Fractal

Διήγημα Fractal: “Πρωτοχρονιάτικο όνειρο”

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

 

Για τους μικρούς

και τους μεγάλους μου φίλους

 

Κάνει κρύο, τσουχτερό κρύο, παγωνιά. Έξω είναι όλα παγωμένα. Και μέσα στο σπίτι έχει άγριο κρύο κι ας είναι αναμμένο στο φουλ το καλοριφέρ. Κι ας ανάβει δυνατή φωτιά στο τζάκι. Προτιμώ τη ζεστασιά του κρεβατιού. Ας παίζουν δίπλα τ’ αδέρφια μου, τα μικρά, περιμένοντας τον Αϊ Βασίλη να κατεβεί από την καπνοδόχο. Θέλω πολύ να κοιμηθώ. Μα δε μ’ αφήνουν οι θόρυβοι και οι φωνές τους!

Και το ραδιόφωνο, ένας ακόμα μπελάς. Όμως δεν μπορώ να το αποχωριστώ. Μου έχει γίνει απαραίτητο για τις ώρες της μοναξιάς. Για όλες τις ώρες. Προτιμώ ν’ ακούω μουσική, ακόμα και στον ύπνο μου. Κι απόψε που θέλω την ησυχία μου το αθεόφοβο δεν λέει να βάλει γλώσσα μέσα.

Γυρίζω από δω, γυρίζω από κει, έχω μια φοβερή ανησυχία. Χώνω το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι, κουκουλώνομαι ως απάνω. Θέλω να απομονωθώ, χωρίς να κλείσω το ραδιόφωνο. Κι αυτό το αφιλότιμο, πού τα θυμήθηκε, όλο παλιά τραγούδια βάζει. Παλιά; Τέλος πάντων! Κάπως παλιά. Τραγούδια της ηλικίας των γονιών μου.

Εκεί που μου έχουν ανάψει τα αίματα κι είμαι έτοιμη να εκραγώ και να ουρλιάξω, μια γλυκιά φωνή με συνεφέρνει. Δεν αντέχω στον πειρασμό, υψώνω την ένταση:

Έν’ αστέρι πέφτει, πέφτει!

Το κοιτώ στον ουρανό.

Μήπως το ‘φερε η αγάπη,

μήπως το ‘φερε η ελπίδα

τ’ άστρο αυτό το φωτεινό….

Κι ήρθε να μου φέρει αγάπη

κι ήρθε να μου φέρει ελπίδα

τ’ άστρο αυτό το φωτεινό…

Ακούω το τραγούδι και άξαφνα σκέφτομαι τον χρόνο που αλλάζει. Θα πεις, λέω στον εαυτό μου, συνηθισμένο γεγονός που ο χρόνος τελειώνει. Κι απάνω κει που ηρεμώ και φαίνεται πως πάνε όλα καλά, μου κόβει τον ειρμό των σκέψεων ένας αχταρμάς από φάλτσες νότες και παραφωνίες:

“Πάει ο παλιός ο χρόνος,

ας γιορτάσουμε παιδιά

και του χωρισμού ο πόνος

ας κοιμάται στην καρδιά!

Καλή χρονιά, καλή χρονιά,

χαρούμενη, χρυσή πρωτοχρονιά!

Γέρε χρόνε, φύγε τώρα,

πάει η δική σου η σειρά!

Ήρθ’ ο νέος με τα δώρα,

με τραγούδια και χαρά…

τραγουδούν τα παιδιά στο διπλανό διαμέρισμα και περιμένουν τον Άι Βασίλη να κατεβεί σιγά κι αθόρυβα από την καμινάδα και ν’ αδειάσει τη σακούλα με τα δώρα που φέρνει. Τα παιδιά χορεύουν και τραγουδούν. Κάνουν ευχές. Κι εγώ συλλογίζομαι όσα παιδιά περιμένουν και δεν θα πάρουν δώρα, κι εκείνα που τουρτουρίζουν νηστικά και ορφανά στους δρόμους ή μέσα στ’ αποκαΐδια των πολέμων. Ο Άι Βασίλης πού θα βρει δρόμο ή μονοπάτι να περάσει και να φτάσει ως εκεί; Και μουρμουρίζω ένα δικό μου, αυτοσχέδιο σκοπό της στιγμής:

Ο παλιός χρόνος «την κάνει»,

τι θα φέρνει αυτός που φτάνει…

Πάνε κι έρχονται οι αιώνες

μα οι ελπίδες μένουν μόνες…

Νέος χρόνος πλησιάζει,

του πουλιού το γάλα τάζει…

Μα ποιος ξέρει, ποιος μαντεύει

στα κρυφά τι μαγειρεύει…

Κι εκεί που συλλογιέμαι όλα αυτά, δεν ξέρω αν είμαι κοιμισμένη ή ξυπνητή, να σου και πέφτει μπροστά μου ένα αστέρι ίσαμε ένα μεγάλο νεροκολόκυθο. Κυλώντας αργά αργά όπως κάνει το αεροπλάνο όταν προσγειώνεται, αυτό σταματάει στην άκρη του κρεβατιού μου.

