Fractal

☆ Λόγος Ύπαρξης. Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα | Στον ήχο και στον απόηχο

Επιμέλεια: Χρύσα Φάντη //

 

 

 Μαμά έφτασα, Σκίτσο του Γιώργου Γαλίτη (@giorgosgalitis, Ιnstagram, 2023)

 

 

Το Σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη συνέβη στις 28 Φεβρουαρίου 2023 κοντά στον οικισμό Ευαγγελισμός Τεμπών Λάρισας. Ο επιβατικός συρμός με το όνομα Intercity 62 (IC 62), που εκτελούσε τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, συγκρούστηκε με την εμπορική αμαξοστοιχία 63503 που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Λάρισα περί τις 23:22 το βράδυ. Η μετωπική σύγκρουση μιας επιβατικής αμαξοστοιχίας της εταιρείας Hellenic Train με μια εμπορική αμαξοστοιχία είχε ως αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό των συρμών και την επακόλουθη ανάφλεξή τους, με συνέπεια τον θάνατο 57 τουλάχιστον ατόμων και τον τραυματισμό τουλάχιστον 85. Πρόκειται για το πιο θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα.

 

Είχαν προηγηθεί δεκάδες προειδοποιήσεις, κινητοποιήσεις και νομικές ενέργειες των εργαζομένων στο σιδηροδρομικό δίκτυο για την έλλειψη προσωπικού, την ανεπαρκή συντήρηση και την έλλειψη ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας. Από το 2017, στο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών γνώριζαν ότι τα συστήματα ασφαλείας των τρένων δεν λειτουργούν. Τι έχουν να πουν όλοι αυτοί οι «ιθύνοντες» στις μάνες και στους πατέρες των νέων παιδιών που τόσο άδικα έχασαν τη ζωή τους;

 

 

Στον απόηχο του δυστυχήματος, διοργανώθηκαν πορείες διαμαρτυρίας στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.  «Ένιωσα την ανάγκη να είμαι δίπλα στους ανθρώπους που κατέβηκαν στο Σύνταγμα για να εκφράσουν το πένθος και τη διαμαρτυρία τους γιατί θα μπορούσα να ήμουν εγώ ανάμεσα στους νεκρούς, θα μπορούσες να είσαι εσύ, θα μπορούσαν να είναι τα αδέρφια μας, οι φίλοι μας», αναφέρει η 25χρονη, Κωνσταντίνα Αλεφαντινού, σπουδάστρια δραματικής σχολής, η οποία συμμετέχει και στο συντονιστικό της κατάληψης του Τσίλερ, και: «Τη στιγμή που το πτυχίο μου απαξιώνεται βλέπω παιδιά να σκοτώνονται στα τρένα… Πρέπει να πάρουμε το παρόν στα χέρια μας, για να αλλάξει το μέλλον», τονίζει η Κωνσταντίνα Αλεφαντινού,  στον δημοσιογράφο Λουκά Βελιδάκη (εφ. Καθημερινή, 06.03.2023 • 22:08 )

 

Οι δίδυμες αδερφές που έχασαν τη ζωή τους στο δυστύχημα στα Τέμπη, είχαν χάσει 5 συγγενικά του πρόσωπα στην φονική πυρκαγιά στο Μάτι.

 

Μέσα στο γενικό πένθος, στις απεργίες διαμαρτυρίας αλλά και στις παγκόσμιες κινητοποιήσεις για  τη γιορτή της γυναίκας στις 8 του Μάρτη, η παρούσα στήλη δίνει τον λόγο στις/στους συγγραφείς

Διονύση Μαρίνο, με ένα απόσπασμα από το πρόσφατο μυθιστόρημά του Μπλε Ήλιος

τη Νάσια Διονυσίου, με ένα απόσπασμα από το ποιητικό της αφήγημα Στο φως

και  τη Μαρία Ε. Μαραγκουδάκη, με το απόσπασμα από τον μονόλογο Η Κάρμεν φορούσε μαύρα.

 

Χ. Φ.

