Fractal

Η ανάσα ενός τόπου

Γράφει η Βασιλική Σιαφάκα //

 

Σοφία Γκλιάτη- Χασιώτη «Μεσόγεια & Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν», εκδ. ΑΩ

 

Το βιβλίο «Μεσόγεια & Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν» της Σοφίας Γκλιάτη -Χασιώτη με κείμενα δικά της, και κυρίως με δική της ανθολόγηση κειμένων του «Πεζοπόρου» Δημήτρη Χατζόπουλου, ένα βιβλίο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό της εποχής του μεσοπολέμου στα Μεσόγεια και με μια συνολικά άρτια επιμέλεια έκδοσης από τις εκδόσεις ΑΩ, αποτελεί κόσμημα για τη βιβλιοθήκη κάθε Αθηναίου και όχι μόνο.

Σ’ αυτό το βιβλίο με περίμενε μια έκπληξη. Αυτή της προσωπικής μαρτυρίας. Ήμουν ήδη εξοικειωμένη με αυτήν, αφού τα τελευταία χρόνια πήρα πολλές συνεντεύξεις από υπερήλικες καταγράφοντας τις ζωές τους και τις μαρτυρίες τους για τον ταραγμένο αιώνα που πέρασε. Η ανιδιοτελής ενασχόλησή μου με την Προφορική Ιστορία με έμαθε σε έναν νέο τρόπο «διαβάσματος» της Ιστορίας˙ αυτόν του βιώματος. Στο βιβλίο τούτο τον αναγνώρισα.

Η συγγραφέας δεν ανθολόγησε μονάχα έξοχα κείμενα για την ομορφιά της Αττικής γης, τον λατρεμένο της τόπο, αλλά «εφηύρε» μια τέλεια μηχανή του χρόνου˙ την αφήγηση του Χατζόπουλου. Είναι μια αφήγηση ζωντανή, μια φωνή παρούσα από το παρελθόν, σε απλή καθαρεύουσα, την επίσημη γλώσσα του Τύπου της εποχής. Είναι μια φωνή αναντικατάστατη που προσδίδει στο βιβλίο ένα μοναδικό ύφος, όπως αρμόζει στον τόπο. Δεν υπάρχει νοσταλγία. Δεν υπάρχει ίχνος ωραιοποίησης που προσδίδει η ανάμνηση. Η αφήγηση του Χατζόπουλου είναι η ενθρόνιση του παρελθόντος στο παρόν.

 

 

Συντροφεύω τον Πεζοπόρο και  σεργιανώ μαζί του τα Μεσόγεια ανακαλύπτοντας πως η πεζοπορία είναι ο σωστός τρόπος να προσεγγίσει κανείς τον τόπο και να τον παρατηρήσει. Η παρατήρηση απαιτεί προσοχή, χρόνο ανθρώπινου βηματισμού, αισθήσεις σε εγρήγορση. Η αφήγηση του Χατζόπουλου, τούτο το διαχρονικό μικροσκόπιο βιωματικής παρατήρησης έχει τέλεια εστίαση αντικειμένου.  Βουνά, άγνωστα στα βιβλία μας, όπως ο Λαυρεωτικός Όλυμπος, η Σκόρδη, το Πάνειο, η Μερέντα, το Βελατούρι, το Ομβρηόκαστρο, σπηλιές και θρύλοι , κοιλάδες, όμορφα φυσικά λιμάνια κι ακρωτήρια με θέα την Εύβοια και τους Πεταλιούς περνούν μπρος απ’ τα μάτια μου. Το τοπίο μοσχομυρίζει θυμάρι και φασκόμηλο, με κέδρα, πευκάκια , αγριοροδιές, ελιές, συκιές και μυγδαλιές. Μουριές, ιτιές και ροδοδάφνες. Γεράκια, πέρδικες, ορτύκια και τρυγόνια.  Πηγές με γάργαρα νερά.  Κωμοπόλεις, χωριά μέσα από καρόδρομους και αμαξιτές: ο Γέρακας, «ποίημα γαλήνης της ελαίας», η Κάντζα η «αμπελόφυτος» και «το θαύμα της μεγαλοκτημοσύνης», τα Σπάτα με το «ράθυμον ξάπλωμα στο ύψωμά των», το Μαρκόπουλο «θελκτικό με τους χαμηλούς λόφους του», τα Καλύβια σαν «φωλιά», η Κερατέα «με την καλήν πηγήν».  Το «θηρίο» του Λαυρίου. Οι καλλιέργειες της αμπέλου και του σταριού. Οι αρχαιότητες που άλλοτε φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη κι άλλοτε ανακαλύπτονται τυχαία από χωρικούς που στολίζουν μ’ αυτές τα σπίτια τους, απομεινάρια της ένδοξης ιστορίας των αρχαίων δήμων της Αττικής. Οι εκκλησιές, τα πιο σταθερά σημεία του χάρτη μετά τα βουνά, συχνά χτισμένες από θραύσματα κιόνων αρχαίων ναών που προϋπήρχαν στην ίδια θέση. Και τέλος … οι άνθρωποι της Αττικής.

