Fractal

Διήγημα: “Ο βουτηχτής και ο κάλφας”

Της Καλλιόπης Πολενάκη //

 

 

 

 

Ο βουτηχτής και ο κάλφας

 

 

Την είδε και τότε και μόνο τότε ένιωσε πως μέχρι εχθές έστεκε τυφλός και τώρα και μόνο τώρα βρήκε και ανακάλυψε τα εφτά χρώματα του θείου τόξου, τα χρώματα της πέτρας και της γης, τα μαγεμένα της θάλασσας χρώματα. 

Στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ βρέθηκε και εξέπλυνε τα ανάξια μάτια του με αγίασμα. 

Και μεμιάς η ομίχλη σκίστηκε στα δυο, και ο αχός από φαρί που άκουγε μα δεν είχε δει, κάθησε. 

Και είδε. 

Για πρώτη του φορά είδε και δεν εκοίταξε. 

Ποιος ξέρει να μου πει αν ήταν ψηλή είτε λιγότερο, αν είχε μαύρο το μαλλί είτε και όχι, αν η γενιά της ήταν από το ψηλό βουνό ή αν κρατούσε από την θάλασσα. 

Όσα έπρεπε να ειδωθούν και όσα είδαν τα δικά του μάτια ήσαν δυο μάτια θάλασσα και ένας λαιμός αλάβαστρο όπου, ένα στολίδι όχι φτωχό, όχι ταπεινό μα, βασιλικό και αντάξιο περίμενε να βρει τη θέση του. 

Δυο μάτια θάλασσα που σε βυθούς του πόθου, του έρωτα και του χαμού, σαν το αγκίστρι τον κάρφωσαν και εκεί, στα μαύρα δώματά της τον εκράτησαν και καλοδεχούμενο και καλοδεμένο. 

Δεν ήταν ανάγκη καμία να μιλήσουν. 

Ούτε του είπε ούτε και ποτέ της είπε λόγο κανένα, λέξη καμιά που να μπορεί να ειπωθεί τώρα, έπειτα από χρόνους εκατό ή χίλιους… 

Μάγια τους έδεσαν σφιχτά και τα μάγια έγιναν θηλιές και τα χέρια φτερούγες θαλπερές που μέσα τους βρήκαν απάγκιο και αγαπήθηκαν εις τους αιώνας των αιώνων. 

Εκείνη είχε ευλογηθεί με ομορφιά και καλοσύνη, με ομορφιά και αγκαλιά χρυσή που, μέσα της μπορούσε να σου χαρίσει το γλυκύτερο μέλι και το χρυσάφι των Κόσμων όλων. 

Μα η τελευταία Μοίρα που την μοίρωσε ξέχασε να της δωρίσει την λαλιά. 

Αυτή της έλειπε, αυτή και που την ανύψωσε στα μάτια του Βουτηχτή που ο μόνος ήταν που άξιος εστάθη και αξιώθη. 

Πόσο φτωχά να ακουστούν τα λόγια, τι να σταθεί ψηλότερα από τις ματιές του έρωτα και τις σαϊτιές του που, ποτέ μα ποτέ δεν είναι φαρμακερές. 

Γλυκές ναι, φωτεινές πάντα, ματωμένες ναι μα, φαρμακερές ποτέ. 

Τα μάτια της είδαν στα δικά του την ευγνωμοσύνη στους Αγγέλους όλους και το «ευχαριστώ» του σε όλο του το ύψος μα και την ένδεια σαν εστάθη εμπρός της, και τούτες οι ματιές ποτέ δεν θα ξεχαστούν, ποτέ στην λήθη δεν θα κρυφτούν, ούτε όσο έζησαν εκείνοι, ούτε για όσο είναι το δικό μου γραμμένο να ζήσω εγώ, ο Γραφιάς. 

Δεν της μίλησε ποτέ γιατί εκείνη δεν θα είχε στο τριανταφυλλόστομα απάντηση να δώσει. 

Κουβέντα ούτε μια δεν επετάρισε από τα χείλη του που φιλί έδιδαν και φιλί εδέχονταν, ωσάν τα Άχραντα Μυστήρια. 