Πατ, θρονιάζεται σαν στο σπίτι του, ανοίγει μια πορτούλα και βγαίνουν από μέσα τρεις παράξενοι επισκέπτες. Δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Είναι και οι τρεις τους τόσο μικροσκοπικοί που μόλις ξεχωρίζω τα χαρακτηριστικά του προσώπου καθενός. Μοιάζουν και δεν μοιάζουν για τρίδυμα ούτε καν μεταξύ τους. Είναι τόσο αστείοι που μόλις καταφέρνω να μη γελάσω. Μια τρελή ιδέα περνάει από το μυαλό μου σαν αστραπή: “Λες…” Αλλά δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου.

«Γειά!» κάνουν μ’ ένα στόμα. «Ήρθαμε. Μας περίμενες, δεν μας περίμενες;»

«Καλώς ήρθατε!» ψελλίζω μουδιασμένα. «Και βέβαια περίμενα. Περίμενα, ένα φως, ένα σημάδι, μια ένδειξη πως κάτι θα πάει καλύτερα με τον καινούριο χρόνο. Αυτό περιμένουμε όλοι… Εσείς ποιοι είστε και τι γυρεύετε από μένα;»

«Χα! Αυτό δεν έχει και πολλή σημασία, αλλά θα μάθεις. Εμείς πήραμε το μήνυμα και ήρθαμε στην ώρα μας. Έχεις λίγο χρόνο στη διάθεσή σου να κάνεις μια ευχή;» λένε μ’ ένα στόμα κι οι τρεις. «Κάνε μια ευχή!»

«Να κάμω μια ευχή…» Τραγανίζω αμήχανα τις λέξεις στα δόντια μου. «Μου ζητάτε να κάμω μια ευχή… Καλό αυτό. Ίσως αυτό να περίμενα», λέω δειλά.

«Λοιπόν, μη χάνουμε καιρό. Γύρισε το πρόσωπό σου προς τη σελήνη, είναι σχεδόν ολόγιομη ακόμα, μετά κλείσε τα μάτια, προσευχήσου κρυφά και ζήτησε κάτι που θα ήθελες πάρα πολύ να γίνει. Αυτό», λέει ένας από τη συντροφιά και μου δείχνει τη σελήνη μέσα από το τζάμι. «Είναι τόσο απλό και τόσο εύκολο να το κάνεις».

«Και θα γίνει ό, τι κι αν ζητήσω;» λέω, πετώντας από τη χαρά μου.

«Μμμμ», μάγκωσε η κοπελιά». Δεν είναι απολύτως βέβαιο, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αλλά η ευχή για το καλό, είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη ακόμα κι από τους νόμους του σύμπαντος!»

«Εντάξει, φίλοι μου! Περιμένετε μια στιγμή… μια στιγμή να σκεφτώ, να σκεφτώ καλύτερα».

«Μόνο μισό δευτερόλεπτο έχεις να σκεφτείς. Ο χρόνος τρέχει», μου λέει ο πιο κοντός. «Βιάσου! Πήγαινε σιμά στο παράθυρο και κάνε ό, τι σου λέμε. Άντε!»

«Αμέσως!» λέω ξεθαρρεύοντας και κάνω όπως ακριβώς μου είπαν!

Ύστερα από μισό δευτερόλεπτο ανοίγω τα μάτια μου και τι να δω! Όλα είναι διαφορετικά. Οι παράξενοι επισκέπτες έχουν γίνει άφαντοι κι εγώ βρίσκομαι ολομόναχη σ’ ένα εξωπραγματικό περιβάλλον. Σίγουρα δεν είμαι στη γη, μα ούτε και στη σελήνη. Το τοπίο της σελήνης είναι λίγο πολύ γνωστό σε όλους από τα ντοκιμαντέρ. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είμαι εγώ. Ολόγυρά μου απλώνεται μια τεράστια μισοφωτισμένη έκταση σπαρμένη με αλλόκοτους στρογγυλεμένους όγκους ίσαμε δέκα μέτρα πάνω από μένα. Μοιάζουν με βουναλάκια που υψώνονται κατακόρυφα. Στο βάθος αριστερά ένας από αυτούς καταλήγει σε κωνική κορυφή. Στις γυμνές πλαγιές διακρίνω κάτι ραβδώσεις, σαν από χαράγματα σε άμμο ή υποτυπώδεις δρόμους.

«Μπορεί να είναι ίχνη από το πέρασμα των εξωγήινων που ψάχνω», λέω, «Μπορεί να είναι …, πού ξέρεις τι γίνεται εδώ πέρα…».

