Fractal

Διήγημα: “Το ποικιλότροπον των λέξεων”

Του Νίκου Μπιλανάκη //

 

 

 

Το ποικιλότροπον των λέξεων.

 

Οι χειμερινές διακοπές εδώ και δυο-τρείς μέρες είχαν αρχίσει και οι φοιτητικές εστίες είχαν ήδη αδειάσει. Ελάχιστοι φοιτητές απέμεναν πλέον σε αυτές, κυρίως εκείνοι που προέρχονταν από πολύ μακρινούς τόπους ή άλλοι που τους κρατούσαν εδώ διάφορα προσωπικά προσκόμματα. Ανάμεσα στους τελευταίους και εγώ.

Είχε τα καλά του ο καιρός των διακοπών. Είχε ας πούμε ησυχία, πράγμα πολύ σπάνιο όλο τον υπόλοιπο καιρό που οι φοιτητικές εστίες ήταν γεμάτες, έσφυζαν από τον θόρυβο της ζωής και της νεότητας. Τώρα η σιωπή βασίλευε στους μακρούς ατέλειωτους διαδρόμους με τα δεκάδες άδεια δωμάτια, παραταγμένα στη μια και στην άλλη πλευρά τους. Είχε επίσης απλωσιά και άμεση διαθεσιμότητα στα κοινά μπάνια, όπου όλα αυτοστιγμεί ήταν στην διάθεση σου, όποτε εσύ και η φύση το αποφασίζατε. Και μέσα στο δωμάτιο, μπορούσε κανείς να ακούσει μόνο τον θόρυβο που έκανε η δική του ζωή, κανενός άλλου από τους επιπλέον ένα, δύο ή τρείς συγκατοίκους του! Όλα απέπνεαν μια απολαυστική ησυχία, μια χορταστική ακινησία, μια τρυφηλή σιωπή- που όμως μετά την πρώτη, δεύτερη, τρίτη μέρα άρχισαν όλα αυτά, σιγά-σιγά, να χάνουν την αξία τους και να γίνονται άβολα και ενοχλητικά.

Εκείνες τις μέρες ξύπναγα αργά το πρωί και έβγαινα έξω, για μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, απ’ όπου γυρνούσα τεσσερις-πέντε ώρες αργότερα κι αφού είχα γευματίσει κάπου στο μεταξύ, για να ξαπλώσω λίγο το μεσημέρι και να ξαναβγώ πάλι, για άλλη μια, μικρότερη αυτή τη φορά, βόλτα στη πόλη. Δεν υπήρχαν μαθήματα ή άλλες ακαδημαϊκές υποχρεώσεις να με απασχολήσουν, οι φίλοι και οι γνωστοί βρίσκονταν από μέρες στα σπίτια τους με τους δικούς τους ανθρώπους, δεν είχα άλλους σε αυτή την πόλη- που είχα άλλωστε μόλις πριν ένα-δύο μήνες πρωτοέρθει- για να αναζητήσω, κανέναν να συναντήσω, κανέναν να συνομιλήσω. Και τη γλώσσα του τόπου, τα ρουμάνικα, ακόμα δεν τα ήξερα, εκείνο το χρόνο τα μάθαινα. Και επειδή, όπως είχε πει κάποιος, “τα όρια του κόσμου μας είναι τα όρια της γλώσσας μας”, αν ήθελα να συναντηθώ με τους άλλους, έπρεπε να βρω λέξεις να τους πω. Λέξεις που, σαν λιθάρια, έπρεπε να πετάξω στα ορμητικά νερά που ορίζαν το αναμεταξύ μας σύνορο, να πατήσω επάνω τους για να καταφέρω να ακουστώ. Λέξεις τέτοιες όμως ακόμα δεν ήξερα.