 

 

Διονύσης Μαρίνος

 

 

Τα ρούχα που φοράει της μιλάνε: «δεν με θέλεις» ή «δεν είμαι εγώ για σένα», ακόμα και «βρες κάτι άλλο». Το μαύρο φόρεμα της πέφτει μικρό, το λευκό πατικώνει το στέρνο της, η κίτρινη μπλούζα έχει ξεχειλώσει, η μπορντό φούστα δείχνει παράταιρη πάνω της. Το σώμα της προχωράει ανάποδα. Είπε στον Ιάσονα πως θα τον περιμένει στην καφετέρια του νοσοκομείου στις 12, να έχει προλάβει να του πάρει το δώρο του, έτσι το υπολόγιζε, αλλά το ρολόι τρέχει δαιμονισμένα, τίποτα δεν πάει όπως το είχε σκεφτεί (ανάθεμα τι είχε σκεφτεί). Έκανε μπάνιο αξημέρωτα, έβαλε γαλάκτωμα στα μαλλιά της, ξύρισε τα πόδια της, έριξε δύο πρέζες άρωμα στον λαιμό της, το ξανασκέφτηκε, έσταξε δύο ακόμα. Φόρεσε ένα εσώρουχο που το είχε στην άκρη του συρταριού της∙ κόκκινη δαντέλα, χρόνια αφόρετο. Το είχε αγοράσει σε κάποια επέτειο του γάμου τους, ούτε που θυμάται πια πότε ήταν, την έκοβε το λάστιχο στο πλάι, έχουν περάσει χρόνια, τα κιλά που πήρε δεν γίνεται να κρυφτούν. Έψαξε να το σετάρει με το σουτιέν, βρήκε ένα μαύρο, δεν είχε άλλο για την περίσταση. Άρχισε να ιδρώνει από τη σκέψη∙ περισσότερο από την προσπάθεια να χωρέσει σε κάτι που είχε παλιώσει και αλλάξει με τον καιρό. Πόσο μακριά από το σώμα της είχε βρεθεί. Σαν να ήταν μια άλλη χώρα με κλειστά σύνορα που δεν της επιτρεπόταν να επισκεφθεί. Κρατούσε στα χέρια της την απαγόρευση εισόδου. Έβγαλε τα εσώρουχά της, έμεινε γυμνή. Κλείδωσε την πόρτα του μπάνιου, αν και τα παιδιά κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Την πιο γυμνή αλήθεια. Άπλωσε τα χέρια της σε έκταση, όπως έκανε μικρή στο σχολείο στις γυμναστικές επιδείξεις. Τράβηξε από κάθε μπράτσο το δέρμα που είχε κρεμάσει. Το τράβηξε κι άλλο μέχρι να πονέσει. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο πραγματικός ο πόνος που αισθανόταν το σώμα της. Η θηλή στο δεξί της στήθος, εκεί που πιπίλιζαν περισσότερο τα παιδιά της όταν ήταν μωρά, είχε στραφεί προς τα κάτω. Η άλλη, η αριστερή, ήταν ακόμη όρθια, αλλά τόσο μόνη. Είχαν μαζέψει και τα στήθη της, δεν γινόταν να το κρύψει αυτό. Κάποτε ήθελε να είχε μεγαλύτερα, τώρα μάλλον αισθάνεται τυχερή. Η χαλάρωση είναι κάπως περιορισμένη, όμως στην ηλικία της τίποτα δεν γίνεται να αποκατασταθεί σε ένα πρωινό. Οι ραγάδες στην κοιλιά, οι δίπλες στα πλευρά, εκείνες οι ελιές που όλο έλεγε να τις βγάλει, γιατί την ενοχλούσαν όταν φορούσε κάτι μάλλινο, και ποτέ δεν το αποφάσισε να πάει στον δερματολόγο. Τα πρώτα ηπατικά στίγματα (γιατί τόσο νωρίς;) που νομίζει ότι διακρίνει στα χέρια της. Σαν κάποιος να την είχε μαρκάρει για πάντα. Δοκίμασε να βάλει πούδρα, της φάνηκε τόσο γελοίο το αποτέλεσμα. «Θα χυθεί πάνω τους το νερό που θα πίνω και θα γίνω ρεζίλι» σκέφτηκε με τρόμο. «Καλύτερα έτσι όπως είναι». Πλησίασε ακόμα περισσότερο στον καθρέφτη. Η ανάσα της έφτιαχνε στεφάνη από χνώτο στο τζάμι. Άγγιξε με τα ακροδάχτυλα τις ρυτίδες, το «πόδι της χήνας» στα μάτια, τους μαύρους κύκλους, τις σακούλες, τις ρυτίδες γέλιου στο στόμα, αναρωτήθηκε πώς δημιουργήθηκαν αυτές, από πού ξεφύτρωσαν, δεν γελούσε πολύ συχνά, σχεδόν ποτέ τα τελευταία χρόνια. Ακόμα κι έτσι, ο χρόνος την είχε σκάψει για τα καλά. Να εδώ ήταν μια τρίχα στο πιγούνι, γιατί δεν την είχε προσέξει πιο πριν; Την τράβηξε με το τσιμπιδάκι των φρυδιών. Πόνεσε από το ξερίζωμα, έσταξε ένα δάκρυ ως αντίδραση, ως αποχωρισμός.

