Fractal

Διήγημα: «Το στοιχειωμένο σπίτι»

Του Αποστόλου Τριπικέλη // *

 

 

 

 

“Το βράδυ θα πάμε στο στοιχειωμένο σπίτι”, μου είχε πει με ύφος αδιάφορο ο Νίκος, ο μεγάλος μου αδελφός, και γω είχα ζαρώσει στη γωνιά.

Οι αποφάσεις που έπαιρνε ο Νίκος ήταν για μένα και τους δύο ακολούθους του κάτι σαν ευαγγέλιο. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος μου και σίγουρα πιο έξυπνος και γενναίος από τους άλλους δύο οπότε κανείς δε τολμούσε να του φέρει αντίρρηση.

“Μα… Το βράδυ είχαμε πει ότι θα παίξουμε μονόπολη με τη μαμά”.

“Αν εσύ θες να μείνεις για να παίξεις, μείνε. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι μέρος για παιδάκια ένα στοιχειωμένο σπίτι. Πρέπει να είσαι άντρας για να πας”.

“Θα έρθω…”.

“Ωραία. Φεύγουμε στις οχτώ”, είπε και βγήκε από το δωμάτιο.

Στις οχτώ ακριβώς είπαμε στη μητέρα μας ότι θα πάμε να παίξουμε στην πλατεία και πως θα αφήναμε την μονόπολη για αύριο. Έξω από την πόρτα μας περίμενε ο Μανώλης, ο ένας από τους δύο συμμαθητές του Νίκου. Ήταν κοντός, χοντρός και με κάτι στρογγυλά γυαλιά που έκαναν τα μάτια του να μοιάζουν μονίμως γουρλωμένα από την έκπληξη.

“Ρε Νίκο είσαι σίγουρος;”, τον ρώτησε μόλις μας είδε.

“Τα είπαμε αυτά. Πού είναι ο Μιχάλης;”.

“Έρχεται σε λίγο. Γιατί να μη το κάνουμε όπως τα άλλα παιδιά; Αφού η δασκάλα μας είπε να γράψουμε για μια ψεύτικη περιπέτεια. Δε χρειάζεται να πάμε εκεί”.

Τον κοίταξα με ελπίδα, εκείνος με περιφρόνηση.

“Τα παιδάκια μπορούν να γράψουν για μια ψεύτικη περιπέτεια. Εμείς όμως θα γράψουμε για το τι συμβαίνει στα αλήθεια στο στοιχειωμένο σπίτι τις νύχτες”.

Εκείνη τη στιγμή έστριψε από τη γωνία ένα αδύνατο παιδί, με μεγάλα μπροστινά δόντια και βήματα που σέρνονταν στο δρόμο. Ενώθηκε με την ομάδα μας και ξεκινήσαμε. Μόλις απομακρυνθήκαμε από το σπίτι, ο Νίκος έβγαλε και άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε τον καπνό και τον ξεφύσηξε βήχοντας. Οι υπόλοιποι κάναμε ότι δε το καταλάβαμε. Δε μου άρεσε που κάπνιζε αλλά δε μπορούσα να πω τίποτα.

Πρέπει να προχωρήσαμε γύρω στη μισή ώρα όταν φάνηκε μπροστά μας το στοιχειωμένο σπίτι. Ήταν μια παλιά πολυκατοικία τριών ορόφων με σκαλιστό μάρμαρο εξωτερικά, μαυρισμένο από κάποια πυρκαγιά. Είχαμε ακούσει ότι η φωτιά είχε πιάσει νύχτα και κάηκαν ζωντανοί όλοι όσοι έμεναν εκεί. Τα βράδια που φυσούσε, έλεγαν ότι μπορούσες να ακούσεις τα παιδιά να κλαίνε και τις γυναίκες να εκλιπαρούν για βοήθεια. Έλεγαν ακόμα για ένα κοριτσάκι με άσπρο φόρεμα που τριγυρνούσε στον τελευταίο όροφο και πως άμα το έβλεπες, θα πέθαινες στα σίγουρα. Σταθήκαμε στην άκρη του δρόμου μαρμαρωμένοι στην ιδέα ότι θα έπρεπε να μπούμε εκεί μέσα. Άσε που φυσούσε τρελά εκείνο το βράδυ. Μόνο ο Νίκος προχώρησε προς το κτήριο και έσπρωξε με δύναμη τη σιδερένια πόρτα της αυλής.