Δυστυχώς, έπρεπε να περάσω μόνος αυτές τις ημέρες, εδώ στο Κλούζ της δυτικής Ρουμανίας, αφού δεν μπορούσα να έρθω στην Ελλάδα εξ αιτίας κάποιου προσωπικού μου προβλήματος. Να είμαι ένας από τους ελάχιστους που ζούσαν στην φοιτητική εστία και να βολοδέρνω όλη μέρα σε μια πόλη γεμάτη από ανθρώπους, όλοι τους όμως ξένοι για εμένα. Ανθρώπους που έβλεπαν τον εαυτό τους στα γαλανά μάτια των άλλων, όλοι μαζί και οικείοι κι εγώ μόνο, ξένος και διαφορετικός. Ανθρώπους που όταν τύχαινε και κοντοστέκονταν και χαιρετιόνταν γεμάτοι οικειότητα μεταξύ τους, ένοιωθα δυό και τρείς φορές ακόμα πιό ξένος. Ανθρώπους που όταν τους έβλεπα να ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού τους, ένοιωθα τη σπιτίσια θαλπωρή τους να ξεχύνεται από μέσα.

Κι εγώ μόνος, να στεναχωριέμαι και να αγκουσομανάω και να περιμένω τον χρόνο να κυλήσει. Και όσο κυλούσαν οι μέρες, να γεμίζει εμένα το κεφάλι μου από λέξεις, λέξεις πολλές και διάφορες που κουβαλούσαν σκέψεις και νοήματα, λέξεις και σκέψεις που γεννούσε διαρκώς το μυαλό μου- ένας συνηθισμένος δικός μου τρόπος να αμύνομαι στο άγχος, να μην αναστατώνομαι από το περιβάλλον όταν αυτό γινόταν πιεστικό και στενάχωρο.

Την τρίτη-τέταρτη μέρα αυτής της πολυλογούς μοναξιάς μου, μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα, απρόσμενα, ήρθε να με επισκεφτεί στο δωμάτιο μου στην φοιτητική εστία ο Νίκου. Ο Νίκου ήταν Ρουμάνος, Ρομά στην εθνότητα, φοιτητής στην Γεωπονική Σχολή όπως μου είχε πεί, και μικροέμπορος όπως είχα ήδη διαπιστώσει, που είχε καταφέρει να εισχωρήσει στους κύκλους των πρωτοερχόμενων ελλήνων φοιτητών, και να κάνει “δουλειές” μαζί τους. Προωθούσε μικροεκδουλεύσεις (άλλαζε δολάρια σε λέι, το τοπικό νόμισμα, μας υποδείκνυε το που θα βρίσκαμε την τάδε υπηρεσία και πως θα πάμε εκεί, ποιό εστιατόριο να προτιμήσουμε κλπ) και από την άλλη αγόραζε από εμάς τζιν, τσιγάρα, κονιάκ Μεταξά κ.α. που φρόντιζε στη συνέχεια να μοσχοπουλά στους ντόπιους, κρατώντας για τον εαυτό του το σχετικό κέρδος. Στο ενδιάμεσο όλων αυτών των συναλλαγών είχε αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη σχέση μεταξύ των Ελλήνων και του Νίκου, που λιπαινόταν από το οικονομικό κέρδος για αυτόν αλλά και ενός ναρκισσιστικού συναισθήματος δύναμης και αλαζονικής ανωτερότητας από την πλευρά των Ελλήνων. Με αυτά και εκείνα, και οι δύο πλευρές, χάρην του αμοιβαίου αυτού αλλησιβερισιού, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τους και τις ζωές τους!

