Fractal

Βαδίζοντας στην κόψη της παραφροσύνης και της τρέλας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Νικολάι Γκόγκολ, “Το ημερολόγιο ενός τρελού”. Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, Εκδόσεις Ερατώ, 2017. Αθήνα

 

Ίσως είναι λίγο περίεργο αλλά και δελεαστικό, ταυτόχρονα,  να διαβάζει κάποιος το ‘Ημερολόγιο ενός τρελού’, αφού γρήγορα ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί ο συγγραφέας του, ο Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852),  έκανε τέτοια σπουδαία δουλειά και προχώρησε στη συγγραφή ενός διηγήματος για έναν τρελό άνθρωπο, κάτι συνηθισμένο σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας.  Πάνω απ’ όλα όμως, και αρχικά, θα έπρεπε να λάβει υπόψιν του,  ότι και ο ίδιος ο Γκόγκολ έχασε τα λογικά του προς το τέλος της ζωής του. Η ιστορία αυτή δημοσιεύθηκε το 1835. Ο Γκόγκολ ήταν ένας νεαρός, υγιής και αισιόδοξος συγγραφέας από την Ουκρανία που είχε μόλις δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, αλλά η πιο διάσημη ιστορία του ‘Η μύτη’ (1836) ή το σατιρικό του έργο ‘Ο Επιθεωρητής’(1836), βρίσκονταν ακόμα καθ’ οδόν.

Η συγκεκριμένη ιστορία είναι γραμμένη ως ημερολόγιο, το ‘Ημερολόγιο ενός τρελού’, και ο τρελός που γράφει το ημερολόγιο ονομάζεται Ακσέντι Ιβάνοβιτς Ποπρίσιν. Αλλά εδώ, επιπλέον, συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Εδώ τα σκυλιά μπορούν να μιλούν, να διαβάζουν και να γράφουν και το κάνουν πολύ καλύτερα από τους περισσότερους κυβερνητικούς υπαλλήλους οι οποίοι και βρίσκονται στο στόχαστρο του συγγραφέα, και μάλιστα σε συνεχή βάση. Τουλάχιστον αυτό είναι που σκέφτεται ο Ποπρίσιν και αυτό είναι σίγουρα μόνο η αρχή του όλου ταξιδιού του στον κόσμο της  τρέλας. Ο φτωχός Ακσέντι Ιβάνοβιτς Ποπρίσιν, όπως και πολλοί άλλοι ταπεινοί και χαμηλόμισθοι κυβερνητικοί υπάλληλοι στη Ρωσία του 19ου αιώνα, έχουν εμμονή με την κοινωνική τους θέση και επαγγελματική τους κατάσταση και αποκατάσταση. Η σύντομη ιστορία ακολουθεί τη βαθμιαία μετάβασή του στην παραφροσύνη μετά από ένα σύνολο συνεχόμενων αποτυχιών στη επαγγελματική και προσωπική του ζωή, που για κάποιους άλλους δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μόνη υγιής απάντηση σε έναν τρελό και αρκούντως  καταπιεστικό κόσμο!

