Fractal

Ποίηση: “Η Χορταροχώρα”

Γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη //

 

 

 

 

 

Η Χορταροχώρα

 

 

ΔΑΝΑΗ: Μέρα χρυσού καλοκαιριού από ψάθα και μετάξι,

στα παιδικά μου με γυρνάς -τα χρόνια του άγιου φόρτου:

τότε που, οχτώ χρονώ παιδί, κι απ’ όλη μου την τάξη,

ήξερα απ’ έξω πιο καλά τ’ όνομα κάθε χόρτου.

Τέσσερα αδέλφια ήμαστε: τρεις γιοί, μια θυγατέρα.

Είχαμε μάνα μέλισσα, κύρη1 μουστακαλή,

κονάκι φίνο που άστραφτε σαν το νερό στη μέρα,

κι έναν γατάκο-πειρατή2 στη στρογγυλή αυλή.

Ο γάτος ήταν ζόρικος -έτρωγε μόνο γαύρο:

τον είχε μάθει ο Γιώργης χωρίς μύγα στο σπαθί,

και κάθε απόγευμα, άνοιγε το μάτι του το μαύρο

κι από τα νιάου, κόντευ’ ο μπαμπάς να κουφαθεί:

 

ΜΠΑΜΠΑΣ: Παιδάκια μου, πού βάλατε κείνες τις ωτασπίδες;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Τις δώσαμ’ αντιπαροχή, να πάρουμε κοπρίτη..

ΜΠΑΜΠΑΣ: Ε, όχι κι έτσι Δημητρό…Θα πάω να βρω μαρίδες,

κι ετοιμαστείτε αύριο για τον Παρνασσό ή την Οίτη.

 

ΔΑΝΑΗ: Τ’ άλλο πρωί, που χάραζε, πριν κάψει ο ήλιος στάχυ,

μάς παίρναν κι ανεβαίναμε σε κάτι άσπρες κλούβες

κι αγκομαχώντας φτάναμε στου Παρνασσού τη ράχη

για να ξεβοτανίσουμε βλίτα, ζοχούς και βρούβες.

Σακούλες άσπρες της λαϊκής, ψαλίδι, σουγιαδάκι,

γάντια χοντρά από λάστιχο, καπέλα για τη ντάλα,

σακί με τα παγούρια μας, ντομάτα με τυράκι,

και χάιντε δώστε του, παιδιά: σκάψ’ τε γι’ αυτά και γι’ άλλα!

 

ΜΠΑΜΠΑΣ: Πέτρο, εσύ τα λάπαθα! Δανάη, τις καυκαλίθρες!

Δημήτρη, δυόσμο κι άνηθο! Γιώργη, εσύ τα ραδίκια!

Κι εγώ με τη μητέρα σας, θα κάτσουμε στις σκλήθρες

να ψάχνουμε για μανιτάρια με πουά μανίκια.

 

ΠΕΤΡΟΣ: Καλέ, κοιτάξτε έρωντες, μάραθα κι αγκινάρες!

ΓΙΩΡΓΗΣ: Θυμάρια για μελάκι αγνό και πράσινες ελιές!

ΔΑΝΑΗ: Άνθη να δουν τα μάτια σας! Τ’ άλλα είναι χαζομάρες..

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Μπαμπάάά! Η Δανάη μάς κλέβει! Δες: κάνει μισές δουλειές!

 

ΔΑΝΑΗ: Να πει κανείς πως ήμουνα καμιά χασομερούσσα3;

Στο σπίτι, η πάστρα μου έφτανε απ’ τη σκεπή ως την πόρτα.

Μα, πού μυαλό; Μες στα σπαρτά, ξεχνιόμουν και κοιτούσα

τις μαργαρίτες, τα δεντριά, τα ηλιοδεμένα χόρτα.

Κι έτσι καθώς τσαπίζανε στ’ άγριου βουνού το πέλος,

αναρωτιόμουν κι έλεγα -με λογισμό πληγής:

πώς ένας άνθρωπος σωστός, της κοινωνίας μέλος,

βρίχνει χαρά στο να μαδάει τη φουκαριάρα γης!