Ο Νίκου ήταν ένα νεαρό, ψηλό παιδί, με μεγάλα και ζεστά μάτια, μόνιμα ντυμένο με μοντέρνα, δυτικά ρούχα- κλασική συνήθεια των Ρουμάνων μικροέμπορων της εποχής που συναλλάσσονταν με τους δυτικούς. Το μόνο που πρόδιδε την ρομά καταγωγή του ήταν το ιδιαίτερα μελαχρινό χρώμα του προσώπου του. Γενικά ήταν πολύ αγαπητός στους κύκλους των Ελλήνων φοιτητών. Η σχέση η δική μου μαζί του ήταν πάνω-κάτω όπως αυτή που είχε αναπτυχθεί με όλους τους άλλους. Είχα αλλάξει κάποτε κάποια λίγα δολάρια σε αυτόν, του είχα υποσχεθεί ότι θα τον εφοδιάσω στο αόριστο μέλλον με κάποιες αριθμομηχανές τσέπης που ήθελε εκείνος να του φέρω από την Ελλάδα για να τις προωθήσει στην ντόπια αγορά, του πρόσφερα και κανένα καφέ όποτε πέρναγε από το δωμάτιο στην εστία, αυτά. Όχι τίποτα ιδιαίτερο. Υπήρχε καλή χημεία μεταξύ μας, όμως, δεν έδινα και ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ήταν Ρομά και έτσι τις πέντε-δέκα φορές που είχαμε συναντηθεί, όλα είχαν πάει καλά.

Όταν όμως εκείνο το πρωινό, στις 24 Δεκεμβρίου, ένα πρωινό που μου φαινόταν πολύ δύσκολο να φανταστώ πως θα κατάφερνε να κυλήσει και να γίνει μεσημεριανό, απογευματινό αργότερα και στο τέλος βραδινό, έτσι αργά που σερνόταν ο χρόνος, χτύπησε η πόρτα του δωματίου μου, άνοιξα και είδα τον Νίκου, χάρηκα όλως ιδιαιτέρως. Ήταν ο πρώτος γνωστός που έβλεπα εκείνες τις δύο-τρείς μέρες που είχαν περάσει. Έφτιαξα με προθυμία καφέ και αρχίσαμε να τα λέμε. Του εκμυστηρεύτηκα πως ήμουν αναγκασμένος να μείνω στο Κλούζ για τα Χριστούγεννα και πόσο δύσκολο ήταν αυτό για μένα. Εκείνος μου είπε πως, αντίθετα, ότι είχε σκοπό να φύγει σήμερα το βράδυ για το χωριό του, ένα χωριό λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από το Κλούζ, στην επαρχία Μούρες. Και με προσκάλεσε αν ήθελα, να πάω και εγώ μαζί του, για μια-δύο μέρες, να περάσω Χριστούγεννα τουλάχιστον, να μην ήμουν μόνος. Χάρηκα πολύ με την πρόταση του και την προοπτική ότι δεν θα παρέμενα μόνος όλες τις μέρες. Δεν με προβλημάτισε καθόλου η ρομά καταγωγή του, όπως ίσως θα κάναν κάποιοι άλλοι, περισσότερο ρατσιστές ή νουνεχείς. Και όταν μάλιστα μου είπε πως θα μέναμε στο σπίτι κάποιας φίλη του, είπα αποφασιστικά “πάμε λοιπόν!” Τελειώσαμε πολύ γρήγορα τον καφέ και χωρίσαμε, προσώρας, συμφωνώντας να ξανασυναντηθούμε λίγο αργότερα στον σταθμό των τραίνων.

