Fractal

Δοκίμιο: “Υπογείως της νύχτας” | 8 Μαρτίου: Γ όπως Γυναίκα και Γραφή

Του Θάνου Μαντζάνα // *

 

 

 

 

Στον μεγάλο εραστή Σαλ Παραντάιζ *

 

Μπες μέσα Σαλ και ας μην είναι το δικό σου Χάντσον μοντέλο Κόμοντορ του ’49 δεν τα φτιάχνουν πια, όχι όπως τότε αλλά καθόλου μπες μέσα και βάλε ζώνη μπορεί να μην έχουν λεβιέ για να νιώθεις την αλλαγή της ταχύτητας όταν την καρφώνεις είναι αυτόματα τα πιο πολλά αλλά τρέχουν πολύ πιο γρήγορα από τότε και απόψε θα τρέξουμε πολύ γρήγορα πιο γρήγορα από όσο μπορούσες να φανταστείς πιο γρήγορα από ποτέ δεν έχουμε και άλλη επιλογή κοίτα γύρω μας όλοι τρέχουν δαιμονισμένα προσπαθώντας να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο προσπαθώντας να ξεπεράσει καθένας τον εαυτό του προσπαθώντας να ξεπεράσουν όλοι μαζί τον χρόνο όμως δεν μπορείς να ξεπεράσεις τον χρόνο δεν το ξέρουν οι ανόητοι ο χρόνος είναι γρηγορότερος όλων όσο γρήγορα και αν τρέξεις θα είναι πάντα μπροστά σου ανεβάζοντας στροφές ακόμα και στις πιο απότομες ανηφόρες όπου οι άλλοι ζορίζονται ορμώντας στις κατηφόρες σα να έχει σπασμένα φρένα μην σταματώντας ποτέ για κανέναν και για τίποτα ο μόνος που δεν ξέρει τι είναι εμπόδια παρασύροντας μαζί του και τα πράγματα να τρέχουν και αυτά πολύ πιο γρήγορα από όσο στον αιώνα που γνώρισες ιλιγγιωδώς πλέον όμως όλοι αυτοί δεν το ξέρουν και συνεχίζουν να τρέχουν για να τον προσπεράσουν οι ηλίθιοι επιταχύνοντας διαρκώς ντεραπάροντας αδιάκοπα όμως ούτε καν το καταλαβαίνουν δεν σταματούν ούτε για σέρβις μόνον ισιώνουν το τιμόνι και σανιδώνουν ξανά το γκάζι όλο και περισσότερο maximum overdrive χωρίς να τους απασχολεί το πού πηγαίνουν αν υπάρχει προορισμός μόνος τέτοιος ο δρόμος μόνος αυτοσκοπός η ταχύτητα τρέχοντας στο πουθενά με όχημα την απελπισία και καύσιμο την αφασία μια κούρσα δίχως τέλος χωρίς ούτε μια στάση ούτε καν για να σκεφτείς σκέφτεσαι άρα υπάρχεις σκέφτεσαι όμως το ότι υπάρχεις; υπάρχεις τελικά στα αλήθεια για να μπορείς να σκέφτεσαι; μπορείς να είσαι σίγουρος; χρειάζεσαι πειστήρια «οι άνθρωποι φωτογράφιζαν ο ένας τον άλλο απλά για να αποδείξουν ότι υπήρχαν στα αλήθεια» είχαν τραγουδήσει κάποτε για έναν φανταστικό κόσμο οι Kinks τώρα όμως συμβαίνει selfie selfie και άλλη selfie φωτογράφισε τους πάντες και τα πάντα πριν από όλους τον εαυτό σου συνεχώς, κάθε στιγμή αν γίνεται if you don’t pic it it didn’t happen φωτογράφισε και πόσταρε στο Facebook, στο Instagram, στο Pinterest, όπου μπορείς τι είναι αυτά; που να σου εξηγώ τώρα σημασία έχουν μόνον οι selfies όσες περισσότερες τόσο καλύτερα μάταιες απεικονίσεις του κενού αποτυπώματα της μη ύπαρξης υπάρχεις ή όχι; να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις, όπως θα έλεγε και η μηχανή Άμλετ μπορείς να υπάρξεις; είσαι σίγουρος ότι θέλεις να υπάρξεις; δεν υπάρχει χρόνος για να απαντήσεις επιτρέπεται να σταματήσεις μόνο για ένα δευτερόλεπτο όσο χρειάζεται για το κλικ της κάμερας και μετά πάλι στον δρόμο τέρμα τα γκάζια το κοντέρ να ανεβαίνει τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς για να προλάβεις την ζωή όμως εκείνη πάντα σε προσπερνά ούτε καν βγάζοντας σου τη γλώσσα από το παράθυρο αλλά τα δυο της χέρια με τις παλάμες ανοιχτές γιατί τρέχει πιο γρήγορα από όλους ακόμα και από τον ίδιο τον