Fractal

Η καταδυνάστευση της τυραννισμένης αθωότητας και “Η κιθάρα” του Μισέλ ντελ Καστίγιο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Francisco Lezcano, Ο νάνος (Λάδι σε καμβά. 1643-5. Μουσείο Πράδο, Μαδρίτη)

Francisco Lezcano, Ο νάνος (Λάδι σε καμβά. 1643-5. Μουσείο Πράδο, Μαδρίτη)

 

“Η κιθάρα” του Μισέλ ντελ Καστίγιο, μετ.: Τασσώ Καββαδία, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1993

 

kithΤο μυθιστόρημα ‘Η κιθάρα’ (1958) του Μισέλ ντελ Καστίγιο (1933- ), εξελίσσεται στη Γαλικία, όπου επικρατεί φτώχεια και δεισιδαιμονία, με αφηγητή έναν τερατώδη νάνο που συγκεντρώνει όλες τις δυστυχίες πάνω του. Σε μια επαρχία με το ‘μονότονο γλίστρημα του νερού στους λόφους και στη θάλασσα’, αλλά με το αφηγητή νάνο να προβληματίζεται πόσο κουτό είναι για τον ίδιο το  Θεό που… βρέχει σε αυτή τη  θάλασσα.  Γρήγορα, όμως, αποκτά επίγνωση της διαφορετικότητάς του και ανακαλύπτει την ξένη ματιά του ανθρώπινου ματιού πάνω του και την αναπόφευκτη μοναξιά που σχετίζεται με τον διάχυτο κοινωνικό αποκλεισμό. Παρά το γεγονός ότι είναι γιος ενός πλούσιου, έμεινε μακριά απ’ όλους, εγκλωβισμένος στη μοναχικότητά του. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν δύο, και τον πατέρα του όταν ήταν δεκαοχτώ ετών. Του έμεινε όμως η Γκάϊα, η πιστή παραμάνα του, εκείνη που οι άλλοι αποκαλούσαν μάγισσα.

Έγινε ο ίδιος αφεντικό, απόκτησε την κυριότητα ολόκληρης της αγροικίας αλλά η αναπηρία του απομάκρυνε οποιαδήποτε πιθανότητα να γίνει σεβαστός στον περίγυρο. Στην πρώτη του αντιπαράθεσή του με το εξωτερικό περιβάλλον, χλευάστηκε έντονα και έφυγε με ένα έντονα παραμορφωμένο κόκκινο πρόσωπο και μια βαθειά πληγή, από τις κατάρες και το δημόσιο λιθοβολισμό. Γίνεται δυσάρεστος, οι κολίγοι, υπηρέτες και εργάτες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κτήμα και να επιστρέψουν σπίτια τους για να καλύψουν τα χρέη τους, τους στέρησε  την εργασία, οι γυναίκες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις ορέξεις και τις επιθυμίες του, ανακαλύπτοντας τη γοητεία που θα μπορούσε να ασκήσει το ανδρικό φύλο. Ντύθηκε με το δέρμα του τέρατος και έγινε αυτό που νόμιζε ότι ήταν, τουτέστιν ένα βαμπίρ, και στη συνέχεια τροφοδότησε με όποιο τρόπο ήταν δυνατόν, το μύθο του! Άρχισε να παίζει το ρόλο που οι άνθρωποι περίμεναν να παίξει, κι έγινε τελικά ‘αυτό το τέρας που ήθελαν να είμαι’! Αλλά η δυσαρέσκεια, η απογοήτευση και η κούραση κερδίζουν, λόγω της  διαφοράς που υφίσταται ανάμεσα στην  εσωτερική ύπαρξη και την κοινωνική μάσκα του νάνου. Ένας νέος λιθοβολισμός, τον προτρέπει να πάρει πια τη μεγάλη απόφαση. Αρχίζει να βαριέται το ρόλο του μοχθηρού τέρατος που έπαιζε στον περίγυρο του αγροκτήματος και αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να φύγει μακρυά από τη Γαλικία, αν και δεν τολμούσε να εγκαταλείψει την μοναδική και πιστή του υπηρέτρια, τη Γκάϊα.

