Fractal

Αφήγημα: “Το Πηγάδι”

Της Λίας Μάγειρα //

 

 

 

 

 

Το Πηγάδι

 

Πολλά χρόνια πριν, εργαζόμουν σαν νοσηλεύτρια στην Ορθοπεδική Κλινική ενός νοσοκομείου. Κάποιες φορές δούλευα τη νύχτα. Η νυχτερινή βάρδια μου άρεσε διότι υπήρχε ησυχία. Τη νύχτα ακούγονταν μόνο τα βήματα από τα ελαφρά παπούτσια μας και οι αναπνοές των ασθενών μας.

Εκείνο το βράδυ είχε έρθει μία καινούργια ασθενής, μία ηλικιωμένη κυρία στο θάλαμο 6. Είχε κάταγμα στο ισχίο της και είχε χειρουργηθεί λίγες ημέρες πριν. Το χειρουργείο είχε πετύχει και θα έμενε λίγες μέρες στην κλινική μας, μέχρι να σταθεί όρθια. Ήξερα ότι θα έπρεπε να την έχω στο νου μου.

Είχα δει τους ασθενείς μου, είχα κάνει τις νοσηλείες και είχα σημειώσει την πίεση και τη θερμοκρασία τους. Κάθισα στο γραφείο της προϊσταμένης για να ελέγξω το υγειονομικό υλικό. Όλα ήταν ήσυχα.

Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσα μια δυνατή φωνή: «Πηγαδιάστηκα, πηγαδιάστηκα!».

Έτρεξα στο θάλαμο 6. Η χειρουργημένη κυρία έβλεπε εφιάλτη. Έτρεμε ολόκληρη. Την ξύπνησα και έμεινα κοντά της μέχρι να ηρεμήσει. Ήταν κατάχλωμη. Λίγο μετά αποκοιμήθηκε. Η υπόλοιπη νύχτα ήταν ήσυχη.

Δυο μέρες μετά είχα πάλι νυχτερινή βάρδια. Ξανά η ησυχία της νύχτας διακόπηκε από τη δυνατή φωνή: «Πηγαδιάστηκα, πηγαδιάστηκα!». Δεν μπορούσα να καταλάβω τί σήμαινε αυτό, η λέξη μου ήταν άγνωστη.

Περίμενα να συναντήσω κάποιον δικό της, όμως δεν έτυχε κατά τη διάρκεια του ωραρίου μου. Σε λίγες ημέρες η ασθενής περπάτησε με τις πατερίτσες και θα έπαιρνε εξιτήριο. Ήρθε η κόρη της για να την πάρει. Βρήκα την ευκαιρία να της αναφέρω τους νυχτερινούς εφιάλτες της μητέρας της. Και τότε έμαθα την τραγική της ιστορία:

Ήταν δεκατεσσάρων χρονών στην Καταστροφή της Σμύρνης. Μέσα στη λαίλαπα και στη φωτιά έχασε την οικογένειά της. Βρέθηκε με τις τρεις φίλες της να περιφέρονται τρομοκρατημένες. Οι Τσέτες που ήταν άτακτος στρατός βίαζαν και σκότωναν. Οι κοπελίτσες βρήκαν ένα πηγάδι, δέθηκαν με ένα σχοινί η μία μετά την άλλη και κρύφτηκαν εκεί, κρεμασμένες. Έκαναν πολλούς κόμπους το σκοινί για να στηρίζουν τις πατούσες τους. Ακουμπώντας η μία τα πόδια της άλλης, έπαιρναν κουράγιο. Όταν άκουγαν φωνές να πλησιάζουν οι καρδιές τους χτυπούσαν τόσο δυνατά, που έτρεμαν μην τυχόν ακουστούν οι χτύποι τους από τους Τσέτες.

Η ασθενής μας ήταν η πρώτη. Κρατούσε ένα μαχαίρι, που είχε βρει μέσα στα αίματα. Αν οι Τσέτες άνοιγαν το σκέπασμα του πηγαδιού και τις ανακάλυπταν, θα έκοβε το σχοινί και θα πνίγονταν και οι τρεις.

Προσευχήθηκαν στην Παναγία. Δεν τις βρήκαν. Πολλές ώρες μετά, βγήκαν από το πηγάδι. Κατάφεραν να μπουν σε ένα καράβι και να πάνε στην Ελλάδα. Έτσι γλύτωσαν.

Η ασθενής μου απέφευγε να μιλά για τη Σμύρνη στα παιδιά της και στα εγγόνια της, την είχε θάψει μέσα της. Μόνο μία φορά είχε μιλήσει στην κόρη της. Οι ηλικιωμένοι όμως συχνά αποσυντονίζονται μετά από ένα χειρουργείο. Έτσι, οι παλιές μνήμες ξαναγύρισαν.

Έφυγε αφού ευχαρίστησε όλους τους εργαζόμενους στην κλινική. Δεν την ξαναείδα ποτέ. Πάντα όμως όταν τη σκέφτομαι απορώ, πόσο δυνατές μπορούν να είναι οι θύμισες του πολέμου που αναδύονται μετά από σχεδόν 80 χρόνια λήθης. Όσο και αν αυτές κοιμούνται στα βάθη του μυαλού, η εικόνα της κτηνωδίας δεν ξεχνιέται ποτέ.

Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, υπάρχουν κάποιες νύχτες που ακούω τη φωνή της να έρχεται μέσα από ένα βαθύ πηγάδι.

«Πηγαδιάστηκα, πηγαδιάστηκα!»

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top