χρόνο και εσύ πάντα να την κυνηγάς προσπαθώντας να την προσπεράσεις γιατί δεν τολμάς να αφεθείς να σε παρασύρει κοίτα τους λοιπόν πως τρέχουν όλοι πειθήνια, στην ίδια ομοιόμορφη σειρά οι περιπλανώμενοι του ντάρμα μετατράπηκαν σε υποδουλωμένους του κάρμα ούτε καν πια του πληκτρολογίου αλλά της οθόνης επαφής ούτε αυτό δεν ξέρεις τ είναι; χαρακτηριστικό της εποχής να αγγίζεις χωρίς να ακουμπάς να αγγίζεις χωρίς να σε αγγίζουν να φοβάσαι το να σε αγγίξουν να αγγίζεις μόνον από απόσταση να κινείσαι αλλά νη μη νιώθεις κανείς πια δεν καίγεται δεν καίγεται όπως τα ρωμαϊκά κεριά θέλουν την λάμψη της φωτιάς χωρίς το φως της την ζεστασιά δίχως την φλόγα της τρέμουν την φωτιά τους παγώνει ο φόβος ότι αν μπουν μέσα της θα καούν δεν γνωρίζουν οι άφρονες ότι αν δεν ρισκάρεις να μπεις στην φωτιά δεν θα ζεσταθείς ποτέ και αν ακόμα σε τσουρουφλίσει σίγουρα δεν θα πεθάνεις ποτέ από αυτά τα εγκαύματα μόνο πιο δυνατός θα γίνεις αλλά με τέτοιους φόβους και ενδοιασμούς κατάφεραν να γίνουν γενναίοι των ηδονών θα παραμείνουν όμως πάντα προδότες των επιθυμιών και ουτιδανοί των εμπειριών και μόνιμα ανάξιοι της γνώσης χορτασμένοι από θερμίδες πεινασμένοι για γεύση θρεπτική αξία και διατροφική ουσία σχεδόν όλοι τους oversexed and underlived low life of the lowlife τόσοι πολλοί τρέχοντας στην information superhighway προς το no meaning of it all on a highway to hell μια κόλαση φτιαγμένη από ύλη για να τυραννιέται μέσα της το πνεύμα δεν θα συνεχίσουμε όμως στον Route 66 ή μήπως 99; όλοι οι αυτοκινητόδρομοι ίδιοι είναι αν πάντως μείνουμε δεξιά πρέπει να πηγαίνουμε τόσο αργά ώστε κινδυνεύουμε να βγούμε από το οδόστρωμα στις απότομες στροφές αριστερά μπορεί να μας σκοτώσουν οι αδέξιοι και αόμματοι που οδηγούν υπό το κράτος μέθης της ταχύτητας κρατήσου λοιπόν Σαλ θα κάνω αναστροφή θα πάρουμε εκείνη την παράκαμψη στην απέναντι πλευρά που μόλις προσπεράσαμε λίγο μεγαλύτερη απόσταση αλλά πολύ πιο άνετη διαδρομή εμείς άλλωστε γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σημασία δεν έχει η ταχύτητα ούτε το να φτάσεις πιο γρήγορα το μόνο που μετράει είναι να συνεχίζεις το ταξίδι με ασφάλεια και προς τον μόνο προορισμό προς τα εμπρός και τα άνω και αν δεν μπορείς να ανυψωθείς μπορείς τουλάχιστον να κοιτάζεις ψηλά όσο ψηλότερα είναι δυνατόν αυτό ήταν πιο ωραία δεν είναι από εδώ, έστω και στον χωματόδρομο; τι έπαθες Σαλ, γιατί μελαγχόλησες ξαφνικά; θυμήθηκες εκείνη; ποιαν από όλες; την μία που είχες πάντα μέσα σου και έψαχνες να την ανακαλύψεις σε τόσα πρόσωπα; και επειδή δεν την έβρισκες τις αγάπησες όλες όσες τουλάχιστον βρέθηκαν δίπλα σου; μήπως τελικά γιατί όλες μαζί ήταν εκείνη η μία αλλά ταυτόχρονα, αν και τόσες πολλές, τόσο πιο λίγο από εκείνη; ή την άλλη που όχι στα μάτια αλλά στο πρόσωπο της είδες τον εαυτό σου και σου ξέφυγε ή την άφησες να φύγει; μήπως γιατί την μπέρδεψες με μία τρίτη που δεν ήταν απλά άλλη μα περαστική; ή ίσως γιατί δεν την αναγνώρισες; μήπως γιατί δεν αναγνώριζε η ίδια τον εαυτό της; ή γιατί δείλιαζες εσύ να γνωρίσεις τον δικό σου; μην μελαγχολείς όμως θυμήσου πως τα μαλλιά της χάραζαν τις οριογραμμές του ορίζοντα πως ο τόπος που υπήρχε μέσα στα μάτια της ήταν μεγαλύτερος από όλη την γη πως τα χείλη της ήταν οι πύλες της αβύσσου της