Παίρνει την απόφαση να επισκεφτεί τη θάλασσα, μια μεγάλη αποκάλυψη για έναν τερατόμορφο νάνο, το μέρος όπου μπορεί να βρει την σωματική και ψυχική ανάπαυση που αναζητάει. Κι ‘ανάπαυση είναι να μπορείς να μην ονειρεύεσαι’, πράγμα που είχε προηγουμένως κουραστεί να κάνει! Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, συναντιέται με έναν  τσιγγάνο από την Κόρδοβα, τον Γιάρο, ο οποίος τον εισήγαγε στα μυστικά της κιθάρας. Ξαφνικά συνειδητοποιεί, ότι η ζωή του θα άλλαζε άρδην αν κατάφερνε κάποια μέρα να εκφραστεί με αυτή, αυτό άλλωστε που είχε προσπαθήσει να κάνει όλα τα χρόνια. Η κιθάρα ίσως τελικά να ήταν ένας από τους τρόπους για να φτάσει εκεί που επιθυμούσε τόσο πολύ!  Στη ζωή του πλέον, δίπλα  στην παραμάνα του, Γκάϊα,  θα υπήρχε κι η κιθάρα του, η  Λίντα! Αυτό ήταν το όνομα που της έδωσε όταν την αγόρασε.

Αλλά το έργο διατηρεί την ελπίδα για την αναγκαία στον πρωταγωνιστή προσέγγιση στη ‘Γιορτή των Νερών’, που τη βλέπει σαν έναν αγώνα όπου θέλει να κερδίσει, όπου θα μπορούσε να γοητεύσει τους κατοίκους του χωριού, να φτάσει το μήνυμά του  στην καρδιά των αδελφών του. Η Γκάϊα, που ήταν απασχολημένη με ειδωλολατρικές και ατιμωτικές μεθόδους, πεθαίνει, ‘παρ’ όλο που αυτό ήταν ιδιαίτερα επώδυνο’. Η μοναξιά του γίνεται πλέον απόλυτη, είναι βαρύτερη απ’ ότι στο παρελθόν, και στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται σε  κακία, γίνεται καθαρή σκληρότητα, τον κάνει να θέλει να σκοτώνει. Είναι και πάλι το τέρας, αλλά σε μια πιο διεστραμμένη μορφή. Η πολυαναμενόμενη στιγμή, η πρόκληση και η νίκη, ζουν ξανά στη φαντασία, αλλά η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Σκέψεις για μια νίκη άνευ σημασίας. Στη συνέχεια, αντί να παραιτηθεί από τον εαυτό του, διακρίνει αίφνης στον ορίζοντα μια λύση. ‘Δεν είναι μάταιο να προσπαθείς να ξεφύγεις από τη μοίρα σου…  πως οι άλλοι δεν σε αφήνουν να ξεφύγεις’; Γίνεται και πάλι το τέρας που περιμένει τον θάνατο και περπατά με την ελπίδα να πεθάνει με ακόμα λίγο περισσότερο παραμορφωμένο πρόσωπο. 

Ο Μισέλ ντελ Καστίγιο (1933- ) γεννήθηκε στη Μαδρίτη, στις  2 Αυγούστου του 1933, στις παραμονές του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο πατέρας του, Georges Michel Janicot, ήταν Γάλλος αστός στη Λυών, του οποίου η οικογένεια είχε καταστραφεί από την κρίση του 1929, ένας ευθύς άνθρωπος με διάχυτη  την αίσθηση της ευπρέπειας, ενώ η μητέρα του, Candida Isabel del Castillo, Ισπανίδα  εβραία που ανήκε σε οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων με μεταπτυχιακές σπουδές  στο Παρίσι. Ήταν ήδη παντρεμένη δύο φορές και προηγουμένως είχε τόσους πολλούς εραστές, ώστε το παιδί δεν ήξερε, όπως λέγεται,  ποιος ήταν ο πατέρας του.  Το 1935, ο πατέρας του, Georges Michel Janicot, επέστρεψε στη Γαλλία για να αναλάβει κάποια θέση στην εταιρεία Michelin στο Clermont-Ferrand. Την άνοιξη του 1936, επέστρεψε απροσδόκητα στη Μαδρίτη και ανακάλυψε ότι ηCandida Isabel, η οποία ήταν  δημοσιογράφος, είχε επιστρέψει στον πρώην εραστή της με τον οποίο απέκτησε δύο γιούς. Κατόπιν αυτού του γεγονότος, έφυγε για τη Γαλλία. Ο γιος του είχε την αίσθηση και εξέλαβε αυτόν  τον χωρισμό ως απόρριψη. Από εκείνη τη στιγμή, η ανάγνωση ήταν γι’ αυτόν ένα μοναδικό ορόσημο και τα βιβλία του αχώριστοι φίλοι, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι όλα αυτά γίνονταν μέσα σε μια  ακατανόητη ιστορική πραγματικότητα  που επικρατούσε στη χώρα του. Ευτυχώς, όπως εξομολογήθηκε αργότερα, υπήρχαν εκείνοι  συγγραφείς όπως οι Μπαλζάκ, Δουμάς και τόσοι άλλοι, που ‘τον πήραν από  το χέρι…’!

