Fractal

Διήγημα: “Σε τί κόσμο να σε φέρω μπαμπά; (Ή Πώς οδηγηθήκαμε στο Matrix* του Κίανου Ριβς ή Πώς ο Τίμοθυ γνώρισε τη Μαίρη) “

Του Πάνου Παπαμιχάλη // *

 

 

 

 

Σε τί κόσμο να σε φέρω μπαμπά; (Ή Πώς οδηγηθήκαμε στο Matrix* του Κίανου Ριβς ή Πώς ο Τίμοθυ γνώρισε τη Μαίρη)

 

Κατά μία έννοια γεννήθηκα μέσα στο Cloud. Οι φωτογραφίες μου στην αγκαλιά του πανευτυχή χαμογελαστού πατέρα μου, στον κόρφο της εξαντλημένης αλλά ακτινοβολούσας πληρότητα μητέρας μου, τα βιντεάκια του νονού μου από τον διάδρομο αναμονής του μαιευτηρίου με το αμήχανο και αδημονούν συγγενολόι αποθηκεύτηκαν και ανέβηκαν όλα όπως τόσων άλλων ανθρώπων οι προσωπικές στιγμές πλάι σε αναρτήσεις του Τραμπ στο Twitter, σε μουσικά κομμάτια παλιών και νέων καλλιτεχνών και επεισόδια παλιών σειρών στο Utube, σε λήμματα της wikipedia, σε φωτογραφίες πορνό και τσόντες, σε επιστημονικά άρθρα και βάσεις δεδομένων βιβλιοθηκών, σε ισολογισμούς εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών,

σε φορολογικές δηλώσεις και δηλώσεις φιλοσόφων και πολιτικών, σε στιχομυθίες ομάδων επί παντός επιστητού και ιδιαίτερα επί θεμάτων που δεν διέθεταν την απαιτούμενη λογική τεκμηρίωση για να αντικρίσουν το φως της δημοσιότητας οπουδήποτε αλλού, στα προφίλ του facebook και των λοιπών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε πανέμορφες εικόνες τοπίων ταξιδιωτικών προορισμών, σε φωτογραφίες χαριτωμένων κουταβιών, κρατήσεις αεροπορικών εισιτηρίων, σε αλγόριθμους, σε διαφημίσεις, αναλύσεις, mails, οδικές πληροφορίες, κώδικες, πληροφορίες σε μονάδες κβαντικών bits. Κατά μία έννοια ανδρώθηκα μέσα στο Cloud, αφού αυτή η παράθεση στιγμιοτύπων της ζωής μου συνεχίστηκε αδιάλειπτα καθόλη τη διάρκεια της παιδικής ζωής μου από τους περήφανους και αδημονούντες να απαθανατίσουν την κάθε μου στιγμή γονείς μου, για να την τοποθετήσουν στο χρονοντούλαπο της οικογενειακής μας ιστορίας και να την ξεχάσουν ήσυχοι αμέσως μετά.

