Fractal

Διήγημα: «Ήταν κάποτε ένας έρωτας»

Της Τζένης Μανάκη // *

 

erotas-foithtes

 

Ήρθε απροσδόκητα εκείνη η νύχτα που η σχέση μας άλλαξε μορφή. Λέω απροσδόκητα, γιατί κανείς, ενώ διαβλέπει την έλευσή του, δεν περιμένει το κακό .

Από εραστές γίναμε φίλοι. Στο βάθος της συνείδησής μου υπέβοσκε πάντα ο φόβος της πιθανής εγκατάλειψής μου, δεν του επέτρεπα όμως να μετακινηθεί απ’ τη θέση του. Τον άφηνα εκεί καταχωνιασμένο, παρά τα σημάδια. Το ήξερα ότι κάποτε θα συνέβαινε, γιατί ποτέ δεν μου δόθηκε ολοκληρωτικά. Το ένιωθα …

Για εκείνη, ο έρωτάς μας θαρρείς απλά επιβεβαίωνε την ύπαρξη μιας σχέσης με αμφοτερόπλευρο ενδιαφέρον, χωρίς σοβαρό ερωτικό υπόβαθρο. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήμουν ο κυρίαρχος της σκέψης της, όμως αρνιόμουν πεισματικά τον ρεαλισμό, έμενα γαντζωμένος στο όνειρο. Τον πρώτο καιρό, έπλεα σε πελάγη ευτυχίας παρασυρμένος από τον δικό μου ενθουσιασμό. Συμβαίνει αυτό, όταν το συναίσθημα, η επιθυμία, κυριεύουν όλη σου την ύπαρξη και ο ορίζοντάς σου θολώνει, δεν υπάρχει εικόνα απέναντι. Τα άλλα τα αντιλήφθηκα αργότερα, όταν έγινε πιο έντονη η χλιαρή αποδοχή μου ως εραστή .

Μια νύχτα, αφού είχαμε ξεπεράσει τα όρια μας σε κατανάλωση κιάντι, μου εξομολογήθηκε ότι είναι ερωτευμένη με κάποιον άλλο. Η εξομολόγησή έπεσε στο κεφάλι μου σαν κεραυνός, λες και δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου αυτή η σκέψη. Μ’ αιφνιδίασε. Η ψευδαίσθηση είναι καλύτερη από την κακή βεβαιότητα. Ο φόβος μου πήρε την ανιούσα, με κυρίευσε.

«Μη μου κακιώσεις, δεν θέλω να στερηθώ την συντροφιά και την φιλία σου, ορκίσου ότι θα είμαστε πάλι φίλοι …. ορκίσου», με παρακάλεσε κι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

Την κράτησα στην αγκαλιά μου, δεν ήθελα κι εγώ να χάσω την παρουσία της, όμως συγχύστηκα τα έχασα ζήλεψα, δεν ήξερα πως να χειριστώ την κατάσταση. Πέρασε αρκετή ώρα στην σιωπή μέχρι να μπορέσω να ψελλίσω: «Ποιός είναι;» για να διοχετεύσω το μίσος μου σε συγκεκριμένο στόχο.

Μετά μια βασανιστική παύση μου είπε «Είναι απών» και σταμάτησε. Δεν ρώτησα ξανά .

Η Φλωρεντία, είχε αλλάξει όψη για μένα. Ο ουρανός, οι δρόμοι, τα χρώματα, οι γεύσεις, έγιναν πάλι όπως πριν την γνωρίσω. Περίμενα ν’ αλλάξει αισθήματα για κείνον τον «απόντα» που η ύπαρξή του με βασάνιζε μέρα – νύχτα. Κατά καιρούς, έκανα κάποιες νύξεις διερεύνησης των αισθημάτων της ελπίζοντας μάταια, ότι πιθανόν να είχαν διαφοροποιηθεί. Συμβαίνει αυτό από την μακρά απουσία. Ίσως συμβαίνει και το αντίθετο, πράγμα που δεν ήθελα να σκέφτομαι. Είχα οχυρωθεί πίσω από μία απόφαση προσμονής κι ένιωθα ασφαλής και κατοχυρωμένος, ότι κάποτε θα συνέβαινε το επιθυμητό, θα τον ξεπερνούσε. Η βεβαιότητα αυτή είχε παγιωθεί μέσα μου κι αρνιόμουνα ενάντια σε κάθε λογική να την αποδιώξω, παρέμενα αδρανής, δεν ήθελα να βάζω στο μυαλό μου την ιδέα ότι ο χρόνος μου πήγαινε χαμένος. Επέμενα να δηλώνω την παρουσία μου συχνά, τόσο όσο να μη την κουράζω με την πεποίθηση ότι η συνήθεια (ακόμη και σ’ αυτήν ήλπιζα) θα την ξαναφέρει κοντά μου.

