Fractal

✩ Νέες εκδόσεις: 12 καινούργια βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

Ελληνική λογοτεχνία:

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης «ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων», εκδ. Πατάκη, σελ. 232

Μεταξύ φαντασίας-μύθου και γεγονότος μετακινούνται οι φράσεις, βάτραχοι που φεύγουν ομαδικά απ’ την ξεραμένη λίμνη και πηγαίνουν και γεννάνε νοήματα και μυστικά σε κρυφούς λασπόλακκους ή σε χαμηλά ποτάμια: νέες λέξεις-γυρίνους με πυρακτωμένες ουρές και διαδρομές που φωσφορίζουν. Στην ανυφαντική της διήγησης αυτοί οι γυρίνοι, όταν μεγαλώσουν, γίνονται άλλοτε πρίγκιπες κι άλλοτε νεροκότσυφες. (Από την έκδοση)

 

 

 

 

Αύγουστος Κορτώ «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου», εκδ. Πατάκη, σελ. 328

Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης
αντάμωσαν σε δύσκολους καιρούς.
Πες μου, ζωή, γιατί στο τέλος κάνεις
τους πιο γλυκούς δεσμούς λυπητερούς;
Τρία παιδιά –τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου– γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέρφια.
Αρχές του ’90, κι η Αθήνα ξέφρενη: ποτάμια πλούτου από τη μια, απόγνωση της νύχτας απ’ την άλλη. Πρέζα, πεζοδρόμιο, μαχαιρώματα, άγρια φτώχεια.
Οι τρεις φίλοι παλεύουν να ζήσουν τη νιότη τους, μα ο κίνδυνος πλανιέται ολόγυρα: αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που ’χει βαλθεί να καθαρίσει την πιάτσα – και πάνω απ’ όλα, κρυμμένο παντού, το φάσμα του έιτζ, πεινασμένο για κορμιά που πονούν για έρωτα.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε μας ιστορεί τις αλησμόνητες εκείνες εποχές, συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους.
Μια ιστορία για τη νοσταλγία και τον καημό της αδικημένης νεότητας, ένας ύμνος στην άσβεστη φλόγα της φιλίας.
Ακόμα κι όταν κλαίω και πονάω τους φίλους που κοιμούνται δεν ξυπνάω.
Ένα μυθιστόρημα παρέας, γέλιων και δακρύων. Φίλος θα πει η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος.

 

Αντρέας Εμπειρίκος «Τζιάκομο Καζανόβα, Ιππότης του Έρωτος και του Seingalt», εκδ. Άγρα, σελ. 48

