Fractal

Θεατρικό μονόπρακτο: “Όσκαρ και Μίτσι”

Της Άννας Πετρίδου //

 

 

 

 

Όσκαρ και Μίτσι

Μίτσι: Πας ή έρχεσαι ρωτάει ενώ κοιτάζει επίμονα τα νύχια της και φυσά.

Όσκαρ: …….

Μίτσι: Σε ρώτησα κάτι,

Όσκαρ: Αυτή τη φορά το αποφάσισα, φεύγω για πάντα

Μίτσι: Αυτό το έχω ακούσει ένα εκατομμύριο φορές από τότε που σε παντρεύτηκα.

Όσκαρ: Αυτή τη φορά φεύγω οριστικά.

Μίτσι: Ώστε έτσι, φεύγει οριστικά ο κύριος. Και για που το έβαλες για να έχουμε καλό ερώτημα; Αν φύγεις, θα είσαι να σε κλαίνε οι ρέγγες. Βάζω στοίχημα ότι μέχρι αύριο το βράδυ, που θα σε κόψει η πείνα και το κρύο θα γρατζουνάς πάλι την πόρτα.

Όσκαρ:Ε, δεν υποφέρεσαι πια ακούς; Δεν αντέχω άλλο να σε βλέπω μπροστά μου.΄Ο,τι και να κάνω το αποκτυπάς. Ποτέ μου δε σ΄ αγάπησα.

Μίτσι: Γι΄ αυτό γύρναγες από δω και από κει με τη μια και με την άλλη; Αλλού έτρωγες και έπινες και αλλού πήγαινες και το έδινες. Νόμιζες, ότι δεν το είχα καταλάβει, ας φαίνομαι έτσι.

Όσκαρ: Ποτέ μου δεν σ΄ αγάπησα. Ας όψεται η μοίρα μου κι αυτός ο όρος τη διαθήκη του θείου μου του Κανέλου. Θα ΄χανα και το τελευταίο κεραμίδι και ό,τι άλλο είχε απομείνει από την κληρονομιά του μακαρίτη. Είχανε, βλέπεις, φάει ψωμί και καλαμάρι με τον πατέρα σου και του είχε τάξει ότι αν παντρευόμουν την κόρη του, δηλαδή εσένα την χοντροκώλα, θα μου ΄δινε προίκα όλη την κεραμοσκεπή για να στεφανωθούμε.

Μίτσι: Ας έπαιρνες τη Λίλυ που ήταν στα μέτρα σου, ξερακιανή κι αυτή σαν κι εσένα. Έβλεπα πως τη γυρόφερνες, πώς τριβόσουν στα πόδια της και την έγλειφες σαν βγαίναμε στο σοκάκι για γειτόνεμα. Εμείς πάντα σε καυγά καταλήγαμε.

Όσκαρ: Αυτή ήταν αδύνατη και δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ούτε ένα κεραμίδι δεν είχε.

Μίτσι: Ούτε και εσύ θα είχες αν δεν βρισκόμουν εγώ. Όχι περιουσία, ούτε στη λεωφόρο απέναντι δεν θα μπορούσες να κυκλοφορήσεις. Και μου ‘λεγες ότι μ΄ αγαπάς και θα με αγαπάς για πάντα. Κι ότι βασίλισσα θα με΄χεις.

Όσκαρ: Ποτέ μου δεν σε αγάπησα…

Μίτσι: Μου ‘χες πει όμως ότι θα με αγαπάς για πάντα. Αν φύγεις εγώ πρέπει να σε αρχίσω στο ξύλο. Να σε ξεσκίσω, πρέπει. Όλα τα χρέη σου φορτώθηκα όσα χρόνια ζούσαμε μαζί για να μη σου βγει το όνομα, και πουν ότι δεν άξιζες ούτε χάδι. Ένας μονοφαγάς ήσουν. Ήταν να μην πιάσεις ποντίκι στο στόμα, μόνος σου το καταβρόχθιζες.

Απλώνει την παλάμη προς τα πάνω και σηκώνεται από τον καναπέ. Τον πλησιάζει αγριεμένη … ο Όσκαρ γουργουρίζει και ακουμπά στο πάτωμα…

Μίτσι: Άντε , δρόμο τι κάθεσαι; Νομίζεις ότι θα κλάψω, ότι θα σε παρακαλέσω.

Σηκώνει την τρίχα και τον πλησιάζει περισσότερο ακόμη

Μίτσι: Αν φύγεις θα σε σκίσω, λέει πιο αποφασιστικά.

Σταματά απότομα, κάνει μία στροφή και γυρνά πίσω και σκαρφαλώνει στον καναπέ. Αναπηδά πάλι και στέκεται όρθια, χτυπώντας ρυθμικά τις πατούσες στο πάτωμα…

Μίτσι: Δεν μας λες κατά που σκέφτεσαι να πας;

Όσκαρ: Θα πάω…θα πάω στις Κουκουβάουνες, θα πάω να ανοίξει το μάτι μου, το μυαλό μου. Οπουδήποτε θα πάω να πάρω καθαρό αέρα. Πνίγομαι εδώ μέσα, πνίγομαι …

Λύνει τον κόμπο από τη γραβάτα…

Συνέχεια έλεγχο μου κάνεις, τι τρώω, τι πίνω, πού θα σκαρφαλώσω, με ποιους θα κάνω παρέα, τι θα αρπάξω

Τραβάει πιο κάτω τη γραβάτα …

Ποτέ μου δεν σ΄ αγάπησα…

Μίτσι: Μπα, και τι το πέρασες; Άκου τι λέει. Αν σε άφηνα μπορεί να έφερνες και τις γκόμενες εδώ, να γίνουμε πολλές. Εσύ παιδάκι μου δεν μαζευόσουν με τίποτα. Όλο να πηδάς σου αρέσει . Τι κάθεσαι; Μην στριμώχνεσαι άλλο. Φύγε, να πάρε και το λουρί σου και τράβα. Τράβα όπου θες.

Αρπάζει με το στόμα το λουρί που είναι στην πολυθρόνα και το πετάει στο πάτωμα…

Ποιος θα χάσει στο τέλος; Όοοοοχι, δεν θα σε ξεσκίσω να ρωτάνε όλοι γιατί το έκανε αυτό. Ένας παλιόγατος ήταν, που όλο παραμόνευε . Σκοτίστηκα στο κάτω κάτω αν θέλεις να φύγεις. Κουκουβάουνες εσύ; Μπαχάμες εγώ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top