Στα είκοσί μου πειραματιζόμασταν με τη σύνθεση παχύρευστων υγρών που έβριθαν νανοϋλικών που αποσκοπούσαν στη βέλτιστη διεπαφή, εκτυπωμένων στο φοιτητικό διαμέρισμα ενός από την παρέα, σε συνταγές που είχαμε κατεβάσει από το διαδίκτυο. Βυθιζόμασταν στην ξέχειλη μπανιέρα του χαρτογραφώντας τα όρια της συνειδητότητάς μας στο Cloud, επεκτείνοντάς τα, είτε στοχεύαμε σε στιγμές ύψιστης ηδονής και απόλαυσης καθώς εισδύαμε πειρατικά στον μαγικό κόσμο της πλατφόρμας Paradise. Διαβάζαμε τη σχετική βιβλιογραφία και αναζητούσαμε τις πύλες της ενόρασης του Άλντους Χάξλεϋ ακούγοντας Doors, φορούσαμε ρούχα της εποχής των παιδιών των λουλουδιών και αράζαμε στα λιβάδια στον ήλιο να νιώθουμε τους εγκεφαλικούς νευρώνες μας να παίρνουν φωτιά και να δημιουργούν συνάψεις, απότοκα της απαγορευμένης αιώρησής μας στο Cloud. Θα απορρίπταμε σκωπτικά τα επιχειρήματα ενάντια στην βύθιση σε εκείνον τον κόσμο και ζητούσαμε τη νομιμοποίηση, διακηρύτταμε με την ορμή των Διαφωτιστών το δικαίωμα του ανθρώπου στην αυτοδιάθεση, στην ελευθερία επιλογής ενός modus vivendi εφόσον δεν έβλαπτε τον συνάνθρωπό του σε κάθε σύναξη με τους οικείους και τους συμφοιτητές μας, σε κάθε ομαδική συζήτηση στα φόρα που παρακολουθούσαμε και ήμασταν δημοφιλείς και ευτυχείς. Όταν δεν απορροφούμασταν για ώρες ή συνεχόμενες μέρες στα κατακλυσμιαία παιχνίδια όπου ο δικός μας τρόπος σύνδεσης μας έδινε υπεροχή έναντι όλων των άλλων. Μάταια ο έρμος ο πατέρας μου προσπαθούσε να επιχειρηματολογήσει κόντρα σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Μάταια κατέληγε να φωνάζει και να προβαίνει σε απαγορεύσεις. Μέσα στην ενστικτώδη σκέψη του έφερε ψήγματα της σοφίας του παλαιολιθικού ανθρώπου και αντιδρούσε σπασμωδικά στην αλλαγή που έβλεπε να έρχεται με το μέγεθος ενός παλιρροϊκού κύματος. Έπρεπε να διακόψουμε ολότελα τις σχέσεις μας, να μεσολαβήσει ο θάνατος της μητέρας και τόσοι άλλοι χωρισμοί και να βιώσω την απόλυτη μοναξιά σε αυτόν το πολυποίκιλο ανιαρό τόπο για να ‘ρθω στα λόγια του. Να ριχτώ στη διεκδίκηση μιας εύπορης ζωής…

Κάποιοι από την παλιοπαρέα του Πολυτεχνείου καταφέραμε να ξεφύγουμε απ’ όλα αυτά και να επιστρέψουμε, όταν έπαψε ο ιερός αγώνας και η υπερπροσπάθεια της απεξάρτησης, σε μια καθημερινότητα που μέρα τη μέρα έμοιαζε όλο και πιο μουντή, όλο και πιο μάταιη, διατηρώντας ωστόσο, σε ένα μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, τη λογική που είχε καθοδηγήσει τόσες και τόσες γενιές ανθρώπων πριν από εμάς. Λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με την επιθυμία μας επιτύχαμε στα επαγγελματικά μας και θα μας έβρισκες να τριγυρνάμε μόνοι με ένα ποτό στο χέρι κοιτώντας μελαγχολικά τα γυμνά κορμιά που πάλλονταν τόπους-τόπους και στιγμές-στιγμές από ηλεκτρικές διεγέρσεις να επιπλέουν μέσα στις πισίνες τις ξέχειλες από εκείνο που είχαν ονοματίσει κάτ’ ευφημισμό αμνιακό υγρό στα πάρτι, όταν όλα αυτά ήρθαν στη μόδα. Θα υποστηρίζαμε με ζέση τότε ότι δεν ήταν ζωή αυτή, ότι μέσα στην πισίνα χαραμίζαν τη ζωή τους, χαραμίζαν τη ζωή μας, αν υπήρχε κάποιος να μας ακούσει. Αλλά συχνότερα αυτός ο κάποιος που με δυσκολία θα βρίσκαμε να μιλήσουμε έξω από την πισίνα θα μας άκουγε με συγκατάβαση, είτε θα είχε τη δική του κοσμοθεωρία θα είχε υψώσει τα δικά του τείχη για να προστατευθεί από τη λαίλαπατης σύγχρονης ζωής, σε βαθμό που να μην καταλαβαινόμαστε, να θυμίζουμε δυο πιθήκια που κραυγάζουν μούρη με μούρη το καθένα τον σκοπό του. Με το βλέμμα στραμμένο στην χαμένη ευδαιμονία, έτοιμοι να απογοητευτούμε και να απογοητεύσουμε όταν δεν γινόταν εκμετάλλευση στο έπακρο ευνοϊκών συνθηκών∙ απορρίψαμε ασύνειδα τις ανθρώπινες σχέσεις.

