Fractal

Τέσσερα ποιήματα

Της Μίνας Πατρινού // *

 

 

 

 

I

Κι όταν η μέρα τελειώνει

και κάθομαι απέναντί σου στη σιωπή,

κρυφακούς τους φόβους μου;

Τα μάτια μου ζητούσαν το φως του πρωινού,

στο πρόσωπό σου γλυκιά ανατολή.

Και μίκραινε, μίκραινε η θλίψη μου,

έπεφτε σαν τον καρπό στο χώμα,

ύστερα βλάσταινε στοργή

που θέριευε σε εκτάσεις,

ένα τεράστιο ψηφιδωτό απόλυτης ομορφιάς,

και γω αιωρούμενη και διάφανη

μπορούσα πιο βαθιά να σε πλησιάζω.

Ακούς του κόσμου το κομμάτιασμα;

Είναι σημεία των καιρών που φωσφορίζουν

κι είναι κλειδώματα βαριά και θορυβώδη

που στοιβάζονται στην καταχνιά

και σε σφαγή μετέχουν.

Να διατυπώνουμε μ’ ενάργεια τ’ αστροτρίμματα,

δρασκελίζω από τη μια άκρη ως την άλλη

τις πολιτείες των νερών

και είναι γαλάζιες, τα βλέφαρά τους

τρεμοπαίζουν στον ήλιο και πάνω τους ακουμπούνε τα πουλιά

και είναι πράσινες, πλαταγίζουν ήχους ευτυχίας

που μυρίζουν σα δέντρα λεμονιές,

οι σπασμοί απλώνονται πέρα απ’ τους ίσκιους

κι οι μνημονεύσεις αφήνουν άνθη στα κοιμητήρια.

Είναι κάτι σταγόνες μας που πέφτουνε στη γη,

ποτίζουν το χώμα με αστρινή θαμπάδα

και γνέθουμε στον κόρφο μας το κιτρινόμαυρο μετάξι.

Βαδίζουμε περικυκλωμένοι από άστρα και φωτιά.

Ν’ αγκαλιάζουμε, ν’ αγκαλιάζουμε γερά

κι ας είναι χέρια στεναγμών, ούτε μετρήσαμε το αλάτι.

Στα μεσοδιαστήματα να τραγουδάμε για ένα κοριτσάκι.

 

 

 

II

Σε κάθε εναντίωση

επικυρώνεται ενέδρα.

Άλλα χρώματα θαρρώ

έτρεμαν μέσα μου.

Ησύχασε.

Θα σπάσει και θα βγει.

Το φως μέσα στη νύχτα.

Και τα μάτια, οι δαίμονες,

τα τριαντάφυλλα

και τα παράπονα

στις άκρες των σιωπών

θα στολιστούν.

Μικρές ψιχάλες φθείρονται

πηγαίνοντας προς τον ήλιο.

Το χέρι μου όλο κρατά

ένα όμορφο όνειρο.

Μέχρι να φυτευτώ,

σα δέντρο με ολόχρυσες ρίζες,

οι αγιογραφίες μου θα επιστρέφουν

πάνω από αραχνοΰφαντα χτίσματα.

 

 

ΙΙΙ

Είν’ η ώρα ετούτη,

που γέρνει στον ώμο μου ο ήλιος

και συρρικνώνονται οι απελπισίες

σ’ ένα κουταλάκι του γλυκού περγαμόντο.

Τις τρώω μια μια, σιρόπι γλυκό

ισοζυγιάζεται στα χείλη μου.

Παίρνω όρκο

πως είδα αερόστατα να ανεβαίνουν

από το λάκκο των τρελών.

Λευκοί μαστιχωτοί αφροί

κάνουν παράξενα σχήματα

στο άνοιγμα απ’ τις φλέβες μου

κι είναι νωρίς με τέτοιο στόμα

ν’ αυλακώσω των αντοχών τις ανταύγειες.

 

IV

«Αφού δε μπορώ να γίνω καλά…”

μικρό κορίτσι και το πίστεψες,

αφέθηκες στην πλάνη

κι η τρυφερότητά σου καρφώθηκε μηδενικά

σε μαύρο παραπέτασμα.

Τί πυρπόλησε το γέλιο το γαλάζιο,

η φωνή η απαλή πώς γύρεψε

του σκοταδιού το πέτρωμα.

Τυλίχτηκε το φεγγάρι απόψε

με δάκρυα κρυσταλλένια,

ασήκωτο θα ΄ναι το γέλιο σου

κι οι πύργοι όλοι οι ψηλοί

θα σκύβουν να κοιτάνε.

Και κάτω εκεί που ασπρίζουνε

τα μάτια από το χιόνι,

οι σκέψεις οι μετρήσιμες

στις αιώνιες κλιμακώσεις,

θα λένε πια χωρίς λυγμό,

και τα λουλούδια γύρω,

τη θλίψη θα ποτίζονται

και πορφυρή μα και χλωμή

κι ολόχρυση σιωπή

θ’ ανθίζουν.

 

 

(αφιερωμένο σ’ ένα κορίτσι και σ’ όλα τα πλάσματα που φεύγουν τόσο πονεμένα, νικημένα από μουρμούρισμα σκοτεινής θλίψης)

 

 

 

 

Μίνα Πατρινού γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Βόλο. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή: “άηχη ηχεί” (εκδ. Διάνοια, 2023). Κείμενά της κυκλοφορούν σε συλλογικές εκδόσεις, σελίδες του διαδικτύου και λογοτεχνικά περιοδικά. Διατηρεί το ιστολόγιο: www.lexoforemata.com

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top