Fractal

Διήγημα: “Πάρτι μασκέ”

Του Απόστολου Τριπικέλη // *

 

 

 

Την πρόσκληση για εκείνη την βραδιά έλαβα από ένα φίλο που είχα χρόνια να του μιλήσω. Υποψιάστηκα πως γύρευαν πολύ κόσμο, για να γεμίσει το μέρος, και το ποτό που θα έφερνα μαζί. Δε με πείραξε. Σκοπός ήταν να περάσω καλά και ένα πάρτι μασκέ δεν ήταν άσχημη ιδέα.

Ο παλιός φίλος μού είπε πως η όλη ιδέα του πάρτι θα ήταν αρκετά επίσημη. Κυριλέ χώρος, καλό ντύσιμο και μάσκα στο πρόσωπο. Γιατί όχι; σκέφτηκα και ξέθαψα το καλό μου κουστούμι. Μου έκανε ακόμα και δεν υπάρχει λόγος να κρύψω την ευχαρίστησή μου για αυτό.

Πήγα με ταξί στο πάρτι, μιας και δεν ήξερα ακριβώς πού βρισκόταν. Ο ταξιτζής ήταν ιδιαίτερα λιγομίλητος. Σε όποιο θέμα και να του έθιγα η απάντηση ήταν ναι και όχι. Ακόμα και όταν, σα τελευταία καταφυγή του σχολίασα την οδική συμπεριφορά των γύρω, σίγουρος ότι αυτή την φορά θα του αποσπάσω κάνα δυο κουβέντες παραπάνω, η απάντηση ήταν όντως. Ε λοιπόν, βαρέθηκα και χάζεψα έξω από το παράθυρο. Η μέρα δε μου είχε πάει και τόσο καλά. Όχι απαραίτητα και κάτι κακό αλλά τίποτα το ενδιαφέρον. Τίποτα που να προσδώσει κάτι το ιδιαίτερο. Έτσι, λοιπόν, περίμενα πώς και πώς το βράδυ. Η πρόσκληση πρότεινε ώρα προσέλευσης δέκα. Κοίταξα το ρολόι. Έντεκα και τέταρτο. Μια χαρά είμαστε. Θα απέφευγα την αμηχανία του να είμαι μόνος σε ξένο περιβάλλον. Άσε και το ότι θα έδειχνα απελπισμένος.

“Είκοσι δύο και εβδομήντα”.

Του έδωσα είκοσι πέντε και προθυμοποιήθηκε να μου κρατήσει από μόνος του το πουρμπουάρ του υπολογίζοντας κατάλληλα τα ρέστα. Δε το σχολίασα και κατέβηκα από το αμάξι. Το κρύο σάρωνε και ευθύς ευχήθηκα να φορούσα κανένα πιο ζεστό παλτό. Ευτυχώς μόλις χτύπησα το κουδούνι, η πόρτα άνοιξε. Ή για να είμαι πιο ειλικρινής την πόρτα μου την άνοιξε μπάτλερ. Ομολογώ ότι δε περίμενα να δω ποτέ μου μπάτλερ αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι ταίριαζε απίστευτα στο χώρο. Μάρμαρα στόλιζαν τους τοίχους. Πίνακες και σκαλιστά έπιπλα έδιναν τις δικές τους πινελιές στην αίθουσα. Μια μεγάλη μαρμάρινη σκάλα στο βάθος οδηγούσε στους πάνω ορόφους. Όλη η σάλα ήταν γεμάτη με κουστουμαρισμένους άντρες και γυναίκες με εντυπωσιακές τουαλέτες. Απαλή τζαζ μουσική, συμπλήρωνε αυτόν τον καμβά με τον δικό της τρόπο. Όποιος το σκέφτηκε αυτό έχει πολύ γούστο, σκέφτηκα. Και πολύ χρήμα, συμπλήρωσα. Έδωσα στον μπάρμαν το μπουκάλι ουίσκι που είχα φέρει και με ρώτησε αν ήθελα να πάρει το σακάκι μου. Τον ευχαρίστησα αλλά αρνήθηκα. Ακόμα υπήρχε μια ψύχρα αν και οι υπόλοιποι δε μπορείς να πεις ότι είχαν ντυθεί και ζεστά. Ιδίως οι γυναίκες. Αλλά, θα μου πεις, μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος; Και αν δε δείξουμε λίγο μπούτι, στήθος και πλάτη, τότε για ποια κάλλη μιλάμε; Προχώρησα προς το κέντρο της σάλας. Εκεί είδα έναν του υπηρετικού προσωπικού να έρχεται με έναν δίσκο και ποτήρια ουίσκι πάνω. Δεν έχασα ευκαιρία και πήρα ένα.

