Fractal

Διήγημα: “Πιο κάτω κι από καταγής”

Γράφει η Βασιλική Μελετιάδου // *

 

 

 

 

 

Πιο κάτω κι από καταγής

 

 

“Θα μπορούσα να πω ότι το να έχει κανείς ίλιγγο σημαίνει να μεθάει από την ίδια την αδυνα-μία του. Έχει κανείς συνείδηση της αδυναμίας του και δεν θέλει να της αντισταθεί, αλλά να εγκαταλειφθεί σ’ αυτήν. Μεθάς απ’ την αδυναμία σου, θέλεις να γίνεις ακόμα πιο αδύναμος, θέλεις να καταρρεύσεις στη μέση του δρόμου, θέλεις να είσαι καταγής, ακόμα πιο κάτω από καταγής…”

Μίλαν Κούντερα

 

Τα απογεύματα, κυρίως ανάμεσα στις πέντε με έξι, οι άνθρωποι στοιβάζονται στις πλατφόρμες των τρένων με επικίνδυνη πυκνότητα. Διαθέτουν, ωστόσο, μια ικανότητα να αγνοούν την πόλη που ορθώνεται πάνω από τα κεφάλια τους και τους εκατοντάδες άλλους που σπρώχνονται γύρω τους. Τα βαγόνια πηγαινοφέρνουν ανθρώπους από την μια άκρη της πόλης στην άλλη. Κίνηση κάτω από την κίνηση, βοή κάτω από τη βοή. Οι σταθμοί ξερνούν από τη μια μεριά του δρόμου και καταπίνουν από την άλλη.

Για να βγει ζωντανός από κάθε διαδρομή έπρεπε απλώς να μάθει να αγνοεί τα σημάδια. Έπρεπε να μάθει να αγνοεί τον κύριο που κάνει έρανο κραδαίνοντας έναν κουβά στην είσοδο του σταθμού. Έπρεπε να μάθει να αγνοεί το ζευγάρι που φιλιέται στις κυλιόμενες σκάλες. Έπρεπε να μάθει να αρπάζει όσο πιο γρήγορα μπορεί τα διαφημιστικά φυλλάδια που του πετάγονταν στη μούρη. Έπρεπε να μάθει να αγνοεί τις ταμπέλες που του απαγόρευαν να καπνίζει ή να τρέχει μέσα στο σταθμό, να γέρνει πάνω στις πόρτες όσο το τρένο είναι σε κίνηση ή να κατεβαίνει από αριστερά και να ανεβαίνει από δεξιά στις κυλιόμενες σκάλες. Έπρεπε να μάθει να αγνοεί τις ταμπέλες που του υπενθυμίζαν να προσέχει το κενό ανάμεσα στην πλατφόρμα και το τρένο, να έχει το νου του στα πράγματά σου και να παραχωρεί τη θέση του στις έγκυες κοπέλες ή τους ηλικιωμένους. Έπρεπε να μάθει να αγνοεί αλλά όχι να αψηφά.

Ήταν μια από τις χιλιάδες φορές που στοιβάχτηκε σε μια ασφυκτική πλατφόρμα όταν μια κοπέλα επιχείρησε να πηδήξει στις ράγες του τρένου. Εκείνος καθόταν δύο σειρές ανθρώπων πιο πίσω της και δεν κατάλαβε πώς το πήραν χαμπάρι οι υπόλοιποι. Είδε απλώς ένα χέρι να την τραβάει απότομα από το σακίδιο που φορούσε κι άλλους τέσσερις να σχηματίζουν ανθρώπινη ασπίδα για να την εμποδίσουν να πηδήξει. Η κοπέλα επαναλάμβανε απλώς με φωνή που δήλωνε παραίτηση: “Αφήστε με να το κάνω. Δεν πάει άλλο”.

Ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το κορμί. Μπήκε στο τρένο που μόλις είχε σταματήσει και στοιβάχτηκε μούρη με μούρη με έναν τύπο που κρατούσε έναν χαρτοφύλακα στην αγκαλιά του σαν νεογέννητο μωρό. Έτρεμε ολόκληρος κι ένιωθε ότι του τελείωνε ο αέρας. Κατέβηκε από το τρένο ασθμαίνοντας. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του κι αισθάνθηκε το οξύ λευκό της λιποθυμίας να σκίζει τους κροτάφους του. Αλλά, δεν λιποθύμησε.

