Fractal

Το άπειρο και το απειροστό: Σύμβολα και οντολογία μιας ακολουθίας που δεν συγκλίνει

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος //

 

Αναγνωστικά σχόλια επί της συλλογής «Φυτά εσωτερικού χώρου», της Ευαγγελίας Τάτση, εκδόσεις Βακχικόν 2022

 

Η νέα συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ, Βακχικόν 2022, με εξώφυλλο της Γεωργίας Συριοπούλου, έρχεται να ολοκληρώσει τον ποιητικό διάδρομο απογείωσης που άρχισε να κατασκευάζει  η ποιήτρια με την πρώτη της συλλογή, τις ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ, Βακχικόν 2020, συλλογή που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή για το βραβείο Γιάννης Βαρβέρης 2021. Έναν διάδρομο από φερτά υλικά, άσφαλτο, τσιμεντοκονία και τρυφερό γρασίδι. Στις πλευρές, ενώ πέφτει η νύχτα και αρχίζει η τροχοδρόμηση, πλάι στα κινέζικα φαναράκια των ψυχών, ανάβουν θυμητάρια, κάκτοι κι ορχιδέες, ενδεχομενικές, χωροχρονικές καμπυλώσεις, όλης της γης οι κολασμένοι κι ένα έφηβο κορίτσι που δεν λέει να μεγαλώσει. Η ποιήτρια.

ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Το υλικό της συλλογής, καθώς αποκαλύπτει την ποιητική ιδέα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μοιάζει πρωτεϊκό: δεν σπαταλάει σχεδόν καθόλου ενέργεια προς μια καλολογική επεξεργασία και ωραιότητα. Αυτό σημαίνει ότι διαβάζουμε πρόχειρη ποίηση; Κυρίως σημαίνει ότι διαβάζουμε ποίηση που υπαγορεύεται από το υποσυνείδητο-από τον βαθύ έσω νου-ήδη δομημένη, η οποία στη συνέχεια αναπτύσσεται αυθόρμητα εντός του εύρους του ποιήματος ενώ τις περισσότερες φορές εκπλήσσει με την κατακλείδα της, συγκινεί ή μας κάνει να χαμογελάσουμε με συμπάθεια. Γενικά, αυτό το χαρακτηριστικό – η ανάγνωση να γεννά τη συμπάθεια προς το ποίημα αλλά και την ποιήτρια – είναι κυρίαρχο σε όλο το σώμα των Φυτών Εσωτερικού Χώρου, και είναι σαφές ότι προκύπτει από την αλήθεια της. Η Ευαγγελία Τάτση είναι μια νέα ποιήτρια της γενιάς της (μόλις η δεύτερη συλλογή είναι αυτή) με διαμορφωμένη -ήδη – ταυτότητα, που διατυπώνει την ουσία της δίχως πολλά πολλά. Αυτό ακριβώς έχουμε ανάγκη άλλωστε (αφού έχουμε χορτάσει από ποιητές που γράφουν εντός του σπηλαίου για να τους διαβάζουν οι σταλακτίτες)

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Με λιτή γλώσσα, λοιπόν, απέριττη αλλά αιχμηρή, με ευγένεια – και πάλι – ως προς το σώμα της ποίησης, στο οποίο έρχεται να κοινωνήσει,  παράγει περιβάλλοντα και εικόνες που παραπέμπουν σε μιαν εξέγερση -άμα τη γενέσει- ματαιωμένη αναδύοντας ταυτόχρονα μια γυναικεία ταυτότητα που υπόκειται στη μόνιμη και «δεδομένη» υποβάθμιση· την εργασιακή, την προσωπική, τη σεξιστική, την ταξική. Το αποτέλεσμα μοιάζει σαν να προσπαθεί κάποιος να στραγγίξει την ποίηση της Κατερίνας Γώγου από τον θυμό διατηρώντας υψωμένη τη γροθιά και την πίκρα κραταιά.