Τον Ιούλιο του 1936, μετά την επιτυχία του Λαϊκού Μετώπου (Frente Popular στα ισπανικά)  στις εκλογές, παρατηρήθηκε υπερχείλιση της βίας και από τις δύο αντίπαλες πολιτικές πλευρές. Το Λαϊκό Μέτωπο στην Δεύτερη Δημοκρατία της Ισπανίας,   μια δυναμική εκλογική συμμαχία και σύμφωνο που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1936 από διάφορες πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, υποκινήθηκε από τον Manuel Azaña Díaz για να αμφισβητήσει την εκλογή εκείνου του έτους. Ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος (Ιούλιος 1936- Απρίλιος 1939), όπως εύκολα  μάντευαν όλοι,  βρισκόταν προ των πυλών, κι ο θάνατος παραμόνευε, μέρα και νύχτα, για τη μητέρα και το παιδί της.  Τώρα, στη Μαδρίτη και στην ευρύτερη περιοχή της, ασκούσε την εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο φυλάκισε τη μητέρα του σε ένα πρώην μοναστήρι που μετατράπηκε σε φυλακή.  Ο μικρός την επισκεπτόταν μαζί με τη γιαγιά του.  Ήταν εποχή που οι κάτοικοι της Μαδρίτης υπέφεραν από πείνα και κρύο, ο άνθρακας έλειπε, κι όλα τα παιδιά της πόλης, ήταν υποσιτισμένα. Τα χέρια και τα πόδια τους ήταν καλυμμένα με χιονίστρες, κι ο συγγραφέας μας  υπέφερε από μια ασθένεια των πνευμόνων. Χαμένος ανάμεσα στο χάος του εμφύλιου πολέμου και τη φρενίτιδα του ερωτικού πάθους της μητέρας του, κατέφυγε πάλι στην ανάγνωση κειμένων.

 

kith2

 

Το 1937, η μητέρα του απελευθερώθηκε και επέστρεψε στο διαμέρισμα της οδού Castello και πήρε μαζί το γιο της, ο οποίος ζούσε με τη γιαγιά του, στην οδό Γκόγια. Παντρεύτηκε έναν υπολοχαγό των Διεθνών Ταξιαρχιών, ο οποίος, όμως, σκοτώθηκε στο μέτωπο λίγους μήνες αργότερα. Μετά από λίγο, βρέθηκε να συζεί με έναν από τους ηγέτες της πολιτικής αστυνομίας του κομμουνιστικού κόμματος. Στα τέλη Μαρτίου του 1939, λίγες μόλις ημέρες πριν από την είσοδο των στρατευμάτων του Φράνκο στην πρωτεύουσα, η Candida Isabel πήγε στη Βαλένθια, κι από εκεί τη Γαλλία, παίρνοντας μαζί της τον μικρό Μισέλ, παρά τις παρακλήσεις της γιαγιάς του, κι εγκαταλείποντας όλα τα άλλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε την ελπίδα να εξευμενίσει με κάποιο τρόπο τον Michel Janicot.
Ο τελευταίος τους βοήθησε, είναι αλήθεια, βρίσκοντας κάποιο κατάλυμα για τους Ισπανούς εξόριστους, ελπίζοντας ότι ο αέρας της χώρας θα βελτιώσει την υγεία του καταβεβλημένου γιου του, για τον οποίο ήδη πλήρωσε ένα σημαντικό ποσό που αντιπροσώπευε το επίδομα διατροφής μέχρι την ενηλικίωσή του.