Η αντιμετώπιση των Ρομα της Ρουμανίας από το κράτος των τελευταίων δεκαετιών μοιάζει με βιβλίο, με πολλές διαφορετικές σελίδες. Μετά από την σκαιή αντιμετώπιση τους από το προπολεμικό καθεστώς Αντονέσκου, το Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να τους αποκαλεί “αδελφοί και αδελφές Ρομά”, για να περάσει πολύ γρήγορα, μετά το 1948, σε μια εποχή που, με εδραιωμένη πλέον την εξουσία του, οι Ρομά ξεχαστήκανε. Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα χρόνια της σταθεροποίησης του κομμουνιστικού καθεστώτος, επετράπει σε μεγάλο αριθμό Ρομά να στελεχώσουν τον μηχανισμό του Κόμματος, την αστυνομία, τον στρατό και τον μηχανισμό ασφάλειας. Η προώθηση όλων αυτών δεν έγινε στα πλαίσια μιας πολιτικής προσφοράς της αιγίδας του Κόμματος στις εθνικές μειονότητες αλλά μάλλον υπήρξε το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που στόχευε στην κοινωνική ανέλιξη των φτωχότερων στρωμάτων και στην αποδόμηση της παλαιάς κοινωνικής ιεραρχίας που έδειχνε απρόθυμη να αποδεχθεί το νέο καθεστώς. Η επιζητούμενη αναστροφή της κοινωνικής πυραμίδας υπήρξε για το νέο καθεστώς ένας απλός και βέβαιος τρόπος να διασφαλίσει υπάκουους ακόλουθους. Έτσι δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός Ρομά δημάρχων και αξιωματούχων της αστυνομίας και του στρατού. Από το 1960, όμως, που η πορεία εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας επέβαλλε την ανάγκη ανεύρεσης βιομηχανικών εργατών, υιοθετήθηκε από το κράτος η πολιτική της δημιουργίας εδραίων Ρομά και καταπολεμήθηκε ο νομαδικός τρόπος ζωής τους. Πολλοί Ρομά, τότε, έλαβαν δωρεάν κατοικίες από το κράτος κυρίως στις περιφέρειες μεγάλων πόλεων ενώ οι τοπικές αρχές υποχρεώθηκαν να τους διασφαλίσουν και εργασία. Έτσι, ολόκληρες οικογένειες εξαναγκάστηκαν να μετακινηθούν από επαρχίες με πολλούς νομάδες (Mures, Alba, κλπ) σε άλλες επαρχίες, σε μεγάλες πόλεις, όπου υπήρχαν εγκαταστημένες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και να εργασθούν σε αυτές. Η πολιτική αυτή είχε σαν αποτέλεσμα, να εξαφανιστούν τα καραβάνια από Ρομά που διέσχιζαν τις προηγούμενες δεκαετίες την χώρα και πρακτικά, μετά το 1980 να σταματήσει να υπάρχει ο νομαδικός τρόπος ζωής των Ρομά. Τα αποτελέσματα αυτά ενίσχυσε και μια ακόμα πολιτική που ακολούθησε, η πολιτική της “συστηματοποίησης” των Ρομά. Μια πολιτική που είχε ως στόχο το θρυμματισμό των συνοικιών, των γειτονιών και κοινοτήτων των Ρομά, που είχαν δημιουργηθεί στις άκρες των πόλεων και λειτουργούσαν ως γκέτο, δημιουργώντας φωλιές παρανομίας. Υποχρεώθηκαν, έτσι, οι Ρομά που κατοικούσαν σε συγκεκριμένες γειτονιές στις πόλεις, να μετακινηθούν και να διαχυθούν εξατομικευμένα σε διάφορα σημεία της πόλης, διεσπαρμένοι σε διάφορες πολυκατοικίες ανάμεσα σε άλλους κατοίκους. Τελικά, πέρα από εξατομικευμένες περιπτώσεις, οι συνθήκες ζωής των Ρομά στη Ρουμανία κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος φαίνεται ότι ευνοήθηκαν, σημειώνοντας αναντίρρητα πρόοδο.