Προσπάθησα να αναγνωρίσω πρόσωπα γύρω αλλά δε μπορώ να πω ότι είχα και την φοβερή επιτυχία. Στο κάτω κάτω όμως με τον παλιό αυτό φίλο είχαμε ελάχιστους κοινούς γνωστούς. Όπως περιφερόμουν, ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο. Γύρισα και τον είδα αυτοπροσώπως για πρώτη φορά εδώ και κάποια χρόνια. Αγκαλιαστήκαμε και ρωτήσαμε ο ένας τον άλλο τα νέα του. Όταν μου είπε ότι είναι πλέον υψηλόβαθμο στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία, παντρεμένος και με δύο παιδιά, μπορώ να πω με σιγουριά ότι ένιωσα πολύ άβολα. Εγώ δεν είχα κάνει βήμα εδώ και πόσα χρόνια. Δούλευα και γω, του είπα, παραβλέποντας το ότι οι δουλείες που έκανα ήταν αυτές που είχα και στα είκοσί μου, είχα μια σοβαρή σχέση με μια καλή κοπέλα, δε χρειάστηκε να του πω ότι η καλή κοπέλα με παράτησε γιατί όπως είπε χαρακτηριστικά ό,τι έπιανα το μετέτρεπα σε σκατά, και είχα το δικό μου σπίτι, σαράντα τετραγωνικά και απλά πλήρωνα κάτι που το λένε ενοίκιο. Λεπτομέρειες όμως αυτές.

Μου έκανε εντύπωση το πόσο χάρηκε με τα νέα μου και ταυτόχρονα μου δημιούργησε τύψεις για τα ψέματα που του είπα. Καθησύχασα όμως τον εαυτό μου με το ότι δεν είπα ψέματα, μόνο μισές αλήθειες. Τον ρώτησα ποιος διοργάνωσε αυτό το πάρτι.

“Το αφεντικό μου. Βρήκε καινούργια σύντροφο και θέλει να εντυπωσιάσει”, μου είπε γελώντας. Η φωνή του πάντως είχε χαμηλώσει τόσο ώστε να μην ακουστεί στους γύρω.

“Και να υποθέσω ήθελε να μαζευτεί όσο περισσότερος κόσμος γίνεται, ε;”.

Κοκκίνισε ελαφρά. “Έτσι είναι. Η αλήθεια όμως είναι ότι καιρό τώρα ήθελα να σε δω και να μάθω νέα σου. Πόσος καιρός πέρασε; Δέκα χρόνια;”.

“Και βάλε θα έλεγα”.

Μια γοητευτικότατη γυναίκα ήρθε και του ψιθύρισε στο αυτί.

“Από δω η γυναίκα μου, η Ελισάβετ”. Και γυρίζοντας προς το μέρος της με σύστησε και μένα. “Και τώρα με συγχωρείς αλλά με καλεί το καθήκον!”, μου είπε γελώντας. “Κάνε τη βόλτα σου και θα τα πούμε πάλι”.

Πήρα ένα ακόμα ποτήρι από τον περιπλανώμενο δίσκο αφήνοντάς του το άδειο, πλέον, δικό μου. Λίγο λίγο η μουσική άρχισε να αλλάζει. Παλιά ροκ κομμάτια έκαναν την εμφάνισή τους, κυρίως της πιο underground σκηνής. Joy Division, Waterboys, Radiohead και άλλοι. Άνοιγα δρόμο μέσα από τον κόσμο τριγυρίζοντας άσκοπα. Ορισμένοι είχαν ντυθεί κάτι συγκεκριμένο κρατώντας όμως το καλό τους ντύσιμο. Όπως η δεσποινίς catwoman με την βραδινή τουαλέτα. Το σκέφτηκα και αποφάσισα πως μου άρεσε και αυτή η εκδοχή. Αρκετά ομολογώ.