Όμως καθώς τίποτα δεν άλλαζε, ήταν φορές που περνούσε από το νου μου ο θάνατος εκείνου που δεν γνώριζα καν. Σκαρφιζόμουνα ιστορίες θανάτωσής του, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου, ένα ατύχημα στη μέση του δρόμου. Το σκεφτόμουνα τόσο έντονα, που η ιδέα άρχισε να στοιχειώνει τα όνειρά μου. Ξυπνούσα συχνά ταραγμένος από αυτόν τον εφιάλτη.

Τον έβλεπα να κείτεται αιμόφυρτος πάνω στην υγρή άσφαλτο κι εγώ θεατής, στυλωμένος, καρφωμένος, στην ίδια θέση, να χαίρομαι για την εξαφάνιση του εχθρού, που δεν είχε πρόσωπο. Καθόμουν κάθιδρος στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα να συνέλθω από την βασανιστική σκέψη του τι σόι άνθρωπος είμαι…. Όταν έφευγαν οι τύψεις, τον πρώτο τουλάχιστον καιρό, δόξαζα τον ορθολογισμό που κατεύθυνε το μίσος μου σ’ εκείνον τον άγνωστο, ευλογώντας έτσι το ανεξέλεγκτο ερωτικό μου συναίσθημα.

Κάποιες νύχτες, ένας άλλος εφιάλτης με μετέτρεπε σε εν δυνάμει, διστακτικό δολοφόνο, που η δειλία και μόνο απέτρεπε το τελικό επιθυμητό αποτέλεσμα, της εξαφάνισης του «απόντα».

Οδηγούσα, έτρεχα με ταχύτητα μ’ ένα κατακόκκινο μικρό αυτοκίνητο σ’ έναν ερημικό δρόμο .Η ομίχλη θάμπωνε τον ορίζοντά μου, όταν μια ξαφνική αστραπή φώτιζε, σε απόσταση, την σκοτεινή σιλουέτα εκείνου, ακίνητου, στη μέση του δρόμου. Ανέπτυσσα με βιάση μεγαλύτερη ταχύτητα , να προλάβω, να του καταφέρω το θανάσιμο κτύπημα. Καθώς σε ελάχιστα δευτερόλεπτα τον πλησίαζα πατούσα απότομα φρένο, έτσι που τρανταζόμουν ολόκληρος, κι αντίκριζα μόνο ένα ειρωνικό χαμόγελο σ’ ένα πρόσωπό που δεν είχε άλλα χαρακτηριστικά, τίποτα που να φανερώνει τρόμο για τον θάνατο που μόλις απέφυγε.

Οι εφιάλτες αυτοί εναλλάσσονταν τακτικά στα όνειρά μου για καιρό και στην περίπτωση του δεύτερου παρηγοριόμουν, ότι τουλάχιστον θα μπορούσα να σωθώ από το στίγμα του δολοφόνου, έστω, από δειλία.