Η Ρομά οικογένεια του Νίκου ζούσε στη μικρή επαρχιακή πόλη Χανταρένι της επαρχίας Mures, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του Κλούζ. Αν και σχετικά κοντά, με το φτηνό εισιτήριο του απλού δρομολογίου- εκείνου που το τραίνο σταματούσε στο σύνολο όλων των ενδιάμεσων χωριών- κάναμε πολύ περισσότερη ώρα του αναμενόμενου να φτάσουμε, καθισμένοι ανάμεσα σε πιωμένους θορυβώδεις και βρώμικους χωριάτες και σε πανέρια με πουλερικά και αρμαθιές από λουκάνικα και σαλάμια. Και όταν φτάσαμε στο Χανταρένι, πρώτα περάσαμε από το διαμέρισμα των γονιών του Νίκου – ένα μικρό διαμέρισμα τρίτου ορόφου σε μια καινούργια, ομοιόμορφη με τις υπόλοιπες πολυκατοικία- που ανέβηκε μόνος του για να τους χαιρετήσει, όση ώρα εγώ έπινα μια μπύρα κάπου εκεί γύρω. Με τον παραδοσιακό τρόπο των Ρουμάνων που μου είχε μάθει ο Νίκου, τοποθετώντας δηλαδή πρώτα ένα παχύ στρώμα αλάτι στο χείλος του ποτηριού, έτσι που όταν έφερνες το ποτήρι στα χείλη σου, έπαιρνες και λίγο αλάτι που νοστήμευε περισσότερο την μπύρα. Όταν με ξαναβρήκε, είχα ήδη πιεί ένα ποτήρι και μαζί, κατευθυνθήκαμε πεζοί προς το σπίτι της φίλης του, που μας περίμενε για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων.

Το σπίτι αυτό ήταν μια παραδοσιακή αγροτική ξύλινη κατοικία στις παρυφές της μικρής πόλης. Μια γυναίκα μας υποδέχθηκε πολύ ζεστά και μας οδήγησε σε μια μεγάλη στρογγυλή σάλα όπου μια μαντεμένια μασίνα ξύλου, μια ξυλόσομπα, εξασφάλιζε ζέστη ενώ συνάμα εξυπηρετούσε και στο ψήσιμο του φαγητού. Ολόκληρη η κατοικία, όχι μόνο η κεντρική αυτή στρογγυλή σάλα, δεν είχε πάτωμα αλλά πατημένο χώμα, καλυμμένο κατά τόπους από πολλά στρωμένα, πολύχρωμα χαλιά.

Περιμετρικά της σόμπας και στη σειρά, βρίσκονταν στην σάλα εκείνη, ένα γύρο, τα έπιπλα του δωματίου: ένα μεγάλο κρεβάτι, παραδίπλα του ένα ξύλινο ντουλάπι για ρούχα, πιο κει ένα τραπέζι με καρέκλες, και ακόμα πιο πέρα ένα μικρό ντιβάνι. Εκεί παρατήρησα καλύτερα την γυναίκα. Ήταν πολύ μελαχρινή και όμορφη, γύρω στα σαράντα, και όπως κατάλαβα εργαζόταν ως εργάτης στο τοπικό εργοστάσιο. Γνώριζε ότι θα ερχόμασταν και είχε προετοιμαστεί για τον ερχομό μας. Είχε τα πλούσια μαύρα μαλλιά της λυτά, φορούσε χαλκάδες κρεμασμένους στα αυτιά της και είχε μια μαύρη ελιά στο μάγουλο της- φυσική ή τεχνητή δεν ξεχώρισα, και πολλές-πολλές σειρές βραχιόλια στους καρπούς της. Φορούσε ένα πολύχρωμο κλαρωτό φουστάνι, που μεγάλωνε ακόμα περισσότερο τον όγκο του σώματος της αλλά και την χαρά που εξέπεμπε η υποδοχή που μας έκανε. Στα πόδια της φορούσε μαύρες κάλτσες κι ένα ζευγάρι κόκινες πλαστικές σαγιονάρες. Ένα παιδί με κινητικά προβλήματα- το δικό της παιδί, κάτω από δέκα χρονών, ήταν μόνιμα καθισμένο στο μεγάλο κρεβάτι της σάλας και συνεσταλμένα, μας χαιρέτησε όταν μας έκανε τις συστάσεις. Σε λίγη ώρα ήρθαν και οι άλλοι φίλοι της που περιμέναμε: ένας μεγαλόσωμος μελαχρινός κι αυτός τύπος, θηρίο ολόκληρο, με πρίμιτιβ ύφος και ένα μοναδικό μάτι, αφού η θέση του άλλου ήταν καλυμμένη με λαστιχένιο επίδεσμο, σαν του Μωσέ Νταγιάν, συνάδελφος της στο εργοστάσιο όπως μας είπε. Και ένας άλλος, αδύνατος πολύ, με πιο θηλυκό φέρσιμο και κόκκινη πουκαμίσα κάτω από την βαριά κάπα του, κατάσαρκα φορεμένο πάνω στο πολύ σκούρο κορμί του. Μουσικός όπως μας εξήγησε, έπαιζε όλα τα όργανα αλλά αγαπούσε ιδιαίτερα το ακορντεόν που κρατούσε μαζί του. Την παρέα μας συμπλήρωσε η μητέρα της κοπέλας, που φανερώθηκε λίγο αργότερα. Όλοι τους Ρομά. Εγώ, όντας ελάχιστο καιρό στην Ρουμανία και μην γνωρίζοντας ακόμα ικανοποιητικά την ρουμάνικη γλώσσα, δεν μπορούσα να συνεννοηθώ καλά μαζί τους. Μέσες-άκρες έπιανα το νόημα των λόγων τους. Και εκείνοι, το κατάλαβαν και έπαψαν να μου απευθύνουν συνέχεια τον λόγο. Συνέχισαν όμως να με κοιτούν με περιέργεια αλλά και με ζεστασιά, να μου γεμίζουν συνέχεια με τσίπουρο το ποτήρι μου ή να μου προσφέρουν φαγητό από το τραπέζι που είχε στο μεταξύ στρωθεί, απευθύνοντας μου από καιρού σε καιρό μεγαλόφωνα λέξεις που περιέγραφαν αυτό που μου πρόσφεραν (λέγοντας φωναχτά “κρέας” φερ’ ειπείν με αργόσυρτη φωνή) ή αυτό που εκείνη τη στιγμή συζητούσαν.

