Fractal

Του πόνου μου το στάλαγμα

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Κώστα Π. Παναγιώτου «Του ερέβους», εκδόσεις ΑΩ εκδόσεις, 2019

 

[Σκύψε και όλα αγκάλιασ’ τα, της νύχτας μου αγέρι,

για να σου στείλω μιαν ευχή με μάγο πεφταστέρι].

 

Αφού κρατήσουμε τη «νύχτα», ας ακούσουμε το πλήθος να βοά: «σταύρωσον αυτόν». Μα πού ακούστηκε ομοιοκαταληξία τον 21ο αιώνα; Έμμετρος στίχος; Δεκαπεντασύλλαβος; Καλά ο ίαμβος και ο τροχαίος. Αλλά και ανάπαιστος και δάκτυλος και μεσότονος; Εδώ έκανε «αμάν» η ποίηση να απαλλαγεί από όλα αυτά και τώρα πάλι τα ίδια; Πισωγύρισμα; Πού είναι η εξέλιξη, οι νέες φόρμες, η πρωτοτυπία;

Απάντηση ομόφωνη δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει και συμφωνία στον ορισμό της ποίησης, πράγμα αναμενόμενο, μιας και η ποίηση ούτε ορίζει ούτε ορίζεται. Κάθε ένας δικαιούται να έχει την άποψή του. Αρκεί να μην διεκδικεί το αλάθητο, να μην κατηγορεί τους έχοντες αντίθετη άποψη, να τιμά το δικαίωμα του άλλου στην έκφραση, στην επιλογή, στην αυτοδιάθεση.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι αν έτσι πηγάζει ο ποιητικός λόγος από τα έγκατα του βουνού (όρα εσωτερικού κόσμου) του γράφοντος, αν ρέει αβίαστα, αν δεν έχει θυσιάσει ουσία (και δεν θα πω νοήματα ή ιδέες, γιατί αυτά από μόνα τους δεν είναι ποίηση) χάριν της ομοιοκαταληξίας ή του μέτρου, αν δεν έχει κάνει παραχωρήσεις ώστε να παντρέψει με το ζόρι ακουστικά λέξεις ομοιοκατάληκτες, αν δεν προκαλείται δυσφορία αλλά έξαψη-ανάταση ψυχής, γιατί όχι; Καλοδεχούμενος. Άλλωστε, είναι προσωπική υπόθεση του καθενός.

Αυτό που εμένα με ενοχλεί είναι οι κανόνες, οι αφορισμοί, οι αποκλεισμοί, η άρνηση και οι προϋποθέσεις. Αν βάλουμε τείχη και στη γραφή τελειώσαμε. Αν η ποίηση δεν έχει ελευθερία, τότε δεν υπάρχει ελευθερία πουθενά.

Ξεκινώ την προσέγγιση της ποιητικής συλλογής του Κώστα Π. Παναγιώτου, εκδόσεις ΑΩ, 2019, που είναι και το τέταρτο βιβλίο του, πρώτο ποιητικό, με μια οφειλόμενη διευκρίνιση. Γιατί στάθηκα στη λέξη νύχτα; Γιατί με τη λέξη αυτή συσχετίζεται αμεσότατα ο τίτλος της συλλογής. «Του ερέβους». Του σκοταδιού της νύχτας; Της σκοτεινής σιωπής; Αυτού που κατά τον Ησίοδο γεννήθηκε από το σμίξιμο της Γαίας και του Χάους; Γαία, ναι, γι αυτό το έρεβος, το σκοτάδι της ψυχής μας είναι τόσο γήινο, τόσο φυσικό, όσο και η νύχτα.

 

Νύχτα με τα πολλά πρόσωπα. Νύχτα μαγεμένη:

 

[σήμαντρα οι αναστεναγμοί μιας νύχτας μαγεμένης.]

 

Των γλυκών και λυτρωτικών ονείρων:

 

[και κάθε νύχτα σε θωρώ,

πανώρια, στα όνειρά μου].

