Fractal

✩ Νέες εκδόσεις: 12 καινούργια βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Γιάννης Ξανθούλης «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη», εκδ. Διόπτρα, σελ. 400

Ένα απρόσμενο γράμμα από τη Γερμανία θα αναστατώσει τον Πετρόκαμπο. Το ξεχασμένο, όλο πέτρες και σκορπιούς, χωριό στην ενδοχώρα. Κάποτε διέθετε προοπτικές ευημερίας σαν κεφαλοχώρι, όμως μετά ακολούθησε κι αυτό τη μοίρα άλλων ελληνικών χωριών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μια αποκλειστικότητα άγνωστη στους πολλούς: την υπνοβασία. Με το γράμμα, απέκτησε και μια δεύτερη, χάρη στον αποστολέα, τον Απόστολο (Λάκη) Μπούγα, γιο της θρυλικής μαμής Σεβαστιανής, που είχε αναδειχθεί σε αστέρα ερωτικών ταινιών. Έφυγε σχεδόν παιδί από το χωριό για τη Γερμανία, όπου και διέπρεψε. Ετοιμοθάνατος, συντάσσει τη διαθήκη του, αφήνοντας τη σχεδόν αμύθητη περιουσία του στον Πετρόκαμπο. Με προϋποθέσεις. Πρώτη και καλύτερη, από μια άποψη, να ιδρυθεί μουσείο στο όνομά του με τις καλλιτεχνικές επιδόσεις του – και όχι μόνο.
Αποδέκτης της επιστολής με τα καυτά νέα, ο μακρινός (και μόνος εν ζωή) συγγενής του στο χωριό, ο Πέτρος Μακκαβαίος. Ο Μακκαβαίος, που θα γίνει ο “συναισθηματικός κρίκος” μεταξύ του αείμνηστου σταρ και των φιλόδοξων έργων στον Πετρόκαμπο, μόλις διάβασε τις επιθυμίες του Απόστολου, ένιωσε κάτι παραπάνω από ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Κι ας ήταν Ιούλιος, κατακαλόκαιρο. Διαισθάνθηκε αμέσως ότι η ζωή του θα άλλαζε, χωρίς όμως να φαντάζεται πόσο. Γιατί μιας τέτοιας ευεργεσίας… μύρια άλλα περίεργα έπονται. Όταν μάλιστα στην ιστορία ανακατευτεί και η Σανγκάη, ε, τότε τα πράγματα υπερβαίνουν προκλητικά τη φαντασία ενός συνηθισμένου μοναχικού άντρα που δροσιζόταν με λεμονάδες… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Μάρω Δούκα «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα», εκδ. Πατάκη, σελ. 384

Παραμιλητό, ονειροπόλημα, η χειμαρρώδης εξομολόγηση μιας γυναίκας από πλατεία σε πλατεία, από γειτονιά σε γειτονιά, από παγκάκι σε παγκάκι. Από το εδώ στο εκεί, από την Αθήνα του σήμερα στην Κρήτη των παιδικών της χρόνων. Ασφαλής μέσα στις φαντασιώσεις της, βέβαιη ότι η ζωή της εξαρτάται από τα μικρά και τα ταπεινά, παίρνει τους δρόμους με τις τρεις πεθαμένες γιαγιάδες της για συντροφιά: την όμορφη Αφροδίτη, με τα παραμύθια και τις γητειές· τη Σφακιανή Εργινιά, τη βουνίσια αρχόντισσα με τα δώρα· την περίλυπη Φιλαρέτη, τη σπουδαγμένη, με τα ιταλικά και το μαντολίνο της.
Εικόνες, σκέψεις, εμμονές, περιπλανήσεις, στόματα πεινασμένα για ιστορίες, καθείς και το παγκάκι του. Έρωτες, γάμοι, φονικά, πανηγύρια και γεννητούρια, η ορμή του χρόνου, το βουητό της Ιστορίας, πόλεμοι, κακουχίες, ο μόχθος των ανθρώπων.
Κατίνα-Κάτια-Κατίγκω, η αμετανόητη Κάκια που ονειρευόταν ότι τρέχει με το έλκηθρο στο χιονισμένο άγνωστο. Από ένα δυάρι στην Πατησίων, μ’ ένα παγκάκι ορμητήριο, γεννήθηκε ή δεν γεννήθηκε ακόμη, όλα έχει την τέχνη να τα επινοεί.
Παιγνιώδης, παθιασμένη, τρυφερή, γλυκόπικρη, μια αφήγηση ποταμός για τη διαχρονική γυναικεία εμπειρία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης «Η νοσταλγία της απώλειας», εκδ. Πατάκη, σελ. 288