Βγήκαν πολλά καλούδια που γέμισαν το τραπέζι. Και από πιοτό, η φτηνή τσουίκα- το δικό τους τσίπουρο. Το ένα ποτήρι έφερε το άλλο, στο τέλος ήρθε και η ευθυμία και η ιλαρότητα και μαζί ήρθε και το τραγούδι. Άρχισε να τραγουδάει η νεαρή γυναίκα, την σιγοντάριζε και η μητέρα της, ακολούθησε ο μονόφθαλμος γίγαντας που άρπαξε ένα ξύλινο σκαμπουδάκι από δίπλα του, το γύρισε ανάσκελα και άρχισε να το παίζει τουμπερλέκι για να τις συνοδεύσει, έβγαλε και ο θηλυπρεπής φίλος τους το ακορντεόν του κι άρχισε να παίζει και αυτός. Λέγανε τραγούδια δικά τους, τσιγγάνικα. Και κάποια στιγμή η όμορφη τσιγγάνα, σαν πλάσμα που λες ξεφύτρωσε από το χώμα έτσι μαύρη που ήτανε, σηκώθηκε υπακούοντας στα μουσικά κελεύσματα των οργανοπαιχτών και στις επιθυμίες της ομήγυρης κι άρχισε να χορεύει τσιφτετέλι, κοιτώντας μας με μια φλόγα στα μάτια της που όλο φούντωνε. Με τη μελαχρινή σάρκα του καλοσχηματισμένου κορμιού της να πιέζει τα ρούχα της, έτοιμη να τα σκίσει καθώς τεντώνονταν το σώμα της, ακάλυπτο από άλλα μεσοφόρια, στα τσαλίμια του χορού της. Δίνοντας εικόνα στην επιθυμία, κίνηση στον ρυθμό, έννοια και περιεχόμενο στα λόγια όλων μας. Και ομορφιά, χαρά, επικοινωνία. Οδηγώντας μας στη μέθεξη, εκεί δηλαδή που η συνάντηση των ανθρώπων γίνεται σιωπηλά επαφή κι αυτή με τη σειρά της επικοινωνία. Μόνο με τα συναισθήματα και τις αισθήσεις. Χωρίς να έχει κανείς μας ανάγκη τις λέξεις της γλώσσας, για να δείξει στους άλλους πως ένοιωθε, πόσο συμμετείχε στο όμορφο που μας περιέβαλλε και μας συνείχε. Όλοι μαζί, να γελάμε, να τρωγοπίνουμε, να τραγουδούμε, να χορεύουμε.

