Fractal

☆ «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα» στο θέατρο Αγγέλων Βήμα.

Γράφει η Ελένη Αναγνωστοπούλου // *

 

 

 

Έξι διαφορετικές όψεις που συνθέτουν και αναδιαμορφώνουν το καλά κρυμμένο αυτοβιογραφικό έργο του Τέρενς Ράττιγκαν και φωτίζουν αθέατες-σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Η ουσία ιδωμένη μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα των ηρώων. “Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα” στο θέατρο Αγγέλων Βήμα.

 

 

Τι έχει να μας πει ένα θεατρικό κείμενο, το οποίο έχει γραφτεί εβδομήντα χρόνια πριν; Τι το καθιστά τόσο γοητευτικό και μας γεννά την προσωπική ανάγκη να βυθιστούμε για μιάμιση ώρα στο σύμπαν του Τέρενς Ράττιγκαν όπου συναισθήματα, συναισθηματισμός, λογική και φαντασία μπερδεύονται τόσο αναμεταξύ τους ώστε να μας προξενήσουν βαθύτατο ταρακούνημα; Η απάντηση είναι απλή και αναμενόμενη: μπορεί η τεχνολογία να σημειώνει σπουδαία άλματα ωστόσο όταν πρόκειται για τα ανθρώπινα όντα και την ψυχολογία που κουβαλούν, τότε διαπιστώνουμε πως οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι στο πέρασμα των αιώνων, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα πάθη, τις εξαρτήσεις και τις επιθυμίες τους.

Μεταβαίνουμε στη μεταπολεμική Αγγλία και συγκεκριμένα, στο Λονδίνο, κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο συντηρητισμός σε πρώτο πλάνο και πάνω σ’ αυτόν, έχει οικοδομηθεί ένα ολόκληρο σύστημα για τον τρόπο που θα πρέπει να βιώνει κανείς την καθημερινότητά του. Μιλάμε για τον προσποιητό καθωσπρεπισμό όπου οι πάντες φροντίζουν να επιδεικνύουν μια άριστη εικόνα του εαυτού τους που δεν ξεφεύγει χιλιοστό από το προβλεπόμενο. Χαμόγελα, τυπικότητες και χαιρετούρες ενώ πίσω από την κλειστή πόρτα ξετυλίγεται ένα δράμα, το οποίο αρχή έχει και τέλος δεν έχει. Στους τέσσερις τοίχους ξετυλίγεται η Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα. Όμορφη να την ατενίζεις μα επικίνδυνη αν αφεθείς στη φουρτούνα της. Σαφώς, πρόκειται για ένα δράμα δωματίου που απευθύνεται στην αστική τάξη, η οποία έχοντας λύσει το βασικότερο πρόβλημα που ονομάζεται βιοπορισμός, αντιμετωπίζει τα υπαρξιακά ζητήματα ως αναγκαιότητες που θα δώσουν τη λύση και ενδεχομένως το οριστικό τέλος στην αδυναμία λήψης αποφάσεων που θα αλλάξουν ριζικά τις αντιλήψεις τους σχετικά με τον καθημερινό βίο. Είναι σαν να λέμε πως το αίτημα για ανώδυνη καθημερινότητα θα γίνει δεκτό χωρίς να έχει προϋπάρξει το γόνιμο έδαφος από το ίδιο το άτομο ν’ αλλάξει τον εαυτό του προς το καλύτερο.

 

 

Οι ψευδαισθητικές συμβάσεις διαλύονται και αποκαλύπτονται βαθιά και σκοτεινά κίνητρα. Πίσω από τις γραμμές, η Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα αποτελεί ένα έργο ιδιαιτέρως ανατρεπτικό. Οι κρυμμένες αλήθειες βγαίνουν στο φως αρκεί να υπάρχει το κουράγιο από μέρους μας να τις αντικρύσουμε. Σ’ αυτό το σημείο, θα ήθελα να προσθέσω ότι η σχέση σκηνής και πλατείας είναι αόρατα εξυφασμένη ούτως ώστε να παραμένει ανοιχτός ο δίαυλος της σιωπηρής επικοινωνίας. Η κατανόηση και η συμπόνια είναι δύο συναισθήματα αμφίδρομα που μεταφέρονται από τον πομπό στον δέκτη και τούμπαλιν. Συμπάσχουμε με το πάθος των ηρώων μα ταυτόχρονα αποστασιοποιούμαστε και παίρνουμε θέση παρατηρητή.