“Άντε γυναικούλες. Προχωρήστε”.

Προχώρησα πρώτος, με του άλλους δύο να με ακολουθούν. Έπρεπε να του δείξω ότι ήμουν και ‘γω γενναίος, άσχετα αν η καρδιά μου χτυπούσε το στήθος μου προσπαθώντας να το βάλει στα πόδια. Διασχίσαμε την αυλή και φτάσαμε μπροστά από την μεγάλη πόρτα της εισόδου. Την έσπρωξε ο Νίκος αλλά τίποτα. Τον βοήθησα και ‘γω και ύστερα σπρώξαμε όλοι μαζί αλλά και πάλι τζίφος. Αφήσαμε τη πόρτα και αρχίσαμε να περπατάμε δίπλα στον τοίχο, ο Νίκος με την ελπίδα ότι θα βρούμε κάποιο παράθυρο ανοιχτό και οι υπόλοιποι ότι δεν υπάρχει καμιά είσοδος και θα γυρίσουμε γρήγορα σπίτι.

“Να εκεί”, έδειξε ο Νίκος και έτρεξε σε ένα σπασμένο παράθυρο.

“Πρόσεξε μη κοπείς”, του φώναξα αλλά είχε ήδη μπει μέσα.

Τον ακολούθησε ο Μιχάλης και ύστερα ο Μανώλης που για να μπει, έβγαλε έξω από το παντελόνι τον μισό του πισινό. Πάτησα στο περβάζι για να πηδήξω μέσα, όπως όμως πιάστηκα από το πλάι ένα γυαλί μου έσκισε την παλάμη. Ούρλιαξα από τον πόνο.

“Για να δω”, μου είπε ο αδελφός μου και του τέντωσα το χέρι. “Τέλεια. Τώρα με το αίμα θα μαζευτούν και τα πνεύματα. Μπράβο σου”.

Φούσκωσα από περηφάνια, κρατώντας το κομμένο μου χέρι σαν έπαθλο ενώ οι άλλοι δύο είχαν ζαρώσει ο ένας δίπλα στον άλλο.

“Όταν λες ότι θα έρθουν τα πνεύματα;”, ρώτησε ο Μιχάλης.

“Θα δούμε”.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και άδειο με εξαίρεση ένα παλιό τραπέζι και έναν πάγκο στη γωνία. Το διασχίσαμε και βγήκαμε σε ένα σαλόνι. Σκισμένοι καναπέδες, μια τραπεζαρία σπασμένη στη μέση και δυο καρέκλες από όπου έλειπαν κάποια πόδια. Τίποτα ανησυχητικό όμως. Η πόρτα που έβγαζε από το διαμέρισμα ήταν σπασμένη οπότε βγήκαμε στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Μυρωδιά κατουρλιού και κλεισούρας έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική παρ’ όλο το κρύο. Διάφορα σύμβολα ήταν ζωγραφισμένα στους τοίχους. Ένα ποντίκι έτρεξε κάνοντας τον Μανώλη να αναπηδήσει.

“Φοβάσαι και τα ποντίκια ρε χοντρέ;”.

“Τρόμαξα απλά”, είπε αλλά κατάλαβα ότι είχε όντως φοβηθεί.

“Ναι καλά”, του είπε ο Νίκος και έβγαλε ένα σπασμένο τσιγάρο από την τσέπη του.