Εδέμ ή του Άδη; ή και των δύο μαζί; θυμήσου τα χέρια της γύρω από τον λαιμό σου ή μήπως τα δάκτυλα της να σφίγγουν τον λαιμό σου; ή ήταν τα δικά σου που έσφιγγαν τον δικό της; σκοτώνουμε ό,τι αγαπάμε; ή αυτό μας σκοτώνει; μήπως όμως το σκοτώνουμε εμείς; γιατί το φοβόμαστε επειδή δεν το ξέρουμε σκοτώνουμε την αγάπη δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και μετά η απουσία της αγάπης σκοτώνει εμάς η δικαιοσύνη του σύμπαντος σκέψου όμως και ότι κάθε τέλος είναι μια αρχή δεν είναι κακό το τέλος κάποιες φορές πρέπει ακόμα και να το επιδιώκουμε γιατί μόνον έτσι μπορούμε να ξαναρχίσουμε δηλαδή να συνεχίσουμε κοίτα, αφήνουμε πίσω το αστικό φεγγάρι έχεις παρατηρήσει αλήθεια ότι μόνο στις πόλεις φαίνεται όμορφο; στην ύπαιθρο δεν δείχνει παρά μια μεγάλη κίτρινη πέτρα στον ουρανό με δανεικό φως μπροστά μας όμως έχουμε τον ήλιο δυνατό γιατί είναι αληθινός όπως κάθε τι που δεν είναι αυταπάτη όπως κάθε νέα αρχή ας απολαύσουμε καλύτερα αυτήν ανάποδο τιμόνι και παρκάρισμα ας κάνουμε τσιγάρο κοίτα την ανατολή μέχρι να απαντήσω σε ένα μήνυμα δεν ξέρεις τι είναι και αυτό δεν το έμαθες ποτέ και ίσως να ήταν καλύτερα για εσένα εγώ όμως δεν μπορώ πια ούτε να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτό όπως ακριβώς εσύ δίχως την γραφομηχανή σου γιατί ζωή σημαίνει αλλαγή άρα και αρχές πολλές, αδιάκοπες μέχρι το δικό της τέλος τέλειωσα και εγώ με το μήνυμα δεν νύσταξες ακόμα Σαλ; πάμε λοιπόν, κερνάω καφέ και πρωινό στην παλιά καντίνα ξέρεις, εκεί στο σταυροδρόμι φαντασίας – ονείρου και λογικής – ελπίδας χαμογέλασε όμως δεν συμβαίνει τίποτα δεν είναι παρά ένα ακόμα τέλος μιας νύχτας όπως όλες οι άλλες ώρα για ανάδυση στο φως της ημέρας.