Όταν, τον Σεπτέμβριο, ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Candida Isabel πανικοβλήθηκε, έχοντας το γιο της σε κοντινά αγροκτήματα. Το 1940, πήγε στο Clermont-Ferrand και ξέσπασε σε αντεγκλήσεις κατηγορώντας τον πρώην σύζυγό της ότι εγκατέλειψε κι αυτή και το γιο της, για να τους καταδικάσει έτσι στη χειρότερη δυστυχία. Μ’ ένα νόμο η Candida Isabel μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο του Rieucros όπου το καθεστώς ήταν αρκετά σκληρό. Εκεί συνέχισε να χρησιμοποιεί το μικρό γιο της ως ‘προστατευτικό στρώμα’. Στο Rieucros, το παιδί βρέθηκε μέσα στο κρύο, την πείνα, το φόβο και το άγχος, ιδιαίτερα όταν έχανε τη μητέρα του. Στο τέλος του έτους, η μητέρα του μεταφέρθηκε στο Μονπελιέ απ’ όπου δραπέτευσε του νοσοκομείου, με τη βοήθεια κάποιων πλαστών εγγράφων ενός επιθεωρητού της αστυνομίας με το όνομα Blanche Azéma. Με το γιο της, κρυβόταν στα περίχωρα του Μονπελιέ, όπου οι φωτογραφίες τους είχαν αναρτηθεί στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα. Με τα μαλλιά βαμμένα πλατινένια ξανθά, η υποτιθέμενη Azéma, επιβιβάστηκε τελικά σε τραίνο για τη Μασσαλία, όπου ήλπιζε να καταφέρει να φύγει για το Μεξικό ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά χωρίς επιτυχία. Το 1942, συνοδευόμενη από έναν Γερμανό που μάλλον δεν γνώριζε, η Candida Isabel και ο γιος της, πήγαν κρυφά στο Παρίσι. Λίγες μέρες πριν τα ένατα γενέθλιά του, τον παρέδωσε στους Ναζί, και εκεί πραγματοποιήθηκε ο τελικός χωρισμός. Απελάθηκε στη Γερμανία, όπου έμεινε έγκλειστος για σχεδόν τρία χρόνια σε κλειστό στρατόπεδο εργασίας, γνωρίζοντας την ασθένεια, την πείνα, και την καθημερινή απειλή του θανάτου. Ήταν γι αυτόν μια πολύ ευαίσθητη προσαρμογή, όπως είπε σε μια συνέντευξή του, αφού δεν ήταν ούτε πολιτικός εξόριστος, ούτε είχε αγωνιστεί εναντίον τους, και φυσικά δεν ήταν Εβραίος. Είδε όλους εκείνους τους Ρώσους που σφαγιάστηκαν από τους Γερμανούς και, στη συνέχεια, όταν απομακρύνθηκαν από το στρατόπεδο κατά τη διάρκεια της ρωσικής προέλασης, λυπήθηκε για τους Γερμανούς που είδε στους σταθμούς. Ήταν γι αυτόν, η Αποκάλυψη! Τίποτα δεν ήταν απλό. Στο Βερολίνο, το θέαμα ήταν τρομακτικό, βόμβες έπεφταν παντού, έζησε για να παλέψει με τον εαυτό του και για να βρει τη μητέρα του. Επαναπατρίσθηκε στην Ισπανία τον Μάρτιο του 1945, κι ανακάλυψε ότι η μητέρα του δεν είχε καν προσπαθήσει να τον βρει, αλλά είχε πάει στην Αλγερία για να ξεκινήσει μια άλλη ζωή.

