Fractal

Διήγημα: “Το ιδιαίτερο”

Της Μαρίας Διαμαντοπούλου // *

 

 

 

 

Το ιδιαίτερο

 

Στις έξι θα ‘ρχόταν για το ιδιαίτερο, ένα έκτακτο μάθημα για το διαγώνισμα της Δευτέρας, καταστροφή, πάει η εκδρομή του Σαββατοκύριακου στο εξοχικό. Φυσικά αυτό ίσχυε για μένα, η υπόλοιπη οικογένεια αναχώρησε πρωί πρωί το Σάββατο. Μέχρι το απόγευμα πίεσα τον εαυτό μου και έκανε επανάληψη, ήπια κανά δυο καφέδες και κάπνισα λίγο με την ηρεμία μου. Δεν ήταν κι άσχημα, στο κάτω κάτω ήθελα να μπω στη Φιλολογία, χωρίς θυσίες δε γίνεται.

Το κουδούνι χτύπησε στις 6 ακριβώς, άνοιξα.

– Περάστε

– Γεια σου Θάνο, προετοιμάστηκες καλά;

Ε όχι, δεν ήμουν καλά προετοιμασμένος να μείνω μόνος μαζί της. Ήταν η φαντασίωσή μου, ο έρωτας μεταμορφωμένος σε καθηγήτρια.

– Να σας βάλω φίλτρου, ρώτησα για να ηρεμήσω πριν καθίσω δίπλα της. Έλειψα για λίγο, επέστρεψα με δυο φλυτζάνια αρωματικού καφέ. Εκείνη έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα μέσα από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου στο άδειο καθιστικό, συνήθως κάποιος από την οικογένεια φαινόταν στο βάθος.

Καθίσαμε δίπλα ο ένας στον άλλο μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο, ένιωθα την ανάσα της καθώς μιλούσε, το άρωμα από το λιγνό της κορμί περιόρισε την ακοή μου, τι θα γινόμουν;

Ταραγμένος έφερα το φλιτζάνι στα χείλη, όταν συνειδητοποίησα πως είχε σταματήσει να μιλάει και απλά με κοίταζε. Γύρισα το κεφάλι προς το μέρος της, η θερμοκρασία μου είχε ανέβει και έφτανε στα μάτια και το στόμα, ήμουν παγιδευμένο έντομο στα δίχτυα της αράχνης, τώρα θα ζούσα έναν αργό θάνατο, αυτόν επιθυμούσα με όλο μου το είναι να της παραδοθώ σε έναν αργό βασανιστικό θάνατο. Δε με λυπήθηκε, στυγνός δολοφόνος έκανε μια ερώτηση για το συντακτικό του κειμένου και ‘γω σε μια απελπισμένη προσπάθεια να συγκεντρωθώ της απάντησα. Για μια στιγμή έδωσε την προσοχή της στο κείμενο και είχα την ευλογία να κοιτάξω το πρόσωπό, τα μαλλιά, τα λευκά της χέρια, να πέσω στα γόνατα, αυτό ζητούσε το είναι μου να την προσκυνήσω, να κλάψω στα πόδια της. Της έπεσε το στυλό και έσκυψα να το μαζέψω, θεέ μου βυθίστηκα στα υπόγεια του κορμιού της, από κει είδα όλη τη θέα του, ένιωσα ζάλη και ίλιγγο, το δωμάτιο έγινε Νέα Υόρκη και ‘γω χαμένος στη θέα του πιο ψηλού ουρανοξύστη, κρατήθηκα να μη σωριαστώ κάτω. Ένας πόνος χάιδεψε το στομάχι μου, ίδρωσαν οι ρίζες των μαλλιών μου.

– Συγνώμη, ψέλλισα, θα πάω στην τουαλέτα.

Βγήκα από το δωμάτιο, βρήκα καταφύγιο στο μπάνιο και αντίκρυσα το είδωλό μου στον καθρέφτη, έναν άλλο είδα, ένα νεαρό άντρα με βλέμμα που έκαιγε. Έριξα κρύο νερό στο πρόσωπό μου, πήρα μερικές αναπνοές και γύρισα στον τόπο του μαρτυρίου. Εκεί με περίμενε για να συνεχίσει ήσυχα να αναλύει το κείμενο. Θεέ μου, τι να κάνω, την ακούω με προσοχή, ρίχνω ένα απελπισμένο βλέμμα στο ρολόι, πότε θα φύγει να λυτρωθώ, ας μην τελειώσει τούτο το μαρτύριο κι ας πεθάνω.

– Πιστεύω θα γράψεις, χάιδεψε η φωνή της το πρόσωπό μου.

– Σας ευχαριστώ (μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός)

– Τι έπαθες, δε νιώθεις καλά; Άρχισε να παρατηρεί το πρόσωπό μου. Ακούμπησε με τα δάχτυλα το χέρι μου, εσύ καις, μήπως έχεις πυρετό;

– Ναι πυρετός με καίει, ο πυρετός του έρωτα, σκέφτηκα.

– Μήπως χρειάζεσαι κάτι, να πάρουμε τους γονείς σου;

– Όχι κυρία ευχαριστώ, θα ξαπλώσω λίγο μόλις φύγετε.

Την ξεπροβόδισα, έμεινα μόνος, ένας survivor του ερωτικού πόθου, της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, του ξυπνήματος των αισθήσεων, αλληλούια.

 

 

 

 

Μαρία Διαμαντοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Ανθρωπιστικές Επιστήμες και εργάστηκε στην εκπαίδευση. Συμμετείχε στη συλλογική έκδοση “Χαμογελάνε οι Τζοκόντες;” εκδόσεις. Οδός Πανό 2019, η ποιητική της συλλογή”Χωράει Φως” εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ενύπνιο 2021, πρόσφατα εκδόθηκε η Νουβέλα της “Μόνοι Μαζί Περνάμε” από τις εκδόσεις Οδός Πανός.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top