 

Ξελογιάστρα:

 

[νύχτα που με ξελόγιασες στα μαγικά δεσμά σου

κι άλλο δεν μου έμεινε, πικρό, τραγούδι να σου πω].

 

και αλλού

 

[νύχτα που με ξελόγιασες κι αλλόκοτα με σέρνεις

σαν ναυαγό στην ερημιά απόκοσμης σιωπής]

 

ανατρεπτική – παρεμβατική, δυναμική:

 

[για σένα οι πίκρες θα χαθούν

στη νύχτα σιωπηλά

και μια ικεσία, στοργικά,

θα σε γλυκοφιλήσει…]

 

αλλά και αμείλικτη:

 

[τώρα συντρίμμια, νύχτα σκοτεινή].

 

Νύχτα του θανάτου:

 

[και κάποια νύχτα άναστρη

θα κοιμηθείς στον Άδη]

 

νύχτα της τελικής κατάληξης:

 

[η νύχτα σιωπηλή μάς περιμένει,

στο τέλος της πορείας, ταξιδιώτες].

 

Η νύχτα αποτελεί ένα από τα κλειδαριθμικά εικονοσύμβολα της συλλογής, όπως και της ποίησης, από γενέσεώς της .

Επειδή ο τρόπος, η μορφή, το ύφος και η κραδασμική αλληλουχία των στίχων παραπέμπουν άμεσα σε εξαιρετικούς ποιητές του παρελθόντος, κυρίως από τη λεγόμενη γενιά του 1880 και ύστερα, ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αντί σχολίων, θα φέρνω στο προσκήνιο στίχους παλιούς, μάλλον ξεχασμένους, για να δείξω τις συνδέσεις, τις επιρροές, τον διάλογο και τη συνέχεια του λόγου, αλλά και τη διαχρονικότητα και την αθανασία των ζητημάτων που απασχολούν την ποίηση –άρα τον άνθρωπο.

 

Ο αγαπημένος μου Ιωάννης Οικονομόπουλος, ο Ρώμος Φιλύρας δηλαδή (1888-1942), στο ποίημα {Τραγική νύχτα} λέει

 

[Απόψε η Νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας

και Χάροντας απάνου από την κλίνη…

–Οι καταχνιές, που υφαίνουν στο τρισκόταδο,

θα ’ρθουν να σαβανώσουν τη Σελήνη].

 

Στην άλλη όχθη, βρίσκεται το φως. Εδώ, στο βιβλίο, ένα ιδιαίτερο φως, το φως του ερέβους.

Από το φως:

 

[Κι έτσι νωρίς πεθάναμε από πλήξη

στο αλισβερίσι αυτό το τελευταίο.

Δίχως σκοπό, παράξενοι, στο φως το φευγαλέο

μιάς εκκρεμότητας θολής που χάλαγε τη στίξη]

 

στο ημίφως, στην ενδιάμεση κατάσταση της προσμονής, της αβεβαιότητας μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας:

 

[Απόψε στο ημίφως σε προσμένω,

χωμένος στην παλιά μου πολυθρόνα.

Αμάραντο γεράνι ξεχασμένο,

στην όχθη ενός αίολου αιώνα].

 

Την επίδραση του φωτός, τη σημειώνουν ίσως δυναμικότερα από όλους, οι πασίγνωστοι στίχοι του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896), έξοχο δείγμα υψηλής ποιητικής τέχνης, με ομοιοκαταληξία:

 

[και από τότε που θρηνώ

το ξανθό και γαλανό

και ουράνιο φως μου,

μετεβλήθη εντός μου

και ο ρυθμός του κόσμου].

 

Κώστας Π. Παναγιώτου

 

Φως ιλαρό, η αγάπη. Για την αγάπη, τι να πρωτοπεί κανείς. Κυρίαρχη στον ρομαντισμό, στον λυρισμό, παρούσα σε κάθε είδους ποίηση. Κυρίαρχη στη ζωή.