 

 

Θα ήθελε να είχε λίγο χρόνο. Να της δινόταν μια χάρη, να έκανε κάποια πράγματα διαφορετικά. Όλοι το θέλουμε αυτό, μονολόγησε, αλλά σε κανέναν δεν δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία και, αν του δοθεί, είναι είτε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά. Η ζωή είναι κάτι που το μαθαίνει κανείς πάντα αργά. Το παρελθόν είναι ένας μάρτυρας που δεν ψεύδεται, αλλά δεν λέει ποτέ και την αλήθεια. Εκεί πίσω έχουν συμβεί γεγονότα, έχουν ειπωθεί πράγματα, έχουν αποσιωπηθεί άλλα∙ ανείπωτο παρελθόν. Τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο και τίποτα δεν γίνεται να ξανασυμβεί. Φόρεσε τα γυαλιά της για να βλέπει καλύτερα. Έβαψε τα χείλια της κόκκινα. Της φάνηκε εξεζητημένο. Τρόμαξε στην ιδέα να πήγαινε στο νοσοκομείο με κόκκινα χείλια. Αφαίρεσε το χρώμα, το έβγαλε από πάνω της σαν λέπι. Ίσως λίγο, ελάχιστο ρουζ, μια ιδέα μάσκαρα∙ να μη δείχνει πολλά, να κρύβει κάποια άλλα. Ύστερα έκλεισε τα μάτια, ντράπηκε, και τα έκλεισε ακόμα πιο σφιχτά. Χαϊδεύτηκε μόνη της. Με τον Γεράσιμο συνέβαινε αραιά και πού. Πάντα στα σκοτεινά, πάντα στα μουγγά. Είχε μάθει να μη βλέπει, να μη μιλάει. Με τα μάτια κλειστά, το σκοτάδι γίνεται σχεδόν λευκό. Λερώνεται με τη σκέψη. Να ήταν κάποιος άλλος. Να ήμουν κάποια άλλη. Προς το τέλος έπαψαν να κάνουν έρωτα, είχαν εντελώς αποξεχαστεί. Σαν δύο ταξιδιώτες που κατέβηκαν σε λάθος στάση και το τρένο τους είχε μόλις αναχωρήσει∙ δεν μπορούσαν να το φτάσουν. Έτσι, μην έχοντας τι άλλο να κάνουν, αποφάσισαν να καθίσουν στο μοναδικό παγκάκι που υπήρχε τριγύρω και να περιμένουν έως τη στιγμή που θα ερχόταν η επόμενη ταχεία. Τι κρίμα πραγματικά που κανένας δεν βρέθηκε να τους ενημερώσει πως απ’ αυτό τον σταθμό είχε χρόνια να περάσει τρένο, και ούτε προβλεπόταν να περάσει ξανά.

 

 *Απόσπασμα από το 11ο κεφ. του μυθιστορήματος «Μπλε Ήλιος»,  Μεταίχμιο, 2021

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

O Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και επί τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (μεταφρασμένη λογοτεχνία). Τελευταίο του βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Μπλε Ήλιος» (εκδόσεις Μεταίχμιο).