Ώσπου πια, απομεσήμερο, καταϊδρωμένα ράκη,

βάζανε μπρος τις μηχανές, και βουρ μας για το σπίτι:

μαγείρευαν ό,τι είχαν βρει, βάζαν και λεμονάκι

κι άντε μετά να εξηγείς γιατί τρως σαν σπουργίτι..

 

ΜΠΑΜΠΑΣ: Δανάη μου; Τι έγινε; Κουράστηκες ‘κει πάνω;

ΜΑΜΑ: Τράβα καλέ και ξάπλωσε! Άνοιξε και τιβί!

ΔΑΝΑΗ: Γρι δεν καταλαβαίνετε.. Δεν ξέρω τι να κάνω!

Αν σας μιλήσω σοβαρά, θα μοιάζω παλαβή.

Ένας σας, βρε, δεν σκέφτηκε τα δόλια τα χορτάρια;

Ένας σας, δε σεβάστηκε τ’ αμίλητά τους κλάματα;

Και, δώσε-πάρε, σκάβατε σαν τ’ άγρια κριάρια

σάματι πως θα βρίσκατε σεντούκια με μαλάματα;

Γύρω σας, είχε ανεμώνες και τριαντάφυλλα πιστά

που ανέμιζαν τα χέρια τους στη φλόγα του πουνέντε,

φοβόνταν και με κοίταζαν με μάτια γυριστά

κι εύχονταν να γλιτώσουνε στο μαύρο παρά πέντε.

Κι όσο τα ξεπαστρεύατε -σαν ταύροι ξεφυσώντας,

σαλάτα να τα κάμετε, για του γατιού τα γούστα,

εκείνα, τα κακόμοιρα, κλαίγαν παρακαλώντας

και μάζευαν τα φύλλα τους να μού κρυφτούν στη φούστα.

 

ΠΕΤΡΟΣ: Αλί μας! Πάει, τής σάλεψε… Σού ‘πανε κι ιστορίες;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Μήπως και σού ‘ρθαν για καφέ, φορώντας τα καλά τους;

ΔΑΝΑΗ: (Γελούσαν και κορόιδευαν σαν σκληροκαρχαρίες,

και μόνο ο Γιώργης γκρίνιαξε να ‘ρθουν στα συγκαλά τους: )

 

ΓΙΩΡΓΗΣ: Γιατί, βρε ‘σεις; Τι είπε, πια; Και κάνετε σαν νήπια;

Όλοι μαζί αντάμα μας -κι αυτά άστα με την ψώρα τους;

Ψυχή -στα χόρτα- δε φτουρά. Μα, μες στα θερμοκήπια

σκεφτήκατε ποτέ πόσα πεθαίνουν πριν την ώρα τους;

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Άμα τα χόρτα είχαν ζωή, θα μίλαγαν! Πες, Πέτρο..

ΓΙΩΡΓΗΣ: Κι αυτό, μάς δίνει άλλοθι για να τα ξεκληρίζουμε;

ΜΠΑΜΠΑΣ: Γιώργη, Δανάη συμφωνώ. Χρειάζεται ένα μέτρο.

ΔΑΝΑΗ: Ένα κι ένα κάνουνε δυό. Τι τα κλωθογυρίζουμε;

Κάτσαμ’ απάνω στην πλαγιά, μία με μιάμιση ώρα

και την αφήσαμε γουλί: χνουδάκι απαλό.

Τι σήμερα, τι αύριο, τι αντιπροχθές, τι τώρα;

Καιρός να επανορθώσουμε, κάνοντας το καλό!

 

ΜΠΑΜΠΑΣ: …και κάνω πρώτος την αρχή! Να φτιάξουμε έναν κήπο;

ΔΑΝΑΗ: Ναι, μπαμπακούλη μου χρυσέ.. Θα ΄ναι ήλιος στο σκοτάδι!