Αγάπη που υπήρξε κάποτε, υπάρχει ακόμα, όσο υπάρχει αναπνοή:

 

[Στις ερημιές σεργιάνισα της ξεχασμένης νιότης.

Φαντάσματα οι αγάπες μου, μα εκείνη πάντα εκεί.

Στέκει, πανώρια ανάμνηση, σαν που είναι όλο δικό της

του πόνου μου το στάλαγμα κι η πίκρα μου η στερνή].

 

Άλλοτε πονάει

 

[Σκοτάδι, τώρα, απατηλό

στο έρεβος μάς σέρνει.

Ζωή… Σαν ψέμα ήταν θολό

κι η αγάπη παραδέρνει]

 

άλλοτε γίνεται μύχιος πόθος ή ανάγκη επιτακτική για διαγραφή από τη μνήμη:

 

[Θα ξαναστήσω τις αγάπες

που από καιρό με τυραννάνε.

 

Μα αν είναι η νύχτα που μου πρέπει

το σάβανό μου να φορέσω,

θα τις ξεγράψει η θύμησή μου

για πού κινούν, πώς προσπερνάνε].

 

Η Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή ως Μυρτιώτισσα (1885 -1968), στο ποίημα {Σ’ αγαπώ}, μιλάει δωρικά σε πρώτο πρόσωπο:

 

[Σ’ αγαπώ· τι μπορώ,

Ακριβέ, να σου πω

πιο βαθύ, πιο απλό,

πιο μεγάλο;]

 

Ο Καρυωτάκης (1896-1928) αντίθετα, του οποίου επιρροές ανιχνεύω σε τούτη τη συλλογή, φτάνει σε ουράνιο λυρισμό στο ποίημα {Αγάπη}:

 

[Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της

κι εγώ ήμουν κατάξερο ασφοδήλι.

Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα της νιότης

και πώς γελάσαν τα πικρά μου χείλη!]

 

Ο Αχιλλέας Νασάκης ή Νασίκογλου, ο γνωστός μας Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895) στο ποίημα {…Αλλού να μ’ αγαπάς}:

 

[Κι εδώ, κι εδώ θα σ’ αγαπώ, κι υπό την γην, κι επάνω

και εις θανάτου έρεβος, κι εις βίου αστραπάς.

Δεν είναι χώμα η ψυχή· ποτέ δεν θ’ αποθάνω.

Είναι ζωή κι ο θάνατος, οπόταν αγαπάς].

 

Ιδού πώς στην Αγάπη χωράνε και οι τρεις ρυθμοί: δωρικός, ιωνικός, κορινθιακός.

Μετά τη μεγάλη αγάπη, έρχεται μια άλλη να μας κάνει παρέα, που μας αγαπάει τόσο ώστε να μη θέλει να μας αποχωριστεί ούτε λεπτό. Η μοναξιά:

 

[Δεν θα κάνει, το ξέρω, ούτε ζέστη, ούτε κρύο

και ο κόσμος, αδιάφορος, θα γελά στις πλατείες.

Μα εγώ, μόνος κι έρημος στο μικρό καφενείο

θα μετρώ πόσες πέρασαν απ’ το νου μου κηδείες].

 

Έξοχος τρόπος, που μπορεί και να θυμίζει Καρυωτάκη:

 

[Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.]

 

Η μοναξιά, όπως και ο έρωτας, θεριεύει τη νύχτα:

 

[Πάλι τις νύχτες μου θα είμαι μόνος,

θάλασσ’ ακύμαντη θάναι η καρδιά μου…]

 

αλλά και τη μέρα κοντά μας, συνέχεια:

 

[Πάντα εγώ θα πλέω μόνος, σε άσκοπο σεργιάνι.

Κανείς δεν θα μ’ αγγίζει πόνος ούτε και μάταιη πλάνη].

 

Πονεμένη ιστορία όλων των ανθρώπων, πολύ δε περισσότερο των ποιητών. Ο παραμελημένος σήμερα (πολύ μεγάλος δάσκαλος κατ’ εμέ) Κωστής Παλαμάς (1859-1943), στο ποίημά του {Τριλογία του θυμού}, γράφει:

 

[Μόνος. Έν’ άδειο απέραντο τριγύρω μου,

και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.