Και αν από τα δικά της χείλη βγήκε αναστεναγμός, ποτέ και τούτος δεν ακούστηκε, και αν έγινε έτσι, ποιος είμαι εγώ ο τιποτένιος να ξεφανερώσω τα αφανέρωτα, να ομολογήσω τα ανομολόγητα; 

Και αν όσα έγιναν απόμειναν κρυμμένα ποιος είμαι εγώ ο ανάξιος που θα ξεμανταλώσω τις θύρες τους και στάχτη θα κάμω τα μυστικά τους; 

Άλλος αποφάσισε από εμένα πριν και από εκείνους πρωτύτερα. 

Και εγώ που όλα τα είδα τότε και τα ομολογώ τώρα, πώς γνωρίζετε αν κάποιος μου τα είπε φωναχτά ή εκεινής το βλέμμα… 

Είπαν πολλά και όλα με φαρμάκι ραντισμένα , πως τάχα εκείνη ήταν μάγισσα και τον πλάνεψε να του πάρει τη μιλιά, όλοι, όλοι εκτός από έναν μικρό κάλφα που μία και μόνη φορά που τους έφερε ο δρόμος να συναντηθούν, ούτε μια ματιά δεν τους έριξε, μόνο ίδρωνε και ξίδρωνε πάνω από τον χρυσό και τα κοπίδια του. 

Πρώτα μίλησε του κάλφα να δώσει την παραγγελιά του. 

– Πολύ θα σου κοστίσει, κόπος πολύς Άρχοντα, κόπος πολύς… και το βούτηγμα μα και η δουλειά μου, μπορείς; το αντέχεις το μακροβούτι; πολλοί δεν ανέβηκαν σωστοί, μάλλον θα πληρώσεις πριν τη βουτιά! 

 

Και του ακουμπά χρυσά φλουράκια είκοσι πάνω στον πάγκο του και τον σαϊτεύει ίσα στο βλέμμα, ίσα στην καρδιά! 

– Θεέ Μεγαλοδύναμε! 

– Ξεκινάμε κάλφα! 

Βρήκε μια βάρκα που είχε το γυαλί και στα βαθιά είπε στον βαρκάρη να τους φτάσει. 

Από κοντά πήρε και τον κάλφα, τον είχε ανάγκη. 

– Ποιο το μαργαριτάρι το ακριβότερο; 

– Το μαύρο. 

– Και είναι πού; 

– Στον βυθό τον πιο μαύρο. 

Πόσος ο καημός και το βάσανό σου πόσο; 

Πόσο βαθιά παίρνεις την αναπνιά σου; 

Πόσο δύνασαι μα και πόσο το λαχταράς; 

Τόσο και το βάθος. 

Από το γυαλί δες! 

Μαύρο, μαύρο το βάραθρο και η άμμος μαύρη από το γυαλί του εφάνη και εκεί, εκεί, πλάι στο βάραθρο, εκεί το είδε, μαύρο το κάλεσμα, μαύρος και ο θησαυρός του, μαύρο και το μαύρο του το δάκρυ. Ακριβό πολύ το δάκρυ ετούτο. 

Θεό και Αγγέλους παρακάλεσε να τον συντράμουν, την αναπνιά του βαθιά την επήρε και έκαμε την βουτιά. 

Τόσο το θέλησε, τόσο το μπόρεσε, τόσο το κατάφερε. 

Το καημένο καλφαδάκι σίγουρο ήταν πως ο Βουτηχτής δεν θα έβλεπε πάλι του ήλιου το χρυσό φως και έπιασε το μοιρολόι για 

Άρχοντα που εγνώρισε κόρη που δεν μιλιούσε 

αγάπησε και πνίγηκε γιατί την αγαπούσε . 

Αμούστακος, άμαθος από μοιρολόγια, φτωχά και λίγα τα λόγια του, ναι, ναι, φυσικά εγώ σαν Γραφιάς θα μπορούσα εύκολα να σας πω άλλα πως έλεγε, να κάνω την αλήθεια μύθο, ψέμα δηλαδή, μα «Γραφιάς» σημαίνει αλήθεια και μόνο αλήθεια! 

Μα να, εκεί που έκλαιγε ο κάλφας, ο Βουτηχτής εφάνη στον αφρό δίχως να πάρει βαθιά ανάσα (σημάδι πως δεν του έλειψε ο αέρας) και ανέβηκε στη βάρκα με το γυαλί. 