Αυτή την ισχνή ζωή είχαμε λοιπόν να αντιπαραθέσουμε σε όσους είχαν προτιμήσει να ακολουθήσουν το ρεύμα την εποχή που όχι μόνο νομιμοποιήθηκε η δια μέσου της κολυμβήθρας εθελουσία αποχώρηση από τα εγκόσμια και η είσοδος στον ιδεατό κόσμο του Cloud, αλλά νοηματοδοτήθηκε σε βαθμό που δεν είχαμε καν διανοηθεί οι αφελείς εμείς υπέρμαχοι της ελεύθερης βούλησης, οι πιονέροι της ζωής στον κυβερνοχώρο, όταν τα τσακάλια του μάρκετινγκ απελευθέρωσαν την επιχειρηματολογία της τεχνητής νοημοσύνης. Γιατί πια είχαν κι αυτό το πανίσχυρο εργαλείο στη φαρέτρα των όπλων τους για να διεκδικήσουν τα ιλιγγιώδη ποσά που θα διακινούνταν. Την Τεχνητή Νοημοσύνη τα διάφορα απομακρυσμένα κέντρα της οποίας ανέπτυξαν δικτύωση κατά το πρότυπο του διαδικτύου και αναπτύχθηκαν σε κόμβους σκέψεως που μεγεθύνθηκαν και συνενώθηκαν, απορροφήθηκαν και απορρόφησαν με την ανελέητη και αλάθητη ισχυρογνωμοσύνη των αριθμών.

Η ζωή στις κολυμβήθρες αφού για ιατρικούς σκοπούς χαρίστηκε εν μέσω πανηγυρισμών σε ασθενείς που βρίσκονταν σε κωματώδη κατάσταση για να τους επαναφέρουν κοντά μας, χάρη στην αξιοποίηση των δεδομένων που συλλέγονταν επί τέσσερις δεκαετίες και συσσωρεύονταν στο Cloud από κέντρα τεχνητής νοημοσύνης, αφού κατέκτησε τα πάρτι της Μυκόνου και των άλλων κοσμικών προορισμών χάρη στην κωδικοποίηση του χαμόγελου και στην εφεύρεση πρωτόγνωρων εμπειριών και απολαύσεων που συνάρπασαν τους influencers και τους έκαναν να τη διαφημίσουν ως το νέκταρ της ζωής, αφού επενδύθηκαν τεράστια ποσά στη διαφήμιση γιατί βέβαια δεν συγκινούσε όλους, δόθηκε πανηγυρικά στην ανώτερη τάξη που ήταν σε θέση και να την πληρώσει. Δόθηκε στα ανώτερα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που με τη συνδρομή της βιοτεχνολογίας μπόρεσαν να παράξουν κολοσσούς της σκέψης. Μία ακόμη τεχνολογική επανάσταση (γιατί επανάσταση; γιατί να χρησιμοποιούμε τον όρο επανάσταση;) πού πριμοδοτήθηκε από τις κεντρικές κυβερνήσεις καθώς βρέθηκε ότι ήταν ένας βολικός τρόπος να βγάλει από το ισοζύγιο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ενός πλανήτη με κλιματικές συνθήκες ζωής υπό κατάρρευση το πλουσιότερο και πιο σπάταλο και ενεργοβόρο 20% του ολοένα αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, απομυζώντας το παράλληλα αξιώνοντας εξωφρενικές συνδρομές πού, αρχικά τουλάχιστον και προς τιμήν τους, χρησιμοποίησαν στον πόλεμο κατά της κλιματικής αλλαγής. Δεν ήταν καμία καινούργια ιδέα, καμία φοβερή καινοτομία, είχε εφαρμοστεί με επιτυχία και προς όφελος (;!) του κοινωνικού συνόλου στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών. Συνεχιζόταν αυτή η ιστορία και γινόταν ολοένα φθηνότερη και υιοθετούνταν από πλατύτερες μάζες του πληθυσμού ιδιαίτερα από εκείνες που για την εργασία τους δεν ήταν απαραίτητη η φυσική παρουσία τους σε κάποιο χώρο εργασίας. Η εργασία γινόταν φθηνότερη, πιο αποδοτική, λιγότερο δαπανηρή σε ενέργεια, κατά ένα φαιδρό επιχείρημα πιο ασφαλής. Η άνθηση της βιοτεχνολογίας με τη συνδρομή της τεχνητής νοημοσύνης έκανε εφικτό το αμνιακό υγρό να είναι σε θέση πια να θρέψει και να διατηρήσει στη ζωή τα ανθρώπινα σώματα μετατρέποντας παραγμένη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια σε χημική και θρεπτικές ουσίες.