“Είσαι με τα καλά σου; Θα ανάψεις φωτιά εδώ μέσα;”.

Η φωνή βγήκε από το στόμα του Μιχάλη ο οποίος είχε γίνει άσπρος σα το πανί. Ο Νίκος τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι με ένα χαμόγελο όλο νόημα.

“Μα αυτό ήταν που τους σκότωσε! Αν ανάψεις έστω και την παραμικρή φωτιά θα μας αφανίσουν όλους!”.

Τον κοίταξε με το χαμόγελο στα χείλη του, άναψε τον αναπτήρα, μα τότε, ένα γέλιο γέμισε τους διαδρόμους. Ένα γέλιο πιο τρομακτικό και από την ανάσα του διαβόλου στο σβέρκο μου τις νύχτες. Φώναξα έντρομος και με μιμήθηκαν και οι άλλοι δύο. Ένιωσα τα γόνατα μου να λυγίζουν και τα χέρια μου να τρέμουν. Μέχρι τότε δεν ήξερα τι είναι ο πραγματικός φόβος και ομολογώ ότι είναι καλύτερα να μη τον γνωρίζει κανείς. Ο Νίκος έμεινε σιωπηλός αλλά είδα ότι ήταν άσπρος σα το πανί και με μια γρήγορη κίνηση για να μη τον δούμε, πέταξε τσιγάρο και αναπτήρα. Ήμασταν όλοι προετοιμασμένοι για φωνές και κλάματα. Αλλά γέλιο; Όχι ευχαριστώ,

“Νίκο; Πάμε σε παρακαλώ να φύγουμε. Θέλω να γυρίσουμε σπίτι”.

“Από τη στιγμή που μπήκαμε δε γίνεται να φύγουμε αν δε το γυρίσουμε όλο. Είναι κατάρα και θα μας ακολουθήσουν. Μόνο αν το γυρίσουμε όλο την σπάμε”.

Και με βήματα με λιγότερο αέρα αυτή τη φορά, προχώρησε εμπρός. Κοίταξα τους άλλους δύο. Ήταν άσπροι και τα μάτια του Μανώλη είχαν ξεπεράσει τα όρια των γυαλιών. Πάω στοίχημα ότι το ίδιο χάλια φαινόμουν κι εγώ. Παρ’ όλα αυτά προχωρήσαμε και μείς. Στο τέλος του διαδρόμου ήταν μια σκάλα μαρμάρινη με σκαλίσματα δεξιά και αριστερά.

“Ανεβαίνουμε πάνω. Από εκεί ξεκίνησε η φωτιά”.

Ποτέ δε μου έχει φανεί πιο δύσκολο να ανέβω μια σκάλα. Τα μεσημέρια ανέβαινα τη σκάλα του σπιτιού μας τρεχάλα και με την τσάντα στους ώμους και τώρα κουραζόμουν σε κάθε βήμα. Και τι δε θα ‘δινα για να γυρίζω πάλι από το σχολείο. Να είναι απλά άλλο ένα μεσημέρι. Πόσο μακρινό μου φαινόταν όλο αυτό…

Όταν ανεβήκαμε πάνω, μπροστά μας απλωνόταν ένας παρόμοιος διάδρομος, με την μυρωδιά κατουρλιού αλλά χωρίς τα σχέδια στους τοίχους. Τώρα οι τοίχοι ήταν μαύροι. Προχωρούσαμε και οι τέσσερις κοντά κοντά κοντά ο ένας στον άλλο. Πάω στοίχημα ότι αν κάτι γινόταν, δε θα μας έσωζε η μεταξύ μας απόσταση. Στρίψαμε στη γωνία του διαδρόμου και πάγωσα.

“Εκεί”, είπα με φωνή που δεν έφτασε ούτε στα αυτιά μου. Καθάρισα το λαιμό μου και επανέλαβα.

Κοίταξαν εκεί που τους είχα πει αλλά δε κατάλαβαν.