Στεγνός ήταν μα ο κάλφας με τα βρεγμένα μάτια ούτε που το κατάλαβε. 

Ο βαρκάρης όμως είδε μα όσο και αν τον ρώτησε μιλιά δεν έβγαλε από τα χείλη του, μόνο κρατούσε τους θησαυρούς στα χέρια του σφιχτά. 

Να πίστευε ο άπιστος τι από όλα; 

Τις θεόρατες φτερούγες που τον κατέβασαν εκεί και ούτε λίγο πιο πέρα ούτε λίγο πιο δώθε, για τις δυο φτερούγες που αγκαλιά προφυλαγμένο τον κατέβασαν και την αναπνιά του την έκαμαν μακρύτερη και πιο βαθιά, όσο που έφτασε και επερίσσεψε στη βάρκα να ανεβεί; 

 

Δίχως λέξη, παρά μόνο κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια απόθεσε στα χέρια του μικρού κάλφα το θησαυρό του, όχι ένα, μα δυο πολύτιμα μαύρα μαργαριτάρια, ένα μικρό και ένα που δεν πρόλαβε ακόμη να μεγαλώσει, ακόμη… 

Τα υπόλοιπα δεν ήταν στο δικό του το κράτος, ο χρόνος μόνο τον ένοιαζε. 

– Πότε; 

– Σε ημέρες τρεις, ούτε μισή μέρα αργότερα, σε μέρες τρεις. 

– Γιατί εγώ Άρχοντά μου; κάλφας είμαι ακόμη, αν δεν το πετύχω και σπάσει μου; 

Ο μάστορας ακόμη με ραβδίζει σαν σπάσω κάτι φτηνότερο από τον δικό σου θησαυρό, και το ραβδί του είναι σίδερο, γιατί εγώ; 

 

– Γιατί και η καρδιά και το χέρι και τα μάτια σου είναι ακόμη αγνά, γιατί ήσουν ο ένας που δεν μας έδειξε, ναι, περάσαμε μπροστά σου όταν ίδρωνες να κολλήσεις μια πέτρα σαν αίμα κόκκινη σε έναν κρίκο χρυσό. Για αυτό και στα δικά σου χέρια ο δικός μου θησαυρός, και δίχως ραβδίσματα, το ξέρω πως θα το κάνεις σωστό για την Κυρά μου. Κάνε τα μαγικά σου κάλφα! 

Το καλύτερο που θα αγγίξουν ποτέ τα χέρια σου θα είναι αυτό, και ό,τι ονειρεύτηκα με ετούτο θα μοιάζει, να, στάσου να στο κάμω ζωγραφιά. 

Και παίρνει το μολύβι του κάλφα και με μανία πιάνει να ζωγραφίζει ίδια τα μαλλιά της καλής του,σγουρά και ανάκατα, «σύρματα πολλά θα τα κάμεις να! έτσι την ονειρεύτηκα ένα βράδυ πριν την ανταμώσω, να! έτσι το θέλω, με δάκρυ ένα από την μια μεριά του, να στέκει διστακτικό και το μικρότερο από την άλλη, για να έχει ισορροπία», του είπε. 

Ο κάλφας πρώτη φορά άκουγε τέτοια παραξενιά, μα κουβέντα δεν του γύρισε. 

Ετούτος ο παράξενος βουτηχτής ήταν αλλιώτικος, λέξεις παράξενες είχε στο στόμα του, δεν γελούσε, σχεδόν δεν μιλούσε, μα και όταν το έκανε λίγα καταλάβαινες. 

Το φεγγάρι του ζωγράφισε που είχε τη χλομάδα του προσώπου της μα, που όταν είναι γεμάτο σέρνει πίσω του δάκρυα με δισταγμό κανένα, ναι, το φεγγάρι ολόιδιο μα εκείνος άλλο έβλεπε, της Κυράς του τα μαλλιά. 

-Έτσι θα το κάμεις κάλφα, έτσι και μην ρωτάς τίποτα, απάντηση δεν έχω. 