Κι όταν εκείνη κατακάθεται,

μόνος· θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα].

 

Τις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς, αναλογίζεσαι τι θυσίες έχεις κάνει και πόσο μάταιες αποδειχτήκαν. Μπορεί όμως τότε να είναι αργά:

 

[Κι όταν φτάσει το μούχρωμα, πόσο γρήγορα φτάνει,

θα την πάρω στα χέρια μου τη ζωή μου την άδεια.

Η θυσία, εκεί γύρω, θα μου πλέκει στεφάνι

καθώς, πλέον, αδιάφορος θα δοθώ στα σκοτάδια].

 

Η θυσία, γίνεται είτε εκούσια, χάριν ενός υψηλού σκοπού ή ιδανικού, συχνότερα δε χάριν μιας φαντασίωσης ή ιδεοληψίας, είτε αναγκαστικά, ή σχεδόν εξαναγκαστικά, όπως λέει εδώ ο Κώστας Π. Παναγιώτου:

 

[κι εγώ παρέμεινα ενεός μπρος στη φωτοχυσία,

στου πέλαγου τη σιωπή που πρόσμενε θυσία]

 

και εδώ:

 

[ναι, θα φύγω παράξενα σιωπηλά και θλιμμένα

στης νυχτιάς τ’ αστροφέγγισμα καθώς φεύγουν οι ξένοι.

Συντροφιά με τ’ αγύριστα και πικρά περασμένα

θα πνιγώ σ’ ένα πέλαγο που θυσία προσμένει].

 

Από τη συλλογή της {Ηχώ στο Χάος}, η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), η οποία έφυγε από τη ζωή πριν αγγίξει τα τριάντα, αντιλαλεί:

 

[όλη η ζωή μου ένας καημός, μια φλόγα, μια θυσία

και το φτωχό το δώρο σου δε θα το εξαγοράση.

Θα μένω ανεξιλέωτη και τα κακά στοιχεία

πάλι, νεκρή, θα με δεχτούν στη μητριά την Πλάση].

 

Τις ώρες της μοναξιάς, εκτός από θυσιών απολογισμούς, παρέα μας κάνουν και κάθε λογής αναμνήσεις.

Ελπιδοφόρες:

 

[μαλλιά, ερώτων αναμνήσεις.

Φωνές απόμακρες και γέλια.

Χοροί και ήχοι από τέλια.

Πάντα προσμένω να γυρίσεις]

 

νοσταλγικές:

 

[αναμνήσεις του χτες,

ξεχασμένες χαρές

και το μόνο που αγάπησα αστέρι]

 

τραυματικές:

 

[κι αν άγρια σε παιδέψουν οι αναμνήσεις

και θέλεις τη ζωή αυτή ν’ αφήσεις,

θα σ’ εύρουμε πληγή μέσ’ την καρδιά μας

τη νύχτα που πεθαίνουν τα όνειρά μας…]

 

ικέτιδες:

 

[σαν που θα λείπω αιώνια, κοίτα μη με ξεχάσεις!]

 

κάποτε ξεθωριάζουν:

 

[σκιές, πια, άλλου πρωινού

οι μνήμες που μας είπες].

 

Το καλό, που φέρει εντός της οιαδήποτε μνήμη, ευχάριστη ή δυσάρεστη, ηδονής ή πόνου, είναι το πιστοποιητικό της ζωής, αφού για να υπάρξει μνήμη απαιτείται ζωή. Αν έχεις οποιαδήποτε μνήμη, σημαίνει ότι ζεις.

 

Ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912), στο σονέτο {Λήθη}, αιρετικά και πολύ εύστοχα λέει:

 

[Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε

την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήσει

ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,

μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι.

Α, δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,

τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:

Θέλουν –μα δε βολεί να λησμονήσουν].