“Στον τοίχο! Φαίνεται φωτιά”.

Κοίταξαν καλύτερα και μαρμάρωσαν και αυτοί. Στα μισά περίπου του διαδρόμου, καθρεφτίζονταν στον τοίχο φλόγες από κάποια ανοιχτή πόρτα.

“Ελάτε”, είπε ο Νίκος. “Πάμε να δούμε”, και μεγάλωσε το βήμα του.

Προσπάθησα να καταπιώ αλλά είχε γίνει κάτι αρκετά δύσκολο. Ούτε να ανασάνω δε μπορούσα ενώ η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα που μου φαινόταν σαν ένας χτύπος συνεχόμενος. Παρ’ όλα αυτά, προχώρησα μαζί με τους άλλους. Ήταν σίγουρα προτιμότερο από το

να μείνω πίσω μόνος μου. Πόσο μάλλον αφού εγώ ήμουν αυτός με το κομμένο χέρι.

Φτάσαμε δίπλα στην πόρτα και σταθήκαμε να πάρουμε ανάσες μέχρι να βρούμε το κουράγιο να κοιτάξουμε μέσα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος της φωτιάς που καίει. Και τότε ακούστηκε εκείνη η φωνή, σα μουγκρητό. Παγώσαμε. Κιχ δε βγάλαμε, και όχι γιατί δεν θέλαμε αλλά γιατί τα πνευμόνια μας ήταν παντελώς άδεια. Έκανα νόημα στον Νίκο να φύγουμε αλλά αυτός έβγαλε το κεφάλι και κοίταξε στο δωμάτιο. Γούρλωσε τα μάτια και μαζευτήκαμε ακόμα περισσότερο. Μας έκανε νόημα να πλησιάσουμε. Σιγά σιγά, έβγαλα και το δικό μου κεφάλι και είδα μια φωτιά να καίει στη μέση ενός μεγάλου δωματίου. Γύρω από τη φωτιά ήταν σωριασμένα διάφορα σώματα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν ήταν ζωντανοί ή όχι, ενώ δυο τρεις άλλοι περιφέρονταν με βήματα αργά γύρω γύρω. Τα μάγουλά τους είχαν μπει μέσα κάνοντας τα κενά τους μάτια να φαίνονται ακόμα μεγαλύτερα. Ενέσεις ήταν πεταμένες εδώ και κει ενώ μια ήταν κρεμασμένη στο χέρι ενός από τα ξαπλωμένα σώματα.

“Ζόμπι!”, είπε ο Νίκος.

Πόσο πολύ λαχταρούσα το σπίτι μου και τη μονόπολη. Ήθελα να κλάψω, να φωνάξω, να κάνω κάτι, οτιδήποτε αλλά τελικά έμεινα εκεί παγωμένος να κοιτώ να σώματα να κινούνται και τα άλλα να είναι σωριασμένα και τη φωτιά να καίει και τους τοίχους να είναι μαυρισμένοι από τη φωτιά που σκότωσε τόσους και να σκέφτομαι πως δε θα βγω ποτέ πια από δω μέσα και πως ποτέ δε θα με βρουν γιατί θα με έχουν φάει τα ζόμπι.

Και τότε, ένα από τα κινούμενα σώματα, γύρισε προς το μέρος μας και μας κοίταξε. Ήταν τρομακτικό χωρίς να χρειάζεται τη φωτιά να ζωγραφίζει σκιές να χορεύουν στο πρόσωπό του και να του δίνει μια απόκοσμη, κόκκινη λάμψη. Τα μάγουλά του ήταν βυθισμένα μέσα στο κρανίο του και τρίχες αραιές φύτρωναν σε αυτά. Τα μάτια του ήταν πεταγμένα έξω, και αν δεν ήταν τόσο σβηστά, θα τον έκαναν να μοιάζει μονίμως έκπληκτο.

“Τι κάνετε εδώ;”, φώναξε.