Το διατυπωμένο υβρίδιο που προκύπτει δεν είμαι σίγουρος ότι λειτουργεί προτρεπτικά προς την κοινωνική εξέγερση, καθώς ο θυμός είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για τις ανατροπές και τις εξεγέρσεις. Εδώ έχουμε μια ομαλοποίηση του θυμού, ένα μαξιλάρι ευγένειας. Μια πιο καλλιεργημένη κοινωνική συνειδητότητα. Είπαμε η ποιήτρια είναι ένας ευγενικός άνθρωπος. Όμως το λεπταίσθητο τρέμισμα τής εν υπνώσει καρδιάς της εργατικής τάξης που χτυπάει ακόμη στο στήθος όλων της γενιάς μας, όλων όσων υπήρξαμε (και συνεχίζουμε να είμαστε) ένα επιστημονικό προλεταριάτο που εξαργυρώνει μπιρ παρά την τεχνογνωσία και τη συνδυαστική σκέψη του διαμορφώνοντας μιαν υπεραξία προϊόντος προς κατανάλωση, είναι εκεί. Δεν βλέπω μόνο τον εαυτό μου στην ποίηση αυτή, βλέπω ολόκληρη τη γενιά μας να ξεροσταλιάζει στο κόκκινο παγκάκι της, να ζει τη μεσήλικη ζωή της μέσα σε κατακλυσμικές υποχρεώσεις και ματαιωμένα όνειρα, μέσα από τις σκιές των απόντων και το λαχάνιασμα των ενόντων, να ανάβει μόνη της τα κεριά της στις αμμουδιές της πατρίδας μας για να συγχωρεθεί, όπως λέει χαρακτηριστικά η ποιήτρια στο ποίημα

Τα μανουάλια

Η πατρίδα μου
είναι πατρίδα στη μέση
και Θεός γύρω γύρω
ένα νησί που αργά
το τρώει η θάλασσα του∙
τώρα πια ξέρω
τι χρειάζονται οι αμμουδιές της∙

εκεί, τα κεριά μας ανάβουμε
για να συγχωρεθούμε.

 

Ευαγγελία Τάτση

 

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ, ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΓΚΛΙΝΕΙ

Εξ αιτίας, ίσως, αυτής της έμφυτης ευγένειας, όπως είπαμε, παρατηρούμε να διαχέεται, σχεδόν σε κάθε ποίημα της συλλογής, μια αίσθηση ταπεινότητας. Όχι με την έννοια της σεμνοτυφίας: με την πίκρα αλλά και τη σιγουριά και την αυθάδεια μιας “συνειδητοποιημένης” τελείας που αναγνωρίζει τη θέση της εντός ενός τρισδιάστατου σύμπαντος. Ταυτόχρονα ορίζει έτσι και τον “μη χώρο της”: η τελεία δεν δύναται να επεκταθεί. Μπορεί να σκέφτεται, μπορεί να θαυμάζει. Αλλά φέρει  – εκ των πραγμάτων – την τραγικότητα της αδυναμίας να αντιδρά αφού οι πράξεις της δεν εκτείνονται.  Όλοι οι εγκιβωτισμοί της (χρησιμοποιώ τη λέξη προσδίδοντας της κυρίαρχα τη σημασία του ακούσιου περιορισμού) περιέχουν την πικρία αυτής της διαπίστωσης, και, ταυτοχρόνως, έναν αυτοθαυμασμό: της ενδελεχούς κατανόησης των πάντων από μια τόση δα τελεία. Δεν μιλώ για μια ταπεινότητα που μετατρέπεται σε έπαρση. Δεν θαυμάζει τον εαυτό της. Θαυμάζει τον άνθρωπο μέσα από το “είναι”.  Αυτός ο θαυμασμός άλλωστε είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη της λειτουργίας της εμπειρικής πρόσληψης του κόσμου ως τέτοιας. Έτσι παγιδευμένη στη σημειακή της διάσταση φαντάζεται τα επίπεδα της ύπαρξης και τα σχηματοποιεί. Τα περισσότερα ποιήματά της τεντώνουν ώστε να φτάσουν μια τέτοια οντολογία. Την κατανόηση του απείρου από το απειροστό. Την κατανόηση της θέσης του απειροστού εντός αυτού του απείρου (είτε χωρικά, είτε χρονικά). Κι αυτό την καταλήγει στην έννοια του ορίου. Η ποίησή της είναι παντού, μια ακολουθία που αγωνίζεται να συγκλίνει. Που έχει ένα όριο, έχει έναν ελκυστή για να οργανώσει το χάος του, μα που δεν καταφέρνει να το φτάσει καθώς ετούτο είναι και το φάντασμα κάθε συνάρτησης που συγκλίνει: το – συγκεκριμένο και πραγματικό μεν – αλλά απομακρυσμένο και άπιαστο όριο δε. Ετούτο το όριο κυνηγάμε σε όλη μας της ζωή. Να βρει ο καθένας μας τη φιλοσοφική του αιώρα. Ένα σημείο όπου η ταλάντωσή μας θα γίνει επιτέλους φθίνουσα και το πλάτος της θα μηδενιστεί (δίχως εννοείται να χρειαστεί να ξεψυχήσουμε).  Η Ευαγγελία με την ποίησή της και το κοντεύει αυτό το σημείο, μα και μας υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί κανείς μας να το φτάσει.