Πλησιάζοντας στην άκρη της αίθουσας, είδα μια παρέα μασκαράδων. Αν όχι για όλη μου τη ζωή, τότε σίγουρα για τα δεδομένα της αίθουσας, ήταν το πιο πετυχημένο που είχα δει. Σε έναν επιβλητικό, σκαλιστό θρόνο, καθόταν ένας άντρας ακαθορίστου ηλικίας. Θα μπορούσε να είναι τριάντα αλλά και. Κάτι στο βλέμμα του όμως τον έκανε πολύ μεγαλύτερο. Σίγουρα ήταν πολύ γοητευτικός όμως. Το μαλλί του ήταν στρωμένο πίσω και στους κροτάφους γκρίζαρε ελαφρά. Το κοστούμι του φαινόταν να είναι το ακριβότερο μέσα στην αίθουσα της χλιδής. Καθόταν σταυροπόδι και στο ύφος του ήταν χαραγμένη η απάθεια για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Το σύνολο ολοκλήρωνε ένα μαύρο μπαστούνι με μια ασημένια νεκροκεφαλή στην κορυφή του.

Δίπλα του, σε ένα θρόνο εξίσου όμορφο αλλά μικρότερο, καθόταν μια πανέμορφη κοπέλα. Μαύρο μακρύ μαλλί ήταν ριγμένο στον έναν της ώμο αφήνοντας ακάλυπτο τον μακρύ της λαιμό. Η μαύρη τουαλέτα άφηνε ασκέπαστο τον άλλο ώμο. Καθόταν επίσης σταυροπόδι και ένα σκίσιμο στο φόρεμα, αποκάλυπτε το υπέροχο πόδι της. Αν όμως κοιτούσες τα μάτια της, σε διαπερνούσε ένα φοβερό ρίγος. Τα χείλη της είχαν σχηματίσει μια λεπτή γραμμή εξαιτίας του τρόπου που τα πίεζε. Σου έδινε να καταλάβεις πως τίποτα σε αυτή την αίθουσα δε μπορούσε να την πλησιάσει, να την αγγίξει. Ήταν χαμένη στην απομόνωση της γοητείας της.

Από την άλλη μεριά του άντρα, όρθια, στεκόταν μια λευκοντυμένη γυναίκα. Ίσως δεν είχε την ομορφιά της προηγούμενης, είχε σίγουρα όμως πολύ μεγαλύτερη γλυκύτητα. Το φόρεμά της ήταν ριχτό, σε αρχαιοελληνικό στυλ και στα πόδια της είχε σανδάλια. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και πλεγμένα σε μια κοτσίδα που έφτανε ως τη μέση της. Είχε κάτι που, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους, σε έκανε να θες να πας να της μιλήσεις. Μετά όμως πρόσεξα πόσο πανικόβλητη φαινόταν. Για κάποιο λόγο φώναζε στον άντρα, όχι με θυμό, αλλά με ολοφάνερο τρόμο. Αυτός, από την άλλη, δε την κοιτούσε καν. Δε φαινόταν ούτε να την ακούει.

Παρατήρησα ότι όλη αυτή την ώρα, όχι μόνο τους κοιτούσα με τρόπο απροκάλυπτο, αλλά είχα προκαλέσει και το βλέμμα του μαυροντυμένου και ντράπηκα για την αγένειά μου. Γύρισα απότομα από την άλλη και απομακρύνθηκα ανοίγοντας πάλι δρόμο ανάμεσα στον κόσμο. Σε μια μεριά της αίθουσας, είχε μια μεγάλη μπάρα με barman πίσω της. Είδα ένα ελεύθερο σκαμπό και αποφάσισα ότι δε θα ήταν κακή ιδέα να καθίσω και λίγο. Άφησα το άδειο μου ποτήρι και με ρώτησε αν θα ήθελα ένα ακόμα. Του αρνήθηκα.

“Τελείωσε νωρίς το πάρτι, ε;.