Προσπαθούσα να τον φαντασθώ, αλλά ποτέ δεν κατάφερνα να έχω ένα πορτρέτο του με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που να με πείθει γιατί ήταν τόσο αξιαγάπητος. Αναρωτιόμουν συχνά αν ο έρωτας είναι ένα καλό, με την γενικότερη έννοια του καλού, συναίσθημα, στην περίπτωση που δεν υπάρχει ανταπόκριση. Είχα την περιέργεια να ρωτήσω, να μάθω αν και άλλοι φαινομενικά ήρεμοι, βολεμένοι, αξιοπρεπείς, καθημερινοί άνθρωποι είχαν ποτέ οδηγηθεί στην κατεύθυνση τόσο δόλιων σκέψεων μετά μία απόρριψη. Σταδιακά, οι εφιάλτες μου λιγόστευαν, είχα αρχίσει να ξαναβρίσκω την ηρεμία μου και να συμφιλιώνομαι κάπως με την ιδέα της σχέσης μου μαζί της, που είχε εξελιχθεί σε «φιλική», όπως ήθελε εκείνη.

Οι βόλτες μας στις όχθες του Άρνου είχαν χάσει την παλιά γοητεία τους. Περπατούσαμε όχι πια αγκαλιασμένοι, μα σε μία μικρή απόσταση ασφαλείας με τα χέρια στις τσέπες, χαζεύοντας τις αντανακλάσεις των φώτων της Ponte Vecchio πάνω στο νερό. Κλωτσούσαμε τα πεσμένα στο έδαφος κιτρινισμένα φύλλα, από αμηχανία, μιλούσαμε για τον καιρό, για κάποιους φίλους από την πατρίδα που συναντούσαμε τυχαία στην Piazza della Signoria ή στο Pallazzo Pitti, μας έπιανε πότε – πότε νοσταλγία για το Καλοκαίρι με το πλέριο φώς, τον καυτό ήλιο, την χλιαρή γαλάζια θάλασσα της Ελλάδας.

Άλλοτε πιάναμε από εκεί που είχαμε αφήσει την προηγούμενη βραδιά την κουβέντα μας για την τέχνη, όταν η κούραση της μέρας, η ζάλη από το ποτό και η αίσθηση των υποχρεώσεων της επόμενης μας έστελναν στα κρεβάτια μας. Χωριστά.

Ρίχναμε κάποιες ματιές στο ποτάμι που κυλούσε κι αυτό γινόταν αφορμή να το γυρίζουμε στη φιλοσοφία «όπως ο χρόνος που περνά και χάνεται χωρίς σαφές αποτύπωμα» και κάτι παρόμοια, που μας φάνταζαν πολύ σοβαρά, μερικές φορές δανειζόμασταν αποσπάσματα από τα αναγνώσματά μας, ίσως από αδυναμία να διατυπώσουμε κάτι δικό μας. με κάποια ποιητική αύρα. Το δικό της βλέμμα έμενε περισσότερο στην θέα του νερού που κυλούσε.

«Θα ‘θελα να μπορούσα να είμαι μέσα στο ποτάμι χωρίς να κινούμαι, χωρίς να κρυώνω και να το αφήσω να με παρασύρει μέχρι εκεί που εκβάλλει να γίνω ένα με τη θάλασσα, χωρίς να χαθώ, είναι φορές που νομίζω ότι είμαι φτιαγμένη μόνο από νερό… θέλω να ενσωματωθώ στον ρευστό όγκο του, χωρίς να πεθάνω…», είπε ένα βράδυ, γέλασα κι αυτή ήταν ακόμη σοβαρή μ’ ένα ρεμβώδες ύφος, δεν γύρισε να με κοιτάξει, το βλέμμα της ήταν ακόμη καρφωμένο στο ποτάμι που κυλούσε.

Μου φάνηκε παράξενη δήλωση για μια ερωτευμένη γυναίκα. Την κοίταξα με κάποια καχυποψία κι εκείνη μου ‘δωσε, χαμογελώντας, ένα πεταχτό φιλί. Το ανταπέδωσα κρατώντας τα χείλη μου κολλημένα στο μάγουλό της, κάποια δευτερόλεπτα περισσότερο απ’ όσο θα το χαρακτήριζε κανείς «πεταχτό».

Όταν κουραζόμασταν από το περπάτημα και τις κουβέντες, η μεταξύ μας απόσταση λιγόστευε Πολλές φορές εκείνη κρεμιόταν στο μπράτσο μου για να ξεκουραστεί. Φρόντιζε ωστόσο, να κρατάει το κεφάλι της στην ίδια απόσταση της προηγούμενης στάσης. Είχαμε το ίδιο ύψος. Καταλάβαινε ότι ακόμη την ποθούσα και δεν ήθελε, από έμφυτη ευγένεια, να το απομακρύνει, αν αποτολμούσα μ’ ένα απλό γύρισμα του δικού μου προς το μέρος της, να την φιλήσω.