Σε αυτό το οντολογικό ταξίδι της, σύμβολα κι αναγνωστικά οδόσημα (ο χρόνος, η ταλάντωση, τα φυτά, τα πουλιά που ίπτανται ή που στέκουν πάνω στον ώμο το κορίτσι με τον παπαγάλο ή η ακολουθία του γκιόνη, το κόκκινο παγκάκι, το κόκκινο χρώμα κλπ) χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν για να ενισχύσουν: α) την ένταση β) το ποιητικό άλμα γ) τις αναγωγές δ) τις μεταφορές ε) τις μετωνυμίες και στ) τις αλληγορίες Ας δούμε ορισμένα εξ αυτών ως χαρακτηριστικά της ποιητικής της.

  1. Ο χρόνος, για παράδειγμα αντιμετωπίζεται όχι μόνον ως ποτάμι που θα εκβάλλει στη φθορά αλλά ως χώρος που περιβάλλει, εκτείνει το τώρα στο διηνεκές και το τραγικοποιεί. Αυτή η χωροχρονική αντιστροφή, εκτός που λειτουργεί ικανά ποιητικά,  οδηγεί σε μια θλίψη τόσο μεγάλη όσο κι ο αιώνιος χρόνος που την περιέχει. Μου θυμίζει την εφηβική απελπισία μιας ερωτικής απογοήτευσης που μάς δίνει την εντύπωση ότι θα κρατήσει για πάντα. Στο ποίημα Στη μέση της θάλασσας, σελ. 33, που είναι χαρακτηριστικό και της κοινωνικής της ενσυναίσθησης,  λέει:

Στη μέση της θάλασσας

 

Μπήκαμε μέσα σε μια βάρκα

για να φτάσουμε στην πατρίδα μας

 

από τη μέρα που γεννηθήκαμε

 

είμαστε

μέσα στη βάρκα

στη μέση της θάλασσας

 

κανείς εδώ

δεν πεθαίνει από γεράματα

 

στη μέση της θάλασσας

μέσα σε μια βάρκα

που μας πάει αλλού

πεθαίνουμε από λύπη.