 

kith3

 

Αυτό το παιδί των δώδεκα ετών, βρέθηκε στη Βαρκελώνη, στο σπίτι της γιαγιάς του που πέθαινε από καρκίνο στο νοσοκομείο, όταν πια τοποθετήθηκε σε σωφρονιστικό ίδρυμα, μια θρησκευτική κόλαση, ουσιαστικά γι αυτόν, ‘μια φυλακή’. Ο επίσημος λόγος για την κράτησή του ήταν το γεγονός ότι ήταν ορφανός, αλλά ο ανεπίσημος ότι ήταν ‘γιος των Κόκκινων’. Ήταν μια ύποπτη περίπτωση, αφού είχε ήδη εγκλειστεί σε στρατόπεδα στη Γαλλία και στη Γερμανία. Με τον Φράνκο στην Ισπανία, αυτό σήμαινε ότι ήταν κομμουνιστής, άνθρωπος των Μπολσεβίκων, αλλά το νεαρόν της ηλικίας του δεν μπορούσε να εξηγήσει πολλά πράγματα που συνέβαιναν, παρά τα πάμπολλα διαβάσματά του. Παρόλα αυτά, όπως λέει, είχε την αίσθηση ότι ήταν διαφορετικός, ‘ανήκε σε μια άλλη κάστα’. Στο ίδρυμα τους χτυπούσαν, ενώ δούλευαν σκληρά στο εργοστάσιο, κι έτρωγαν λίγο, ουσιαστικά λιμοκτονούσαν. Εκεί βρίσκονταν κάπου δύο χιλιάδες αγόρια, ηλικίας επτά έως δεκαοκτώ ετών, ορφανά, εγκληματίες και ζητιάνοι. Μετά από ένα χρόνο παραμονής, το δέρμα του καλύφθηκε με αποστήματα, φλύκταινες, έχασε σωματικό βάρος και έγινε κυριολεκτικά ζωντανός σκελετός. Επαναστάτησε εναντίον των ιερέων, αφού εκμεταλλεύτηκε την επίσκεψη του επισκόπου της Βαρκελώνης, ξεσηκώνοντας τον περίγυρο, κραυγάζοντας εναντίον τους και αποκαλώντας τους καθάρματα και σαδιστές οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα παιδιά. Δύο ιερείς αμέσως όρμησαν πάνω του για να τον κρατήσουν ήσυχο, προκαλώντας του πολλαπλά τραύματα και ματωμένος πέρασε οκτώ ημέρες σε ένα μπουντρούμι για τιμωρία με υψηλό πυρετό. Μέσα σε όλη αυτή τη δοκιμασία, επέμενε να διαβάζει κάποιο αντίτυπο που μπόρεσε να εξασφαλίσει του βιβλίου ‘Σημειώσεις από το Υπόγειο’ του Ντοστογιέφσκι. Για τον μικρό αναγνώστη, ο χαρακτήρας του Ντοστογιέφσκι ήταν πραγματική αποκάλυψη. Ο συγγραφέας του ‘Ηλίθιου’, επρόκειτο να του σώσει, κυριολεκτικά, τη ζωή, τον βοήθησε να καταλάβει ότι η πραγματική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, πέρα ​​από όλα τα άλλα, βρίσκεται στα βιβλία, αφού περιέχουν μια ουσιαστική πραγματικότητα πολύ βαθύτερη από την κοινωνική πραγματικότητα που είναι γεμάτη προσποίηση. Μετά από τέσσερα χρόνια, σε αυτή την κόλαση, ετοίμασε προσεκτικά την απόδρασή του την 1 Ιουνίου 1949 με έναν σύντροφο, τον Χοσέ, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια σπηλιά και εργαζόμενος σε διάφορες δουλειές. Μετά από τρεις εβδομάδες βρέθηκε στη Μαδρίτη, πήγε στο σπίτι της οδού Γκόγια, αλλά είχε πωληθεί πριν από τρία χρόνια, ενώ όλα τα υπάρχοντά του είχαν κατασχεθεί. Εξαντλημένος, χωρίς χρήματα, γεμάτος περίεργους φόβους, προτίμησε να πάει σε ένα αστυνομικό τμήμα, όπου ένας νέος επιθεωρητής, συγκινημένος από την ιστορία του, μετά από σχετική έρευνα τον έστειλε σε ένα κολέγιο Ιησουιτών, στην Ούβεδα, πόλη που βρίσκεται στην επαρχία της Κόρδοβα στην Ανδαλουσία. Εκεί ανακάλυψε επιτέλους την τρυφερότητα ενός πραγματικού σπιτιού και τη σωτηρία, χάρη στον Πατέρα Mariano Prados. Οι Ιησουίτες του επέβαλαν ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης με τέσσερις ώρες Λατινική γλώσσα το πρωί, και τέσσερις ώρες την ελληνική το απόγευμα.