Οι τριάντα μία διηγήσεις είναι αφηγήσεις προσωπικές, ιστορίες φίλων και περαστικών, εξιστορήσεις που φανερώθηκαν μέσα από καταχωνιασμένα σημειωματάρια και το καταστάλαγμα της ζωής. Καταστάσεις πραγματικές και φανταστικές, ανομολόγητες και παρανοημένες, για ανθρώπους που δοκιμάστηκαν στα όρια της ζωής τους. Κοινά στοιχεία των διηγήσεων η μνήμη, ο πόνος και η απώλεια, οι εμμονές του έρωτα, τα ανθρώπινα παθήματα. Οι διηγήσεις, σύνοψη και απόσταγμα ζωής, αποτελούν μια αποσπασματική μυθοπλασία. Ως αφηγητής δεν θέλησα μόνο να περιγράψω και να στοχαστώ, αλλά να εκτεθώ, να μιλήσω με ειλικρίνεια, να διηγηθώ ανυπόκριτα με συγκίνηση και αυτοσαρκασμό, αναζητώντας τη μοναδικότητα του εαυτού μας και την επαφή με τον αναγνώστη στη χαοτική εποχή μας. Άραγε πόσο αποκαλυπτόμαστε μέσα από τα λόγια και τις ιστορίες μας; Και πότε η ανάκληση μιας ιστορίας γίνεται εκμυστήρευση με όλο της το κόστος και όχι απλώς η νοσταλγία της απώλειας; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Ελένη Στασινού «Ο οδηγός που άφησε το τρένο στη μέση του πουθενά», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 232

Ένα βιβλίο-παιχνίδι. Το «κανονικό» ποδηλατεί στον ουρανό. Το έντιμο αυτοαναφλέγεται. Το άνομο δεν προκάμνει να μεταμεληδεί. Και η εντιμότητα, κουρασμένη από την ορθόδοξη εκδοχή της, καταστρέφει – δίχως να νοιώθει την ανάγκη αναδημιουργίας. Ένα βιβλίο που 8α μπορούσε να είναι δραματικό. Εάν δεν έκλεινε μέσα του τόση επανάσταση. Δηλαδή, τόση παιδικότητα και τόσο έρωτα.
Μια ιστορία μεταξύ «συνοριοφυλάκων» και «εισβολέων». Όπου συνοριοφύλακες είναι οι νόμοι. Και όπου εισβολείς, όσοι επιδιώκουν την κατάλυσή τους. Οι ίστορες και οι ήρωές τους. Οι απηυδισμένοι απ’ την εγκράτεια γέροντες. Τα αυθάδη στη σοφία τους ανήλικα. Οι πολύχρωμες στη γενναιοδωρία τους γυναίκες.
«Είχε βαθιά του έντονη την αίσθηση της ένδειας. Κι η ένδεια αυτή αφορούσε στο «καλό». Όχι όπως το εισέπραττε από τους καλούς ανθρώπους. Μα όπως θα έπρεπε ο ίδιος να το αποδώσει στους «κακούς». Αυτή του η έλλειψη, η διαρκής, ήταν που τον εμπόδιζε να αγγίξει την παλιά του βεβαιότητα- του «ευτυχισμένου παιδιού». Και ήταν τόσο άγρια που τον αποστερούσε από την πνευματική του φύση. Κι είχε ανάγκη αυτό το κάτι που θα τον οδηγούσε όχι στη θέωση, μα στον εκ νέου εξανθρωπισμό του.» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Κώστας Μπαρμπάτσης «Λυκοχάβια και άλλες ιστορίες», εκδ. Κέδρος, σελ. 184

«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.
Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.
Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.
Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα, για ένα βλέμμα του Κωσταντή.
Βροντερά γέλαγε ο Λόλος. Και κάθε που τον άκουγαν οι καλιακούδες, παράταγαν τις καλαμποκιές και πέταγαν τρομαγμένες μακριά.
Έξι ιστορίες για την απώλεια. Την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής. Κυρίαρχο σκηνικό η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετανάστευσης. Άνθρωποι εύθραυστοι που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα που τους περιβάλλει, βλέπουν ως μόνη διέξοδο τη φυγή.