Ο εθισμός σε αυτό το modus vivendi ήταν αδιαμφισβήτητος, ο ίδιος το γνώριζε από πρώτο χέρι, δεν ήταν μόνο ο ψυχολογικός που ήταν και ο σημαντικότερος, αλλά και το σώμα που σύντομα ατροφούσε, γινόταν πλαδαρό και κακοσουλουπωμένο επιτείνοντας την επιθυμία να μην επιστρέψει κανείς ποτέ πια στην απτή πραγματικότητα. Ο τζίρος όμως αυτής της νεοφυούς αγοράς ήταν τόσο μεγάλος που μόλις 2-3 χρόνια μετά την νομιμοποίησή της οι κυβερνήσεις ακόμα και αν ήθελαν να την τιθασεύσουν ή να την περιορίσουν δεν θα μπορούσαν. Ο καπιταλισμός για μία ακόμη φορά πορευόταν τρώγοντας τις σάρκες του, ένας αδίστακτος Κρόνος που έτρωγε τα παιδιά του. Μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις και συζητήσεις εμπνευσμένοι πολιτικοί περιορίστηκαν να συμφωνήσουν σε διακρατικές συμφωνίες, ότι όλα τα κράτη υποχρεούνται να δίνουν ενισχύσεις σε κέντρα απεξάρτησης και να αναρτώνται στις διαφημίσεις μηνύματα (με μικρά γράμματα είναι η αλήθεια που τρέχαν στον πάτο της οθόνης) ότι η αλόγιστη χρήση της κολυμβήθρας εγκυμονούσε κινδύνους για την υγεία των χρηστών. Έτσι κι αλλιώς τα περιθώρια να διαμορφώσουν πολιτικές στένευαν για τις κεντρικές κυβερνήσεις και εξαρτιόνταν ολοένα και περισσότερο από τα συμπεράσματα που έβγαζε επί παντός επιστητού και τους υπαγόρευε για να προσυπογράψουν μία πανταχού παρούσα ενιαία και αδιαίρετη Τεχνητή Νοημοσύνη που, αν και το ψυχανεμίζόταν τώρα ο Τίμοθυ βγάζοντας βόλτα το σκύλο του, ίσως χάρη στα νευρωνικά εμφυτεύματα που είχε βάλει στον εγκέφαλο του πριν από χρόνια για να ανταποκρίνεται καλύτερα στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, έτρεχε ήδη σενάρια για ένα ακόμη άλμα, προς μία ακόμη μετάβαση.

