άστραψε.

«Πατριωτάκι;» τη ρώτησε με περιπαικτικό ύφος.

Ξαφνιασμένη έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος του. Το πρόσωπό της απέπνεε μια ανεπαίσθητη μελαγχολική διάθεση.

«Πατριωτάκι!» του αποκρίθηκε. Ένα ζεστό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της. Τα βαθυπράσινα μάτια της έλαμψαν από έκπληξη και χαρά.

Ώρες ατελείωτες περπατούσαν στις όχθες του ποταμού με φόντο τα αξιοθέατα της βρετανικής μητρόπολης. Μιλούσαν ακατάπαυστα για τα όμορφα παιδικά τους χρόνια στην Ελλάδα, τις δυσκολίες της φοιτητικής ζωής σε μια ξένη χώρα, αλλά και τις υπέρμετρες νεανικές φιλοδοξίες τους. Του εκμυστηρεύτηκε την αγάπη της για τη λογοτεχνία, καθώς και την επιθυμία της να καταπιαστεί επαγγελματικά με το γράψιμο, εφόσον η λογοτεχνική της γραφή έχει ωριμάσει σε ικανοποιητικό βαθμό. Συνέχισαν τον δρόμο της ζωής πιασμένοι χέρι χέρι, απαλλαγμένοι από το αβάσταχτο φορτίο της μοναξιάς. Η ανωνυμία της μεγαλούπολης δεν μπορούσε να τους αγγίξει πια. Και παρ’ όλο που η φοιτητική τους ζωή ήταν γεμάτη στερήσεις και απαιτήσεις, τα λιγοστά χρόνια που έζησαν μαζί στη λιλιπούτεια και άθλια σοφίτα ενός παμπάλαιου κτιρίου σε μια συνοικία του Ανατολικού Λονδίνου, ήταν χρόνια ανεξάντλητης ευτυχίας.

Του τα εξιστορούσαν όλα χαρτί και καλαμάρι στις σπάνιες εκδρομές που έκαναν οι τρεις τους με το αυτοκίνητο τις ηλιόλουστες Κυριακές στη Βουλιαγμένη, τη Βάρκιζα η το Σούνιο. Για την ακρίβεια, ο πατέρας του ήταν εκείνος που μιλούσε χωρίς σταματημό και διηγούνταν με πυρετώδη ενθουσιασμό ιστορίες περασμένων εποχών και χαριτωμένα ανέκδοτα, κάνοντας τον Φίλιππο να τραντάζεται κάθε τόσο από τα γέλια. Η μητέρα του ήταν αφοσιωμένη στην οδήγηση, κάπου κάπου γυρνούσε για λίγο το κεφάλι της προς το μέρος τους χαμογελώντας στοργικά. Τις λάτρευε εκείνες τις στιγμές. Ήθελε να τις αρπάξει με όλη του τη δύναμη, να τις κρατήσει σφιχτά στη χούφτα του και να τις γευτεί ως το μεδούλι. Και να που όμως του ξέφευγαν. Γλιστρούσαν σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλά του, παρασύρονταν από το πέρασμα του χρόνου και πριν καν το καταλάβει μεταμορφώνονταν σε θραύσματα αναμνήσεων.

***

Μία ανυπόφορη σιωπή κυριαρχούσε στο μικρό γυάλινο γραφείο στην αίθουσα σύνταξης. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είχαν ήδη εγκαταλείψει τα πόστα τους. Ο Φίλιππος καθόταν σιωπηλός απέναντι από τον πατέρα του και τον παρατηρούσε με ανάμικτα συναισθήματα συμπόνιας και αγανάκτησης. Είχε γεράσει απότομα. Βαθιές ρυτίδες απλώνονταν στο πρόσωπό του. Στεκόταν κοντά στο παράθυρο με το βλέμμα στραμμένο προς τα έξω. Φαινόταν αποκαμωμένος, αιχμαλωτισμένος στον στρόβιλο των σκέψεών του. Οι σταγόνες της βροχής κυλούσαν αργά στο σκονισμένο τζάμι, προσδίδοντας στην εικόνα του δρόμου μια γκροτέσκα διάσταση. Μερικοί διαβάτες έτρεχαν σαν κυνηγημένοι στους πλημμυρισμένους δρόμους. Άλλοι πάλι έψαχναν να βρούν μια ελεύθερη γωνιά κάτω από τα υπόστεγα των γριζόχρωμων κτιρίων για να προστατευτούν από τη βροχή και το χαλάζι. Αστραπές έσχιζαν τον μουντό ουρανό.