Η ιστορία ανοίγει με τον Ακσέντι Ιβάνοβιτς Ποπρίσιν να γράφει στο ημερολόγιό του για μια περιπέτεια που μόλις, εκείνο το βροχερό πρωινό, έλαβε χώρα. Ο κύριος χαρακτήρας, στο δρόμο προς το γραφείο, μια βαρετή γι’ αυτόν δουλειά, βλέπει την κόρη του διευθυντή του να βγαίνει από μια άμαξα και να πηγαίνει σε ένα κατάστημα ειδών ένδυσης. Φυσικά εντυπωσιάζεται και ξετρελαίνεται. Αλλά ντρέπεται να τον δουν με το παλιωμένο του παλτό, βρώμικο και εκτός μόδας, και έτσι κρύβεται. Την ίδια στιγμή ακούει δύο σκύλους να μιλάνε μεταξύ τους, και σκέφτεται πως τέτοια πράγματα μπορούν να συμβούν, γιατί έχει διαβάσει κάποιες αναφορές για ψάρια και αγελάδες που μιλούσαν. Σε αυτό το σημείο, ο Ποπρίσιν παραδέχεται ότι μερικές φορές ακούει ή βλέπει ορισμένα πράγματα που άλλοι δεν είναι ικανοί, αλλά εξακολουθεί να έχει κάποιες αμφιβολίες για την ορθότητα των σκέψεών του. Στο ημερολόγιό του αναφέρεται στο πόσο μισεί τους διάφορους ανθρώπους στην εργασία του, όπως για παράδειγμα τον τμηματάρχη του τμήματός του λέγοντας ότι είναι άσχημος, τον ταμία επειδή εκείνος αρνείται να του δώσει προκαταβολή στον μισθό του, τους υπηρέτες οι οποίοι δεν τον  αντιμετωπίζουν σαν ευγενή, και τους άλλους υπαλλήλους του τμήματος επειδή δεν είναι τόσο λεπτεπίλεπτοι και πνευματώδεις χαρακτήρες όσο αυτός. Γράφει επίσης αναλυτικά για τις καθημερινές του συνήθειες, όπως όταν εμφανίζεται νωρίς ή αργά στο γραφείο για δουλειά, καθαρίζει τις πένες του διευθυντή, προβαίνει σε κάτι πολύ πνευματικό όπως είναι η ενασχόληση με την ποίηση, ή πηγαίνει στο σπίτι και  βρίσκεται στο κρεβάτι του μέσα στα σκοτάδια την περισσότερη ώρα και συλλογίζεται  με εμμονή  όλα τα παραπάνω. Αυτή η ρουτίνα αρχίζει να διασπάται όταν αποφασίζει να πάρει τα χέρια του τα γράμματα των σκύλων. Πηγαίνει στο κτίριο όπου ζει ο ιδιοκτήτης ενός εξ’ αυτών,  ζητώντας να μιλήσει με το σκύλο. Δεν μπορεί να φανταστεί γιατί το σκυλί αρνείται να του μιλήσει. Αρχίζει να διαβάζει τις επιστολές, ελπίζοντας να μάθει περισσότερα για τον κοινωνικό κόσμο του διευθυντή του και τις πολιτικές του εμπλοκές. Τα σκυλιά έχουν πολλά να πουν για όλα αυτά. Αλλά η πραγματική είδηση ​​είναι ότι η κόρη είναι ερωτευμένη και πρόκειται να παντρευτεί έναν κατώτερο απ’ αυτόν, και έτσι συγκλονίζεται, μη μπορώντας να φανταστεί τι έχει εκείνος που δεν έχει αυτός!

Διαβάζει στις εφημερίδες ότι η Ισπανία είναι τώρα χωρίς βασιλιά εξαιτίας κάποιου προβλήματος στην εξεύρεση κληρονόμου, και εδώ στέκεται με εμμονή. Ξαφνικά, όλα αποκτούν νόημα! Αυτός, δεν είναι απλώς ένας κατώτερος κυβερνητικός υπάλληλος. Στην πραγματικότητα είναι ο βασιλιάς της Ισπανίας, ο Φερδινάνδος Ζ΄! Κάνει για τον εαυτό του έναν βασιλικό χιτώνα,  κόβοντας κάποια άλλα  υφάσματα, και περιμένει την ισπανική αντιπροσωπεία για να τον οδηγήσει στην ισπανική βασιλική αυλή. Λίγο καιρό αργότερα, λέει ότι έφτασε στην Ισπανία, η οποία, όπως μας λέει, είναι στην πραγματικότητα η ίδια χώρα με την Κίνα. Η Ισπανία, γι’ αυτόν, έχει παράξενα έθιμα, αφού το κεφάλι όλων είναι ξυρισμένο και οι άνθρωποι τον χτυπούσαν συνεχώς με ραβδιά, ρίχνοντας κρύο νερό στο κεφάλι του. Όλα, πλέον, θυμίζουν στον αναγνώστη το άσυλο των τρελών.

 

Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852)

 