Στράφηκα προς την κατεύθυνση από όπου ήρθε η φωνή. Είχε μια ελαφριά βραχνάδα που της προσέδιδε μεγάλη γοητεία. Όταν είδα την πηγή, ξέχασα εντελώς τη φωνή. Πόσο όμορφη μπορεί να γίνει μια γυναίκα όταν φορέσει ένα καλό φόρεμα… Αν και πάω στοίχημα πως η συγκεκριμένη και τη στολή του Αϊ Βασίλη να φορούσε θα ήταν πανέμορφη. Όπως και να χει αποφάσισα να πηγαίνω πιο συχνά σε πάρτι όπου επιβάλουν το καλό ντύσιμο.

“Μάλλον ήπιες πολύ, ε;”, μου είπε γελώντας. Γάργαρο, ευχάριστο γέλιο. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με θάμπωσε περισσότερο. Τα μάτια της; Τα χείλη; Το μαύρο μαλλί που φαινόταν να μη τελειώνει ποτέ; Αποφάσισα πως είχα ήδη γίνει πολύ ρεζίλι για να χάσω και άλλο χρόνο ώστε να το σκεφτώ. Γέλασα και γω και της έδωσα το χέρι λέγοντάς της το όνομά μου.

“Ιωάννα”. Η παλάμη της ήταν ζεστή και χάθηκε μέσα στη δικιά μου.

“Δεν ήπια πολύ”, της είπα γελώντας. “Απλά ώρες ώρες χάνομαι”. Και σαν απόδειξη, παρήγγειλα δύο ποτήρια ακόμα. Είχα παρατηρήσει ότι δεν έπινε τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το ουίσκι με έκανε να ντρέπομαι για το φθηνό της σειράς που έφερα εγώ, όσο και αν το απολαμβάνω υπό κανονικές συνθήκες. Δε νομίζω ποτέ να είχα ξαναπιεί κάτι τόσο ωραίο. Υπέθεσα όμως πως η τιμή του θα είναι ανάλογη του χώρου, ανεξάρτητα από το πόσο πλουσιοπάροχα το μοιράζουν. Όταν όμως ο ηλικιωμένος θέλει να εντυπωσιάσει την καινούργια, νεαρή του σύντροφο, το τελευταίο που θα υπολογίσει θα είναι η τσέπη του που αλαφραίνει αντιστρόφως ανάλογα με την αγάπη της συζύγου. Αποφάσισα ότι δεν ήταν ώρα να τον λυπηθώ.

“Στην υγεία σου λοιπόν!”.

“Στην υγειά μας”, μου απάντησε και για άλλη μια φορά θαύμασα τα μάτια της που με κοιτούσαν καθώς τα χείλη της φιλούσαν το ποτήρι. Ένιωσα ένα ελαφρύ μούδιασμα και χαμογέλασα για να εκτονωθεί.

“Λοιπόν; Πώς και από δω;”.

“Φίλη της οικοδέσποινας. Εσύ;”.

“Φίλος φίλου του οικοδεσπότη”. Καλύτερα, είπαμε, η μισή αλήθεια, ε;

“Αλήθεια; Ποιανού;”.

“Του Αργύρη. Του Παπαϊωάννου”.

“Σοβαρά μιλάς; Πολύ καλό παιδί! Και την Ελισάβετ συμπαθώ πολύ. Φαίνεται πολύ καλή κοπέλα”.

Συμφώνησα, ένιωσα όμως ένα άσχημο προαίσθημα. Δε μου άρεσε το πώς εξελισσόταν η κουβέντα.

“Και τα παιδιά τους είναι γλυκύτατα!”. Να τα μας…

Συμφώνησα και πάλι και απομάκρυνα το θέμα όσο ήταν ακόμη καιρός.

“Εσύ από πού τους ξέρεις;”.

“Από άλλες δεξιώσεις που έχουν γίνει”.

“Είναι καιρό μαζί το ζευγάρι; Των οικοδεσποτών”.

“Δε θα το έλεγα. Γύρω στον ενάμιση χρόνο”.

Κατάλαβα ότι η κουβέντα θα εξελισσόταν σε άσκοπο κουτσομπολιό και δεν είχα κάτι να κερδίσω από αυτό.

“Μάλιστα… Εσύ με τι ασχολείσαι;”.