Ο Giacomo Casanova του Seingalt, ο μεγάλος υπερρεαλιστής του έρωτα. Ο υπέροχος αυτός εραστής κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις στο προσωπικό μου Πάνθεον ανάμεσα σε άλλα μεγάλα είδωλά μου, όπως αίφνης ο Freud, ο Shakespeare, ο Μωάμεθ, ο Breton, ο Nietzsche, ο Whitman, ο Αισχύλος, ο κόμης του Lautreamont, ο Έγελος, ο Παν και η Αφροδίτη και άλλοι πολλοί και αγαπητοί. (Α.Ε.)
“Λίγα χρόνια προ του πολέμου βρισκόμουν για δεύτερη φορά στην Βοημία. Από εικοσιπέντε ετών νέος, είμουν ένθερμος θαυμαστής του μεγάλου Βενετσιάνου εραστού και τυχοδιώκτου, του οποίου η ζωή υπήρξε μια συνεχής στύση παντοτινά σπαργώσα – βάθρον-κολόνα εσαεί στητή, επί της οποίας έπαιζε τον θεσπέσιον αυλόν του, ντυμένος με ρούχα του 18ου ο υπέρτατος Έλληνας θεός, ο Παντοκράτωρ Παν. Ο σκοπός του ταξειδιού μου ήτο η προσωρινή υπεξαίρεση ωρισμένων αγνώστων χειρογράφων του μεγάλου Βενετσιάνου, που εφύλασσε εις τον παλαιόν του Πύργον ο βιβλιόφιλος και ντιλετάντες των γραμμάτων και τεχνών της Πράγας Συλβέστρος Μοράβικ, γνωστός εις όλην την Κεντρικήν Ευρώπην διά την θαυμαστή του βιβλιοθήκη καθώς και διά την μοναδική του συλλογή διαφόρων αυτογράφων επιφανών ανδρών. […]
“Το σχέδιόν μου ήτο απλούν αλλά προσεκτικά κατεστρωμένο, και μπορώ να πω ότι τόσον στην σύλληψι όσο και στην εκτέλεσι υπήρξε Καζανόβιον. Κατά την πρώτη μου διαμονήν είχα προσέξει ότι η νεαρά υπηρέτρια που μου έφερνε το τσάι ή τα αναψυκτικά ενώ εδιάβαζα εις την βιβλιοθήκην του Πύργου ήτο ωραία και, από τον τρόπο που αντέδρα εις τα ερωτικά μου βλέμματα κατάλαβα καλά ότι παρά την ντροπαλοσύνη της, που ήτο μεγάλη και γνησία, η διάθεσίς της ανταπεκρίνετο στην ιδική μου. Απεφάσισα λοιπόν να κατακτήσω την Μαρούλκα, και, συνδυάζων το τερπνόν μετά του σκοπίμου, να την χρησιμοποιήσω για να υπεξαιρέσω δι’ αυτής προσωρινώς τα πολυπόθητα χειρόγραφα”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Νίκος Αλιφέρης «Ο κήπος του Λουξεμβούργου και άλλα κείμενα», εκδ. Άγρα, σελ. 128

“Εκπλήσσομαι πάντα όταν διαπιστώνω πως ο στοχασμός πάνω στις τέχνες και τα γράμματα μπορεί συχνά να μετατραπεί σε πολιτική σκέψη. Αν η πραγμάτωση ενός έργου τέχνης, λοιπόν, κατά τον εθνικό μας ποιητή, απαιτεί λογισμό και όνειρο, το ίδιο χρειάζεται και η πολιτική. Όχι μόνον από πλευράς πρωταγωνιστών αλλά ακόμη και για μια ισορροπημένη στάση όλων μας απέναντι στα πολιτικά πράγματα. […] Δίχως τον λογισμό καταλήγουμε σ’ ένα συναισθηματικό έργο τέχνης. Ή, αντιστοίχως, στην συναισθηματική στάση του πολίτη. Στην θολή ματιά που συσκοτίζει τον νου. Δίχως πάλι το όνειρο, το καλλιτεχνικό έργο δεν έχει πνοή. Η δε πολιτική στερείται οράματος και εν τέλει ξεπέφτει σ’ έναν στεγνό πραγματισμό”.
Οι Αθηναίοι ταξιτζήδες, η ανθρώπινη βλακεία, η κοινοτοπία, η ποίηση αλλά και η μετάφρασή της, οι σύγχρονοι Θερσίτες, οι μικροπολιτικοί, η 17 Νοέμβρη, η Αθηναϊκή Δημοκρατία κι ο Αριστοφάνης, ο Παπαδιαμάντης, ο Σικελιανός αποτελούν ορισμένα από τα θέματα τα οποία πραγματεύεται ο συγγραφέας στον παρόντα τόμο. Σκοπός του να καταδείξει ανάμεσα σε άλλα: πως ζητήματα πνευματικά, κοινωνικά, πολιτικά είναι δυνατόν συχνά να ιδωθούν ή και να εξεταστούν υπό τον λύχνο των κλασικών, ελληνικών και μη, λογοτεχνικών κειμένων. Πλουτίζοντας την ματιά μας. Διότι, εν τέλει, αν τα γράμματα δεν μας καθιστούν, δυνάμει, σοφότερους και πιο διεισδυτικούς, δικαιολογημένα δεν θα καταντήσουν ένα καταναλωτικό προϊόν καλοκαιρινής αναψυχής; Και δεν θα ‘πρεπε τότε, δικαίως, να “εξοριστούν” από την Πολιτεία; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Θοδωρής Παπαθεοδώρου «Άγιο αίμα», εκδ. Ψυχογιός, σελ. 536