 

Ανατροπή ζωής: Μια αληθινή ευκαιρία για μεταμόρφωση και βελτίωση.

 

“Τα πάντα ρει”, έλεγε ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος τον 6ο αιώνα π.Χ. Κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Η θαυμαστή πράξη του ζειν προσφέρει εμπειρίες που αναιρούν τις παγιωμένες αντιλήψεις μας για τη ζωή, κάπου-κάπου μας αλλάζουν το σκεπτικό με στόχο να μην πορευόμαστε ακλόνητοι αλλά να έρθουμε σε επαφή με την εσωτερική πηγή του φωτός μας και να υπολογίσουμε στη δική μας αξία. Η αλήθεια είναι το φως και το φως με τη σειρά του αντιστοιχεί στη λαμπερή δύναμη που πηγάζει και εκπορεύεται από τον πυρήνα μας, από αυτό που επί της ουσίας είμαστε. Το ξαφνικό γύρισμα της μοίρας, δίνει μαθήματα-οδηγούς στους ήρωες της Βαθιάς Γαλάζιας Θάλασσας που άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, πλήττονται από τον εξαιρετικά φουσκωμένο εγωισμό τους. Το Εγώ καταρρίπτεται απροσδόκητα κατά τον Τέρενς Ράττιγκαν και επιζητά γιατρειά και αποδοχή. Αποδοχή ν’ αποτινάξει το παλιό που δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα και να καλωσορίσει το καινούριο που βρίσκεται καθ’ οδόν και είναι έτοιμο να συνεισφέρει ποικιλοτρόπως, ανάγοντας το άτομο σε κάτι ανώτερο. Όχι ανώτερο από τους συνανθρώπους του, μα ανώτερο απέναντι στον εαυτό του. Μια βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού περιμένει να βιώσει την απόλυτη πνευματική ανάταση. Για τα δεδομένα της τότε εποχής, αυτό που ανέφερα παραπάνω ήταν μια πράξη επαναστατική, όπως άλλωστε συνεχίζει να είναι επαναστατικό και για τη σύγχρονη εποχή, το να έχεις θέσει ως στόχο της ζωής σου να χαρίσεις σε σένα το πολυτιμότερο δώρο να ταξιδέψεις προς την πνευματικότητα και να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια. Οι ασφυκτικές κοινωνικές νόρμες πνίγουν αργά και βασανιστικά τα πρόσωπα που επιθυμούν μα αδυνατούν να εκφράσουν τα θέλω τους ανοιχτά χωρίς να παρεξηγηθούν. Η δομή του έργου έχει στη βάση της ένα ερωτικό τρίγωνο και πλησίον του ερωτικού τριγώνου βρίσκεται θεατής, η κοινή γνώμη, ή για να το θέσω εκλαϊκευμένα: η γνώμη του κόσμου. Παρακολουθώντας την παράσταση, εστίασα σε δύο σημεία: αρχικά στην αδυναμία των χαρακτήρων να δουν πέρα από το συναίσθημα που τους τυφλώνει και σε δεύτερο χρόνο, σε τι είδους ανθρώπους θα μεταμορφώνονταν αν διατηρούσαν τις διαπροσωπικές σχέσεις τους ως είχαν. Όπου επικρατεί ο ακραίος συναισθηματισμός ενυπάρχουν η μελαγχολία και η απογοήτευση. Οι επιθυμίες που εντάσσονται στη σφαίρα του ανεκπλήρωτου, εντείνουν αυτό που είναι νομοτελειακά ακατόρθωτο αλλά συμβαίνει απαραίτητα για το δικό τους καλό: η ζωή, η μοίρα, η ανώτερη δύναμη- ας το ονομάσει καθένας όπως θέλει- προστατεύουν τους ήρωες από αυτό που θέλουν. Ειδάλλως, αν δεν τους προστάτευε από αυτό που ήθελαν, θα ήταν εντελώς χαμένοι. Η εθελοτύφλωση σπρώχνει το άτομο προς την πλήρη καταστροφή του, πράξη που συμβαίνει εκουσίως. Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα. Το δεύτερο συμπέρασμα εξάγεται από τη φύση της αλλαγής. Αν εξακολουθούσε να υπάρχει το γνώριμο της στασιμότητας θα ελλόχευε ο κίνδυνος, ο πομπός να δέχεται ισχυρούς τριγμούς και να φτάνει στο χείλος της αυτοκαταστροφής.