Εδώ, σε αυτά τα μέρη, ο Μιγκέλ στα δεκαέξι του χρόνια ήταν πλέον ευτυχισμένος, ένοιωθε ασφαλής, αλλά είχε μόνο μια επιθυμία, που δεν ήταν άλλη από το να βρει την οικογένειά του, και να της προσφέρει το… γιο τους. Ο Πατέρας Prados κάποια στιγμή ανακάλυψε τη διεύθυνση του ετεροθαλούς αδελφού του, Xavier, γιο από τον πρώτο γάμο της μητέρας του, Isabel Candida, και ο Miguel εκλήθη να περάσει τις διακοπές του στη Σάντα Κρουζ Ντε Τενερίφη, στα Κανάρια Νησιά, όπου εκείνος κατείχε υψηλή κυβερνητική θέση. Γνωρίζοντας πλέον τη διεύθυνση του Michel Janicot, του έγραψε για να ζητήσει τη βοήθειά του, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση.

Το 1950, λόγω της φτώχειας, αποθαρρυμένος, πολλές φορές στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, προσελήφθη ως εργάτης σε εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου στην Vallcarca κοντά στη Βαρκελώνη. Μια μέρα συνάντησε κάποιο ηγετικό στέλεχος από το κόμμα του Φράνκο, που προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, στέλνοντάς τον σε στρατόπεδο της Αραγωνίας όπου πέρασε το καλοκαίρι. Ήλπιζε απ’ εκεί να διασχίσει τα σύνορα και να φτάσει στη Γαλλία την οποία θεωρούσε ως την αληθινή πατρίδα του. Αργότερα φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός φαλαγγίτη, στην πόλη Ουέσκα, στη βορειοανατολική Ισπανία, όπου κέρδιζε τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα γαλλικών. Εκεί ευτυχώς συνάντησε έναν ιερέα, τον Joaquin Bassols, ο οποίος έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή του, αποτρέποντάς τον από το να βυθιστεί εντελώς στην κατάθλιψη.

Πήγε στην Σαραγόσα, όπου γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά εξαντλημένος πλήρως, σωματικά και ψυχικά, από την επώδυνη κούρσα που οδηγούσε για σχεδόν δέκα χρόνια, αρρώστησε σοβαρά και προσπάθησε να δώσει τέλος στη ζωή του με ένα άλμα στον ποταμό Έβρο. Αλλά το ένστικτο της επιβίωσης, ήταν ισχυρότερο. Στις 2 Αυγούστου του 1953, στην Ουέσκα, γιόρτασε την εικοστή επέτειο των γενεθλίων του, βυθισμένος στην ‘αποκρουστική μοναξιά της μιζέριας και της εγκατάλειψης’. Πήρε το τραίνο και πήγε στο Σαν Σεμπαστιάν. Ένας ξένος εκεί, λυπήθηκε αυτόν τον νεαρό άνδρα που τριγυρνούσε άσκοπα, και τον έβαλε σε ένα τραίνο για το Παρίσι. Βρέθηκε μαζί με τον πατέρα του στο σταθμό Austerlitz, κι αρχικά έμεινε σε ξενοδοχείο και λίγο αργότερα στο μεγάλο διαμέρισμα του πατέρα του για λόγους οικονομίας, αλλά μετά από κάποιους διαπληκτισμούς και ανταλλαγή άσχημων λέξεων, έφυγε απ’ εκεί. Ζώντας σε συγγενείς, ένα θείο του, για πρώτη φορά στη ζωή του ένοιωσε σταθερότητα και ησυχία, και συνέχισε τις σπουδές του.