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Γιασεμίν Οζέκ «Δέσποινα, μάτια μου», Μετάφραση: Σπύρος Χατζηαναστασίου, εκδ. Πατάκη, σελ. 320

Ενώ η μικρασιατική εκστρατεία εξελίσσεται, ο επτάχρονος Εμίν Αλί ζει υπέροχα παιδικά χρόνια σε ένα παραθαλάσσιο χωριό ενός ελληνικού νησιού απέναντι από τα τουρκικά παράλια. Μουσουλμάνος, παιδί μεικτής οικογένειας, με Ελληνίδα μητέρα και Τούρκο πατέρα, νιώθει για πρώτη φορά το σκίρτημα της αγάπης για την Ελληνίδα γειτονοπούλα του, τη Δέσποινα. Η ζωή του θα ανατραπεί ξαφνικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την καταστροφή του 1922. Ο Εμίν Αλί θα ξεκινήσει μια καινούρια ζωή με την οικογένειά του στο Αϊβαλί, όπου φτάνουν ξένοι ανάμεσα σε ξένους, χωρίς ποτέ να ξεχνά την Ελλάδα και τη Δέσποινα. Η μητέρα του Ελευθερία, αν και χριστιανή, για να μην κινδυνεύσει να χάσει την οικογένειά της, φορά παντού τη μαντίλα, ενώ ταυτόχρονα δίνει τον δικό της αγώνα για να κερδίσει την ελευθερία της, δίνοντας έτσι και υπόσταση στο όνομά της. Ο πατέρας του Χουσνού θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρατήσει την οικογένειά του ενωμένη, με τη θλίψη και τη νοσταλγία χαραγμένες όμως στα βάθη της ψυχής του.
Το “Δέσποινα, μάτια μου” είναι ένα μυθιστόρημα για μια τραυματική ιστορική στιγμή, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, που βιώνει όλες τις πτυχές της ανταλλαγής, του ξεριζωμού, του αβάσταχτου αποχωρισμού: αγάπη, φόβο, μίσος, λαχτάρα, προβλήματα ταυτότητας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Η Γιασεμίν Οζέκ, εγγονή ανταλλαγέντων και η ίδια, έχει μεταφέρει σε ένα πρωτότυπο, εξαιρετικά καλογραμμένο μυθιστόρημα τις συγκινητικές ιστορίες που άκουγε από μικρό παιδί». (Χουριέτ)

 

Natascha Wodin «Με καταγωγή από τη Μαριούπολη», Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg, σελ. 432

«Αν είχες δει αυτά που έχουν δει τα μάτια μου…»: Αυτή τη φράση θυμάται η Βοντίν να επαναλαμβάνει η μητέρα της που αυτοκτόνησε όταν εκείνη ήταν δέκα χρονών. Πάνω από μισό αιώνα αργότερα, η γεννημένη το 1945 σε γερμανικό στρατόπεδο συγγραφέας το μόνο που ξέρει για τους γονείς της είναι ότι έφυγαν από την Ουκρανία στο πλαίσιο του προγράμματος καταναγκαστικής εργασίας των ναζί. Σαν παιχνίδι γκουγκλάρει το όνομα της μητέρας της και, με τη βοήθεια ενός μέλους του Συλλόγου Ελλήνων της Αζοφικής, συγκεντρώνει στοιχεία για την οικογένειά της και τα βάσανά της, άμεσα συνδεδεμένα με τον τόπο καταγωγής της, τη Μαριούπολη. Βήμα βήμα συνθέτει τις ιστορίες συγγενών χαμένων επί χρόνια για τους οποίους πόλεμοι, επαναστάσεις, ακόμα και η ειρήνη σήμαιναν απλώς αλλαγή διώκτη.
«Μαρτυρία, αλλά και σπουδαία λογοτεχνία» (Frankfurter Allgemeine Zeitung), «μνημειώδες έργο για τις φρικαλεότητες του 20ού αιώνα και παράλληλα μια πολύ προσωπική ιστορία» (Die Welt), το βιβλίο “Με καταγωγή από τη Μαριούπολη” τιμήθηκε με το βραβείο της Έκθεσης της Λειψίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα:

 

