Fractal

Η διαφορετικότητα μέσα στην κοινωνία της βίας

Γράφει η Γεωργία Μακρογιώργου //

 

 

 

Εντουάρ Λουί «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ», Μετάφραση: Μιχάλης Αρβανίτης, εκδ. Αντίποδες, 2018

 

Το βιβλίο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, το πρώτο βιβλίο του Εντουάρ Λουί σε μετάφραση του Μιχάλη Αρβανίτη (εκδ. Αντίποδες, 2018) είναι γροθιά στο στομάχι. Θέμα του η διαφορετικότητα και πώς αυτή εκλαμβάνεται από μια κλειστή κοινωνία που τροφοδοτεί και αναπαράγει την προκατάληψη, τον διχασμό, τη βία, την ανθρωποφαγία.

Ο Εντύ Μπελγκέλ μεγαλώνει σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Θεωρεί κουσούρι την ομοφυλοφιλία του και διακατέχεται από συναισθήματα αυτολύπησης σε σημείο που θεωρεί φυσιολογικό τον εξευτελισμό του από συμμαθητές του. Ο εξευτελισμός του μετατρέπεται σε ρουτίνα και αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς του.

Ο νεαρός συγγραφέας Εντουάρ Λουί περιγράφει μια κοινωνία σε αποδόμηση, γεμάτη παθογένειες, φτώχεια, έλλειψη καλλιέργειας, εθισμούς, αλκοόλ μίσος. Οι περιγραφές δυνατές, εκθέτουν τη γυμνή αλήθεια της κάθε επαρχίας. Οι σκηνές μέσα στο βιβλίο, δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα και φέρνουν στο μυαλό στυγερά εγκλήματα και γυναικοκτονίες τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν.

Στο βιβλίο, ο ψυχισμός της γυναίκας εξετάζεται βαθιά, στη διαχρονική παθογένεια των κλειστών κοινωνιών μέσα από ιστορικές διαδρομές και διακειμενικές αναφορές: «Χρόνια αργότερα, διαβάζοντας τη βιογραφία της Μαρίας Αντουανέτας γραμμένη από τον Στέφαν Τσβάιχ, θα σκεφτόμουν τους κατοίκους του χωριού που ήμουν παιδί και κυρίως τη μητέρα μου, όταν ο Τσβάιχ μιλάει για εκείνες τις εξοργισμένες γυναίκες, τις αφανισμένες από την πείνα και τη δυστυχία που το 1789 φτάνουν στις Βερσαλλίες για να διαμαρτυρηθούν, αλλά μπροστά στη θέα του μονάρχη, φωνάζουν αυθόρμητα ‘Ζήτω ο βασιλιάς!’ τα σώματά τους-παίρνοντας το λόγο αντί για τις ίδιες-να σκίζονται ανάμεσα στην ολοκληρωτική υποταγή στην εξουσία και στη διαρκή εξέγερση».

Από την άλλη μεριά το στερεότυπο του δυνατού άντρα που έχει το δικαίωμα να επιβληθεί με χειροδικία στην οικογένεια, που βλέπει τη γυναίκα σαν υπηρέτρια και ερωτικό αντικείμενο-έρμαιο στις ορέξεις του, περιγράφεται με αδρές γραμμές και προβάλλει ολοζώντανα μέσα από την αφήγηση λεπτομερειών της καθημερινότητας.

Αξιοπρόσεχτο είναι, ότι ακόμα μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, οι άνθρωποι συγκρίνονται μεταξύ τους, ανταγωνίζονται και ποθούν την εξουσία: «Μια επιθυμία, μια απελπισμένη προσπάθεια, που ξανάρχιζε συνέχεια, να βρεις κάποιους που είναι κάτω από σένα, να μην είσαι ο τελευταίος στην κοινωνική κλίμακα».

Η χαρακτηριστική έκφραση «βρωμάει ψοφίμι» που συνδέεται με τον θάνατο που πλησιάζει, διαχέεται σε όλες τις εικόνες του βιβλίου, με τους ανθρώπους απλά να επιβιώνουν μεταδίδοντας στον αναγνώστη μιαν αίσθηση σαπίλας.

Οι άνθρωποι αυτοί κοιμούνται και ξυπνούν με την τηλεόραση. Με υπέρτατη αξία της ζωής τους το χρήμα που δεν πρόκειται ποτέ να αποχτήσουν, στήνονται και βλέπουν τον τροχό της τύχης μανιωδώς: «…διέκοπταν ό,τι κι αν έκαναν, τις κουβέντες τους, έτρεχαν στις καρέκλες τους και δεν ακουγόταν κιχ. Όλη μέρα περίμεναν αυτή τη στιγμή, κατά κάποιο τρόπο τίποτα άλλο δεν είχε νόημα μέσα στη μέρα, μόνο η αναμονή της στιγμής που θα έβλεπαν τον Τροχό πίνοντας μερικά ποτηράκια».

Μέσα σ’ αυτό το νοσηρό πλαίσιο, ο ευαίσθητος Εντύ Μπελγκέλ νιώθει σαν ένα απομονωμένο σωματίδιο που περιστρέφεται και δεν χωράει πουθενά. Θέλει να είναι σαν τους άλλους και δεν τα καταφέρνει. Θέλει να λειτουργήσει ερωτικά με κορίτσια και μάταια το προσπαθεί. Προσπαθεί να χοντρύνει τη φωνή του, να κόψει τις θηλυπρεπείς συμπεριφορές και να φερθεί σύμφωνα με τα αντρικά στερεότυπα. Θεωρεί τη φύση του διεστραμμένη και βιώνει την απέχθεια για τον εαυτό του.

Ο ήρωας της ιστορίας θα ήταν καταδικασμένος αν δεν υπήρχε η τέχνη και η παιδεία που τον τραβούν έξω από τον βόθρο της κλειστής κοινωνίας. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα προχωρούσε στη γνώση και θα έπαιρνε μπακαλορεά: «Κανείς δεν το είχε πάρει στην οικογένεια και σχεδόν κανένας σε ολόκληρο το χωριό, εκτός από τα παιδιά των καθηγητών, του δημάρχου και της μπακάλισσας».

Φεύγει να σπουδάσει και έρχεται σε επαφή με έναν άλλο κόσμο, με αποδοχή της διαφορετικότητας, έναν κόσμο πιο εξευγενισμένο: «Εδώ τα αγόρια φιλιούνται για να πουν καλημέρα, δεν σφίγγουν το χέρι/Έχουν δερμάτινες τσάντες/Έχουν λεπτούς τρόπους/Στο γυμνάσιο θα τους θεωρούσαν όλους αδερφές/οι αστοί δεν έχουν τις ίδιες σωματικές συνήθειες/Δεν ορίζουν την αρρενωπότητα όπως ο πατέρας μου, όπως οι άντρες στο εργοστάσιο».

Μέσα σ’ αυτό το νέο περιβάλλον, ο Εντύ Μπελγκέλ καταφέρνει να αποδεχτεί την πραγματική του φύση, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να ισορροπήσει, αλλά φαίνεται ότι νιώθει μόνος. Τελικά πόσο μπορούμε να ξεφύγουμε από την καταγωγή μας και τα βιώματα της παιδικής ηλικίας;

Το βιβλίο κλείνει μάλλον με αισιόδοξο μήνυμα, αλλά ταυτόχρονα ο αναγνώστης μένει με μιαν αίσθηση μελαγχολίας. Ο ήρωας θα προχωράει, θα κάνει αυτό που αγαπάει, αλλά ο δρόμος θα είναι μοναχικός και δύσκολος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top