* Sal Paradise, είναι το όνομα το οποίο έδωσε στον έναν από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες που δεν ήταν άλλος από τον εαυτό του και μαζί με τον φίλο του Dean Moriarty (ο ήσσων συγγραφέας Νιλ Κάσαντι) διέσχιζαν σε ένα road trip πνευματικής και υπαρξιακής αναζήτησης, άρα αναπόφευκτα και αυτογνωσίας, την Αμερική του τέλους της δεκαετίας του ’40, ο Τζακ Κέρουακ στο «On The Road» («Στον Δρόμο», γράφτηκε από το ’47 μέχρι το ’51 και εκδόθηκε το 1957). Με το δεύτερο αυτό κατά σειρά βιβλίο του ο Κέρουακ που την Δευτέρα θα εόρταζε τα ενενηκοστά έκτα γενέθλια του (γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1922 και πέθανε στις 21 Οκτωβρίου 1969) αναγορεύθηκε σε έμβλημα της γενεάς των beat και ταυτόχρονα έγινε ο διαπρεπέστερος και αναμφίβολα ο καλύτερος όσον αφορά στην πεζογραφία εκπρόσωπος του ομώνυμου κινήματος το οποίο σάρωσε σαν ορμητικός άνεμος αρχικά την αμερικανική, μετά την διεθνή πεζογραφία και εντέλει συνολικά τον τρόπο σκέψης του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.

Εκτός όμως από μεγάλος εραστής της γραφής ο Τζακ Κερουακ υπήρξε και μέγας λάτρης όχι απλά του γυναικείου φύλου αλλά της γυναικείας οντότητας και της θηλυκότητας που αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό της. Αυτό δεν είναι τόσο φανερό στο διαχρονικά ευπώλητο «On The Road» όσο στο πολύ λιγότερο γνωστό βιβλίο του που το ακολούθησε, το «The Subterraneans» («Οι Υπόγειοι», γράφτηκε το ’53 και κυκλοφόρησε το 1958) που ο ίδιος είχε αποκαλέσει «το ανάλογο ως προς την γραφή ενός τεράστιου σε διάρκεια, ατελείωτου jazz σόλο, μάλλον σαξοφώνου». Προσωπικά τον ευχαριστώ για αυτό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του καθώς είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε όποιον προσπαθεί να ιχνηλατήσει και στη συνέχεια να αποπειραθεί να χαρτογραφήσει τις ραγδαίες αλλαγές των ψυχικών και πνευματικών τοπίων εντός του περιβάλλοντος κυρίως των άστεων και πολύ λιγότερο της υπαίθρου αυτού του πλανήτη στον εικοστό πρώτο πλέον αιώνα και με μια πολύ διαφορετική ηχητική επένδυση. Το soundtrack της εποχής μας είναι ο υπόκωφος βόμβος που παράγεται από τις συσκευές, τα gadgets και την υπόλοιπη ψηφιακή τεχνολογία η οποία καθορίζει πια τον τρόπο ζωής μας, τείνοντας σε αρκετές περιπτώσεις να υποκαταστήσει ακόμα και την ίδια την σκέψη. Ένα soundtrack που αποτελείται από οξείες, με παντελή έλλειψη κανονικότητας και δυσαρμονικές συχνότητες σε ένα beat επίμονο, επαναληπτικό και ασύλληπτα πιο γρήγορο από εκείνο της εποχής των beatniks. Απολύτως ταιριαστή επένδυση για το «Koyaanisqatsi», δηλαδή της ζωής άνευ ισορροπίας, όπως προειδοποιούσε ήδη από το 1982 ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο με την αριστουργηματική μουσική του Philip Glass.

Όσο για το αν τελικά δύναται να υπάρξει συνειρμική γραφή όταν υπόκειται στην εκ των προτέρων καθορισμένη συνθήκη του ότι πρέπει να ακολουθεί τον ειρμό της σκέψης ο οποίος εκ φύσεως εμπεριέχει, πριν ακόμα το παράξει, νόημα και άρα δεν μπορεί να είναι μόνο φόρμα που καταγράφει το βίωμα; Αυτό θα το αφήσω στους θεωρητικούς και συναδέλφους κριτικούς λογοτεχνίας, μπορώ να τοποθετηθώ επί αναλόγων ζητημάτων μόνο στο πεδίο της μουσικής!

 

 

 

 

* Ο Θάνος Μαντζάνος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία, ζει και εργάζεται. Κριτικός μουσικής σε πάρα πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές, εξειδικευμένες και μη, εκδόσεις. Από το 1999 είναι ο κριτικός και αρθρογράφος περί μουσικών θεμάτων της εφημερίδας Αυγή ενώ γράφει επίσης στο musicpaper.gr, HuffingtonPost.gr και στο περιοδικό Ήχος. Από το 2011 ασχολείται και με την πεζογραφία, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα και ενίοτε δοκίμια

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top