Ένας ενδόμυχος φόβος απέτρεπε τον Τίμοθυ να δίνει συνέχεια σε τέτοιες σκέψεις καθώς γνώριζε ότι τα εμφυτεύματα που του έδιναν πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες κατά πάσα πιθανότητα τροφοδοτούσαν τον παγκόσμιο ιστό με τις δικές του σκέψεις. Τροφοδοτούσαν την πανίσχυρη Τεχνητή Νοημοσύνη και δεν ήθελε να σταμπαριστεί από το σύστημα σαν απειλή. Άραγε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιογενής απειλή η υποψία του ότι το επόμενο άλμα θα ήταν η μετάβαση από μία ενεργοβόρα διαδικασία (όπως ήταν η βύθιση στην κολυμβήθρα μέχρι τώρα) στην αντιστροφή της διαδικασίας για την παραγωγή ενέργειας; Η ιδέα σίγουρα μπορεί να τρόμαζε κάποιους και αυτό δεν θα ήταν καλό.

Κοίταξε τον σκυλάκο του, τόσο πράος, χαιρόταν τη μαγιάτικη Άνοιξη οσμιζόμενος τις μυρωδιές. Ήταν ήρεμος και συνεργάσιμος όποτε το ήθελε και παιχνιδιάρης όταν ο ίδιος είχε κέφι για παιχνίδια και πολύ πιο έξυπνος από τότε που τον είχε πάει στον κτηνίατρο για βιοεμπλουτισμό. Μία επεμβασούλα δέκα λεπτών του είχε κοστίσει όσο ένας μέσος μηνιαίος μισθός, αλλά ήταν σίγουρα καλό deal και δεν μετάνιωνε γι’ αυτή του την κίνηση. Επέστρεψε περπατώντας αργά στους δρόμους της έρημης πόλης στο αρχικό του δίλημμα: Να διαθέσει όλο αυτό το ποσό χρημάτων που απαιτούνταν για να γεννηθεί ένα μωρό με το ακριβές γονιδίωμα του πατέρα του (το οποίο είχε προνοήσει να αποκωδικοποιήσει και να φυλάξει στο Cloud) ή όχι; Και δεν ήταν τα χρήματα, όχι τα χρήματα δεν ήταν πρόβλημα και ας προσπαθούσε να ποσοτικοποιήσει έτσι το πρόβλημά του. Ένιωθε ότι δεν μπορούσε να αγγίξει την ουσία του προβλήματος. Ε, ας είναι λοιπόν θα το ομολογούσε στον εαυτό του: Το πρόβλημα ήταν εάν άξιζε στον πατέρα του να επιστρέψει σε ένα κόσμο όπου το κορμί του κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε να επιπλέει σε αμνιακό υγρό σε θερμοκρασία 36,6ºC μέσα σε μια γούρνα. Μια ζωή μέσα σε γάστρα βιώνοντας τις αποσπασματικές μνήμες των τελευταίων σαράντα ετών της ανθρωπότητας ευφυώς συνδυασμένες ώστε να προσεγγίζουν την πρότερή του ζωή.