 

 

 

Εκεί που πεθαίνουν τα τρένα. Στο νεκροταφείο των τρένων στην άκρη της πόλης. Η ήττα απέναντι στη φθορά του χρόνου επικράτησε χωρίς να δοθεί καμιά μάχη..

https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/chartis-tis-polis/eki-pou-pethenoun-ta-trena

 

 

 

Νάσια Διονυσίου

 

 

 

Στο φως*

 

«Ἀλήθεια, εἶπε ὁ Θεὸς νὰ μὴ φᾶτε ἀπὸ κανένα δέντρο τοῦ κήπου;» ἄκουσα μιὰ φωνή. Δὲν ἦταν στ’ ἀλήθεια φωνὴ οὔτε αὐτὰ ἦταν στ’ ἀλήθεια τὰ λόγια του. Δὲν ἦταν τίποτα ἀπ’ ὅσα ἐσύ, ἀγαπημένε μου, εἶχες ἤδη ὀνοματίσει. Μόνο ἕνα σούρσιμο στὰ φύλλα, ράγισμα θαρρεῖς μέσα στὴ γῆ ποὺ βάθαινε. Στάθηκα ἀσάλευτη. Δὲν ἔμοιαζε μὲ τὰ σίγουρα βήματα τοῦ Θεοῦ οὔτε μὲ κελαήδισμα οὔτε μὲ θρόισμα ποὺ ξεθύμαινε· ἦταν ἕνας χείμαρρος. Κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου χείμαρρος, ρεῦμα ποὺ ξεσήκωνε τὸ χῶμα, ἕνας ὑπόγειος περιπλανώμενος θίασος πλασμάτων χωρὶς ὀνόματα. Μουσική.

Μουσικὴ ποὺ κροτάλιζε καὶ τύλιγε τὰ πόδια μου καὶ μὲ γαργαλοῦσε ἀνάμεσα στὰ πόδια καὶ μὲ γαργαλοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ αὐτί. Τινάχτηκα, ἔκανα μιὰ στροφὴ γύρω μου· τίποτα δὲν ὑπῆρχε. Τίποτα δὲν ὑπῆρχε. Ὅμως κάτι ἦταν ἐκεῖ, γλιστροῦσε στὸ σῶμα μου, μὲ γαργαλοῦσε, ὄχι, δὲν ἦταν στ’ ἀλήθεια γαργαλητό, κάτι ἄλλο, δὲν ἤξερα νὰ τὸ πῶ, ἐσὺ δὲν τό είχες ὀνοματίσει κι ἐγὼ δὲν τὸ γνώριζα.  Λικνιζόταν ἡ γῆ, ρυάκια ἔσπαζαν πάνω μου, βρισκόμουν στὴν κορφὴ μιᾶς ἀμμοθύελλας. Τὰ δάχτυλα σέρνονταν πίσω του, ἤμουν τόσα ποὺ δὲν γνώριζα, ἐγὼ ἀχνὸς ποὺ ταξίδευε. Στροβιλιζόμουν· ἕνας βυθὸς σπινθήριζε, τὰ δάχτυλά μου πατοῦσαν πάνω σὲ ἄγνωστες νάρκες. Ἴσως τότε ἐκεῖνο νὰ ἔφυγε, δὲν τὸ ’νιωθα πια. Μόνο ἕνα τύμπανο ἠχοῦσε μέσα μου κι αὐτὴ ἡ πνοή, ποὺ νόμισα πὼς δὲν εἶχε ἀρχή, δὲν θά ’χε τέλος.

 

Δὲν θά ’χε τέλος.

Ἔγειρα τότε στὸ χῶμα. Μὲ ἀνοιχτὰ τὰ πόδια, ἀνοιχτὰ τὰ χέρια, ἀνοιχτὰ τὰ δάχτυλα, στὸ χῶμα, σὰν πάνω σὲ σταυρό. Ἀνέπνεα. Κι εἶδα τὸ κορμί μου στὸ φῶς. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἕνα κομμάτι πλευρό, ἕνα κομμάτι, ἀγαπημένε μου, ἔστω ἀπὸ τὸ πλευρό σου. Στὸ φῶς εἶδα τὸ κορμί μου· κι ἦταν καλό. Δέντρο μὲ κουφάλες γεμάτες μέλι καὶ γάλα καὶ καρποὺς μεστωμένους. Μὲ κρυψῶνες γιὰ πληγωμένες σαῦρες, καὶ τόσα, τόσα τερετίσματα. Μὲ ρίζες βαθιὲς ποὺ πλέκονταν στεριά. Μὲ γερὰ κλαδιὰ καὶ ἁπαλὰ φύλλα, ὁλάνοιχτες παλάμες, νὰ γέρνει ἐπάνω τους τὸ στερέωμα. Νὰ γέρνει ἐπάνω τους τὸ στερέωμα. Ἀνέπνεα. Μέσα στὴν κοιλιά μου πλάθονταν οἱ νέοι ὠκεανοὶ καὶ μὲ κατέκλυζαν, στὰ πέλματά μου στεκόταν τὸ σύμπαν, χωροῦσα τὰ μουρμουρητὰ καὶ τὶς ἐκρήξεις του, τὰ νανούριζα.

