Fractal

«Σαν στοχαστικές ασκήσεις ποιητικού βιωματισμού»

Γράφει ο Γιώργος Φρέρης // *

 

 

 

Ευαγγελία Ι. Δαμουλή: «Σταλακτίτες Φωτό-Γραφής» Ποιήματα (2006-2023) Αθήνα, εκδ. Κοράλλι 2023

 

Σταλακτίτες Φωτό-Γραφής, είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της γνωστής ερευνήτριας, Ευαγγελίας Δαμουλή, που εδώ και χρόνια, μελετά κυρίως σημειώσεις ή εντυπώσεις Ελλήνων και Γαλλόφωνων ταξιδιωτών στο Άγιο Όρος, ειδίκευση εξαιρετικά πρωτότυπη για μια γυναίκα, που  έχει τα μάλα προσφέρει διδάσκοντας στη Μέση και Ανώτατη εκπαίδευση. Το ποιητικό της όμως αυτό πόνημα, εκτός των ιδιαίτερων σημαντικών επιστημονικών της ερευνών, με τα 39 ποιήματα, που η ίδια οριοθετεί στην περίοδο 2006-2023, εμφανίζεται σαν ένα προσωπικό άνοιγμα, σαν το ξεκλείδωμα μιας ευαίσθητης ψυχής για ένα γόνιμο διάλογο με το αναγνωστικό κοινό. Θεωρούμε ιδιαίτερα εποικοδομητική την ποιητική της προσπάθεια, γιατί με τόνο σχεδόν ψιθυριστό, το ποιητικό εγώ μας αποκαλύπτει σκέψεις και ιδέες που δρουν καταλυτικά στην  ποιητική της γραφή.

Η συλλογή αυτή της Δαμουλή, προκύπτει από καθαρά προσωπική διάθεση να ξαναζήσει, προβληματισμούς και τάσεις, να προβάλει τη δική της κατασταλαγμένη σκέψη, χωρίς επινοημένους ηρωισμούς στην αντιμετώπιση δυσκολιών κι εμποδίων στην καθημερινότητα.  Στην ουσία πρόκειται για την ανάδειξη του εγώ και του τρόπου που το τοποθετεί στη σημερινή ζωή, στο πως αντιμετωπίζει το σήμερα, ύστερα από μια περίοδο περιπετειών, που της επιτρέπει να  συνειδητοποιήσει πως « Το κενοτάφιο της Ανάστασης, (είναι) μεγάλο» (σ. 11). Οπότε στέκεται στωικά κι ανθρώπινα, κατοχυρώνοντας την ύπαρξή της, αυτοπροσδιοριζόμενη ως μια θνητή που ζει όσα βιώματα αναδεικνύει το ασυνείδητο ή όσα προκαλούν την προσοχή της.  «Μια νέα αρχή υπόσχεται η Παλλάδα, / ανάμεσα σε παρήγορα πεύκα, / ακακίες και πρασινάδες, / χωρίς πλοίων λαμαρίνες και «σειρήνες» (σ. 11).

Η Ευαγγελία Δαμουλή, με τρόπο αθόρυβο, με τη χρήση μιας λέξης δηλαδή ή το χρόνο ενός ρήματος, ξέρει πολύ καλά να διαπερνά τα σύνορα του χρόνου προς τα πίσω αλλά και τη μελαγχολία της μοναξιάς στο παρόν, μια ίσως κοινοτυπία στην ποίηση, που ωστόσο στη συγκεκριμένη συλλογή, αποφεύγεται η «επικαιρότητα». Αντίθετα μας παρουσιάζει μια σειρά ή μια «λιτανεία» από πρόσωπα οικεία που συνετέλεσαν στη διαμόρφωσή του ποιητικού της εγώ, από προσωπικότητες που η μνήμη διατήρησε και μυθοποίησε, και τώρα το ποιητικό δημιούργημα  περιγράφει με λέξεις βαλμένες με τρόπο που βοηθούν ώστε να κατανοήσουμε το ποιητικό εγώ, όπως την προσωπικότητα του πατέρα, «Ογδόντα δύο χρόνια πέρασαν! / Ο υπέργηρος, μακρινός σύμμαχος; / Να ζει; Ποιός ήταν; Πως τον έλεγαν; / Για τον πατέρα που μου χάρισε, / να τον ευχαριστήσω!» (σ.13) ή κάποιου προσφιλούς προσώπου, του Αποστόλη, που «Δυο Μαγιών παιδάκι, / ο Απόστολος. / Ξυπόλητος με το πάνινο τόπι του. ( … ) Μια λέξη ήξερε: / ψωμί, ψωμί: / Μάνα δεν είχε. / Άπλωσε το χέρι, ζήλεψε το ψωμί. / Μια μπότα του σημάδεψε το πρόσωπο, / κλωτσώντας την ψυχή του» (σ. 14).