Γρηγόρης Αζαριάδης «Η οργάνωση», εκδ. Bell, σελ. 408

Είναι δομημένη στα πρότυπα μιας πολυεθνικής εταιρείας με διαχωρισμένους τομείς και διαφορετικούς υπεύθυνους για κάθε τομέα: πορνεία, ναρκωτικά, εκβιασμοί, δικαστικές αποφάσεις, δολοφονίες.
Έχει απλώσει τα πλοκάμια της στη Δικαιοσύνη, στα ΜΜΕ, στην αστυνομία, στην πολιτική – παντού.
Είναι ένα πανίσχυρο και αόρατο κύκλωμα διαφθοράς και διαπλοκής που ελέγχει τα πάντα στην κοινωνία μας.
Είναι μια Υπερκυβέρνηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Είναι η Οργάνωση.
Η αστυνόμος Τρύπη και η ομάδα του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής ταξιδεύουν σε αχαρτογράφητα ύδατα, στον θολό ωκεανό του οργανωμένου εγκλήματος, με αντιπάλους αδίστακτους κακοποιούς… Εκεί όπου βασιλεύει η διαφθορά σε κάθε επίπεδο και ελλοχεύει ο αμείλικτος κίνδυνος για τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Μπορεί ένας αστυνομικός συγγραφέας ν’ αναλύσει καλύτερα από έναν ποινικολόγο ή εγκληματολόγο τη δομή και λειτουργία του οργανωμένου εγκλήματος, τη διαπλοκή του με το πολιτικό σύστημα και την τρομοκρατία, την ομερτά και το φόβο, τις μνήμες και την εκδίκηση; Και βέβαια μπορεί. Απόδειξη το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Γρήγορή Αζαριάδη Η Οργάνωση, το οποίο αξίζει να το διαβάσετε γιατί δίνει -έστω έμμεσα κι υπαινικτικά- απαντήσεις σε πολλά ανοικτά ερωτήματα του καιρού μας για την εγχώρια και διεθνή εγκληματικότητα”. (Γιάννης Πανούσης, ομότιμος καθηγητής Εγκληματολογίας)
“Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι μια πολύ ζωντανή φωνή στον χώρο του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Και με τα μυθιστορήματά του, που επικεντρώνονται στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και με την αρθρογραφία του για το αστυνομικό μυθιστόρημα, έχει μια σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη και τη διάδοση του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος”. (Πέτρος Μάρκαρης)

 

 

Ποίηση:

 

Louise Gluck «Χειμωνιάτικες συνταγές από την κοινότητα», Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Στερέωμα, σελ. 104

Το δέκατο τρίτο βιβλίο της Λουίζ Γκλικ είναι από τις πλέον υποβλητικές ποιητικές της συλλογές, από εκείνες που σε κατατρύχουν. Όπως στη συλλογή Η άγρια, ίρις έτσι και εδώ, υπάρχει μια χορωδία, μια συνήχηση φωνών – όμως εδώ οι ομιλητές είναι εντελώς ανθρώπινοι, φασματικοί και ταυτόχρονα αρχαίοι. Οι Χειμωνιάτικες συνταγές αϊτό την κοινότητα είναι μουσική δωματίου, μια πρόσκληση σ’ εκείνο το προνομιούχο βασίλειο που είναι αρκετά μικρό ώστε να ακούγεται κάθε μεμονωμένο όργανο -dolente- με τη μελωδική του γραμμή να παρατείνεται, και στη συνέχεια να μεταφέρεται ζωηρά στο επόμενο όργανο – animoso- και συνάμα αρκετά μεγάλο ώστε να περιέχει μια ολόκληρη ζωή, τα ασύλληπτα δώρα και τις απώλειες των γηρατειών, τα παιχνιδάκια που κουδουνίζουν στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου, ένα παρατημένο διαβατήριο, τα συστατικά ενός αναζωογονητικού σάντουιτς μέσα στον χειμώνα, την ευφρόσυνη παρουσία του ήλιου η λαμπρότητα του οποίου είναι ευθέως ανάλογη με το σκοτάδι του.
“Κάποιοι από εσάς θα καταλάβετε τι εννοώ”, λέει η ποιήτρια εννοώντας κάποιοι από σας θα με ακολουθήσουν. Δική της είναι η επίμονη παρουσία, δική της η φωνή που περιέχει όλες τις ζωές μας, “όλους τους κόσμους, ο καθένας πιο όμορφος από τον προηγούμενο”. Αυτό το υπέροχο βιβλίο δεν θα μπορούσε να γραφεί από κανέναν άλλο ούτε όμως και από την ποιήτρια σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής της. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Έφη Κατσούρου «Λευτέρης Ξανθόπουλος», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 218

