Fractal

Διήγημα: “Θέατρο”

Της Σοφίας Κωνσταντίνου // *

 

 

 

 

Θέατρο

 

Το Τρίτο κουδούνι ακούγεται. Τα φώτα κλείνουν. Ο Σήφης ψηλαφητά, ανεβαίνει στη σκηνή. Τέσσερεις όλοι κι όλοι. Στο απόλυτο σκοτάδι αρχίζει η μεταμόρφωση. Ο άλλος, παίρνει σάρκα και οστά. Αυτός ο άλλος κυριεύει αργά το σώμα, τα χέρια, τα πόδια, την ψυχή. Όταν φωτίζεται η σκηνή κάτω από το σκληρό φως μιας γυμνής λάμπας, ο άλλος κάθεται στο στρογγυλό τραπέζι, μαζί κι οι άλλοι τρείς. Το κρασί τους δένει, σηκώνουν τα ποτήρια, τσουγκρίζουν, στην ιστορία τους, στα βάσανα, στην κοινή τους μοίρα. Τώρα είναι ο άλλος που κινεί τα νήματα. Η ιστορία ξετυλίγεται αργά, περνάει από στόμα σε στόμα. Οι ρόλοι εναλλάσσονται, είναι το θύμα, στην επόμενη στροφή αποκτά τη φωνή του θύτη, είναι ο θύτης, το μαστίγιο τινάζεται στον αέρα, έτοιμο να κεντήσει τις πληγές. Και ξαφνικά, άναρχα, η θύμηση των χτεσινών νέων θρονιάζεται αστραπιαία στο κεφάλι του, τρυπάει τη θεατρική πειθαρχία, του προκαλεί ανακάτωμα στο στομάχι. Το διαλύσανε το μαγαζί οι σύντροφοι, σκορπίσανε, οι μισοί από δω, οι άλλοι παραπέρα. «Τι ψάχνεις ρε σύντροφε, ζούμε σε μια χώρα χωρίς ελπίδα». Του ‘πεσε βαριά η φράση του φίλου. Πήγε και ήπιε. Ήπιε πολύ, να μη σκέφτεται την προδομένη επανάσταση, τις μάχες που έχει δώσει τόσα χρόνια για ν’ αλλάξει την κοινωνία, τα όνειρα, τους στόχους για μια καλύτερη ζωή, δικαιοσύνη, δημοκρατία. Όλα, διαλύονται αργά, αποσυντίθενται σ’ ένα αδιάφορο παρόν. Χτες βράδυ ο έρωτας με την Μαρία ήταν βίαιος. Την καθήλωσε στο κρεβάτι, ο πόνος του ξεχύθηκε, διαπέρασε το κορμί της, τα μάτια της τον κοίταξαν με τρόμο τη στιγμή του οργασμού.

Αναρωτιέται. Αυτός, τι ρόλο παίζει άραγε, σ’ αυτή την ιστορία, που κρατάει μια ζωή. Είναι το θύμα, ή μήπως είναι ο θύτης; Ή μήπως όλα είναι μια αυταπάτη με εναλλασσόμενους ρόλους, ακριβώς σαν την αποψινή παράσταση.