“Τρέχτε!”, φώναξε ο Νίκος αλλά εμείς είχαμε ήδη φτάσει γύρω στα δέκα μέτρα μακριά.

Στο βάθος του διαδρόμου φαίνονταν οι σκάλες και βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε το συντομότερο. Ο Νίκος μας πρόλαβε, ήταν πάντα ο ταχύτερος, και συνέχισε να φωνάζει “Τρέχτε, τρέχτε, τρέχτε!”. Ορμήσαμε στα σκαλιά και Μανώλης σκόνταψε, έπεσε και χτύπησε με τη μύτη σε ένα από αυτά. Αίμα άρχισε να τρέχει από την κορυφή της και τα γυαλιά του έσπασαν. Δε ξέρω αν θυμόταν ακόμα τα σώματα στο δωμάτιο, πάντως έμεινε να κυλιέται κάτω, να φωνάζει και να κλαίει. Ο Μιχάλης τον έπιασε από το χέρι και προσπάθησε να τον σηκώσει βρίζοντας. Ο Νίκος ήταν δίπλα και φώναζε “Σήκω χοντρέ! Σήκω!”, και γω στεκόμουν και χοροπηδούσα σε ένα σημείο ανήμπορος να δράσω ή να σκεφτώ. Τελικά υποθέτω πως το κατάλαβε και ο ίδιος πως πρέπει να σηκωθεί και συνέχισε το κλάμα του τρέχοντας στα υπόλοιπα σκαλιά.

Μόλις φτάσαμε στην κορυφή της σκάλας, κοιτάξαμε πίσω. Τίποτα. Ησυχία. Κοιταχτήκαμε.

“Μάλλον δε θα ξέρουν να ανεβαίνουν σκάλες, ε;”, είπε ο Μιχάλης και συμφωνήσαμε σιωπηλά.

Σταθήκαμε να πάρουμε λίγες ανάσες, κοιτώντας διαρκώς προς την έρημη σκάλα και χρειάστηκε μεγάλη δύναμη ψυχής για να συνεχίσουμε. Προχωρούσαμε κατά μήκος του διαδρόμου με τα σώματά μας τόσο κοντά το ένα στο άλλο που μονίμως κάποιο χέρι χτυπούσε σε κάποιο άλλο. Και τότε ακούστηκε η κραυγή. Γέμισε κάθε χώρο, κάθε σκέψη και όλο μας το αίμα. Δεν ήταν κραυγή φόβου. Κραυγή επιθυμίας ήταν και αυτό ήταν που μας φόβισε περισσότερο. Ο Μανώλης έβαλε τα κλάματα, ο Μιχάλης έμεινε ακίνητος να κοιτά το κενό και ο Νίκος, πρώτη φορά τον είδα έτσι, χάιδευε τον ώμο του Μανώλη και του έλεγε ότι λίγο έμεινε, ότι πίσω δε μπορούσαμε να πάμε άρα έπρεπε να πάμε μπροστά όσο πιο γρήγορα γινότανε. Αυτός, σκούπισε αίμα, δάκρυα και μύξες και ένευσε καταφατικά.

Συνεχίσαμε, φτάσαμε κοντά στις άλλες σκάλες, αυτές που ήταν στην άλλη μεριά του διαδρόμου και θα μας έβγαζαν στην έξοδο. Όλοι αναθαρρήσαμε. Μεγαλώσαμε το βήμα μας και χαμόγελα άρχισαν να φωτίζουν τα τρομαγμένα πρόσωπά μας.

Λίγο πριν φτάσουμε στα σκαλιά όμως, ο Μιχάλης μας σκούντηξε και μας έδειξε μια ανοιχτή πόρτα. Μέσα ήταν δύο σώματα. Δύο γυμνά σώματα και το γυναικείο ήταν ανεβασμένο πάνω στο αντρικό.

“Το κάνουν!”, είπε με έξαψη ο Μανώλης.