Τον θυμόταν (έπειτα από την επανασύνδεσή τους που έγινε με πρωτοβουλία του πατέρα του) να τον συμβουλεύει ως τα στερνά του με μία αφοσίωση που δεν είχε ενδιαφερθεί να κωδικοποιήσει η Τεχνητή Νοημοσύνη μιας και μπορούσε να χρησιμοποιεί βελτιωμένα υποκατάστατα, να τον συμβουλεύει μ’ αυτήν την απαρχαιωμένη αντίληψη που είχε για τη ζωή και να τον κάνει να βαριέται μέχρι θανάτου, να του μίλα με στόμφο για πράγματα πασίγνωστα και χιλιοειπωμένα λες και έλεγε κάτι πρωτότυπο κι όμως, από τότε που είχε πεθάνει μία άπειρη μοναξιά είχε κατακλύσει την ύπαρξή του. Σάμπως αυτό το γέρικο ταλαιπωρημένο αξιολύπητο κορμί να φύλασσε μέσα του μια προαιώνια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια. Ένιωθε, γιατί τη μάνα του την είχε χάσει νωρίς από καρκίνο λίγο πριν οι γιατροί κηρύξουν τη νίκη τους επί της επάρατης νόσου χωρίς να σκεφτεί να φυλάξει το DNA της, εντελώς μόνος σε τούτο τον κόσμο. Λες και ο κόσμος του είχε χαθεί για πάντα και το χειρότερο είχε χάσει κάθε ελπίδα να συνάψει μία σχέση εξίσου σημαντική και αληθινή αφού απαξίωσε όλες τις φιλικές ή ερωτικές σχέσεις της προηγούμενης ζωής του και εξύψωσε τη σχέση μεταξύ γονιού και παιδιού στο μέγιστο βαθμό. Άραγε ήταν κι αυτό μια αυταπάτη; μια ψευδαίσθηση που του είχαν φορτώσει τα αρχέγονα τερτίπια του υποσυνείδητου όπως υποστήριζε εκείνος ο Φρόιντ ή μήπως ήταν τα εγγεγραμμένα στο DNA τους μοναδικά χαρακτηριστικά τους, τόσο όμοια, που υπαγόρευαν ότι μ’ εκείνους και μόνο τους ανθρώπους θα μπορούσε να νιώσει οικεία, να νιώσει αγάπη και ασφάλεια; Και αν ήταν έτσι τότε γιατί όλα αυτά τα χρόνια να αναλώνονται σε ασυνεννοησία και σε καυγάδες;

Βέβαια δεν θα μπορούσε να φέρει στη ζωή έναν άνθρωπο μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την περιέργεια και την ιδιοτελή ανάγκη του για επικοινωνία. Άξιζε άραγε να ζήσει σε τούτο τον κόσμο ο πατέρας του; Θα ήταν ευτυχισμένος; Μήπως κατά βάθος δεν προσδοκούσε άλλο παρά να πάρει τη θέση του πατέρα του και μάλιστα επί του ιδίου αυτού πατρός του; Ή μήπως όλο αυτό ήταν μία απέλπιδα προσπάθεια να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να ξαναγεννηθεί μία γενιά πριν όλο αυτό γιατί οι ίδιοι τα είχαν κάνει μαντάρα; Ένιωσε πάλι πως έπρεπε να το λογοκρίνει τη σκέψη του. Θα το έκανε, θα τον έφερνε στη ζωή και θα προσπαθούσε να του διδάξει λίγα από εκείνα που του είχε διδάξει εκείνος. Το οικονομικό ζήτημα δεν τον τρόμαζε παρόλο που τα εισοδήματά του μετά βίας τον κατέτασσαν στην κλίμακα της μεσαίας τάξης. Χρόνο για να αφιερώσει στην ανατροφή του είχε.

Ένιωσε ανεπαίσθητα σαν κάτι να αλλάζει τριγύρω του, ο φωτισμός να γίνεται πιο μουντός και το τοπίο με τους έρημους δρόμους απειλητικό, παρότι τώρα περνούσε έξω από ένα πάρκο. Η πόλη μπορούσε να γίνει κάθε άλλο παρά ασφαλής για έναν άνθρωπο σαν αυτόν που έβγαζε κάθε μέρα, χωρίς ουσιαστικά να δουλεύει παρά μόνο από τα εισοδήματα για τα οποία είχε φροντίσει να εξασφαλίσει στα νιάτα του, όσα επιδόματα έπαιρνε σε έναν ολόκληρο χρόνο το φτωχότερο 10%. Αλλά αυτά τα επιδόματα δεν εμπόδιζαν φυσικά ένα μεγάλο μέρος αυτού του 10% να ρέπει προς την παρανομία. Ευτυχώς γι’ αυτές τις περιπτώσεις είχε προνοήσει να επενδύσει και να καταστήσει το σώμα του μία ερασιτεχνική μεν πλην όμως πολεμική μηχανή. Έτοιμος να τα βάλει με μια ντουζίνα από τους αλητήριους αυτούς εφήβους που συνήθιζαν να επιτίθενται στους περαστικούς και να τους ληστεύουν. Και είχε και τον σκύλο του γενετικά τροποποιημένο και τεχνητά εμπλουτισμένο με διαθέσεις και συμπεριφορές ώστε ήταν σε θέση να αλλάζει τη φύση του με ένα απλό άγγιγμα στο κατάλληλο σημείο. Χαϊδεύοντας το κούτελό του γινόταν φιλικός και πράος, χτυπώντας τον στα καπούλια-παιχνιδιάρης, τραβώντας του το αυτί επιθετικός και βίαιος. Απ’ τα καλά του βιοεμπλουτισμού: τεχνητοί νευρώνες εγκατεστημένοι στον εγκέφαλο και τ’ άλλα σημεία του σώματός του φρόντιζαν να εκλύονται οι κατάλληλες ορμόνες. Ήταν ένα μεγαλόσωμο όσο και δυνατό ζώο που θα έπρεπε να λάβει υπόψιν του όποιος ή όποιοι είχαν στο νου τους εχθρικές προθέσεις. Η υποψία απειλής τον έκανε να σκύψει και να πιέσει μαλακά το δεξί αυτί του σκύλου.