 

Μια από τις εντονότερες μνήμες, είναι του έρωτα, αφού αυτός είναι το άλας της ζωής, το φως πέραν του ήλιου. Μόνο;

Ο Κώστας Κωνσταντουλάκης, ο γνωστός μας Άρης Δικταίος (1919-1983) στο ποίημα {Έρωτας} αναρωτιέται:

 

[Έρωτας τ’ είναι τάχα; Απ’ το πρωί

ως τα βαθιά μεσάνυχτα να δίνεις·

ν’ αρνιέσαι, αν το γυρέψει, και τη ζωή

κι ως το τέρμα να φτάνεις της οδύνης.

Την καρδιά σου σαν πόνος μικρός να ’χα!

–Ζητώ πολλά; Τον έρωτα μονάχα.]

 

Ο Κώστας Παναγιώτου, βλέπει τον έρωτα από πολλές γωνίες, πάντοτε όμως με έναν μελαγχολικό λυρισμό, ο οποίος συχνότατα φλερτάρει με το ρομαντικό, ονειροπόλο βλέμμα μιας αγάπης πληγωμένης ή ανεκπλήρωτης.

Ο έρως, πετά, πουλί άπιαστο στον αέρα:

 

[τα σώματά μας σκίρτησαν, λαχτάρα ανταριασμένη

κι ένα αεράκι φύσηξε σπονδή στον έρωτά μας]

 

και το αεράκι αυτό, αλλού γίνεται πελαγίσιο:

 

[ανάσα του πελάγους τα φιλιά σου

κι εμείς οι ναυαγοί στον έρωτά σου]

 

αλλού πνοή του γαλαξία:

 

[τις νύχτες το ψιθύρισμα των άστρων

φτάνει σ’ εμάς του έρωτα ικεσία]

 

ώσπου κάποτε γίνεται αέρας που μπαίνει στο βαρέλι με το κρασί και του αλλάζει τη γεύση:

 

[μα το κρασί του έρωτα στυφό στα στόματά μας]

 

ή κοπάζει τόσο που:

 

[τώρα βραδιάζει. Κι ο έρωτας δίπλωσε τα φτερά του].

 

Ο έρωτας, συνδεδεμένος κατά κόρον με τον γκρεμό:

 

[να είναι η απουσία του έρωτά μας,

ή οι βαθιοί που μας γκρεμίζουν τρόμοι;]

 

Γιατί, αντί να πεις “στου έρωτα αναστήθηκα το βάθος”, λες

[στου έρωτα γκρεμίστηκα το βάθος];

 

Πώς οι παλιότεροι ποιητές αντιλαμβάνονταν το θείο αυτό δώρο;

 

Ο επίσης πρόωρα χαμένος Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894), στο ποίημα {Η ποδιά της Μάρως} συναντά τον έρωτα:

 

[Πλέν’ η Μαριώ στον ποταμό, πλένει τες φορεσιές της

κι οι ομορφιές της λάμπουνε κι αστράφτουν στο κορμί της

αράδες τ’ ασημόκουμπα κι αράδες τα γιουρντάνια.

Και στα καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν

σαν να ’ναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα].

 

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879),στο ποίημα {Η αχτίδα}:

 

[Αν ήμουνα του φεγγαριού

μαλαματένια αχτίδα,

θα χώνευα κρυφά κρυφά

μες στα μαλλιά σου τα χρυσά

να γένω μια πλεξίδα].

 

Ο Θρασύβουλος Ζωιόπουλος, γνωστός ως Στέφανος Δάφνης (1882-1947) στο ποίημα {Της ακρογιαλιάς}:

 

[Οι πιο χαμένες, οι πιο μάταιες ώρες,

είναι όσες δίχως έρωτα περνούν.

Μοιάζουν με τις χλωμές κλεισμένες κόρες

που σ’ ένα μοναστήρι πάντα ζουν.

Και μες στων λουλουδιών το πανηγύρι,

λίγη η φροντίδα, η ελπίδα περισσή.