Ο κάλφας έπεσε σε λογισμό, η λιανή του πλάτη είχε αρκετά σημάδια, μα ήσαν όλα τιμωρίες για την αδεξιότητά του, μα, ήσαν μόνο δεκατέσσερα τα λίγα χρόνια του και θαρρώ δεν ένιωσε ποτέ ποιος ο λόγος που ήρθε στη γη και για ποια τέχνη λεπτή προόριζε ο Θεός τα λιανά του δάχτυλα… 

 

Στο καλφάδικο όλα τα έκανε σωστά, έλιωσε τα είκοσι χρυσά φλουριά του βουτηχτή, να έχει άφθονο το χρυσάφι του και ως Γραφιάς αισθάνομαι λίγος και ανίκανος να περιγράψω ό,τι έπλασαν τα χέρια και τα εργαλεία του. 

Μόνο μια φορά κοίταξε το τσαλακωμένο χαρτί με τις μουτζούρες και μετά, Άλλος του κρατούσε και χέρια και εργαλεία, όσο να πλέξει τα σύρματα που ήσαν πολλά μα και στέρεα, και να φτιάξει θέσεις δυο, να φωλιάσει τα δυο μαύρα μαργαριτάρια, το πρώτο και το ύστερο… 

Ξενύχτησε δυο βραδιές, μα ούτε πείνα ούτε δίψα ένιωσε, μόνο μια ζέστα στα χέρια σαν άλλα χέρια να του τα κρατούσαν από φόβο μη θρυμματιστούν οι θησαυροί, και το τρίτο πρωί μήνυσε του Βουτηχτή πως ήταν έτοιμη η παραγγελιά του. 

Είδε και του άρεσε, ήταν ό,τι είχε στο όνειρό του δει ακριβώς, και όσο και να πεις διαφορετικό το όνειρο στο χαρτί, αλλιώτικο πλασμένο με χρυσάφι. 

– Ναι, του είπε, έτσι, λιτό και δωρικό! (ένα απλό «ναι»…) 

Τώρα είσαι αληθινός μάστορας, πάρε του δικούς σου καλφάδες και με την βοήθεια του Θεού ξεκίνα μικρέ μου! 

Του άφησε ένα μεγάλο σακούλι στον πάγκο, είχε μέσα φλουριάκια εκατό! 

Ο κάλφας τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και ήταν η δεύτερη φορά – δεν του χρειάστηκε άλλη – που ένιωσε πως από Αλλού ήταν και ο Βουτηχτής και τα χρυσά του, και η Κυρά του ήταν αλλιώτικη, και αν στα δικά του λιανοδάχτυλα εμπιστεύτηκε τέτοια παραγγελιά, Άλλος το είχε από πριν αποφασισμένο. 

Του φίλησε τα χέρια και του είπε «ευχαριστώ Αφέντη». 

- Άλλο ίδιο ποτέ δεν θα φτιάξεις ποτέ όσο 

ζεις και για κανέναν, πάντα θα σε βλέπω μάστορα! 

 

Σαν το παιδί του να κρατούσε το τύλιξε σε ένα πανί βελούδο σκούρο κόκκινο σαν του αθώου αμνού το αίμα και το άφησε στην ποδιά της. 

Η Κυρά τον κοίταξε στα μάτια βαθιά, το φόρεσε στον λευκό της λαιμό, τον πήρε από το χέρι και χώθηκαν στο δάσος. 

Εγώ ο Γραφιάς μόνο τούτα έχω την άδεια να σας πω, λέξη λιγότερη, κουβέντα περισσότερη, στέκω βουβός σαν την Κυρά μου και υποκλίνομαι μπρος στο θαύμα που έπλασε ο κάλφας. 

Βρήκε την σωστή μεριά στον άσπρο της λαιμό, εκείνη καθρεφτιζόταν στη θάλασσα με τις ώρες και απόμεινε μαγεμένη να θωρεί, να θαυμάζει, να απορεί και να μην πιστεύει. 

Το άγγιζε, το χάιδευε και το χρυσό και τα δώρα του βυθού και ώρες ατέλειωτες χανόταν στο καθρέφτισμά της στα νερά. 

Σας είπα ο φτωχός Γραφιάς, λαλιά δεν είχε, μα είχε την άλλη όραση και έβλεπε όσα δεν μπορούν οι πολλοί, έβλεπε από πού ξεκινά το μονοπάτι της και μέχρι πού θα χανόταν. 