Κι ὅταν ξεσποῦσαν οἱ πόνοι τῆς γέννας μου καὶ μὲ σάρωναν, βράχοι ποὺ ξεκολλοῦσαν καὶ γκρεμίζονταν, μιὰ τρομερὴ κραυγὴ ἀπὸ στόματα ἄγνωστα σ’ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη: ἐγὼ ὁ σεισμός, ἐγὼ ἡ λάβα, ἐγὼ ἡ πράσινη χλόη.  Γι’ αὐτὸ ἄνοιξέ μου τὴν πύλη νὰ φύγω. Μὲ περιμένουν χέρσα χωράφια, ἀγκάθια και ἁλυκές. Μὲ περιμένει τὸ χαλάζι καὶ τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν λύκων. Μὲ περιμένουν ὀρδὲς βαρβάρων.  Ἐγὼ ὁ πρῶτος νεκρός. Ἐγὼ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ κεντήματά μου. Παραμέρισε λοιπὸν νὰ περάσω.

            Μόνο μέσα ἀπὸ τὸ αἷμα μου θὰ νικήσω τὸ αἷμα. Μακριά. Στα ἀνατολικὰ τῆς Ἐδέμ.

 

* Απόσπασμα από το πρώτο διήγημα του βιβλίου της Νάσιας Διονυσίου, «Περιττή Ομορφιά», Το Ροδακιό, 2017.

 

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

 Η Νάσια Διονυσίου γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και έχει σπουδάσει Νομική και Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Περιττή ομορφιά» (Το Ροδακιό, 2017), απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλήφθηκε στη μικρή λίστα των Βραβείων «Αναγνώστης» και έχει μεταφραστεί στα σερβικά.  Το δεύτερο βιβλίο της, η νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος», κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Πόλις και περιλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας Κύπρου και Ελλάδας, καθώς επίσης στις μικρές λίστες βραβείων των περιοδικών «Αναγνώστης» και «Κλεψύδρα» και στη μακρά λίστα βραβείων του περιοδικού «Χάρτης».  Είναι ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Συγγραφέων «Διαβάσεις».  

 

 

 

 

 

Μαρία Ε. Μαραγκουδάκη*

 

 

Ολόκληρο το σώμα μου κρύωνε εκείνα τα χρόνια που με φώναζαν Σταυρούλα. Νομίζω πως και το καλοκαίρι κρύωνα, ίσως γι’ αυτό καθόμουν πάντα σκυφτή και κουλουριασμένη, με το μισό μου σώμα να ζεσταίνει το άλλο μισό.

Συχνά τύχαινε να με πάρει ο ύπνος

έτσι όπως ήμουνα κουλουριασμένη

και προσηλωμένη στον πάτο του φλιτζανιού

που κρατούσα

ή στο φως που έμπαινε

απ’ την κλειδαρότρυπα.

Θυμάμαι πως και στον ύπνο μου κρύωνα, μόνο που στον ύπνο μου ερχόταν συχνά ο πατέρας της φίλης μου για να με ζεστάνει, δε λέω τ’ όνομά της ούτε τ’ όνομα του πατέρα της. «Φύλακα» τον έλεγα, και του άρεσε. Μια Κυριακή απόγευμα που έλειπαν όλοι, μου είπε να καθίσω κοντά του. Ήταν Οκτώβρης, μέσα Οκτωβρίου, τον Δεκέμβρη θα έκλεινα τα δεκαπέντε, και στο ραδιόφωνο έπαιζε το τραγούδι:

 

Τα ωραία σου ματάκια με πληγώσανε

και μ’ ανάψανε φωτιά,

κι από τότε πια μικρό μου

μου σκλαβώσαν την καρδιά.