γεμάτο ας λάμπει, ας λάμπει το ποτήρι

απ’ του φιλιού, απ’ του πόθου το κρασί!]

 

Ο έρωτας, το προσφιλέστερο θέμα της ποίησης, αμέσως μετά από τον θάνατο:

 

[Σε θυμάμαι πικρά,

μαγεμένη σκιά,

να διαπλέεις μέσ’ της νύχτας την πλάνη.

Κι όσο στέκει, ωχρή,

η μορφή σου μακριά

σε προσμένω. Τί κι αν έχεις πεθάνει…]

 

Θανών ή ζωντανός νεκρός:

 

[τα χρόνια, αλίμονο, έρωτά μου

για μένα κύλησαν χαμένα

και τώρα στον καθρέφτη βλέπω

τον εαυτό μου πεθαμένο…]

 

όπως κι εδώ:

 

[κουφάρια μέσ’ τα χώματα του κάμπου

σερνόμασταν ξεφτίδια πεθαμένα]

 

νεκρός μεταφορικά:

 

[πεθαίνω το δείλι μακριά σου,

οπτασία μετρώντας τις ώρες πικρές]

 

ή κυριολεκτικά:

 

[πλησιάζει η ημέρα που θα έχω πεθάνει.

Βαρετή θα ’ν’ κι αδιάφορη όπως όλες οι άλλες.

Η μοίρα, οπωσδήποτε, θα την έχει υφάνει,

μια τσιγγάνα μού τόλεγε, μυστικά, τις προάλλες]

 

έχει προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι μέσα στην αγκαλιά μιας γυναίκας μπορείς να αναστηθείς ή με μια της κίνηση πάλι να «πεθάνεις»:

 

[και μέσα στην αγκάλη σου που ευώδιαζε αρμύρα

κρυφά ένα βράδυ τον αφρό του κύματός της πήρα…

Κι ένιωσα ν’ ανασταίνομαι και πάλι να πεθαίνω…

Από λιμάνι μυστικό να φεύγω αγαπημένο].

 

Ο Κώστας Νέαρχος, ο γνωστός μας Κώστας Ουράνης  (1890-1953), αντιστέκεται στον θάνατο με τον δικό του ποιητικό τρόπο, στο ποίημα {Ζωντανές νεκρές}:

 

[Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σ’ όλα:

στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα

στα νέφη που ροδίζουνε όταν πεθαίνει η μέρα].

 

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), στο ποίημα {Αποχαιρετισμοί στη μουσική}, αναρρωτιέται:

 

[Μόνος ήρθα κάποιο βράδι,

μόνος πόνεσα για λίγο,

μόνος έζησα του κάκου

–κι όπως ήρθα και θα φύγω.

 

Τ’ είναι τάχα για τους άλλους,

ο χαμός ενός ατόμου;

–κι όπως ήρθα και θα φύγω,

μόνος μέσ’ στο θάνατό μου].

 

Όλα μέσα στην αγκαλιά του χρόνου. Αγάπη, θυσία, έρωτας, μοναξιά, φως, νύχτα, μνήμη, όλα διαρκούν τόσο λίγο:

 

[χρόνος που πέρασε λες σ’ ένα βράδυ

και πίσω του άφησε μελαγχολία]

 

ή απογοήτευση:

 

[ένας ακόμη που έφυγε χρόνος.

Μάταια περίμενα τα όνειρά μου].

 

Ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1924) στο ομότιτλο ποίημά του για τον χρόνο, λέει:

 

[Κυλάει ο Χρόνος σαν νερό, τρέχ’ η ζωή σιμά του,

και σέρνει κάθε μας χαρά στο γοργοκύλημά του,

σβήνουν τα τόσα ονείρατα – του χρόνου χρυσαλίδες

και στον αέρα χάνονται χρυσόφερτες ελπίδες.

Κι ο Θάνατος που αθάνατο τον έπλασεν η τύχη

κόβει, θερίζει ανέσπλαχνα ό,τι μπροστά του τύχει].