Ήταν φορές, που όταν την κούραζε η θέα της αδιάκοπης ροής του νερού έτριβε τα μάτια της, αφαιρώντας το μάλλινο γάντι του ελεύθερου χεριού της μ’ εκείνο που ήταν περασμένο στο μπράτσο μου κι εκείνη η κίνηση την έκανε να γέρνει προς το μέρος μου. Η πιο άμεση αυτή επαφή έφερνε ακόμη πιο κοντά τον κίνδυνο να παρασυρθώ… Φορούσε ξανά το γάντι στο γυμνό της χέρι και σαν να έβλεπε για πρώτη φορά το τοπίο με καθαρό βλέμμα, σχολίαζε τα ζευγαράκια που βολτάριζαν σαν κι εμάς, δίνοντάς μου πάσα να κάνω σενάρια. Τ’ άκουγε άλλοτε μ’ ένα χαμόγελο πλήρους αποδοχής, κι άλλοτε συγκατάβασης. Στην δεύτερη περίπτωση αναγκαζόμουν να κατηγορήσω τον εαυτό μου για έλλειψη φαντασίας. Τα σχόλιά μου τα συνόδευα μ’ ένα συνηθισμένο μότο, «δεν θα κατορθώσω ποτέ να γίνω συγγραφέας. Θα μείνω για πάντα ένας άσημος δημοσιογράφος». Τότε σφιγγόταν επάνω μου, σαν για να με παρηγορήσει και αλήθεια, δεν ήξερα αν πραγματικά δεν μπορούσα να πλάσω μια όμορφη ιστορία ή επίτηδες αφηγούμουν άνοστες, για να έχω αυτό το αποτέλεσμα.

Μέχρι τη μέρα που εγκατέλειψα την Φλωρεντία που τόσο αγάπησα, η σχέση μας δεν είχε αλλάξει μορφή. Εκείνη παρέμενε σταθερά αφοσιωμένη στον έρωτά της με τον «απόντα» κι εγώ σταθερός στην προσμονή μιας σπίθας που θα άναβε ξανά την φλόγα, κάτι που δεν συνέβη ποτέ.

Την άφησα εκεί, να μου κουνάει το λευκό της χέρι, καθώς το τρένο γλιστρούσε πάνω στις ασημένιες ράγες και η μεταξύ μας απόσταση ολοένα μεγάλωνε. Το βλέμμα μου ήταν πίσω ακόμη στραμμένο σ’ εκείνη, που δεν φαινόταν πια, ενώ στο μυαλό μου γύριζαν σαν νοσταλγική κινηματογραφική ταινία, όλα αυτά που περάσαμε μαζί, στην πανέμορφη αυτή πόλη της Τέχνης και της Ιστορίας.

Πέρασε πάνω από δεκαετία, όταν γνώρισα, τυχαία, τον «απόντα» σε κάποιο μπαρ, στην Αθήνα. Ο χρόνος είχε επιτελέσει το φθοροποιό έργο του.

Δεν τον μισούσα πια. Κι εκείνη, την είχα σχεδόν ξεχάσει.