 

  1. Η αίσθηση της παλινδρόμησης μιας συνάρτησης που κινείται μεταξύ δύο ακραίων ελκυστών υπογραμμίζεται στο ποίημα ΗΚΓ όπου αναδύεται η αποφασιστικότητά της να οδηγήσει τις λέξεις τις προς την ποιητική κατασκευή που θα ήταν και το ιδανικό επέκεινα

 

[…] το ποίημα όμως

πρέπει κάπου να σε πηγαίνει

κάπου

είναι όπου έχεις έστω φανταστεί

 

είναι εκεί που είναι αλλού

εκεί που οι άνθρωποι θέλουν

να πάνε […]

 

 

  1. Στα ποιήματά της Η άπειρη ακολουθία της φυγής Ι και ΙΙ επεκτείνει τη δυσκολία εκτίναξης προς ένα όριο, χρονικό η χωρικό, ουσιαστικά αντιμετωπίζοντας τον εαυτό σαν ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα πηγάδι δυναμικού δηλαδή σε μια αιώνια παγίδα. Η φυγή, η έξοδος φαίνεται εκεί να συναρτάται ακόμη και με την έννοια του στιγμιαίου και του συνεχούς

λέει:
[…] να φύγω είναι απόφαση
να φεύγω είναι το αντίθετο

ζω σε ένα σπίτι που οι προορισμοί
έρχονται για να μείνουν [… ]

  1. Στα ίδια επιστρέφει και στο εμβληματικό ποίημα Το κόκκινο παγκάκι ( ακολουθία ) που ανήκει στη δεύτερη ενότητα πόθοι και ορχιδέες, όπου την έννοια του στιγμιαίου και του χρονικού συνεχούς την εκμεταλλεύεται για να πραγματοποιήσει το ποιητικό άλμα δίχως να χάσει τον νατουραλισμό της γραφής της, εκτείνει τη λογική της συνέχειας μέσα από τρία εμβληματικά πρόσωπα: τον εαυτό της, τη μητέρα της και την κόρη της, που αλλάζουν διαδοχικά θέση στο κόκκινο παγκάκι, ταυτοχρόνως, ένας διάχυτος λυρισμός γεμίζει το ποίημα τρυφερότητα. Επαναλαμβάνονται κι εδώ σύμβολα, πουλιά και φυτά, το παγκάκι και το κόκκινο χρώμα, που πάνε κι έρχονται ως memorabilia invictus. Ένα τέτοιο γίνεται ακόμη και το διαδίκτυο, ένα περιβάλλον πλέον για όλους μας, που εδώ φιλοξενεί την ποιητική ιδέα.

το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)

Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου
εγώ ακόμα θα φεύγω
επιστρέφοντας
σε κείνη την λύπη της
που είναι μέσα στη νύχτα
που ακούω τον γκιώνη
κι ένα λουλούδι
φυτρώνει στο λαιμό μου […]

  1. Αντίστοιχη αίσθηση αποκομίζουμε από το ποίημα αποδημίες, όπου ο χρόνος σταματά αναποφάσιστος σε μία λιμνάζουσα λιμνοθάλασσα και τα αποδημητικά πουλιά ταλαντώνονται ανάμεσα στον βορρά και στον νότο

 

[…] άκου, μου λένε

αυτός ο άχρηστος άνεμος

δε βγάζει πουθενά

έξω δεν έχει βορρά

ούτε και νότο

καλύτερα εδώ στη λιμνοθάλασσα∙

ας είναι. […]

 

  1. Στο ποίημα μητρική συνάρτηση καταλήγει

[…] όταν οι άνθρωποι γερνούν

μικραίνουν πολύ πάρα πολύ

τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας.

 

ενώ σε άλλο σημείο εγκιβωτίζει και πάλι παράγοντας αέναες διαδοχές

[…] ήταν η μάνα μου

είχε και ένα καπάκι πάνω της

ίδιο η μάνα μου

το σήκωσα μα πίσω του

δεν ήταν τίποτα πού να ξέρω […]

  1. στο ποίημα οι εξαφανισμένοι στη σελίδα 40 επαναφέρει το κόκκινο παγκάκι ως ένα σύμβολο του Αχέροντα και ταυτόχρονα ένα σύμβολο της γλυκιάς λήθης εν ζωή, λέει

 

III

[…] Κάθε μέρα συναντιόμαστε

σε κείνη την πλατεία

με τα μεγάλα δέντρα

-δίπλα στο καινούργιο μου σπίτι-

 

στα κόκκινα παγκάκια της

καθόμαστε όλοι

 

οι εξαφανισμένοι.