Όμως ψυχή ζωντανή δεν ανασαίνει πουθενά. Ανατριχιάζω και γονατίζω και μένω εκεί γονατιστή όλο περιέργεια και προσεύχομαι. Είμαι σίγουρη πως από κάπου θα ξεπροβάλει κάποιος να με κατατοπίσει και να δώσει απάντηση στις απορίες μου. Αρχίζω να μη φοβάμαι τίποτα και να πιστεύω πως η ευχή μου βγαίνει κιόλας αληθινή.

Περιμένω με αγωνία. Έχω την αίσθηση, μάλλον τη βεβαιότητα πως βρίσκομαι σε κάποιο ανεξερεύνητο άστρο και πως θα συμβούν εκπληκτικές αποκαλύψεις. Τόσα και τόσα έχω ακούσει για τους εξωγήινους. Άλλοι τους φαντάζονται τεράστιους με μικρά κεφάλια και ατροφικά χεράκια, με σιδερένιες μύτες και νύχια γαμψά κι ένα σωρό άλλα τρομερά και ακατανόητα πράγματα. Εδώ όμως δεν βλέπω τίποτα που να προκαλεί τρόμο και να μαρτυρεί πως υπάρχουν γίγαντες, τιτάνες ή τέρατα.

Το τοπίο είναι ήμερο και δεν υπάρχει κανενός είδους πλάσμα ζωντανό. Εκτός από την κινούμενη αστρική άμμο που με πάει και με φέρνει πέρα δώθε, πάνω κάτω σαν να έχω ρόδες στις γυμνές πατούσες μου. Μου αρέσει αυτό, διασκεδάζω αφάνταστα.

Μην έχοντας άλλη επιλογή, ερευνώ με το βλέμμα το χώρο. Και ξαφνικά διακρίνω ένα σταθερό μέρος κάπου στην άκρη στο αμμουδερό έδαφος.

«Αυτό είναι το σταθερό σημείο του κόσμου! Η πρώτη ευχή μου έπιασε κιόλας», λέω.

Και μου αρέσει πολύ που η κινούμενη άμμος με φέρνει ως εκεί. Κάθομαι σταυροπόδι πάνω σ’ αυτό και σιγουρεύομαι πως δεν κινδυνεύω από τίποτα. Μετράω στα δάχτυλα τις στιγμές που απομένουν για να αλλάξει ο χρόνος. Είναι μόλις μερικά δευτερόλεπτα. Μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Αλλά να, προβληματίζομαι! Και βλέπω και κατανοώ τι σημαίνουν τα λόγια των νυχτερινών επισκεπτών. Βλέπω το έτος που έρχεται σαν ένα πολύχρωμο και πολυπρόσωπο ερπετό να σέρνεται πάνω στη λευκή κινούμενη άμμο όπως οι λέξεις στην οθόνη του υπολογιστή μου. Κουλουριάζεται γύρω από το κωνικό βουνό που δεσπόζει στο αινιγματικό τοπίο, γλείφει ηδονικά τις αιμορροούσες πληγές του κορμιού του, και προσπαθεί να τις επουλώσει δένοντάς τες με ξεσκλίδια από τις σάρκες του νέου χρόνου που ανατέλλει ανυποψίαστος, άδολος. Κι αυτόν τον βλέπω να ψάχνει στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια…

Ποιος ξέρει. Κάτι μπορεί να γίνει, στο χάραμα και στο ξημέρωμα της καινούργιας αυγής για τον κόσμο…

Καλή χρονιά, καλή χρονιά,

χαρούμενη, χρυσή πρωτοχρονιά!

Το χαρούμενο τραγούδι των παιδιών με τις τρελές παραφωνίες με ξανάφερε στην πραγματικότητα. Ένιωσα κρύα τα γυμνά πόδια μου, είχαν ξεσκεπαστεί. Σηκώθηκα, φόρεσα γρήγορα τις κάλτσες και τις παντόφλες κι έτρεξα να προλάβω να υποδεχτώ κι εγώ τον καινούριο χρόνο. Και να κάνω μια και μόνη ευχή:

«Η τεχνολογία, ο καινούργιος θεός με την αινιγματική και γριφώδη παντοδυναμία της πληροφορικής, να τεθούν στην υπηρεσία της ανθρωπότητας για το καλό όχι για την καταστροφή της».

Θα ήθελα να σκέφτομαι κάτι πολύ χαρούμενο, αλλά οι απρόσκλητοι νυχτερινοί επισκέπτες μού άλλαξαν τα φώτα! Ωστόσο, δεν χάνω το κουράγιο μου. Είμαι αισιόδοξο άτομο. Πιστεύω πως η ανθρωπότητα θα βρει κάποτε το δρόμο για την επιστροφή στο χαμένο παράδεισο της ψυχής της. Γι’ αυτό σας καλώ να κάνουμε όλοι μαζί μια ευχή:

Γλαυκέ ουρανέ, στάξε μαλάματα

μες από του απείρου τη γαλήνη,

ο κόσμος να γεμίσει θάματα:

αγάπη, ειρήνη, καλοσύνη.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top