Την είδα γερμένη στον ώμο ενός εξηντάρη, μ’ εκείνο το ρεμβώδες ύφος που μου θύμισε το βλέμμα της, όταν καρφωνόταν στον ρέοντα υδάτινο όγκο του Άρνου. Δεν με είδε παρά μόνο όταν βρέθηκα μπροστά τους. Σαν να ξύπνησε από όνειρο πετάχτηκε επάνω μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και μ’ αγκάλιασε δυνατά, τόσο που ένιωσα αμήχανα μπροστά στον συνοδό της. Ενώ εκείνη μου έδωσε ένα ζεστό φιλί στο αριστερό μου μάγουλο κι ακούμπησε με τα χείλη της τα χείλη μου στην πορεία του κεφαλιού της, για να μου δώσει άλλο ένα στο δεξί, εγώ είχα ακόμη κρεμασμένα τα χέρια μου κάτω, από διακριτικότητα, από την οποία απαλλάχθηκα μόλις διαπίστωσα ότι ο ηλικιωμένος συνοδός της δεν έδειξε να ενοχλείται. Την αγκάλιασα κι εγώ κι ύστερα με το ένα μου χέρι περασμένο στους ώμους της, της έδωσα ένα φιλί, στο μάγουλο. Έκανε τις συστάσεις κι εκείνος μισάνοιξε τα μάτια του και ψέλλισε ένα «χαίρομαι» που έμοιαζε πιο πολύ με γρυλισμό. Το χέρι μου έμεινε μετέωρο.

Καθίσαμε. Εκείνη στην προηγούμενη θέση της κι εγώ δίπλα της. Μου φάνηκε αρκετά θολωμένος, μάλλον από το ποτό. Η κουβέντα μας περιορίστηκε σε κοινοτοπίες που μ’ έκαναν να χάσω εκείνη την πρώτη ευχαρίστηση της συνάντησης. Αν και δεν ήθελα να το ομολογήσω στον εαυτό μου με τσίμπησε το σαράκι της ζήλειας καθώς έβλεπα το γηρασμένο χέρι του να τυλίγεται γύρω από τούς ώμους της με ταυτόχρονο τράβηγμα του κορμού της, όχι ιδιαίτερα τρυφερό, προς το μέρος του. Φοβήθηκα ότι κάποια πράγματα μπορούν να ανασυνθέσουν το συναίσθημα της απώλειας ακριβώς όταν εκ των πραγμάτων αποκλιμακώνονται. Εκείνη καθόλου δεν εμποδιζόταν συναισθηματικά από την παρουσία μου. Έγερνε επάνω του κι έμενε για λίγο έτσι μ’ ένα ταυτόχρονο κλείσιμο των ματιών της, λες και η επαφή των σωμάτων τους της δημιουργούσε ένα είδος έκστασης. Παράξενο.

Παρ’ ότι δεν έχω πάρει ποτέ ιδιαίτερα σοβαρά τον εαυτό μου, ούτε τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση γι αυτόν, η σύγκριση με τον εν λόγω κύριο τόνωσε την αυτοπεποίθησή μου και λίγο ίσως μείωσε την ιδέα που είχα για την Άννα.

Ώστε εξαιτίας του είχα υποστεί εκείνη την ήττα, που μου κόστισε τόσο πολύ θλίψη. Μου ήρθαν στο νου εκείνες οι φαντασιώσεις, οι εφιάλτες για την εξαφάνιση του από προσώπου γης, που τάραζαν τον ύπνο μου και μου φάνηκαν ξαφνικά όλα τόσο αστεία… Έβλεπα μπροστά μου έναν ασήμαντο ηλικιωμένο άνδρα που μόνο η δική της χρόνια εμμονική φαντασίωση μπορούσε να είχε μετατρέψει σε κάποιον άξιο ν’ άγαπηθεί τόσο απόλυτα, ή ήταν εκείνη τόσο πείσμων και εγωίστρια, για να παραδεχθεί ένα λάθος της χρόνιας συναισθηματικής της επένδυσης;

Με συνεπήραν οι σκέψεις, «έφυγα» για μερικά λεπτά από το θορυβώδες περιβάλλον, ένιωσα ότι περπατούσα μόνος μέσα στο σούρουπο και το κρύο, στις όχθες του Άρνου, κι ήταν τόσο ζωντανή αυτή η εικόνα που ανατρίχιασα, έκανα μάλιστα με το σώμα μου εκείνη την χαρακτηριστική κίνηση που συμβαίνει όταν ενσκύπτει, ξαφνικά, ένας παγωμένος αέρας.

«Τι έπαθες;» με ρώτησε εκείνη και ξαναγύρισα στη θέση μου, δίπλα της και τόσο μακριά της συγχρόνως.