Ο Νίκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Μας έδειξε ένα μπουφάν που ήταν ριγμένο κάτω, με ένα μεγάλο σύμβολο ραμμένο πίσω.

“Είναι σατανιστική τελετή”, είπε με σβηστή φωνή. “Το έχω δει σε ταινίες”.

Και τότε το είδα. Ξέχασα το σπίτι, τη φωτιά, τις κραυγές και τα σώματα. Ξέχασα το σχολείο, τη μονόπολη και τον κόσμο όλο. Ο κόσμος μου έγινε ένα λευκό φόρεμα που ανέμιζε κρεμασμένο σε ένα καρφί στον τοίχο με το φως από το παράθυρο να το κάνει ακόμα λευκότερο. Προσπάθησα να τους το πω αλλά δεν έβγαινε καμία λέξη από τον λαιμό μου. Είχε στεγνώσει και δε μπορούσα να πω τίποτα. Τους σκούντηξα και τους το έδειξα. Είδα τον τρόμο να παίρνει ζωή στα μάτια τους. Είδα ότι εύχονταν να ήταν κάπου αλλού.

Και τότε η κοπέλα που φορούσε κανονικά το φόρεμα, γύρισε και μας είδε. Γούρλωσε τα μάτια και ούρλιαξε. Το βάλαμε στα πόδια. Τρέχαμε σαν τρελοί προς τις σκάλες, μέχρι που κατάλαβα ότι ο μεγάλος μου αδελφός δεν ήταν μαζί μας. Γύρισα και τον είδα να κοιτά ακόμα από το άνοιγμα της πόρτας σα μαγεμένος.

Έτρεξα πίσω. Τον σκούντηξα, του φώναξα προσπαθώντας να τον επαναφέρω στην πραγματικότητα. Να τον βγάλω από τα μάγια της κοπέλας. Του βάρεσα ένα δυνατό χαστούκι, κάτι που δε θα έκανα ποτέ και για κανένα λόγο στο Νίκο, και ευτυχώς συνήλθε. Πρόσεξα ότι το παντελόνι του ήταν βρεγμένο αλλά δεν είπα κουβέντα για αυτό,

“Πάμε Νίκο”, του είπα . “Πάμε σπίτι”.

Έκλαιγα. Φάνηκε να με άκουσε και το βάλαμε στα πόδια. Δεν είχα κοιτάξει ξανά στο δωμάτιο και δε ξέρω πού βρισκόταν η κοπέλα με το φόρεμα. Απλά τρέχαμε, βουτήξαμε στις σκάλες και κατεβήκαμε τους δύο ορόφους. Από πίσω μας άκουγα ποδοβολητά αλλά δε ξέρω να πω στα σίγουρα. Ήταν τόση η ταραχή που κάλλιστα θα μπορούσα να τα έχω φανταστεί. Μπήκαμε στο πρώτο διαμέρισμα και βγήκαμε από το σπασμένο παράθυρο στο δρόμο.

Τον Μανώλη και το Μιχάλη τους είδαμε πάλι την επόμενη μέρα, στο σπίτι μας. Ο τρόμος ήταν ακόμα τυπωμένος στα μάτια και τα χέρια τους έτρεμαν. Κάθε τόσο κάποιος από τους τέσσερις άνοιγε το στόμα του για να πει κάτι αλλά το έκλεινε και κοιτούσε και πάλι σε κάποιο αόριστο σημείο. Με αυτό τον τρόπο κάναμε μια σιωπηλή συμφωνία να μη μιλήσουμε ποτέ ξανά για όσα ζήσαμε σε εκείνο το κτήριο.

 

 

 

* Ο Απόστολος Τριπικέλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991 και εργάζεται σαν αρτοποιός και ζαχαροπλάστης. Στον ελεύθερό του χρόνο γράφει διηγήματα και ποιήματα ορισμένα από τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top