Fractal

✩ «Θεόφιλος Καΐρης- Ζήτημα Συνείδησης» στον πολυχώρο πολιτισμού Διέλευσις. Ο Σκοταδισμός σε μετωπική με το υψηλό ιδανικό της πάναγνης Ακεραιότητας.

Της Ελένης Αναγνωστοπούλου //

 


«Θεόφιλος Καΐρης- Ζήτημα Συνείδησης» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου στον πολυχώρο πολιτισμού Διέλευσις.

Ο Σκοταδισμός σε μετωπική με το υψηλό ιδανικό της πάναγνης Ακεραιότητας.

 

 

Ελάχιστοι άνθρωποι γνωρίζουν την τόσο σημαντική και ταυτόχρονα σπουδαία φιγούρα του Νεοέλληνα Διαφωτιστή, φιλοσόφου και διδασκάλου του Γένους, Θεόφιλου Καΐρη (19 Οκτωβρίου 1784-13 Ιανουαρίου 1853). Αυτός ο άνθρωπος ανήκε στην κατηγορία των διανοούμενων που δεν κρύφτηκαν πίσω από τους κύκλους της εξουσίας για να κερδίσουν χρόνο και να αμυνθούν, αναπαυόμενοι στις δάφνες τους.. Κάθε άλλο. Είχε το θάρρος όσο λίγοι, να αναμετρηθεί σθεναρά με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, μαχόμενος για την διασφάλιση και την προάσπιση της Αλήθειας ως υπέρτατο αγαθό. Πολυσχιδής προσωπικότητα που σφράγισε με το έργο του μια ταραγμένη και αποπροσανατολισμένη εποχή τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Κι αυτό γιατί όταν η Ελλάδα ήταν τουρκοκρατούμενη, είναι πλέον εύκολο να αντιληφθούμε πως φωνές και παρουσίες σαν και τη δική του αποτελούσαν τους φωτεινούς οδηγούς που με την αρωγή τους πρόσφεραν τα μέγιστα στο σκλαβωμένο έθνος. Ο Καΐρης υπήρξε ένας άνθρωπος συνειδητοποιημένος στο σκοπό του και σθεναρός απέναντι στα βάσανα και στις κακουχίες που βίωσε στο πετσί του από τους ανάλγητους και σκληρούς αντιπάλους του. Γι’αυτό, οι πολέμιοί του τον μίσησαν όσο τίποτα. Διότι τους καθρέφτιζε τη σαθρότητα που τους έτρωγε λίγο- λίγο τα σωθικά, αφήνοντάς τους περιφερόμενα κουφάρια άκριτα και ανήμπορα μπροστά στην ανανεωτική Αλλαγή. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν άθεο. Άλλοι τον αποκάλεσαν βέβηλο και ιερόσυλο. Μα κανείς δεν έδωσε την ευκαιρία στον εαυτό του να περπατήσει στα παπούτσια του και να δεχτεί και μια άλλη οπτική γωνία.

 


Επίκαιρη θεματική υπό προϋποθέσεις.

 

Αναμφισβήτητα, ένα θέμα σαν κι αυτό δεν μπορεί, δεν γίνεται και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Οι λόγοι είναι προφανείς, σαφείς και ευκατάληπτοι.

Πράγματι, η Οδύνη που έρχεται ως συνεπακόλουθο του Αγώνα, οξύνει το συναισθηματικό μας κριτήριο και μας απομακρύνει από τον περιορισμένο μικρόκοσμο των συμφερόντων και την γοργοπόδαρη εφήμερη καθημερινότητα που επιζητά την επιβίωση με κάθε κόστος.

Σε μια εποχή όπου η πλειονότητα επιχειρεί να καλύψει τα νώτα της με οτιδήποτε βρεθεί διαθέσιμο, εσύ ν’αγωνίζεσαι. Η Ελευθερία δεν είναι για όλους μα προορίζεται για εκείνους που έχουν κατανοήσει σε βάθος την ιερή της έννοια, διαδίδοντας την ανοιχτότητα και την δύναμη ψυχής, στοιχεία κάτι παραπάνω από απαραίτητα για τη βάδιση ενός μοναχικού, μα άγρια όμορφου μονοπατιού. Η ενεργός δράση, ο ζήλος και η αυταπάρνηση που έδειξε ο Καΐρης ήταν εντυπωσιακές. Στοιχεία του χαρακτήρα του σπανίζουν στις μέρες μας.

Καλύτερο και φρονιμότερο θα ήταν να πω πως είναι δυσεύρετα. Μολονότι η ιστορία του αν και άγνωστη στο ευρύ κοινό παρουσιάζει ενδιαφέρον κατά τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να διάγει τον βίο του, δεν είμαι σίγουρη ότι ο κόσμος βρίσκεται σε θέση αφύπνισης. Το αντίθετο. Πιστεύω πως ακόμα δεν είναι καθόλου έτοιμος να παρακολουθήσει μια παράσταση που προσπαθεί να πει κάτι αλλά κάνει «κοιλιά» στις λεπτομέρειες της αφήγησης και τελικά μοιάζει να αποπροσανατολίζεται από τον κεντρικό στόχο. Αναμφίβολα, ιδέες υπήρχαν όπως άλλωστε και αγαθή προαίρεση. Αυτό το παραδέχομαι και το επικυρώνω. Γέρνω περισσότερο προς το αρνητικό αν και υπάρχουν μερικά θετικά στοιχεία που αξίζει να μνημονευτούν και γιατί όχι, να τονιστούν.