«Βρέχει καρεκλοπόδαρα» είπε ο Φίλιππος με δυνατή φωνή, θέλοντας να σπάσει την αμηχανία που επικρατούσε στο ψυχρό και απρόσωπο γραφείο.

«Βρέχει επί δικαίους και αδίκους» μονολόγησε ο πατέρας του με μια χροιά πικρίας στα λόγια του.

Εδώ και μιάμιση δεκαετία εργαζόταν ως πολιτικός συντάκτης για μια αθηναϊκή εφημερίδα. Οι αλλεπάληλες οικονομικές κρίσεις, με τον φόβο της απόλυσης και της προσωπικής αποτυχίας που συνεπάγονταν, είχαν αφήσει το στίγμα τους τόσο στη θεματολογία όσο και στις ψυχές των δημοσιογράφων. Οι ατέλειωτες υπερωρίες, το αδιάκοπο κυνήγι καυτών θεμάτων και ο αδυσώπητος ανταγωνισμός με τις επώνυμες εφημερίδες, αλλά και με τις διαδυκτιακές σελίδες που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια στο ειδησεογραφικό τοπίο τον είχαν εξουθενώσει.

Το ποτήρι είχε όμως ξεχειλίσει όταν ο αρχισυντάκτης είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να παρεμποδίσει τη δημοσίευση άρθρου του με θέμα ένα οικονομικό σκάνδαλο στο οποίο εμπλέκονταν δύο υποψήφιοι βουλευτές για τις επερχόμενες εκλογές, χωρίς μάλιστα να αναφέρει σοβαρούς και αξιόπιστους λόγους για την απόρριψή του. Ώσπου να συνειδητοποιήσει πως όλα συνέβαιναν εν αγνοία του διευθυντή σύνταξης, ήταν ήδη πολύ αργά, αφού μια από τις ανταγωνιστικές εφημερίδες είχε κιόλας άδραξει την ευκαιρία και είχε δημοσιεύσει ανάλογο άρθρο, εκθέτοντας με κάθε λεπτομέρεια όλες τις πτυχές της υπόθεσης. Δυο χρόνια σκληρής εργασίας και εξονυχιστικής έρευνας είχαν πάει στράφι.

Μα το αποτελειωτικό χτύπημα τού το είχε δώσει η ασθένεια της γυναίκας του που με αργό και ύπουλο τρόπο είχε εμφανιστεί στη ζωή της. Ενώ εκείνος ήταν ολοκληρωτικά απορροφημένος από τις έρευνες που διεξείγε για την αποκάλυψη της υπόθεσης, η κατάθλιψη είχε καταφέρει να απλώσει για τα καλά τα πλοκάμια της. Η κατάσταση της υγείας της είχε μάλιστα επιδεινωθεί από τον καιρό που ο Φίλιππος είχε εγκαταλείψει το πατρικό του σπίτι για τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες είχε γίνει σκιά του εαυτού της, μια μοναχική φιγούρα που περιφερόταν άσκοπα μέσα στους τέσσερις τοίχους, περιμένοντας την επιστροφή τους. Μοναδική παρηγοριά έβρισκε σε κόσμους ευφάνταστους και μυθοπλαστικούς, στους οποίους κατέφευγε, όταν της το επέτρεπαν οι μεταπτώσεις της διάθεσής της. Κι όμως, στην πιο αποφασιστική μάχη της ζωής της τίποτα δεν ήταν ικανό να την αποτρέψει από το μοιραίο βήμα, ούτε η απέραντη αγάπη που ένιωθε για την οικογένειά της, κι ακόμη λιγότερο η λαχτάρα της για τη λογοτεχνία. Για μια μονάχα στιγμή, που της φάνηκε μια αιωνιότητα, ολόκληρη η ζωή της κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή. Κανείς δεν ήταν εκεί να της συμπαρασταθεί. Καλούνταν να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της μόνη και έρημη. Στο τέλος η κλωστή κόπηκε.

