Fractal

Τηλεκουζίνες

Γράφει ο Χρήστος Δούκας //

 

 

Η φωνή του ερχόταν από μακριά, σαν απόηχος της μνήμης: «Κάθε Κυριακή στο μαγαζί, ψήνονταν στα κάρβουνα το λιγότερο δέκα κιλά σαρδέλες. Η τσίκνα απλώνονταν σε όλη τη συνοικία και μετά την εκκλησία, έρχονταν ένα πλήθος κόσμου στο μαγαζί για ουζο-μεζέδες. Επικρατούσε το αδιαχώρητο, δεν έβρισκες καρέκλα».

Βρισκόμαστε σε ένα καφενείο-μαγειρείο παλαιάς κοπής που αντιστέκεται στο χρόνο, σε υπόγειο ή ημιυπόγειο, ας πούμε κάπου σε μια γειτονιά στα Πετράλωνα, στο Βοτανικό ή στα Σεπόλια ή οπουδήποτε αλλού, δεν έχει σημασία. Κάπου που μπορείς να βρεις αυθεντικές, παραδοσιακές συνταγές, αρκεί να αφήσεις στην είσοδο αισθητικές εμμονές και στιλιστικές προτιμήσεις.

 

Food Concept Friends at a dinner table with different food

 

 

 

Εκείνος μιλάει σαν να είναι το παρελθόν παρόν, λες και δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα, λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε.

Στην πραγματικότητα πολλά έχουν αλλάξει, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες στη σημερινή μαγειρική. Οι πρώτες ύλες παραμένουν ίδιες, ενώ εκείνο που αλλάζει είναι ο συνδυασμός τους με άλλα υλικά ώστε να παραχθεί μια πλουραλιστική γαστρονομία. Στις νεωτερικές κουζίνες της εποχής μας, οι γεύσεις γίνονται όλο και πιο σύνθετες, με στόχο η τελική σύνθεση να είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των γεύσεων των επιμέρους συστατικών, ώστε σύμφωνα με την περίφημη αριστοτελική αρχή, η τελική γεύση να είναι διαφορετική και ανώτερης ποιότητας από τις αρχικές.

«Έβραζε για ώρες ο λαιμός βοδινού στην κατσαρόλα, κόβαμε από τα πιο ψημένα μέρη, για τη πικάντικη γεύση (ψιλοκομμένος μαϊντανός, λίγο λάδι, μια ιδέα λεμονιού), συνοδευτική του οινοπνεύματος. Που δεν ήταν η ίδια γεύση σε κάθε επανάληψη της παραγγελίας, αλλά είχαμε διαφορετική συνταγή για καθεμιά παραγγελία, ώστε να διαφέρει προοδευτικά από την προηγούμενη. Είχαμε φτάσει μέχρι εννέα παραλλαγές ουζο-εδεσμάτων σε αντίστοιχες, συνεχόμενες παραγγελίες για τις περιπτώσεις υψηλής κατανάλωσης ποτού»

.. και ενώ εμείς μιλάμε, την ίδια ώρα ολόκληροι εμπορικοί στόλοι πλοίων και άλλων μέσων μεταφοράς, κινούνται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, από μακρινές ηπείρους, φορτωμένοι με όλα εκείνοι που θα ικανοποιήσουν τις συλλογικές μας ορέξεις: από σκουμπριά Αυστραλίας και λαβράκια-τσιπούρες Αιγαίου, μέχρι κόκκινους αστακούς Μεξικού και μπακαλιάρους Νέας Ζηλανδίας και λοιπά προϊόντα που δεν διατίθενται επαρκώς στην εγχώρια αγορά.