Έως ότου πέρασε αυτή η νύχτα ή το μεγαλύτερο μέρος της. Και στο τέλος της, κι αφού φύγανε πρώτα ο μονόφθαλμος γίγαντας και ο θηλυπρεπής φίλος του, η όμορφη Τσιγγάνα και η μάνα της μας στρώσανε στο διπλανό δωμάτιο να κοιμηθούμε, κρατώντας αυτές για τους εαυτούς τους, και για τους τρεις τους, το μεγάλο κρεβάτι της σάλας.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξυπνήσαμε, η νεαρή τσιγγάνα με ένα ύφος αμοιβαίας συνενοχής, μας σέρβιρε πρωινό, έχοντας τα μαλλιά της τώρα πιασμένα με κόκκινες κορδέλες σε πλεξούδες. Όταν τέλειωσε κι αυτό και ήμασταν στην πόρτα, έτοιμοι να χαιρετηθούμε, έπιασε ένα μαντήλι της από ένα σωρό ρούχα και μου το χάρισε ενώ στον Νίκου έδωσε μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά κι ένα φιλί στο μάγουλο. Παίρνοντας το μαντήλι, ψέλλισα αμήχανα κάποιες λέξεις ευχαριστίας και αποχαιρετισμού, από αυτές τις λίγες που είχαν καταφέρει μέχρι τότε καταφέρει να μου επιβληθούν, επιβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο πως είχα ξαναγυρίσει στον κανονικό κόσμο, εκεί που οι λέξεις ορίζουν, περιορίζοντας τον, τον κόσμο των ανθρώπων. Όσο για την όμορφη Τσιγγάνα, αμέσως μετά, αυτή γύρισε την πλάτη της αποφασιστικά και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού της, επιτρέποντας στο παγωμένο αεράκι που εκείνη τη στιγμή φύσηξε έξω στο δρόμο, να ανεμίσει τη μακριά της φούστα, λες κι ήτανε σημαία.

Φύγαμε από αυτό το τόσο φιλόξενο σπίτι, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Περπατώντας, διασχίσαμε τη μικρή πόλη που την τύλιγε ολόκληρη το γκρίζο που ξεπρόβαλλε από τις ψηλές καμινάδες των γύρω εργοστασίων ενώ βρώμικοι αλήτες ζάρωναν αργόσχολοι στις γωνιές των δρόμων του και σωροί σκουπιδιών και κουβάδες με απόνερα στέκονταν σωροί στα στενά σοκάκια του. Μια πόλη που τώρα έδειχνε λιγότερη χαρούμενη από το βράδυ που ήρθαμε, που οι προσδοκίες μας μαζί με το στοργικό σκοτάδι έκρυβαν και συγχωρούσαν τα πάντα: και την βρόμα, και την φτώχια και την γκρίζα της καθημερινότητας. Προσέχοντας μην γλιστρήσω πάνω στον βρώμικο λευκό του παγωμένου δρόμου, συνέχισα να περπατώ ως τον σιδηροδρομικό σταθμό. Στο δρόμο άρχισα να αναρωτιέμαι αν πράγματι έζησα όλα όσα σας διηγήθηκα. Όπως αναρωτήθηκα πολλές φορές από τότε! Ευτυχώς που κρατώ ακόμα το μαντήλι!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top