 

Ίσως οι άνθρωποι της γραφής να προσπαθούν μέσω αυτής να τον ξορκίσουν ή κάποιοι περισσότερο φιλόδοξοι, να τον νικήσουν. Το ποιητικό υποκείμενο εδώ, ξεκαθαρίζει ότι σε κάθε περίπτωση:

 

[εγώ πάλι θα ορθώνω τη γραφή μου,

μόνη παρηγοριά κι ανάστασή μου].

 

Ως πότε; Λέει:

[εγώ πάντα θα γράφω και στο κατώφλι του θανάτου].

 

Ο Βασίλης Ρώτας (1889-1977), έχει γράψει:

 

[Δάχτυλα που χαϊδεύετε τα φύλλα τούτα

είσαστε ζωντανά, καθώς και κάποτε είταν

το χέρι που γραψε κι ο νους που τα στοχάστη

κι η καρδιά που τα χόρεψε μ’ ωραίες ελπίδες_

ω, αν εζούσε, πόσο θα σας αγαπούσε,

δάχτυλα, που χαϊδεύετε τα φύλλα τούτα!]

 

Ο Κώστας Π. Παναγιώτου, έρχεται από μια άλλη εποχή, δεκαετίες πριν, κάπου μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και της αρχής του εικοστού, φέρνοντας μυρωδιές λέξεων από εκείνους τους παλιούς ποιητές που μπόλιασαν τη γλώσσα με την ποίησή τους, κάποιους από τους οποίους ήδη ανέφερα .

 

Αν ζούσε τότε και έγραφε όπως γράφει τώρα, σαφώς θα ήταν ανάμεσα στους γνωστούς και ανθολογημένους ποιητές της τότε περιόδου. Ίσως η ποίησή του να αποτελεί μετεμψύχωση μιας ποίησης που δεν πρόλαβε ή δεν μπόρεσε ν’ ανθίσει την περίοδο εκείνη. Η κλίση του στον έμμετρο στίχο, η σε μεγάλο βαθμό πηγαία ομοιοκαταληξία, το ύφος , ο ρυθμός, η συνειρμική διαχείριση, οι λεκτικές ακολουθίες υπό τους ήχους οργάνων της τότε εποχής (ας μεταφερθούμε π.χ. στο διάστημα που μεσουρανούσαν τα τραγούδια του Αττίκ), συνθέτουν μια αρτιότατη ποιητική μελωδία, η οποία ονειρεύεται φωναχτά, άλλοτε λυρικά, άλλοτε ρομαντικά, αγγίζοντας λεπτότατες χορδές της ψυχής.

 

Η ευαισθησία, τα κοινά βιώματα, ο πόνος, η μελαγχολία, οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις, οι φαντασιώσεις, οι αναμνήσεις, ο έρωτας, η αγάπη (ναι, δεν είναι το ίδιο), το παράπονο, η απώλεια, η μοναξιά, ο θάνατος, αποτελούν όπως προείπα, κλειδαριθμικά εικονοσύμβολα της συλλογής, χωρίς να χρησιμοποιούνται δολίως για να εκμεταλλευτούν το θυμικό και να συγκινήσουν προκαλώντας οίκτο, συμπόνια ή θαυμασμό, αλλά ως ραμμένα μεταξύ τους καλά ταιριασμένα κομμάτια ποιητικού υφάσματος, βγαίνουν στη σκηνή με κοστούμια εποχής και «κλέβουν την παράσταση».

 

Μπορεί να πει κάποιος ότι είναι θέμα κοινού. Σύμφωνοι. Αλλά είναι κυρίως θέμα δημιουργού. Γιατί;

Διότι θέλει τόλμη για να εκδόσεις ποιήματα με αυτή τη γλώσσα και αυτόν τον τρόπο σήμερα, αφήνοντας στην άκρη τις προτιμήσεις της πλειονότητας. Ο Κώστας Π. Παναγιώτου, την έχει.

 

 

* ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top