 

 

Η σκηνοθεσία του Αλέξιου Κοτσώρη επικεντρώνεται στη θεατρική αποτύπωση των ηρώων επί σκηνής. Είμαι της γνώμης ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία, θυμίζοντας ελάχιστες μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, καλοδουλεμένες παραστάσεις του παρελθόντος, όχι μόνο στο Φαίνεσθαι αλλά και στο Είναι. Ενέταξε το ρεαλισμό στην ερμηνεία των ηθοποιών χωρίς ωστόσο να ξεχνάει ότι πρέπει να συντηρήσει την ψευδαίσθηση ότι βλέπουμε θέατρο και όχι την πραγματικότητα ερμηνευμένη με θεατρική μέθοδο. Η απλότητα είναι γεγονός ότι χάρισε πόντους στο σκηνοθετικό κομμάτι και μας προξένησε το ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε έργα ρεπερτορίου διότι τα αντιμετωπίζει σε βάθος και πάνω απ’ όλα με σεβασμό. Απέφυγε τις προχειροδουλειές, αντιθέτως έδειξε πως αξίζει πολλά και προπαντός τα καλύτερα σε θεατρικό επίπεδο.

Τα σκηνικά των Ειρήνης Θεωδορέλου και Κατερίνας Παστρικού προσέφεραν ένα εκλεπτυσμένο χάρμα οφθαλμών σε σκηνικό επίπεδο. Από τους ζωγραφικούς πίνακες μέχρι τα έπιπλα και τα σκηνικά αντικείμενα, όλα μαρτυρούσαν ότι μελετήθηκε αξιοπρόσεκτα η εποχή την οποία πραγματεύεται το θεατρικό έργο: “Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα”. Ταξιδέψαμε στο ευκατάστατο αστικό σαλόνι της δεκαετίας του 1950, το οποίο διέθετε φινέτσα και καλό γούστο.

 

 

Η Nora Ponti εμπνεύστηκε από την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε ήρωα και δημιούργησε κοστούμια ιδανικά ραμμένα για τον καθένα. Ο κάθε ρόλος παίρνει σάρκα και οστά, ζωντανεύει με την παρουσία των ρούχων πάνω στο σώμα. Τα χρώματα, άλλοτε έντονα, άλλοτε ουδέτερα και άλλοτε αυστηρά υπογραμμίζουν το ρομαντικό, το σοβαρό, το εύθραυστο, το συντηρητικό στοιχείο που εντοπίζεται στην εκάστοτε προσωπικότητα.

Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα μας εισήγαγαν αριστοτεχνικά στο αδιέξοδο πεδίο του μονόπλευρου έρωτα και ταυτόχρονα δημιούργησαν την αποτύπωση των σκηνών σε κινηματογραφική οπτική. Συνδυαστικά με την πρωτότυπη μουσική του Φάνη Κακοσαίου, αναπτύχθηκαν συναισθήματα που αγγίζουν το σκαλοπάτι της συγκινησιακής φόρτισης χωρίς όμως να υποπίπτουν σε ακραίες υπερβολές. Στόχος ήταν ο σφυγμός να κρατηθεί ακέραιος ώστε να διεξαχθεί ομαλά η ανιούσα κλιμάκωση και να αισθανθούμε ότι βλέπουμε το δράμα, εμποτισμένο με  αξιοπρέπεια σε πρώτο πλάνο.

 

 

Η Έστερ της Φωτεινής Τεντολούρη, μια εύθραυστη οπτασία με αγγελική μορφή, αφήνεται στη ρωγμή του χρόνου να γιατρέψει τις πληγές της, μαζεύοντας τα κομμάτια της ενώ παράλληλα προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη μελαγχολική φύση της. Η Έστερ διαθέτει στοιχεία όπως τόλμη και πυγμή, καταφέρνει να υψώσει το ανάστημά της και να χαράξει καινούρια πορεία προς το άγνωστο και αβέβαιο μέλλον. Ατενίζει το από εδώ και πέρα σύμφωνα με τις αντικειμενικές συνθήκες που έχουν εδραιωθεί.