Ξεκινώντας την ανίχνευση του ποιητικού κόσμου του Λευτέρη Ξανθόπουλου, αναπότρεπτα, ανακαλώ τη μνήμη του, τον παλμό της φωνής του όταν μιλούσε για ποίηση, την ένταση του βλέμματός του στο άκουσμα ενός ακέραιου στίχου, την στοργή και τη δύναμη των δαχτύλων του στο άγγιγμα ενός αγαπημένου βιβλίου, τον τρόπο που συνήθιζε να κατατάσσει τα ποιήματα και τους ποιητές ανάλογα με τη θερμοκρασία τους. Ο Αλμπέρ Καμύ πίστευε ότι «κάθε καλλιτέχνης αναζητάει, σίγουρα, την αλήθεια του. Αν είναι μεγάλος, κάθε έργο του την πλησιάζει ή, τουλάχιστον, περιστρέφεται πολύ κοντά στον κέντρο της, σ’ εκείνον το βαθιά κρυμμένο ήλιο, όπου τα πάντα θα ‘ρθουν μια μέρα να καούν». Και ο Ξανθόπουλος, μιλώντας για θερμοκρασία μοιάζει να αναζητούσε στην ποίηση, αυτή ακριβώς την αλήθεια, τον άξονα περιστροφής, τον ήλιο της γραφής κάθε δημιουργού και την ακτίνα της τροχιάς του. Σε κάθε ποιητική του σκαπάνη στον ποιητικό χώρο ομοτέχνων του, το πρώτο που επιζητούσε ήταν να ζεσταθεί από αυτήν τη φλόγα και κάποτε ευτυχής να φτάσει στην ανάφλεξη. […] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)

 

Στάθης Κουτσούνης «Αλέξανδρος Ίσαρης», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 202

Το καταθέτω εξαρχής: ο Αλέξανδρος Ίσαρης είναι ένας καθολικός δημιουργός, ένας poeta universalis, που θυμίζει έντονα τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Στο έργο του συντελείται μια πολυκαλλιτεχνική έκρηξη· η Αναγέννηση, το μπαρόκ, το ροκοκό, ο εξπρεσιονισμός, ο υπερρεαλισμός, ο εκλεκτικισμός, η ζωγραφική, η ποίηση, η μουσική συμφύρονται μέσα στις δημιουργίες του και γεννούν ένα αλλόκοτο αλλά λαμπερό κράμα. Προσωπικότητα πολύπλευρη, με ευρεία γενικά παιδεία και διαρκή παρουσία στα πνευματικά και καλλιτεχνικά τεκταινόμενα, έχει αφήσει τη σφραγίδα του σε πάμπολλα έργα, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Υπηρετεί την Τέχνη με διάφορα εκφραστικά μέσα, κυρίως όμως δια των χρωμάτων και των λέξεων. […] (“Η φωτεινή επιστροφή ενός Τριστάνου”, από την έκδοση)

 

 

Βιβλία για παιδιά:

 

Λιλή Λαμπρέλλη «Η μέρα που η αλεπού έγινε κόκκινη», εικονογράφηση: Κέλλυ Ματαθιά- Κόβο, εκδ. Πατάκη, σελ. 28

Οι μικρές αλεπουδίτσες είναι γκρίζες. Γίνονται κοκκινωπές όταν μεγαλώσουν. Η ηρωίδα αλεπού έγινε κόκκινη τη μέρα της μεγάλης χλεύης, τότε που γέλασαν όλοι μαζί της – ακόμα και η Αγέλαστη Μοίρα των παραμυθιών. Όμως όταν γελάσει μαζί σου η Αγέλαστη Μοίρα, οι τρεις Μοίρες -η ζωή η ίδια- σε ξαναμοιραίνουν. Παίρνεις θέση κι όλα μπαίνουνε στη θέση τους. Εσύ προχωράς και μεγαλώνεις, ενώ όσοι σε πλήγωσαν μένουν πίσω μικροί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top