“Γραφίστρια είμαι. Σε μια διαφημιστική εταιρεία δουλεύω τώρα. Εσύ;”.

“Σε ξενοδοχείο δουλεύω”. Και πάλι δε μου άρεσε η τροπή που είχε πάρει η κουβέντα. Ήμουν τελείως εκτός του κύκλου μου και προσπαθούσα να μη φανεί η αμηχανία μου. Ήπια άλλη μια γουλιά και συνειδητοποίησα ότι είχα αδειάσει σχεδόν και αυτό το ποτήρι.

“Αλήθεια; Σε τι θέση;”. Τέλεια…

“Μετρ είμαι”. Έχει μια διαφορά με τον σερβιτόρο αλλά τουλάχιστον είναι στον ίδιο κλάδο.

“Αλήθεια; Πού;”.

“Μυτιλήνη”. Έχει μεγάλη διαφορά με το Σούνιο αλλά φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά.

“Α! Εδώ δίπλα!”.

Γέλασα. Περισσότερο από ανακούφιση.

“Ναι. Δουλεύω σεζόν εκεί”.

“Μάλιστα! Ωραία η Μυτιλήνη;”.

“Ναι αμέ!”. Ευτυχώς που πήγα και ξέρω να χειριστώ το θέμα.

“Δεν έχετε θέμα με τους πρόσφυγες;”.

“Είναι κυρίως από την άλλη άκρη του νησιού. Δεν έχουμε τόση επαφή”.

“Μια χαρά τότε. Και εδώ πού μένεις;”.

“Κορωπί. Εσύ; Εδώ κοντά;”.

“Λυκαβηττό”.

“Μια χαρά είσαι!”.

Αντί για απάντηση ήπιε άλλη μια γουλιά. Η συζήτηση είχε αρχίσει να χωλαίνει πολύ επικίνδυνα. Γιατί πάντα μου ήταν τόσο δύσκολο να κατευθύνω μια σωστή συζήτηση με μια γυναίκα; Κοίταξα γύρω στην αίθουσα. Ανάμεσα από τον κόσμο διέκρινα την τριάδα στην άλλη άκρη της αίθουσας. Θα έπαιρνα όρκο ότι ο άντρας με κοιτούσε ακόμα. Τους έδειξα στην Ιωάννα δείχνοντάς της τον ενθουσιασμό μου για το ντύσιμό τους.

“Δε τους βλέπω”, μου είπε με μισόκλειστα από την προσπάθεια μάτια.

Πλησίασα προς το μέρος της για να δω από τη δική της οπτική γωνία. Όντως δε φαινόντουσαν τώρα. Την τράβηξα προς το μέρος μου για να τους δει αλλά τους είχε πλέον κρύψει ο κόσμος. Ένα απαλό άρωμα με τύλιξε και χωρίς να το σκεφτώ ακούμπησα τα χείλη μου στο λαιμό της. Δεν αντέδρασε και την φίλησα αφήνοντας το άρωμα να με μεθύσει. Έγειρε ελαφρά το κεφάλι προς τα πίσω μεγαλώνοντας την επιφάνεια του λαιμού. Με το ένα μου χέρι της έπιασα το δικό της και με το άλλο της χάιδεψα το μάγουλο. Γύρισε προς το μέρος μου και τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά μου. Το κυριότερο συναίσθημα που με πλημμύρισε ήταν αυτό της ικανοποίησης του κυνηγού όταν πετυχαίνει το θήραμά του. Όσο ποταπό και αν ακούγεται, αυτή ήταν η αλήθεια. Το χέρι της πέρασε στο σβέρκο μου και με χάιδευε. Όταν απομακρύνθηκαν τα χείλη της, ένα χαμόγελο είχε χαραχθεί πάνω τους. Θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν χαμόγελο κυνηγητικής ικανοποίησης.

Παρήγγειλα ένα καινούργιο γύρω ποτών αλλά ακύρωσε το δικό της.

“Συγγνώμη αλλά θα πρέπει να φύγω. Έχει πραγματικά περάσει η ώρα και έχω δύσκολη μέρα αύριο”.

“Μιλάς σοβαρά; Τώρα θα φύγεις;”.

Γέλασε.