  1. όμορφα διαχέει τη συμβολιστική της διάθεση στο ομότιτλο της συλλογής φυτά εσωτερικού χώρου, όπου από το κλάμα μεγαλώνει το λουλούδι του πόθου.

 

  1. Η λογική της συμπερίληψης και του εγκιβωτισμού προφανώς εκτείνονται δικαίως και στο ποίημα η νύχτα το τριζόνι και εγώ που εξέτασε ενδελεχώς ο Αντώνης Μπαλασόπουλος.
  2. Εν κατακλείδι θεωρώ ότι το ποίημα endless loop περιγράφει απολύτως όλη την ποιητική της η οποία τρόπον τινά σχηματοποιείται και μορφοποιείται κιόλας εφόσον οι στίχοι της εκεί, γίνονται σχεδόν μονολεκτικοί και κοφτοί σαν κόκκοι άμμου σε μια κλεψύδρα που περιμένει να αδειάσει από την μια πλευρά για να ξαναγυρίσει αμέσως από την άλλη.

Ο κόσμος

μέσα μου

βυθίζεται

όπως

το κοχύλι

βυθίζεται

αργά

στο βάθος

του Ωκεανού

χωρίς να βουλιάζει

 

ποτέ.

  1. Αξίζει να μνημονεύσω επίσης τα βαθιά λυρικά ποιήματα της που δεν υπακούουν στην μεθοδολογική αποτίμηση που επιχειρώ όπως

το τραγούδι των κριλ

το μυστικό της Χαράς

της σκιάς

ενώ η σπουδή σε γυμνό σώμα επιστρέφει ουσιαστικά στην έννοια του εγκιβωτισμού του απειροστού και του άπειρου όπως και τα ξεχωριστά ποιήματα ποιος θα σου δείξει αγάπη  μου και αιώνιος φοιτητής στο μάθημα της ανατομίας που ουσιαστικά καταγράφουν μια εμπειρία ζωής η οποία εκθέτει τον χρόνο απέναντι στο ίδιο το ποιητικό υποκείμενο.

Τέλος οι λάμπες της καραντίνας είναι επίσης ένα από τα λίγα ποιήματα της συλλογής που ΔΕΝ εντάσσεται στη συλλογιστική που ανέπτυξα, παρόλα αυτά το αγάπησα για τη Σαχτουρική υπόσταση και τη σαρωτική του απλότητα καθώς είναι ένα ποίημα που σωματοποιείται, που γίνεται κραυγή. Και που δείχνει και τον δρόμο στην ποιήτρια για την επόμενη συλλογή της. Παραθέτω το ποίημα.

οι λάμπες της καραντίνας

Στις εννέα και πέντε

έκοβα βόλτες στο σαλόνι

με τα φώτα όλα ανοιχτά∙

άκουγα τα βήματα

εκείνου που έκοβε βόλτες

στον από πάνω όροφο

έβλεπα τον απέναντι

με τα φώτα όλα ανοιχτά

είχα βουρκώσει στη σκέψη του αμίλητου δρόμου

της ακίνητης νύχτας

που απλώθηκε κάτω απ’ τα πόδια μιας πόλης

κλεισμένης στις λάμπες της

να παραμιλάει με όποιον της έτυχε

κι ούτε που ξέρω που με βρήκε

ο μάστορας του ήχου

την πιο σωστή ώρα

για να μου πει

“αυτό να πάρεις!”

-δεν είναι ενισχυτής

είναι ένα κτήνος λαμπάτο,

έτοιμο,

ζεστά κι από τα βάθη της χοάνης του,

να ουρλιάξει.

 

 

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος

Τεχνοχώρος Φάμπρικα

21/09/2022

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top