Τα γλυκά σου τα χειλάκια με μεθύσανε

και μου πήραν το μυαλό…

 

«Βάλ’ το πιο δυνατά και κοίτα» μου είχε πει τότε «κοίτα πέρα στη στροφή, κι άμα δεις σκιά να ξεπροβάλλει, να τρέξεις, να φύγεις». Δε φάνηκε κανείς, καμιά σκιά δεν ξεπρόβαλε. Από το παράθυρο, θυμάμαι, έβλεπα την πίσω αυλή.

 

Κάτι φτερά πολύχρωμα, που μοιάζανε με δαντέλες, ήταν κολλημένα με αίμα πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Με τρόμαξε το αίμα. «Το πρωί σφάξαμε το κόκκινο πετεινάρι» είπε σαν ν’ απολογήθηκε για το αίμα, και το χέρι του προχωρούσε όλο και πιο ψηλά ανάμεσα στα πόδια μου. Στο στήθος μου λες και χτυπούσε τα φτερά του ένα πουλί.

Ντρεπόμουνα

ντρεπόμουνα τόσο πολύ

αλλά μ’ άρεσε κιόλας

όσο πιο πολύ μου άρεσε

τόσο πιο πολύ ντρεπόμουνα.

Πήγαινα πάντα Κυριακή απόγευμα, όταν έλειπαν όλοι. «Κάτσε να πάρεις μια ανάσα» μου ’λεγε «δε χάλασε ο κόσμος να πας μισή ώρα αργότερα, κάτσε να σε ζεστάνω, κάτσε στα γόνατά μου να σε πάω μια βόλτα». Καθόμουνα και γελούσαμε με την καρδιά μας καθώς εκείνος τσούλαγε τις ρόδες στο καροτσάκι του. Ήρθε Φλεβάρης κι εμείς ακόμη γελούσαμε όπως κάναμε βόλτες στο σπίτι με το καροτσάκι. Γελούσαμε για την τόση ευτυχία μας και ντρεπόμαστε. Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν γι’ αυτό.

Υπάρχουν πράγματα για τα οποία δε μιλάμε.

Έτσι δεν είναι;

Εσύ δεν έχεις μυστικά;

Υπάρχουν και πράγματα που θέλουμε να μην τα θυμόμαστε. Όπως δε θέλω να θυμάμαι εκείνους τους πρωινούς εμετούς που με πρόδωσαν. Όμως ό,τι διώχνεις και δε θες να το θυμάσαι, ξεφυτρώνει εκεί που δεν το περιμένεις. Με κλείδωσαν σ’ ένα δωμάτιο. «Πάρε κι αυτή την κατσαρόλα να κατουράς» είπαν «μέχρι να μας πεις ποιος είναι». Προσηλωνόμουν στο φως που έμπαινε κάτω απ’ τη χαραμάδα της πόρτας και μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Ένας ύπνος λεπτός σαν γάζα. Εκεί που ήμουνα, δεν ήξερα αν ήταν μέρα ή νύχτα. Δεν πόνεσα στην έκτρωση. Ζαλιζόμουνα μόνο κι είχα ένα βάρος στο κεφάλι όλη μέρα από τη νάρκωση. Με τέτοιο αμάρτημα η ψυχή μου θα πήγαινε στην Κόλαση, έτσι με είχαν μεγαλώσει. Θυμόμουνα πολύ καθαρά εκείνη την εικόνα στο τέμπλο της εκκλησίας. Ήμουνα σίγουρη ότι μιλιούνια χαρούμενοι διαβόλοι θα μ’ έσερναν απ’ τα μαλλιά για να με ρίξουν στα καζάνια να βράζω αιώνια, κι εγώ θα χτυπιόμουνα, γιατί απαγορεύεται να νιώθεις τέτοια ευχαρίστηση σαν τη δική μου. Ποσώς μ’ ενδιαφέρει τι θα γίνει άμα πεθάνω, μου ’ρθε σαν αστραπή μια ανάποδη σκέψη στο μυαλό, δεν πάνε στο γερο-διάολο όλ’ οι διαβόλοι, δεν πά’ να μου καρφώνουν τα κέρατά τους οι βελζεβούληδες όλοι, αυτοί οι πίσσα κατράμι, και με τα στόματα τους να ξερνάνε φωτιές, τουλάχιστον εκεί δε θα κρυώνω. Μ’ αυτή τη σκέψη πήρα μια ανάσα, λες κι έφυγε από πάνω μου μια πέτρα βαριά, και χαιρόμουνα που δε θα κρύωνα άμα πεθάνω. Γιατί κρύωνα πολύ

κρύωνα όλο και περισσότερο

όσο ένιωθα πως ήμουνα η ντροπή της οικογένειας

ένα βάρος ασήκωτο, ένα βάρος που όλοι ήθελαν να ξεφορτωθούν.