Οι άνθρωποι. Μια αλλιώτικη «γεωγραφία». Η «ψυχή» και η ανάσα του τόπου. Βλέπω τον Χατζόπουλο να κουβεντιάζει μαζί τους δίπλα στη φωτιά, ώρα νυχτερινή, να τους βλέπει σαν γυρνούν κουρασμένοι απ’ τα χωράφια, να τον κερνούν στα πανηγύρια και τους γάμους τους, να τον φιλοδωρούν με «κλώνους δυόσμου, καρυδιάς και λεμονιάς», να του προσφέρουν «το έξοχον νερό των πηγαδιών» τους,  να καταστρώνουν μαζί του «καταδύσεις» σε σπήλαια. Άνθρωποι που δούλεψαν κι αξιώθηκαν τον τόπο που στα χέρια τους άνθησε. Αρβανίτες, απόγονοι των Πελασγών και ποιμένες, «τραχείς ως βουνίσιοι αλλά με παιδικώς αγαθήν καρδιάν». Δυο γλώσσες να μιλιούνται στη Mεσογαία, η κυρίαρχη αλβανική των αγροτών και η ελληνική των κτηνοτρόφων. Παίρνει η ζωή το χαρακτήρα της απ’ τη δουλειά και τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων. Το όργωμα. Ο θερισμός. Ο τρύγος. Άλλη ζωή. Ξένη ολότελα από τη δική μας.

«Επίμοχθος η δουλειά των θεριστών. Δουλεύουν από την χαραυγήν έως την εσπέραν. Μόνον μια ώρα ανάπαυσις το μεσημέρι δια φαγητόν και κρασί. Οι χωρικοί φυλάττουν το καλύτερον βαρέλι κρασιού δια το θέρος. Πολλοί πληρώνονται εις είδος, μια οκά σιτάρι την ημέρα, φαγητό και κρασί. Και όταν έχει φεγγάρι δουλεύουν και τη νύκτα. Το δροσερότερον θέρος τότε. Άνδρες, γυναίκες, σκύβουν φουχτώνουν τα στάχυα με το αριστερό χέρι , τα θερίζουν με το δρεπάνι που κρατούν στο δεξί.»

 

 

«Και με το ολόγιομο φεγγάρι, οι μουστιές έχουν ομορφιάν θαυμαστήν. Ασημένια θάλασσα γίνεται η μεγάλη αμπελόφυτος έκτασις. Κουρασμένοι οι τρυγηταί από την δουλειάν της ημέρας αναπαύονται, μιλούν, τραγουδούν. Αλλά δεν λείπει και την νύκτα η δουλειά. Ο μούστος φορτώνεται σε βαρέλια πάνω στα κάρα. Σειρά τροχοφόρων εις τους κοινοτικούς και δημόσιους δρόμους. Ευχάς ανταλλάσσουν οι άνθρωποι: «Και του χρόνου δεκαπλάσια».

«Τις μέρες του Σεπτέμβρη, όλη τη νύχτα η οδός Μεσογείων ήταν σαν να είχε πανηγύρι.. Με το φως του φεγγαριού, ατέλειωτες σειρές από κάρα, φορτωμένα με βαρέλια γεμάτα με τον εύγευστο χυμό των σταφυλιών, οδηγούνταν αργά προς την πρωτεύουσα.

Στην ησυχία της βραδιάς ακουγόταν ο μονότονος κρότος της ρόδας του κάρου, κάποιος αγωγιάτης τραγουδούσε τη χαμένη του αγάπη και στις ανηφοριές κτυπούσαν το καμτσίκι στον αέρα, να δώσει ώθηση στα κουρασμένα άλογα να περάσουν τη δυσκολία….»

 

 

Τα Μεσόγεια είναι σήμερα η προέκταση της πρωτεύουσας, μια εξέλιξη που δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δεν είχε αλλάξει τα τελευταία χρόνια τις μετακινήσεις ο  παράγοντας «ταχύτητα». Ο επιβάτης του Προαστιακού σιδηρόδρομου διατρέχει τη διαδρομή Παλλήνη, Παιανία – Κάντζα, Κορωπί  μέσα σε οκτώ μόλις λεπτά. Από τον Πειραιά ως το Μαρκόπουλο φτάνει κανείς σε λιγότερο από μία ώρα. Ο επιβάτης του αεροσκάφους στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» αρκείται να αναγνωρίσει το σχήμα της Αττικής ή της Εύβοιας κοιτώντας κάπως αφηρημένα από το μικρό του παράθυρο. Δεν υπάρχει χρόνος για αισθήσεις. Η ταχύτητα έχει σαρωτικό μάτι, μακροσκοπικό. Προσεγγίζουμε το περιβάλλον μέσα από το σκάφανδρο της τεχνολογίας.

Ετούτο το βιβλίο όμως μας επικοινωνεί μια άλλη αισθητική για τη ζωή και τις απολαύσεις της. Είναι η αγάπη  για τη φύση που μας περιβάλει και η οργάνωση μιας ζωής σε αρμονία με αυτήν. Είναι οι άνθρωποι και οι αξίες τους. Η σχέση τους με το παρελθόν και την ιστορία τους. Η αντίληψη της συλλογικής εργασίας, του μόχθου και της ανταμοιβής. Η αντίληψη της κοινότητας. Πράγματα ακριβά που φαίνεται να χάθηκαν με το «Βυσσινόκηπο» της Μεσογαίας, αλλά που ωστόσο  ελπίζουμε να ξαναβρούμε όταν γνωρίσουμε, αφουγκραστούμε και αναστοχαστούμε πάνω στην ιστορία του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top