Σύντομα μα, πλάι στον Βουτηχτή της και αυτό ήταν κάτι που κανείς μας δεν μπορεί να καταλάβει μα ούτε και να μετρήσει σε χρόνο ανθρώπινο, βλέπετε, μάλλον ετούτη η όραση ήταν αντίδωρο και συγγνώμη από την τελευταία Μοίρα που ξέχασε να της δώσει την λαλιά… 

Και όλο και καθρεφτιζόταν στα νερά και όλο χαρά έφερνε στροφές γύρω του εαυτού της με τα χέρια ολάνοιχτα και ανέμιζαν τα σγουρά μαλλιά και τα έπαιρνε ο άνεμος και τα χάιδευε όσο του επιτρεπόταν… 

Και εκείνος την καμάρωνε και ονειρευόταν μέλλοντα και θυμόταν παρελθόντα… 

Μιλιά δεν είχε να του πει πως ετούτο είχε δει και εκείνη στο όνειρό της, ετούτο ήθελε, δώρο και σφραγίδα μαζί, το πιο όμορφο που άγγιξε ποτέ τον λαιμό της εκτός από τα χείλη του, μα αυτά ούτε εμένα αφορούν μα ούτε και εσάς να μη σας νοιάζουν. 

Ακούγονταν όμως από όλους τα γέλια του σαν βρισκόταν μαζί με την Κυρά. 

Και εκείνος το ήξερε, και εκείνος άυπνος σαν κυνηγάρης σκύλος την φυλούσε όταν κοιμόταν και την καμάρωνε σαν την έλουζε το ασημένιο φως της Μάγισσας Σελήνης, να κάνει σκιές με τα μακριά της ματοτσίνορα, και ευτυχής και πλήρης να κολυμπά στου ονείρου της τους Ωκεανούς. 

Κανείς δεν τους είδε ξανά, άκουγαν μόνο το άλογο του Βουτηχτή και το γέλιο του στο δάσος και είπαν πάλι λόγια πολλά, αφού ο κάλφας έγινε μάστορας και όλοι πίστεψαν την ιστορία του ακριβώς όπως σας την είπα και εγώ, μα εκείνοι την πλούτισαν με βρομιές, όσο να τους μοιάσει και από το ένα στόμα στο άλλο, «δαιμόνους» τους βαφτίσανε και ξεκίνησαν το κυνήγι. 

Ένα βράδυ, λοιπόν, που το φεγγάρι ασήμωνε τα πάντα ένα γύρο και η κακία ξεχείλισε σαν όχεντρας το φαρμάκι, πήραν δάδες αναμμένες και πήγαν στο δάσος να ξορκίσουν το κακό -ή να πνίξουν το καλό – μα λίγο πριν φτάσουν στην καλύβα που σε ολίγων αγνών τα μάτια φάνταζε παλάτι,σαν να τους φάνηκε πως είδαν Τον Αφέντη και την Κυρά στο άτι του επάνω να ανεβαίνουν με ένα άλμα μαγικό στον ουρανό, και να στέκει το φαρί σε μια ποτίστρα φτιαγμένη με αστέρια να! όπως κοιτάζετε λίγο πιο δεξιά, εκεί! 

 

Έτσι τους έμοιασε, μάλλον εκεί θα ήταν η δική του γωνιά φτάνω να σκέφτομαι και εγώ έπειτα από χρόνους εκατό και χίλιους, μάλλον εκεί και το σπίτι του Βουτηχτή και η σωστή θέση της Κυράς του. 

 

Και κάθε που έχει ξαστεριά, ακόμη και εσείς, αν φυσικά πιστεύετε ένα φτωχό γέρο Γραφιά, μπορεί να αξιωθείτε να ακούσετε όχι ένα μα δυο ευτυχισμένα γέλια, του Αφέντη μου και της Κυράς μου! 

Ευχαριστώ τον Κύριο που έζησα το θαύμα, ευχαριστώ τον Άγγελο που υπηρέτησε σωστά τον Βουτηχτή, ευχαριστώ που αξιώθηκα να μείνω άφωνος και εγώ μπροστά στης Κυράς την ομορφιά και να βυθιστώ στα μάτια της, μα ευχαριστώ και εσάς για την υπομονή σας και να ευλογείτε τον Κύριο που έφτασε η γραφή μου ως τις ημέρες σας και σας λέγω ξανά : «Γραφιάς σημαίνει αλήθεια και ποτέ παραμύθι..». 

Ευχαριστώ σας. 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top