Τελικά τα ποιήματα της Ε. Δαμουλή εμφανίζονται σαν στοχαστικές ασκήσεις ποιητικού βιωματισμού, σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα που η γραφή, με επίγνωση προβάλλει στον αναγνώστη. Κι αυτή η προβολή, που προσομοιάζει με σταλακτίτες που αστράφτουν μες στο θολό τοπίο της μνήμης, συνεχίζεται, στοχεύοντας στην ανάδειξη γεγονότων, όχι αποκλειστικά προσωπικών, αλλά γενικότερων που είχαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της. Κι αυτά, πέρα από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον, (αφιερώνει πολλά ποιήματα σε συγγενικά της πρόσωπα), αφορούν τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής της, την Ηλεία με συνεχείς αναφορές σε διανοούμενους και έργα τους που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τόπο, όπως το ποίημα «Η Πριγκίπισσα της Ήλιδας», αφιερωμένο στο σύζυγό της, ο οποίος μετέφρασε το ομώνυμο έργο του Μολιέρου, ή ακόμα το ποίημα «Για το καρναβάλι», ως ένδειξη τιμής στον καταγώμενο από την Ηλεία ποιητή, Ηλία Γκρή, όπου και γίνεται μνεία στη Λυγερή του Ανδρέα Καρκαβίτσα και στον Ήρωα της Γάνδης του Νίκου Καχτίτση.

Μια πιο προσεκτική ανάγνωση των ποιημάτων της Δαμουλή, αποκαλύπτει πως πρόκειται για μια χρονολογική ταξινόμηση γεγονότων -θάνατοι συγγενικών προσώπων, τόπων (Ηλεία, Κύπρος, Παρίσι, Κέρκυρα, Αθήνα), προσώπων (γονείς, συγγενείς, φίλες), έργων (τόσο λογοτεχνικών όσο και μουσικών ή εικαστικών), συγγραφέων, (Ρουσώ, Ρακίνα, Ουγκό, Μωπασάν, Λαμαρτίνο, Ζολά)  που σημάδεψαν και διαμόρφωσαν σταδιακά την ευρυμάθειά της. Μας εκθέτει δηλαδή «τι διέκρινε ή βίωσε στη ζωή της», και στο σημείο αυτό ο αναγνώστης, πέρα από την διεισδυτική ματιά και το αποτύπωμα μιας εποχής, συναντά και την απόπειρα κάποιων απαντήσεων σε διάφορα ερωτήματα της ποιήτριας. Κι όλα αυτά εκφράζονται σαν ένα πλέγμα περιστατικών, σαν ένα σύνολο ψυχοφελών εμπειριών. Κι αυτό προκύπτει από την εμμονή της ποιήτριας να αναγνωρίζει κάθε περιστατικό, σαν ένα ξέχωρο, σαν ένα μέγα γεγονός μιας απρόσμενης κι ανυποψίαστης ζωής, που το επαναφέρει, μέσω της θύμησης, σαν κάτι το ανεπανάληπτο, όπως: «Την αθωότητά τους σε φέτα ψωμί με ζάχαρη, / έβρεχαν τα παιδάκια» (σ. 22) ή «Ένα νυχτολούλουδο, φύτεψα. / Μεθυστικό, απόκοσμα αρωματικό, / έντονο σαν την απουσία σου» (σ. 26), ή ακόμη «Περπατάνε στο άγνωστο … / Δύναμή τους, η ψυχή τους!» (σ. 31).