Από το 1954 έως το 1956, έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα. Γράφτηκε στη Σορβόννη το 1956, και το 1957 άρχισε ένα κύκλο σπουδών στις πολιτικές επιστήμες. Στη συνέχεια στράφηκε στην ψυχολογία, κι έλαβε το αντίστοιχο πτυχίο στη Σορβόννη και το Ινστιτούτο Ψυχολογίας. Γοητευμένος από την εικόνα του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο (Miguel de Unamuno), μετακόμισε στη Σαλαμάνκα, όπου σπούδασε αρχαία ελληνικά. Το Μάιο του 1955, εντελώς τυχαία βρήκε τη μητέρα του που ζούσε στο Παρίσι.

Το μυθιστόρημα, ‘Η κιθάρα’ (1958) του Μισέλ ντελ Καστίγιο, που συχνά παίρνει φανταστικό τόνο και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα παραμύθι, με τον κύριο χαρακτήρα του βιβλίου να κάνει ένα συμβολικό ταξίδι. Την πορεία προς τη θάλασσα, το περπάτημα στην άλλη πλευρά, τη σταύρωση. Ο νάνος είναι απαισιόδοξος πια και βαθιά λυπημένος. Τα πάντα είναι τοποθετημένα κάτω από τη ‘μορίνα’, ένας όρος που υποδηλώνει τη θλίψη, την κατάθλιψη και το θάνατο, ο οποίος ανοίγει και κλείνει την αφήγηση. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο χωρίς διακοσμητικά στοιχεία, κι η αφήγηση καταντά εφιάλτης. Η μελαγχολική διάθεση του αφηγητή επηρεάζει τους ανθρώπους και τα γύρω πράγματα και καταστάσεις. Το μαύρο σβήνει μόνο μέσα σε δύο περιόδους. Όταν ζούσε η Γκάϊα και κατά την περίοδο προετοιμασίας για τη ‘Γιορτή του Νερού’. Στο κείμενο η θάλασσα, ο ουρανός, η κιθάρα, είναι γι αυτόν ζωντανά όντα.

Υπάρχουν όμορφες περιγραφές των τοπίων της Γαλικίας, μια ομιχλώδης χώρα, βροχή, υγρασία, αντιπαράθεση μεταξύ της γης, των ωκεανών και του ουρανού, μια ιδιαίτερα ακανόνιστη ακτή. Παρουσιάζεται ως ρεαλιστικό ντοκυμαντέρ, ένα κοινωνικό και ιστορικό ντοκουμέντο για την περιοχή αυτή της δεκαετίας του τριάντα, του προηγούμενου φυσικά αιώνα. Η κοινωνία εξακολουθεί να θυμίζει κάπως μεσαιωνικούς τρόπους, παραδόσεις, λαογραφία, νοοτροπίες, οι οποίες δίνουν μεγάλη σπουδαιότητα στο υπερφυσικό, είτε είναι Χριστιανοί ή ειδωλολάτρες, ένα μέρος όπου οι δεισιδαιμονίες και οι τελετές μαύρης μαγείας, συνυπάρχουν με τον Καθολικισμό. Οι χωρικοί παραμένουν στο σκοταδισμό, μέσα σε μια χώρα φορτωμένη με σύμβολα.

Ο διάλογος μεταξύ του αφηγητή και του αναγνώστη, είναι στην πραγματικότητα ένας διάλογος με τη συνείδησή του. Ο τόνος του είναι βίαιος, τραγικός, κι αισθάνεται οδυνηρή απογοήτευση. Είναι ο έφηβος που βρίσκεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του και με τον κόσμο, η αντιπαράθεση μεταξύ των θετικών δυνάμεων του Καλού και των αρνητικών δυνάμεων του Κακού. Γονίδιο ξεστρατισμένο, θύμα γενετικής ανωμαλίας, ελάττωμα που αποκτήθηκε από τη δυσκολία κοινωνικοποίησης και ικανοποίησης της σεξουαλικότητας και του αισθησιασμού του, είναι στην πραγματικότητα διχασμένος ανάμεσα στην ανάγκη να ενσωματωθεί στην κοινωνική ομάδα λόγω των συναισθηματικών και σεξουαλικών παρορμήσεών του και της επιθυμίας του να φύγει μακρυά.