Κόμποι ιδρώτα γυαλίζουν στο πρόσωπο, του θολώνουν τα μάτια, δεν μπορεί να τον σκουπίσει με το χέρι. Επανέρχεται σχεδόν αυτόματα στο στρογγυλό τραπέζι. Γίνεται ξανά είκοσι χρόνων αντάρτης, η ροή τον συνεπαίρνει, η εξιστόρηση αγριεύει, τέσσερεις νέοι άντρες, βρώμικοι, άθλιοι, αξιολύπητοι, η ανυπακοή πρέπει να εξαλειφθεί, η επανάσταση πρέπει να ξεριζωθεί, να κυλήσει αίμα, να σκύψουν οι ψυχές, να φιλήσουν λασπωμένες μπότες. Ο θάνατος είναι ανάπαυση, γι’ αυτό δεν πρέπει ο θάνατος να βάλει τέλος στο κακό, μόνο να πλανιέται, σα φάντασμα θεριό, στους βρώμικους τοίχους των υπόγειων μπουντρουμιών. Κέρκυρα, Ακροναυπλία, Αβέρωφ, Μακρονήσι, σώματα κουρέλια, στα όρια μιας αντοχής πάνω από τ’ ανθρώπινα. Κι εκεί, παρέα με τον αρχέγονο φόβο, εκεί, στις γκρίζες πέτρες από κάτω, να μη λέει να θαφτεί η ελπίδα γι’ αυτό τον κόσμο τον καλύτερο, τον πιο φωτεινό, το δικαιότερο. Κορμιά διαμελισμένα, πασχίζουν να κρατήσουν τις ψυχές αλώβητες. Τα σώματα στροβιλίζονται αργά, βασανιστικά, σα δερβίσηδες χωρίς ράσα εναλλάσσονται οι θύτες με τα θύματα. Τα ρούχα πέφτουν, λαμποκοπάνε τα ιδρωμένα κορμιά κάτω από το αρρωστημένο φως της γυμνής λάμπας, φουσκώνει το στέρνο κι η ανάσα μένει μισή. Ο Σήφης είναι εκεί, με τα σαράντα του χρόνια στα διάπλατα ανοιγμένα χέρια, ο κρατούμενος είναι εκεί, η ιδρωμένη του γύμνια έρμαιο μιας ζωής ρημαγμένης, ο χρόνος συμπυκνώνεται σε κείνη τη βρώμικη σκηνή, σε κείνο το σκηνικό γεμάτο σκουπίδια, ανθρώπινα αποφάγια, φαντάσματα της ιστορίας, ο χρόνος συρρικνώνεται στο στέρνο και μένει η ανάσα μετέωρη κι αυτός εκεί, να παραπαίει, από τη μια μεριά η ανθρώπινη θυσία κι η προδομένη επανάσταση, θρύψαλα στα βρώμικο πάτωμα, από την άλλη, τα σαράντα του χρόνια και η ελπίδα που ποδοπατιέται, κι αυτός ο καλύτερος κόσμος που κάθε μέρα, κάθε ώρα, φυλλοροεί και διαλύεται και τα μάτια της Μαρίας να τον κοιτούν γεμάτα τρόμο.

Εκείνη την τελική ώρα της κάθαρσης, ο Σήφης καταλαβαίνει. Όλα του είναι πια απολύτως ξεκάθαρα. Η σύνδεση, η διαδοχή, η αέναη σχέση του παρελθόντος, εκείνου του αιματοβαμμένου, τρομακτικού, συνταρακτικού παρελθόντος, με τούτο το ζοφερά διαψευσμένο, άχρωμο παρόν και με κείνο το θολό, ακαθόριστο μέλλον, που τώρα στο μυαλό του παίρνει τις διαστάσεις μιας τεράστιας γκριζωπής πέτρας, σαν αυτής που ο συγγραφέας τον επιτάσσει να μετακινεί ατελείωτα, εκεί, στις απόκρημνες ερημιές του ξερονησιού. Το μέλλον θα είναι η τιμωρία του, η τιμωρία όλων, το νοιώθει, το οσμίζεται, όπως το θήραμα οσμίζεται τον κίνδυνο.

Τα φώτα ανάβουν, το κοινό παραληρεί. Οι τέσσερεις άντρες ξέπνοοι, εξαντλημένοι, αμήχανοι, υποκλίνονται ελαφρά. Από τα μάτια του Σήφη τρέχουν δάκρυα. Έχουν το χρώμα του ιδρώτα κι έτσι το κοινό δεν μπορεί να τα διακρίνει.

Στο απέναντι μπαρ συναντάει τους φίλους. Απόψε θα πιεί πάλι. Ίσως και περισσότερο από χτες. Θα μιλήσουν για τα συμβάντα, θ’ αναλύσουν τις αιτίες, θ’ αποδώσουν ευθύνες. Ο πάγκος γεμάτος με άδεια ποτήρια μπύρας. Με μάτια κόκκινα, θολά, θ’ αποχαιρετιστούν μέσα στη νύχτα.

 

 

 

 

Σοφία Κωνσταντίνου είναι νομικός. Εργάστηκε σαν δικηγόρος κι έπειτα σαν συμβολαιογράφος. Έχει συμμετάσχει με διηγήματά της στα βιβλία, “Χωρίς Ρεζέρβα” [εκδόσεις Εύμαρος] και “Πήρα μια τρομάρα” [εκδόσεις Λογότυπο]. Το βιβλίο της με τίτλο “Τα λιώνει ο ήλιος”, δέκα πέντε ιστορίες γυναικών, που έχουν υποστεί βία, εκδόθηκε και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έναστρον.

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top