 

Ευαγγελία Ι. Δαμουλή

 

Η Δαμουλή φαίνεται να δηλώνει, έμμεσα, μετά την πολυετή έρευνά της γύρω από την «ταξιδιωτική» λογοτεχνία για το Άγιο Όρος, πως ο καθένας μας μπορεί να ανατρέξει σ’ ένα καταφύγιο μέσω της γραφής αναζητώντας ένα στήριγμα σ’ αυτήν. Θεωρεί και βιώνει την ποίηση σαν μια ενδοσκόπηση, σα μια ειλικρινή αυτοκριτική,  σαν τον απολογισμό των άδολων αναμήσεών της, με κάποια δόση νοσταλγίας αλλά κυρίως ως απόδειξη ότι ξέρει, μετά από τόσες εμπειρίες, να διαχειρίζεται το μέλλον. Προβάλλεται, έμμεσα πάντα, αφού ξέρει πολύ καλά να αναμοχλεύει την πρόσοψη του κόσμου ώστε να αναδειχθεί η μυστική και κρυμμένη ομορφιά που κάποτε ανασύρει από το παρελθόν η μνήμη. Κάτι σαν παλαιές φωτογραφίες που περιμένουν, καρτερικά στο συρτάρι, δυο τρεις λέξεις για να αναβιώσουν αισθήματα και συγκινήσεις, για να μας βοηθήσουν και να μας φωτίσουν μελλοντικά. Γιατί η συλλογή της Δαμουλή, είναι η αναστύλωση μιας ζωής με εφόδια λησμονησμένα. Ενδόμυχα η ποιήτρια υποδεικνύει στον ανυποψίαστο αναγνώστη πως η ποίηση εκπληρώνει πάντα το καθήκον της: ξαναδίνει ζωή σε πρόσωπα και γεγονότα που χάθηκαν ενώ σήμερα συνεχίζουν να συγκροτούν μια δυσαναπλήρωτη και θεμελιώδη αξία. Η ποίησή της φωτίζει τη μοναξιά, προσφέρει στήριγμα ψυχικό, δυναμώνει την αθρώπινη αξιοπρέπεια όσων την αξίζουν. Γι αυτό και αποδίδει φόρο τιμής σε κάποιο δέντρο των παιδικών της χρόνων: «Πώς να σώσω ότι απόμεινε; / Να μη χαθεί ο κορμός. / φόρος τιμής σ’ αυτούς που τη μεγάλωσαν» (σ. 30) ή σκέπτεται ένα συνηθισμένο περιστατικό, στην Κύπρο: «Γλυκό, χειμωνιάτικο απόγευμα, / 1995, Αγία Νάπα. / Ένα γεροντάκι πίνει τον καφέ του, / στη ‘Λεφτεριά’ !» (σ. 40) ή πάλι, θυμάται τη φοιτητική της ζωή: «Στις αποβάθρες του Σηκουάνα, / με μαρούλι, μήλο, καμαμπέρ, / με την Παναγιά του παρισιού για φόντο / και τα μυστήριά της» (σ. 49), ή ακόμη αναρρωτιέται, ατενίζοντας τον φάρο στους Οθωνούς: «Μοναξιά, / το τίμημα της ασφάλειας;» (σ. 50).

Η ποίηση της Δαμουλή με τις ανασυρόμενες φωτο-γραφίες που σαν μικρές διηγήσεις καθηλώνουν τον αναγνώστη, εμφανίζεται σαν μια σύνθεση που κρατά το ενδιαφέρον του  αναγνώστη με την ελεγχόμενη νοσταλγία που εκφράζουν τα ποιήματά της, με την ικανότητα να μετατρέπει με λίγες λέξεις τη μνήμη σε ενέργεια, δίνοντας πάντα την αίσθηση της «εφήμερης»  ζωής.

 

 

* Ο Γιώργος Φρέρης, καθηγητής Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, είναι ερευνητής της γαλλόφωνης γραμματείας, ποιητής, κριτικός και μεταφραστής. Έχει δημοσιεύσει πολλές εργασίες σχετικά με τις σχέσεις λογοτεχνίας και ιδεολογίας, την εξέλιξη του λογοτεχνικού μύθου και τις διαπολιτισμικές λογοτεχνικές σχέσεις.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top