Από τότε, κατά καιρούς φανταζόταν κι εκείνος ότι πηδούσε στις ράγες. Προσπαθούσε να μετακινηθεί στην πρώτη γραμμή του μπούγιου. Το τρένο πλησίαζε. Τα ποντίκια έτρεχαν να χωθούν στις χαραμάδες. Τα μαλλιά του πετούσαν από το μανιασμένο αέρα που ξερνούσε το τούνελ κι εκείνος μετρούσε μέχρι το πέντε. Το τρένο έτρεχε – τέσσερα, πέντε. Το μαύρο, βρομερό κενό του φώναζε κι ένα μούδιασμα τον κυρίευε για λίγα δευτερόλεπτα σαν ίλιγγος. Κι αν έπεφτε τώρα; Καμιά φορά λύγιζε τα γόνατα αμυδρά προβάροντας τη στάση και ξαφνιαζόταν με τον ίδιο του τον εαυτό. Τίποτα δεν μπορούσε να τον αποσπάσει από το μακάβριο παιχνιδάκι του. Ο ίδιος απέφευγε να το δικαιολογήσει ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό κι ούτε φυσικά το είχε εξομολογηθεί σε κανέναν.

Ώσπου μια μέρα την είδε. Δεν τη θυμόταν καλά, αλλά ήταν σίγουρος πως ήταν αυτή. Είχε σταθεί στην άκρη της πλατφόρμας κι έγερνε στον τοίχο. Το βλέμμα της ήταν κενό και καρφωμένο στις ράγες και δεν φαινόταν να σκέφτεται να πηδήξει. Μάλλον δεν σκεφτόταν τίποτα. Πήγε και στάθηκε πίσω της. Φορούσε ένα πολύχρωμο σακίδιο από αυτά που πουλάνε στις γκαλερί ή τα μουσεία με τυπωμένους πάνω τους πολύ αναγνωρίσιμους πίνακες: έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ.

Χάθηκε παρατηρώντας το σακίδιό της. Στις δίνες του πινέλου τον έπιασε ο ίδιος ίλιγγος που αισθανόταν όταν λύγιζε τα πόδια στην άκρη της πλατφόρμας. Κάπου είχε διαβάσει ότι ο πίνακας απεικονίζει τη θέα του δωματίου του Βανγκ Γκονγκ από το άσυλο που νοσηλεύτηκε κάποια περίοδο της ζωής του. Εκεί, μία από τις αυτοκαταστροφικές του απόπειρες ήταν η προσπάθεια να δηλητηριαστεί με τα δικά του χρώματα. Προσπάθησε να δηλητηριαστεί άραγε με το μπλε, το κίτρινο, το λευκό ή το μαύρο; Πώς νιώθεις όταν καταπίνεις το μπλε; Πίνεις θάλασσες και ουρανούς; Το κίτρινο; Καίγονται τα σωθικά σου από ήλιους και λουλούδια; Πώς νιώθεις όταν καταπίνεις το μαύρο; Ή όταν σε καταπίνει το μαύρο; Το μαύρο της έναστρης νύχτας, το μαύρο του τρένου, το μαύρο του τούνελ.

Δεν ήταν φόβος, τελικά, αυτό που αισθανόταν στην άκρη της πλατφόρμας. Ήταν έκσταση. Ήταν πιο εύκολο να ενδώσει παρά να αντισταθεί στη δίνη του ιλίγγου, στη δίνη του μαύρου. Η καρδιά του πηδούσε για λίγο κι έχανε έναν χτύπο, όπως όταν βρίσκεσαι στο τρένακι του λούνα παρκ στο πιο ψηλό σημείο – λίγα δευτερόλεπτα πριν βουτήξει στη μεγάλη κατηφόρα. Λίγα λεπτά πριν καταπιεί όλα τα χρώματα του κόσμου και γίνει ένα με το κάτω, πιο κάτω κι από καταγής.

Από εκείνο το απόγευμα που την ξαναείδε έχουν πια περάσει δεκάδες άλλα απογεύματα. Απογεύματα που συνεχίζει να αγνοεί τα ζευγαράκια, τις ταμπέλες, τις αφίσες, τα φυλλάδια και τους τύπους με χαρτοφύλακες. Έχει σταματήσει το μακάβριο παιχνιδάκι του. Αλλά, εκείνη τη σκέφτεται κάθε βράδυ. Οι δυο τους μοιράζονταν πια το ίδιο μυστικό: το μαύρο του τούνελ και τα χρώματα του Βαν Γκογκ.

 

 

 

 

 

* Η Βασιλική Μελετιάδου σπούδασε ξένες γλώσσες και μετάφραση στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και τα τελευταία χρόνια ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και κειμενογραφίας κι έχει δημοσιεύσει διηγήματά της σε λογοτεχνικά σάιτ και e-books.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top