Ο πατέρας του Φίλιππου έμοιαζε να συνέρχεται από την παραζάλη του, ξερόβηξε κάνα δυο φορές και ετοιμάστηκε να μιλήσει: «Θα παραιτηθώ» αναφώνησε. Μετά από μια παύση συνέχισε: «Ένας πρώην συνάδελφός μου ίδρυσε πρόσφατα έναν εκδοτικό οίκο και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Δέχτηκα χωρίς περιστροφές». Ο Φίλιππος δεν πίστευε στα αυτιά του.

«Ωστόσο, για κάποιον άλλο λόγο σε κάλεσα εδώ πέρα. Όπως γνωρίζεις, η μητέρα σου είχε βάλει τις δικές τις φιλοδοξίες κατά μέρος, αφήνοντας μου ελεύθερο το πεδίο, μόνο και μόνο για να μπορέσω να χτίσω την καριέρα μου. Εγώ από την μεριά μου είχα πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Στο σπίτι έλαμπα δια της απουσίας μου. Ολοένα σας παραμελούσα. Άλλα της είχα τάξει». Ο Φίλιππος ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό του.

«Η τραγική ειρωνεία είναι πως εκείνη το άξιζε περισσότερο να ακολούθησει το όνειρό της. Δεν χωράει αμφιβολία».

«Τι εννοείς;» Έμεινε να τον κοιτάζει απορημένος.

«Η μητέρα σου είχε βρεί τον δικό της τρόπο να εκφράσει τo πάθος της για τη λογοτεχνία».

Ενώ μιλούσε, άπλωσε το χέρι του για να πιάσει έναν μαύρο δερμάτινο χαρτοφύλακα. Τον άνοιξε και με προσοχή έβγαλε από μέσα ένα δακτυλογραφημένο κείμενο. Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν τριακόσιες σελίδες. Η περιέργεια του Φίλιππου είχε κορυφωθεί στο έπακρο.

«Καθώς τακτοποιούσα το χαρτομάνι στο γραφείο του σπιτιού, έπεσε στα χέρια μου αυτό εδώ το κείμενο. Ήταν καταχωνιασμένο σε ένα από τα συρτάρια, κάτω από κιτρινισμένα γράμματα, αναμνηστικές κάρτες και παλιά άρθρα. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να καταλάβω πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, το οποίο έγραψε η ίδια. Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, το εμπιστεύτηκα στον εκδότη φίλο μου για να το διαβάσει και να μου πει τη γνώμη του. Λίγες μέρες αργότερα με κάλεσε στο τηλέφωνο για να με ρωτήσει ποιος είναι ο συγγραφέας. Η Αρετή, του απάντησα. Έμεινε άναυδος. Γιατί δεν του είχα ποτέ αναφέρει το γεγονός πως η μητέρα σου καταπιανόταν με το γράψιμο; Χρόνια έχει να διαβάσει τέτοιο μυθιστόρημα. Θέλει να το εκδόσει τον χρόνο που μας έρχεται. Είναι αριστούργημα, είπε. Ένα λογοτεχνικό διαμάντι». Η φωνή του έσπασε.

«Ποιος είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος;» ρώτησε ο Φίλιππος σχεδόν τραυλίζοντας. Μα πριν προλάβει ο πατέρας του να αποκριθεί, το βλέμμα του καρφώθηκε στο εξώφυλλο του κειμένου. Τα αυτιά του άρχισαν να βουίζουν.

«Αντιφάσεις» τον άκουσε να λέει. Ένιωσε να πέφτει στο κενό.

 

 

 

* Ο Χρίστιαν-Ιωάννης Παπαγεωργίου μεγάλωσε στην Ελλάδα σε δίγλωσση οικογένεια. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία, Ισπανικές και Λατινοαμερικανικές Σπουδές και Παιδαγωγικά. Έχει ασχοληθεί με τη διδασκαλία, τη μετάφραση και τη συγγραφή διηγημάτων και ταξιδιωτικών άρθρων. Γράφει στα Ελληνικά και στα Γερμανικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top