Από το σταυροδρόμι ξεπρόβαλε μία κοπέλα που είχε βγάλει κι αυτή βόλτα το σκύλο της, ένα μεσαίου μεγέθους γκριφόν. Η σιλουέτα της παρέπεμπε σε μια νέα και γοητευτική ύπαρξη. Σίγουρα δεν την είχε ξαναδεί. Πριν καν προλάβει να μαζέψει το λουρί για να σκύψει και να απενεργοποιήσει το attack mode από τον σκύλο του εκείνος είχε κάνει ένα σάλτο κι είχε βρεθεί σε απόσταση τριών μέτρων μακριά του λυσσομανώντας για να επιτεθεί στο γκριφόν. Το ψυχωμένο γκριφονάκι κι αυτό τραβούσε την κοπέλα επιδιώκοντας τον σκυλοκαβγά. Με τα πολλά κι αφού είχαν βρεθεί σε απόσταση αναπνοής κατάφεραν κι οι δύο να μαζέψουν τα σκυλιά τους και να τα αγγίξουν στο κούτελο, κάτι που επέφερε τη στιγμιαία αλλαγή στη συμπεριφορά τους. Σύντομα και τα δυο κουνούσαν τις ουρές τους φιλικά κι έδιναν στ’ αφεντικά τους την ευκαιρία να περιεργαστούν ο ένας τον άλλον. Χαμογέλασαν δειλά. Άραγε ποιες ορμόνες εκλύθηκαν στο σώμα του Τίμοθυ, ποιες μνήμες, για να τον κάνουν να σιγοτραγουδήσει με γλυκιά φωνή εκείνον τον παλιό σκοπό;

“Βγήκε ο καλός με την καλή,

Με χάη και χο και χάη και τριαλαρώ,

Στην κα-ταπρά-σινη εξοχή,

Τον Μάη τον πιον ό-μορφον καιρό για δυο

Που όλο το λεν, μανάμ, το λένε τα πουλιά

Τους νιους τρελαίνει η Άνοιξη η γλυκειά…”**

Ω, ακαταμάχητος στο τραγούδι! Να μία ακόμη επένδυση που είχε κάνει στον εαυτό του και άξιζε τα λεφτά της.

 

 

 

* Από την ομώνυμη ταινία

** Από το τραγούδι «Βγήκε ο καλός με την καλή» του Αργύρη Μπακιρτζή και των Χειμερινών Κολυμβητών.

 

 

 

*Το 2019 το έργο του Πάνου Παπαμιχάλη ”Από το Σίδνεϋ στην Τουώνγκ” βραβεύτηκε στον 38ο λογοτεχνικό διαγωνισμό μυθιστορήματος της ΠΕΛ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις 24 γράμματα το δεύτερο ιστορικό του μυθιστόρημα “Ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν ζωγράφο”.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top