Στην ιστορία της λογοτεχνίας, βέβαια, όταν ένας χαρακτήρας θεωρείται τρελός, τίποτα δεν είναι απόλυτο, ή σίγουρο, και εναπόκειται στον αναγνώστη να αποκρυπτογραφήσει τον σκοπό που χρησιμοποιεί την  έννοια της τρέλας η πένα  του γράφοντος. Έτσι κι’ εδώ μπορούμε να δούμε ότι η ιστορία αυτή, δεν είναι απλώς η ιστορία ενός φτωχού και ασήμαντου υπάλληλου που οδηγείται στην τρέλα  από τις απογοητεύσεις και τις ταπεινώσεις που βίωσε  μέσα σε μια ισχυρή γραφειοκρατική μηχανή. Πράγματι, η τρέλα του Ποπρίσιν δεν είναι απλώς μια οποιαδήποτε αντίδραση στις ατυχείς περιστάσεις του, αν και η δουλειά του να ακονίζει μολύβια και να καθαρίζει πένες  είναι σίγουρα χωρίς νόημα και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι κερδίζει λίγα χρήματα και το σπουδαιότερο χωρίς κάποιο σχετικό ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας, μέσα από την τρέλα του πρωταγωνιστή του, μας παρουσιάζει και μας εκθέτει βαρυσήμαντες αλήθειες για το κοινωνικό κλίμα που επικρατούσε στην Αγία Πετρούπολη και για την ανθρώπινη κατάσταση, γενικότερα. Μπορεί ο αναγνώστης να δει τον Ποπρίσιν ως τον πραγματικό δημιουργό του τρελού κόσμου, που παρουσιάζεται στην ιστορία, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί  κάποιος άλλος να αναρωτηθεί αν αυτός  είναι πραγματικά ο δημιουργός ή αν είναι εκείνος  που παρουσιάζει  τον κόσμο έτσι που τον οδηγεί στην τρέλα. Ως εκ τούτου, ο βαθμός της παραφροσύνης του Ποπρίσιν παραμένει εν πολλοίς αμφισβητήσιμος.

Ο ορισμός της τρέλας, βέβαια, επιδέχεται πολλούς ορισμούς και εκδοχές, αλλά σε γενικές γραμμές ορίζεται ως η κατάσταση σοβαρής ψυχικής ασθένειας, ή συμπεριφοράς, ή μιας σκέψης, που είναι από πολύ ανόητη έως επικίνδυνη. Στην περίπτωση του κύριου χαρακτήρα, εδώ, η ικανότητά του να ακούει ή να βλέπει πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορεί και το γεγονός ότι φτάνει να πιστεύει ότι είναι ο βασιλιάς της Ισπανίας, υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει κάτι που στην επιστήμη της ψυχιατρικής είναι λάθος, δηλαδή θα μπορούσαμε, γιατί όχι,  να θέσουμε τη διάγνωση της σχιζοφρένειας. Ίσως οι αυταπάτες του Ποπρίσιν να μην είναι τελικά απόδειξη σχιζοφρένειας ή κάποιου άλλου  τύπου ψυχικής διαταραχής, αλλά μάλλον ένδειξη ενός περίεργου και εκκεντρικού τρόπου που αντιμετωπίζει τις ατυχείς περιστάσεις. Η τρέλα και η παραφροσύνη ή παράνοια, συχνά χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα, αλλά η παραφροσύνη χρησιμοποιήθηκε περισσότερο, και συνεχίζει ακόμα,  ως νομικός και όχι ως ιατρικός όρος. Ωστόσο, ο χαρακτήρας μας δεν κατηγορείται επίσημα για κανένα έγκλημα, αν και κάποιες φορές δεν επιθυμεί να εργαστεί, ενώ βρίσκεται απέναντι σε κάποιους άλλους  ανθρώπους. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται τρελός από το κατεστημένο και στο τέλος κλείνεται  σε ένα άσυλο φρενοβλαβών.

Η ιστορία είναι γραμμένη με τη μορφή ημερολογίου και η μόνη άποψη που λαμβάνουμε ως αναγνώστες, είναι εκείνη του Ποπρίσιν. Ωστόσο, μας αποκαλύπτονται πολύ περισσότερα από τα γεγονότα της ημέρας ή τις βαθύτερες εσωτερικές του σκέψεις. Αλλού παραδέχεται την ξαφνική του ικανότητα να ακούει τα σκυλιά να μιλάνε, ενώ το γεγονός ότι μπορούν να γράψουν επιστολές τον εξέπληξε, κι’ αλλού, όπως στο ημερολόγιο της 11ης Νοεμβρίου, αναφέρει ότι είχε κάποτε υποψιασθεί πως οι  σκύλοι ότι είναι πολύ πιο έξυπνοι από τους ανθρώπους. Η παραδοχή του ότι είναι περίεργο για έναν άνθρωπο να κατανοεί τα ζώα δεν εξασφαλίζει τη σφραγίδα του ορισμού της τρέλας του, και όμως μέσα από τα σκυλιά μαθαίνει αλήθειες που καταστρέφουν την άποψή του για τον κόσμο. Τα σκυλιά αποκαλύπτουν όχι μόνο την κατάσταση του μυαλού του Ποπρίσιν αλλά και ψυχρές αλήθειες για την πραγματικότητα.