Ο σερ Γουίλλιαμ Κόλλυερ του Αλέξιου Κοτσώρη αποτελεί ένα απτό παράδειγμα ενός άνδρα συζύγου που τα έχει όλα: διαπρεπής στον τομέα του, με προαγωγή στο δικαστικό επάγγελμα, με τεράστια οικονομική άνεση, είναι το ονειρεμένο παράδειγμα για μια οποιαδήποτε κοπέλα για να φτιάξει τη ζωή και το σπιτικό της στο πλάι του. Όμως δεν ξεφεύγει από την πλάνη ότι τα χρήματα μπορούν να φέρουν την ευτυχία στο προσκήνιο αλλά αντιθέτως εξαγοράζουν λίγες στιγμές που ικανοποιούν το αυτάρεσκο Εγώ του.

Ο Φρέντυ Πέιτζ του Τάσου Προβιά, είναι ένας γοητευτικός νέος που ακόμα πραγματοποιεί τις αναζητήσεις του. Ωστόσο όταν η ανεργία του χτυπά την πόρτα, δοκιμάζονται τα όρια της υπομονής του. Ακροβατεί μεταξύ της επιθυμίας να βγει εκ νέου στην αγορά εργασίας που έρχεται σε αντιδιαστολή με τη ματαίωση των επαγγελματικών του προσδοκιών.

Η κυρία Έλτον βρίσκει την ενσάρκωσή της στο πρόσωπο της Μαρίας Καρακίτσου. Πρόκειται για την περίπτωση της σπιτονοικοκυράς που ζει μια μοναχική καθημερινότητα όπου μοναδικό μέλημά της είναι η φροντίδα για την είσπραξη των ενοικίων. Μόνη διέξοδός της, το συγκαλυμμένο κουτσομπολιό- αν και φαινομενικά καλοπροαίρετο- κρύβει πίσω από τις λεπτές γραμμές μια ψυχοσύνθεση γεμάτη ατολμία να ζήσει κόντρα στις επιταγές που έχει θέσει η κοινωνία.

Ο Φίλιπ του Γιάννη Οικονόμου είναι ένας άνδρας παρηγορητικός που προσπαθεί άτυπα να κρατήσει τις ισορροπίες. Δεν επιτρέπει να ξεφύγουν οι καταστάσεις εκτός ορίων. Λειτουργεί όπως θα λειτουργούσε ένας φίλος-διαμεσολαβητής έχοντας την ανθρώπινη υπόσταση: γνωρίζει τα τεκταινόμενα, εντούτοις δεν επεμβαίνει περαιτέρω στην εξέλιξη της πλοκής. Ένας φιλήσυχος άνθρωπος εν γένει που δεν αρέσκεται σε φασαρίες.

Ο κύριος Μίλερ του Γιώργου Ζώη ξεκάθαρα υποδηλώνει το αινιγματικό πρόσωπο ή αλλιώς το πρόσωπο κλειδί που επινοεί ο συγγραφέας με σκοπό να επιφέρει την κάθαρση και τη λύτρωση που είναι αναγκαίες για να αποφορτίσουν το βαρύ κλίμα που επικρατεί. Επιτελεί το ρόλο του φίλου που οι περισσότεροι άνθρωποι θα θέλαμε να έχουμε: να τα έχουμε καλά με τη συνείδησή μας, ξέροντας ότι πράξαμε το σωστό. Με άλλα λόγια, σαν άλλος από μηχανής Θεός, διατυπώνει διά στόματος συγγραφέα πως αξίζει να ζούμε όσο δύσκολα κι αν περνάμε, αρκεί να έχουμε φωτεινό οδηγό την αγάπη στο δύσβατο μονοπάτι μας. Η αγάπη προς τον εαυτό είναι το ζητούμενο που αν επιτευχθεί, θα είμαστε αυτάρκεις και θα χτίζουμε σχέσεις στηριγμένες σε υγιή μοτίβα και όχι για τους λάθος λόγους.

 

 

 

* Η Ελένη Αναγνωστοπούλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top