“Μη φοβάσαι. Θα ξαναβρεθούμε”, είπε και μου έκλεισε το μάτι συνδυάζοντάς το με ένα χαμόγελο.

“Θα μου δώσεις τουλάχιστον το τηλέφωνό σου για να κανονίσουμε;”.

“Αν είναι γραφτό να βρεθούμε και πάλι, τότε απλά θα προκύψει. Στο κάτω κάτω κοινές παρέες έχουμε”. Με φίλησε και άρχισε να απομακρύνεται.

Ναι, σκέφτηκα, κοινές παρέες. Ήπια με μια γουλιά το μισό από το καινούργιο ποτήρι. Κοίταξα τον barman, σίγουρος ότι θα τον δω να χαμογελά με την κατάντια μου. Ήταν απόλυτα σοβαρός, λες και είχε βγει από ταινία του James Bond. Κοίταξα το ρολόι και είδα με έκπληξη ότι η ώρα είχε πάει έξι και τέταρτο. Μάλλον δε θα πείραζε να φύγω και γω. Κάλεσα ταξί και με ενημέρωσαν ότι θα ήταν απ’ έξω σε κανένα εικοσάλεπτο. Τελείωσα το ποτήρι, πήρα ένα καινούργιο και σηκώθηκα μήπως και βρω τον Αργύρη. Μόλις σηκώθηκα ένιωσα τον κόσμο να γυρίζει και μαζί και το στομάχι μου. Στηρίχτηκα στην μπάρα για να βρω την ισορροπία μου και προχώρησα. Μάλλον ήπια κάτι παραπάνω αλλά τέτοιο ουίσκι είναι αμαρτία να το αφήσεις να πάει χαμένο. Σκέφτηκα να προχωρήσω προς την μεταμφιεσμένη τριάδα αλλά έπιασα τον εαυτό μου να είναι νευρικός με την ιδέα. Τον κορόιδεψα αλλά παρ’ όλα αυτά δε πλησίασα προς τα εκεί. Έψαξα τον παλιό μου φίλο αλλά δε τον βρήκα πουθενά. Θα είχε γυρίσει στα παιδιά του λογικά. Χτύπησε το κινητό μου και με ενημέρωσαν πως το ταξί μου είχε φθάσει.

Όταν μπήκα μέσα, ο ταξιτζής ήταν εμφανώς νυσταγμένος.

“Δύσκολη νύχτα;”.

“Και μακριά φίλε μου”.

Τον συμπάθησα τον τύπο. Έβγαζε μιαν αυθεντικότητα. Ίσως γιατί πάλευε και αυτός για το ψωμί του.

Το όχημα βρέθηκε σε ένα ύψωμα από όπου μπορούσες να δεις όλη την Αθήνα και από πάνω της το μεγαλείο της ανατολής.

“Πάντα θαυμάζω αυτά τα χρώματα”, μου είπε.

Έμεινα συλλογισμένος. Η φύση για να λειτουργήσει χρειάζεται θυσίες. Είχα ακούσει πως ορισμένες φυλές ιθαγενών θυσίαζαν κόσμο για να ανατείλει ο Ήλιος. Ποιος ο λόγος; Η φύση το κάνει από μόνη της. Ο ουρανός άρχισε να γεμίζει με το αίμα όσων έπεσαν μέσα στη νύχτα. Μια πιτσιλιά στην αρχή, που άρχισε όμως να απλώνεται και να απλώνεται ώσπου κάλυψε όλο τον ουρανό. Και όταν ο ουρανός ρούφηξε ευχαριστημένος το αίμα της θυσίας, ο ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει.

Ίσως να κοιτούσε και ο οδηγός αυτό το μαγικό θέαμα. Ίσως απλά να τον πήρε ο ύπνος. Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει είναι πως δεν είδε τη νταλίκα που ερχόταν. Αυτός δε τραυματίστηκε σοβαρά. Μια διάσειση μόνο.

Τι όμορφος που είναι στ’ αλήθεια ο ήλιος το ξημέρωμα…

 

 

 

* Ο Απόστολος Τριπικέλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991 και εργάζεται σαν αρτοποιός και ζαχαροπλάστης. Στον ελεύθερό του χρόνο γράφει διηγήματα και ποιήματα ορισμένα από τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top