ΜΠΑΜΠΑΣ: Εντάξει. Πες πως έγινε. Μα.. όταν εγώ θα λείπω;

ΔΑΝΑΗ: Θα ‘ρχόμαστε με το Γιωργή! Κάθε πρωί και βράδυ.

ΓΙΩΡΓΗΣ: Κι όποιος απλώσει χέρι εκεί, θα τού κοπεί απ’ τη ρίζα!

ΔΑΝΑΗ: Καλά τώρα, Γιωργάκη μου, μην είσαι τζαναμπέτης!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Να δω πώς θα το φράξετε. Θα θέλει και μαρκίζα;

ΔΑΝΑΗ: Ωραία ιδέα! Ποιος θέλει να γενεί ο ονοματοθέτης;

ΜΠΑΜΠΑΣ: Μα, υπάρχει πιο καλός νουνός; Εγώ θα το φροντίσω!

Θα φέρω καστανόχωμα κι αγνά δεντρύλλια πρώτα.

Χορταροχώρα θα το λεν! Μ’ αγάπη θα το χτίσω

και θα ‘χει μέσα του βροχή απ’ της φύσης μας τα φώτα.

Εσείς θα το ποτίζετε, να μοιάζει με πατρίδα,

πλατιά και χρυσοφύτρωτη, όλο καρπούς και κάλλη,

για να ‘χει μέσα της, παιδάκια μου, όλη τη χλωρίδα

σε ζευγαράκια τρυφερά: ταίρι με ταίρι -αγκάλη!

 

ΔΑΝΑΗ: Έσκυψε, και τού σβούριξα ένα φιλάκι μούστου.

Και σε λιγότερο από μήνα, δώσανε τα χέρια.

Τ’ αγόρασε, και φύτεψε ό,τι χωρούσε ο νους του:

πρασιναδούλες φουντωτές και ζωηρά παρτέρια,

ροδακινιές, δαμασκηνιές, πορτοκαλιές και πεύκα

ελιές, φραουλιές και λεμονιές, κέδρους και κυπαρίσσια:

τρακόσια μέτρα γη ζεστή, από πλάτανο σε λεύκα

που χωριζότανε στα δυό με ρυάκια ποταμίσια.

 

Και μια και δυό και τρεις κι οχτώ, περάσαν χρόνοι τριάντα:

έγινε το περβόλι μας σταλίδες κι ομορφάδες

κι όλοι οι διαβάτες κόβανε κρυφά από τη βεράντα

άλλοι για τ’ ανθογυάλι4 τους, κι άλλοι για αφροκορφάδες5.

Όσο δε για τον γάτο μας -αυτόν τον κατεργάρη-

ξημεροβραδιαζόταν ‘κεί για ξάπλες και κυνήγι:

λιακόνια, ακρίδες, μπάμπουρες, κάνα χοντρό σκαθάρι

βρήκανε άσκημο μπελά, και όπου φύγει-φύγει!

Έτσι, το σέβας για τη φύση, στις καρδιές μας χώρεσε.

Πάχυνε κι η βουνοπλαγιά, τα στάχυα πήραν μπόι,

-και για τα ξεριζώματα, θαρρώ πως μας συγχώρεσε.

Κι αχ! Νοσταλγώντας πάμε πια, μ’ ολόκληρο το σόι,

Πρωταπριλιές, Πρωτομαγιές: να δούμε τι άνθη φόρεσε.

 

 


 

 

1. κύρη: πατέρα.

2. γατάκο-πειρατή: γατούλη με το ένα του μάτι μαύρο, σαν του πειρατή.

3. χασομερούσσα (ποιητική αδεία): η κοπέλα που χασομερά, που τής αρέσει να χάνει τον καιρό της.

4. ανθογυάλι: ανθοδοχείο καμωμένο από γυαλί.

5. αφροκορφάδες: κολοκυθοκορφάδες, από τον αφρό (ανθό) του κολοκυθιού.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top