«Τίποτα… ένα ρίγος… ίσως κρύωσα…» είπα σχεδόν απολογητικά. Προσπαθούσα, ειλικρινά προσπαθούσα, να ενταχθώ στο περιβάλλον, να περιορίσω το μυαλό μου που ξεστράτιζε. Από κάποιο αίσθημα δικαιοσύνης, (μ’ έπιανε πότε – πότε κάτω από συνθήκες που αντιλαμβανόμουν ότι γινόμουνα πικρόχολος) σκέφθηκα, ότι εκείνος, ίσως δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Ίσως οι σκέψεις του, η κοσμοθεωρία του , η φιλοσοφία του την είχαν επηρεάσει τόσο κι έμενε για χρόνια ερωτευμένη προσηλωμένη σ’ αυτόν. Προφανώς, η σημερινή δική μου ματιά δεν θα είχε καμία σχέση μ’ εκείνο που την έκανε κάποτε να τον ερωτευθεί παράφορα .

Η αλήθεια ήταν ότι είχε κι εκείνη αλλάξει και όχι μόνο στην εμφάνιση. Είχε υποστεί ηθελημένα, και ήταν αυτό ορατό, έκπτωση των πιστεύω της, είχε χάσει την ελευθερία της, που ήταν μέρος της γοητείας εκεί στο όμορφο τόπο που τόσο απελπισμένα την ερωτεύτηκα. Κάποτε, όταν ακόμη ο χρόνος δεν είχε σβήσει και τα τελευταία αποκαϊδια εκείνου του έρωτα, σκεφτόμουν να την κάνω ηρωίδα σε κάποιο μυθιστόρημά μου, κυρίως για να μπορώ να την χωρίσω από εκείνον.. Για χρόνια, καθώς συναναστρεφόμουν επιπόλαιες γυναίκες, είχε πάρει στο μυαλό μου τις διαστάσεις της εκλεκτής, ίσως γιατί ποτέ ξανά δεν θα γινόταν δικιά μου και δεν θα μπορούσα να απειληθώ από τον φόβο της διάψευσης.

Τώρα ήταν μια άλλη. Μου φάνηκε γελοία ακόμη κι εκείνη η υποψία ζήλειας που ένιωσα για μια στιγμή.

Έπαψα να τούς κοιτάζω.

Μείναμε για ώρα σιωπηλοί, μέσα στον θόρυβο των συνομιλιών των θαμώνων και την βελούδινη φωνή του Ζάκ Μπρέλ, που μάταια προσπαθούσε να τον καλύψει, όταν το μάτι μου καρφώθηκε σ’ ένα λιτό ρολόι που διακοσμούσε τον απέναντι τοίχο. Μέχρι τότε δεν πρόσεχα τον χρόνο που κυλούσε ερήμην μου, ίσως και των περισσοτέρων θαμώνων.

Μού ήρθε ξαφνικά στο νου ένα απόσπασμα από το «Η βουή και η μανία» του Φώκνερ που είχα αποστηθίσει:

«Δεν πιστεύω πως ακροάστηκε κανείς ποτέ εκ προμελέτης ένα ρολόι, ή ένα εκκρεμές. Δεν χρειάζεται. Ο ήχος του μπορεί να επελαύνει ώρα πολλή ερήμην σου και ξαφνικά, σε μια στιγμή, ένας, ενός δευτερολέπτου χτύπος ξαναπλάθει μέσα στο μυαλό αδιάσπαστη όλη την ερήμην σου φθίνουσα παρέλαση του χρόνου που δεν μέτρησες».

Σηκώθηκα σχεδόν βιαστικά, τούς χαιρέτησα, βγήκα στον καθαρό αέρα κι ένιωσα ο σημερινός εαυτός μου.

 

* Η Τζένη Μανάκη εργάστηκε ως συντάκτρια και μεταφράστρια σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης και μετά στο Δημόσιο. Ήταν υπεύθυνη σύνταξης 16σελιδης μηνιαίας συνδικαλιστικής εφημερίδας. Μιλά Αγγλικά και Γαλλικά. Παρακολούθησε σεμινάρια συγγραφής στο Λος Άντζελες. Ζωγραφίζει, έχω πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Είναι φανατική αναγνώστρια λογοτεχνίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top