Φανταστείτε τώρα τι μπορεί να συμβεί, αν για οποιοδήποτε λόγο διακοπεί η παγκόσμια αυτή κίνηση του καπιταλισμού της κατανάλωσης και κλείσουν τα εθνικά σύνορα όπως επιθυμούν ορισμένοι εθνο- απομονωτικοί. Ενώ από την άλλη μεριά, προκύπτει ότι η παγκοσμιοποίηση της διατροφής δεν καταργεί την εθνότητα, όπως πολλοί βιάστηκαν να διαγνώσουν, αλλά δημιουργεί μια άλλη σχέση όπου το σημαντικό είναι η θέση του έθνους-κράτους στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής-διανομής και λοιπά και λοιπά.

Δεν είναι τυχαίο ότι παρά την παγκοσμιοποίηση των τάσεων διατροφής, αναπτύσσονται αντίρροπες τάσεις «επιστροφής», όπως τα κινήματα «έθνικ κουζίνα», «όλα στην λαδόκολλα», «όλα στα κάρβουνα», «τα σουτζουκάκια της γιαγιάς» και άλλα παρεμφερή, που υποδηλώνουν μια εμφανή διάθεση επαναανακάλυψης της ταυτότητας που χάνεται σε ένα καπιταλισμό της κομφορμιστικής φαστ-φουντ κατανάλωσης. Για να μην επεκταθούμε στο αίτημα για μια οικολογική, συνειδητοποιημένη κουζίνα, απέναντι στην κλιματική-ενεργειακή υποβάθμιση…

 

«Με τον καφέ ήταν διαφορετικά. Τώρα όλα είναι μηχανοποιημένα, ενώ τότε και μέχρι σήμερα, σημασία έχει η τεχνική της σωστής αναλογίας και του ψησίματος, ενώ η θέση που τοποθετούσες το μπρίκι στο φλυτζάνι, ήταν αυτή που καθόριζε τη διαφορά στις προτιμήσεις, βαρύς ή ελαφρύς. Όλα ήταν μεράκι..είναι άλλο το θέμα του οινοπνεύματος-συνοδευτικού που χρειάζεται πιο υψηλή τεχνική.»

..Όχι μακριά από το μέρος που βρισκόμαστε, σε ένα ρεστοράν γκουρμέ, έχει τεθεί ανοικτά το πρόβλημα της γαστρονομίας από την οπτική της γευσιγνωσίας. Ένας σοβαρός γευσιγνώστης που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα χάσει ποτέ την κριτική τοποθέτηση απέναντι στο σημερινό επίπεδο μαγειρικής. Θα πει: «…ο αστακός είναι κάπως σκληρός, η σάλτσα στρειδιών πιο χλιαρή, το μίγμα περιέχει θερμιδικές βόμβες». Σχετικά με το σερβίρισμα; «Μάλλον χωρίς μεράκι..».

Θα διερωτηθεί ακόμα «αν η ρόκα είναι βιολογική, αν οι φράουλες είναι ντόπιες και το κρέας των μπιφτεκιών προέρχεται από μοσχάρια ελεύθερης βοσκής», για να καταλήξει, «είμαστε πολύ πίσω, καταντήσαμε να είμαστε τελευταίοι στη σχετική λίστα του Π.Ο.ΚΟΥ.ΓΕ.(Παγκόσμιος Οργανισμός Κουζίνας και Γευσιγνωσίας)..».

Αυτού του είδους η κριτική, αν εξεταστεί από ταξικής σκοπιάς, μαρτυρά με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, την κοινωνική ανισότητα που παράγει ο καταναλωτικός καπιταλισμός. Με άλλους όρους τίθεται το θέμα της μαγειρικής από την οπτική της ανέχειας και με άλλους από την οπτική της υπεραφθονίας, ανάμεσα σε μια ελίτ της κατανάλωσης και σε μια υποβαθμισμένη κατηγορία προλετάριων της διατροφής, για να αναφερθούμε εδώ και στις προκλητικές ανισότητες, όπου από τα μισά υπολείμματα-σπατάλες των τροφών του προηγμένου κόσμου, θα μπορούσαν να καλυφθούν διατροφικές ανάγκες του μισού πληθυσμού του πλανήτη.