Στον πρόλογο, τονίζει τη σημασία αυτού του έργου. Αν το ‘Τανγκί’ θεωρήθηκε από μερικούς ως το βιβλίο της απαισιοδοξίας, η ‘Κιθάρα’, είναι το βιβλίο της απόλυτης απελπισίας. Το σημαντικό γι’ αυτόν, ήταν να δείξει ότι ‘υπάρχει μια κατάρα της μοίρας, πως υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν από αυτή την κατάρα χωρίς να έχουν κάνει τίποτα να την προκαλέσουν’, κι ακόμη πως αυτοί οι άνθρωποι αγνοούν την ελπίδα! Η καμπούρα και ο νανισμός, είναι μια αλληγορία για τη διαφορά, την ανθρώπινη διαφορετικότητα, ο τερατώδης νάνος είναι ο εκπρόσωπος όλων εκείνων που δεν έχουν αλλοιωθεί από τη μοίρα τους, αλλά που αισθάνονται έντονα το βάρος της αδικίας στους ώμους τους. Το κείμενο βρίθει από τέτοιες αναφορές στη διαφορετικότητα, όποια κι αν είναι αυτή, αλλά αυτός είναι διαφορετικός, είναι καταδικασμένος στη σωματική και ψυχολογική απομόνωση. Το βιβλίο ξεκίνησε να γράφεται τον Ιούλιο του 1956 στη Μαδρίτη και τελείωσε τον Ιούνιο του 1967 στο Παρίσι.

Ο επίλογος του βιβλίου, για την ελληνική έκδοση, που γράφτηκε το Φεβρουάριο του 1973, παρουσιάζει βαθύτερες απόψεις και θέσεις του Μισέλ ντελ Καστίγιο. ‘Μη δεχτείς να μπλέξεις στις διαμάχες τους’, λέει σε μια στιγμή. ‘Δεν καταλαβαίνεις ότι προσπαθούν να ανταλλάξουν τις λέξεις τους με τις δικές σου; Ότι ο κρυφός στόχος είναι να σε μπολιάσουν με το δηλητήριό τους’; ‘Είμαι άσχημος’, ξεκινάει το βιβλίο, κι από την πρώτη κιόλας σειρά ο ήρωας εξομολογείται τα βαθύτερα προβλήματά του. Νάνος, εκ γενετής, καμπούρης και με παραμορφωμένο με ουλές πρόσωπο γνωρίζει καλά και βιώνει γρήγορα τον οίκτο και την περιφρόνηση, αλλά περισσότερο τη βία και την προκατάληψη της ‘διαφορετικότητας’ από την κλειστή κοινωνία της Γαλικίας στην Ισπανία. Ένας μηχανισμός άμυνας του εγώ, θα μπορούσε να είναι η μουσική, η κιθάρα του Λίντα ή η ‘όμορφη’ για την ισπανική γλώσσα, να πλησιάσει τους άλλους γύρω του, να αποτρέψει την απόρριψη που υπάρχει διάχυτη και εμφιλοχωρεί παντού στον αέρα. Κι αυτό έστω και με το χειρότερο τίμημα! Μικρό μυθιστόρημα, βαθύ ψυχογράφημα, αποδεικνύει περίτρανα την έντονη επιρροή που άσκησαν τα κείμενα του Ντοστογιέφσκι στον συγγραφέα. Η εξομολόγηση, χείμαρρος κυριολεκτικά, του δύστυχου ήρωα του βιβλίου είναι καταιγιστική, αφοπλιστική, ειλικρινής, και άκρως παραστατική στον αναγνώστη. Χωρίς φτιασίδια, ξεδιπλώνει τις πτυχές της, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο νόημα, απελπιστικής και επώδυνης ζωής του.

 

kith4

 

Η κιθάρα του, η Λίντα, φαίνεται πως του δίνει μια χαραμάδα ελπίδας, μια έξοδο από την διαμορφωμένη χρόνια κατάσταση, μια τελευταία ελπίδα για ανθρώπινη επαφή. Για κάποιο εραστή της, αποτελεί τον πλέον άμεσο τρόπο έκφρασης, προέκταση του εαυτού του, πιστός αιώνιος φίλος, όπως άλλωστε κι η  Lucille  του B.B. King, κάποτε, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top