Η Χρυσάνθη Κορνηλίου έχει στα χέρια της έναν πολύτιμο θησαυρό, μια σπουδαία ιστορία που αξίζει να βγει στο φως, εντούτοις η αρχική αγαθή πρόθεση φαίνεται να μη δικαιώνει το τελικό αποτέλεσμα με συνέπεια το σκηνικό εγχείρημα κατά γενική ομολογία να παρουσιάζει αδύναμες στιγμές που καπελώνουν τις ελάχιστα καλές που συντελούνται και λαμβάνουν χώρα στο δραματικό χωροχρόνο. Ρέπει προς την προβλεψιμότητα όσον αφορά το σκηνοθετικό επίπεδο. Αν και ο δραματικός χρόνος διαθέτει το ατού της εσωτερικότητας, ως ένα σημείο απουσιάζουν τα αισθήματα της κατάνυξης και της ανιούσας κλιμάκωσης, αφήνοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό να πλανάται στην ατμόσφαιρα.


Ο Γιώργος Καπετανάκος ερμηνεύει τον ομώνυμο ήρωα με δέος και με σεβασμό. Εκτός του ότι κατορθώνει να σηκώσει στις πλάτες του όλο το έργο, μετουσιώνει στην υποκριτική του το ρωμαλέο του χαρακτήρα του Θεόφιλου Καΐρη, αναδεικνύοντας όλες τις ευγενείς αρετές που είναι αξιοθαύμαστες σε μια οντότητα: πυγμή, σταθερότητα, ηθική ακεραιότητα. Με την πραότητα που τον διακρίνει και εκπορεύεται από τα βάθη του ασυνειδήτου, βγαίνει στην επιφάνεια του συνειδητού το αιώνιο ερώτημα που μετατρέπεται σε άτυπο μέσο εξαγνισμού της ψυχής από τις αμαρτίες και τις παραλείψεις του υλικού κόσμου.


Η Ντίνα Βούρτση αποδίδει στην Ευανθία Καΐρη ποιότητες που φωτίζουν τη γυναικεία υπόσταση κατά το 18ο αιώνα. Υποστηρικτική, γεμάτη θαυμασμό, μα πάντα παραμένει στη σκιά του αδερφού της.


Ο
Παναγιώτης Ξανθόπουλος δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από το αναγνωστικό ύφος, δίνοντας την εντύπωση ότι διεκπεραιώνει τους ρόλους που του ανατέθηκαν με αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία και ο ρυθμός.

Σε γενικές γραμμές, είναι κατανοητό πως τα κείμενα που βασίζονται επάνω σε ιστορικά γεγονότα, γράφονται αρχικά με σκοπό να πληροφορήσουν, να ενημερώσουν μα προπαντός να διδάξουν πτυχές που συγκινούν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ορόσημο της λογοτεχνίας εντοπίζεται στο νοερό ταξίδι που καλείται να κάνει ο αναγνώστης. Εδώ όμως πρόκειται για κάτι εξ’ορισμού πολύπλοκο: τη θεατρική τέχνη και τη σκηνική αναπαράσταση. Επειδή το θέατρο αποτελεί ένα μέσο, έναν δίαυλο έκφρασης νοημάτων και άμεσης αλληλεπίδρασης μεταξύ πλατείας και ερμηνευτών, κεντρικός στόχος του είναι να φωτίσει αλήθειες και να διαπλάσει συνειδήσεις. Μα πάνω απ’όλα, να μας συμπαρασύρει στους ρυθμούς της Αληθοφάνειας ισόποσα, ούτως ώστε να καταλήξουμε στο μονοπάτι της Αλήθειας με τις άπειρες όψεις και μορφές. Πιστεύω πως όλα ξεκινούν από το παρακάτω ερώτημα: Λαμβάνοντας υπ’όψιν την εποχή μας και αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες που δημιουργούνται και αποζητούν σχεδόν επιτακτικά την κάλυψή τους, τι είδους θέατρο θέλουμε να υποστηρίζουμε και ν’ακολουθούμε; Στους δύσκολους καιρούς της ύφεσης καθώς και της επικρατούσας ηθικής σηψαιμίας, το ευχολογικό στερεότυπο έχει πλέον διαρραγεί.

Μέσα από τα συντρίμμια αναδύεται η αβεβαιότητα του Αύριο. Κι εμείς οφείλουμε να λάβουμε θέση σχετικά με τις παρούσες προτεραιότητες καλλιεργώντας τις συνθήκες για ένα θέατρο καινοτόμο που απευθύνεται σε όλους. Άλλωστε, συμφέρον της θεατρικής τέχνης είναι να προσελκύει και να θέτει ερωτήματα. Όχι να διδάσκει, μα ν’ ανοίγει δρόμους.

 

 

Ελένη Αναγνωστοπούλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top