«..Πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια μου. Τα σπατάλησα και τώρα έχω καταλήξει ένας στερημένος χαμηλοσυνταξιούχος. Επένδυσα περισσότερο στις σχέσεις παρά στο κέρδος, έτσι έμεινα με πολύ λίγα στα οικονομικά, αλλά πάρα πολλά στα συναισθηματικά από απόψεως φιλίας..» κατέληξε θυμοσοφικά, κατεβάζοντας μονορούφι από μια ακόμα παραγγελία, δεν θυμόμαστε πλέον την αρίθμηση..

Εδώ τελειώνει η διήγηση για τη μαγειρική. Δεν ξέρω τί πιστεύεται εσείς, εμείς πάντως έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για τα λεχθέντα, σαν κάτι να λείπει από την ιστορία, σαν να κρύβεται κάτι σημαντικό, μια μυστική συνταγή, ένας οδικός χάρτης της μαγειρικής, ένα μανιφέστο της γαστρονομίας με κοινωνικές προεκτάσεις.

Αλλά τι να λέμε τώρα, εδώ καλά-καλά δεν ξέρουμε πώς γράφτηκε το κείμενο αυτό, αν είναι γνήσιο ή όχι και εν τέλει ποιος είναι ο συγγραφέας του. Είναι πιθανό να υποψιάζεστε ότι αφηγητής και συγγραφέας συγκλίνουν στο πρόσωπό μου, ως συντελεστού του άρθρου.

Διερωτώμαι και εγώ αν το κείμενο είναι ο εαυτός μου, ή κάποιος παρατηρητής γεγονότων, η ένας αφηγητής ιστοριών, ή κάτι άλλο, εφόσον αποδεδειγμένα δεν διαθέτουμε επαρκείς γνώσεις και εμπειρίες της μαγειρικής τέχνης.

Κατόπιν αυτών, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την περίπτωση να θεωρηθεί το κείμενο ως «κατασκευασμένο», ως πιθανή προσομοίωση κειμένου από κάποιο λογισμικό GPT, κατευθυνόμενο από μια εμπορευματική αλυσίδα διαμόρφωσης γευστικής συμπεριφοράς. Αλλά και γνήσιο αν θεωρήσουμε το κείμενο, ποιος μας λέει ότι οι πηγές του δεν είναι ελεγχόμενες και καθοδηγούμενες για να παράγουν το ίδιο υπονομευμένο προιόν. Κάτι για το οποίο μας είχε ήδη προειδοποιήσει ο Ρολάν Μπαρτ με το κείμενό του για το «θάνατο του συγγραφέα», σε ανύποπτο μάλιστα χρόνο, πόσο μάλλον στον καιρό μας.

Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε μπαίνουμε σε μια φάση που και η διατροφική μας διαδρομή θα καθορίζεται από αλγόριθμους της τεχνικής νοημοσύνης, με συνταγογράφηση από διεθνή κέντρα πολυεθνικών εταιρειών. Εδώ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά.

Καλωσορίσουμε βέβαια το τεχνολογικό άλμα προόδου που συντελείται, αλλά πόσο αλήθεια προοδεύουμε σαν άνθρωποι και καταναλωτές, πόσο γινόμαστε καλύτεροι χαρακτήρες στις προσωπικές και κοινωνικές μας σχέσεις καθώς και σε αυτές με το φυσικό-διατροφικό περιβάλλον;

Στην εποχή της προσομοίωσης της εικονικής πραγματικότητας, ζώντας με την προσδοκία μιας κοινωνικής ατζέντας αναμόρφωσης του γαστρονομικού και γενικότερα του πολιτικο-κοινωνικού πολιτισμού, προτείνουμε να συνταχθούμε με τις απόψεις αυτές που υποστηρίζουν πως πρέπει να αξιοποιούμε τα πλεονεκτήματα της τεχνητής νοημοσύνης, αποφεύγοντας τις παγίδες της, που μπορεί να υποσκάπτουν τους δεσμούς μας με πρόσωπα και πράγματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top