 

Η Λεωφόρος Νιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη, κάπου προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα.

 

Σε κάποιο σημείο, ο Ποπρίσιν μπορεί να γνωρίζει ότι οι αντιλήψεις του για τη ζωή δεν είναι αλήθεια. Παρ’ όλη τη συζήτηση που κάνει με τον εαυτό του, στην πραγματικότητα, αποκαλύπτει τις πλάνες της τεράστιας σημασίας της απόκτησης και της κατοχής ενός υψηλού βαθμού στη ρωσική κοινωνία. Είναι γνωστή άλλωστε η προσπάθεια του Μεγάλου Πέτρου, από το 1722, να δώσει σε όλους την ευκαιρία να υπηρετήσουν τη χώρα του και να αποκτήσουν μια κάποια επαγγελματική και κοινωνική θέση μέσω της πολιτικής, στρατιωτικής ή δικαστικής υπηρεσίας και ιεραρχίας. Ως εκ τούτου, η άποψη του Ποπρίσιν κατατάσσεται ως σημαντικός δείκτης της κατάστασης και της ταυτότητας ενός εκάστου, και δεν είναι κατ’ ανάγκην τρελός όταν  σκέφτεται ότι κάθε κοινωνική τάξη παρουσιάζεται με τους  ειδικούς κανόνες για την κίνησή του,  τον κώδικα ενδυμασίας και τις σχετικές τιμές. Ωστόσο, η σημασία που αποδίδει στην κοινωνική θέση, θρυμματίζεται όταν αποκαλύπτεται ότι η Σόφη είναι ερωτευμένη με έναν κατώτερο, κοινωνικά. Τρελός ή όχι, ο Ποπρίσιν αποφασίζει να επαναστατήσει ενάντια στην αυθαιρεσία της κοινωνικής τάξης, υποστηρίζοντας ότι είναι ο βασιλιάς της Ισπανίας. Μόλις αποφασίσει ότι είναι βασιλιάς, οι ημερομηνίες του ημερολογίου αρχίζουν και γίνονται αλλοπρόσαλλες. Κατασκευάζοντας τις δικές του μέρες και μήνες, ο Ποπρίσιν μας αποκαλύπτει επίσης την αυθαιρεσία του χρόνου, ο οποίος είναι ένας άλλος τρόπος για να διατάξει και να οργανώσει τον κόσμο. Επιπλέον, δεν πηγαίνει για δουλειά για λίγες εβδομάδες, και όταν τελικά επιστρέφει και μαθαίνει ότι ο διευθυντής  έρχεται στο γραφείο, δεν κάνει τον κόπο να παρουσιαστεί όπως και οι άλλοι υπάλληλοι μπροστά του επειδή πια πιστεύει ότι είναι βασιλιάς. Ωστόσο, όταν μεταφέρεται στο άσυλο, αποκαθίσταται η τάξη. Αν και σκέφτεται ότι μεταφέρθηκε στην Ισπανία και υποβλήθηκε στην Ιερά Εξέταση, ανοίγει τα μάτια μας στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία διαμορφώνει τη ζωή και ευνοεί κάποιους ανθρώπους έναντι άλλων. Στην τελευταία του καταγραφή στο ημερολόγιο, φαίνεται ότι έχει ανακτήσει κάποια διαύγεια. Η κακομεταχείριση που βιώνει στο άσυλο τον αναγκάζει να φωνάξει για βοήθεια, σε ένα σημείο ζητώντας τη μητέρα του, γράφοντας, πως δεν υπάρχει θέση σε αυτόν τον κόσμο για τον γιο της, αν και λίγο μετά η στιγμή της διαύγειας εξαφανίζεται! Ο θυμός του στην κοινωνία και η απεγνωσμένη προσπάθειά του να φανταστεί τον εαυτό του ως μονάρχη μιας ξένης χώρας, είναι η απόλυτη απόδραση από τη ζοφερή ζωή του στην Αγία Πετρούπολη της εποχής του.

Η τρέλα και οι ταλαιπωρίες φαίνεται επίσης να αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα και στις άλλες ιστορίες του Γκόγκολ για την Πετρούπολη, οι οποίες διακρίνονται για το καυστικό τους χιούμορ και την τάση για περισσότερο ρεαλισμό παρά ρομαντισμό. Ο ίδιος, όπως ήδη είπαμε, πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου του 1852, στα πρόθυρα της τρέλας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top