Αμίλητη και κουλουριασμένη φυσούσα τη μύτη μου στο στρίφωμα της φούστας κι είχα τα μάτια καρφωμένα στα άσπρα μου σοσόνια.

Το μαντάρισμα είχε χαλάσει

το μεγάλο δάχτυλο στο δεξί πόδι άρχισε να ξεπροβάλλει

και οι φτέρνες σαν τσιγαρόχαρτο ήτανε.

«Έχει μέσα ζεστά ρούχα, λίγα λεφτά και φαγητό για το δρόμο» είπε η μητέρα κι άφησε στο πάτωμα μια μεγάλη γκρι τσάντα ενώ ξεκλείδωνε την πόρτα.

 

 

«Σε μία ώρα περνάει το τρένο, η θεία σου θα σε περιμένει στο σταθμό, χρειάζεται βοήθεια στο σπίτι» συμπλήρωσε χωρίς να σηκώσει τα μάτια να με δει. Δεν είπε καν τ’ όνομά μου, αλλά νομίζω πως η φωνή της είχε συμπόνια. Σίγουρα είχε συμπόνια η φωνή της. Φορούσε στους ώμους ένα μαύρο πλεχτό σάλι με κρόσσια και μύριζε τσάι. Δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Μόνο που δεν αντέχω τη μυρωδιά του τσαγιού. Ήταν χαράματα. Δε θυμάμαι τι καιρό έκανε έξω. Θυμάμαι μόνο ότι δεν κρύωνα, κι ότι ζούσα, ζούσα. Έπρεπε να πάω μακριά. Όσο πιο μακριά μπορούσα. Περπατούσα. Περπατούσα με το κεφάλι σκυμμένο χωρίς να σκέφτομαι. Ίσως πρήστηκαν λίγο τα πόδια μου, γιατί το λάστιχο από τα σοσόνια μ’ έσφιγγε. Αλλά δε μ’ ένοιαζε καθόλου. Με πείραζε που κατουριόμουνα. Πήγα στην άκρη του δρόμου πίσω από ένα δέντρο, μέσα σε κάτι χόρτα, κοίταξα δεξιά, αριστερά, δε φαινόταν κανείς. Έβρεξα λίγο τα σοσόνια, έσκυψα και με μια κίνηση τα έβγαλα, τα πέταξα. Ποτέ δε μ’ άρεσαν. Και το άσπρο χρώμα με πάγωνε. Ακόμα με παγώνει. Τότε ορκίστηκα ότι δε θ’ αφήσω τον εαυτό μου να νιώσει ξανά παγωνιά

δε θα ξαναφήσω τον εαυτό μου να κρυώνει

ίσιωσα το κορμί

πάτησα με πείσμα το πόδι

και τράβηξα μπροστά.

Ήταν αρχές της άνοιξης

ημέρα Κυριακή

είκοσι εννέα Μαρτίου 1959

εκείνη τη μέρα γεννήθηκα.

Ας γράφει η ταυτότητα ό,τι θέλει.

[…]

*Απόσπασμα από τον μονόλογο «Η Κάρμεν φορούσε μαύρα» («Διπλή όψη», Εύμαρος, 2020, σελ. 28-33).

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει σπουδάσει Μαθηματικά και εργάστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ζει στην Αθήνα.

Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Έστω ότι…(Οδός Πανός 2010), τη συλλογή διηγημάτων Μηδενική γωνία (Εύμαρος 2017), τον θεατρικό μονόλογο Μαύρο γιασεμί (Εύμαρος 2019) και τέλος τη Διπλή όψη (Εύμαρος 2020). Συμμετέχει με οκτώ διηγήματα στην περιοδική έκδοση diPgeneration 2017 (Μανδραγόρας 2017),καθώς και στο συλλογικό έργο «Εννέα όγδοα» (Εύμαρος 2018). Δημοσιεύει στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο διηγήματα και βιβλιοπαρουσιάσεις.

 

e mail: mariamaragudaki@yahoo.com

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top