“Το μικρό αγόρι κρεμιέται απάνω της, τα χεράκια του δεμένα στον λαιμό της, το προσωπάκι του φωλιασμένο στον κόρφο της. Η μάνα τον σφίγγει στην αγκάλη της, ανασαίνει με λαχτάρα τις ανάσες του και μια στιγμή καρτερά. Μια στιγμή για το στερνό της κοίταγμα, το στερνό της δάκρυ, τα στερνά της λόγια.
“Γιε μου… Αϊτέ μου…”
Μια στιγμή μονάχα πριν ριχτεί στο βάραθρο”.
Σουλιώτισσες, Μοραΐτισσες, δολιομάνες, μορφές σκλαβωμένες μα και μορφές θεριεμένες που ρίχνονται σε αγώνα ανείπωτο για ν’ αλλάξουν την αλυσόδετη μοίρα τους.
Στο Σούλι και στα Γιάννενα, στον Μοριά και στα Ψαρά, στη Ρούμελη και στο Μεσολόγγι, φτάνει η στιγμή του σηκωμού, η ώρα της Επανάστασης. Τότε αρχινά τούτο δω το μυθιστόρημα, όταν οι γονατισμένοι πιάνουν τ’ άρματα και ορθώνουν ψυχή και μπόι στον πανίσχυρο δυνάστη.
Η Λέγκω, ο Σίμος, η Δέσπω, ο Νικόλας, η Αργυρώ και σιμά τους οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβελαίοι, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, οι αρματωμένοι της Κλεφτουριάς κι οι απόστολοι της Φιλικής, οι μπουρλοτιέρηδες κι οι καπετάνισσες. Ήρωες και ηρωίδες του λαού μας που βαφτίστηκαν μια φορά στο λάδι για την πίστη τους και μια φορά στο αίμα για την πατρίδα τους.
Αυτός είναι ο αγώνας τους.
Αυτή είναι η Ιστορία μας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Γιώργος Πολίτης «Το τελευταίο φιλί», εκδ. Ψυχογιός, σελ. 560

Άρρωστος στο νοσοκομείο, ο Μιχάλης Δανιήλ αποκάλυψε στην Έλενα, τη νεαρή νοσοκόμα που καθόταν πλάι του, μία τοποθεσία κι ένα θλιβερό μυστικό. «Απλώς δε θα πας μέρα με βροχή…» της είπε. Μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να βγάζει από μέσα του λόγια που τα είχε θαμμένα χρόνια, θαρρείς… Μιλούσε ασταμάτητα, κι όλη την ώρα φανταζόταν τον εαυτό του σκληρό, να κοιτάει τη ζωή μετανιωμένος. Και ήταν κρίμα, καθώς την αλήθεια εκείνης της σημαντικότερης, της τελευταίας μέρας δε θα τη μάθαινε ποτέ. Αν είχε σταθεί τότε να ακούσει τα λόγια της Όλγας, όλη η ζωή του θα είχε αλλιώτικη πορεία.
Ύστερα από μέρες, η Έλενα, τρελή από αγωνία, τον έψαξε στον ίδιο θάλαμο, στο ίδιο κρεβάτι να του πει τα νέα. Ήταν, όμως, αργά… Ο Μιχάλης Δανιήλ είχε ξοφλήσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή.
Μια προδοσία στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, μια μεγάλη αδικία, ένας κατ’ εξακολούθηση βιασμός μιας κωφής γυναίκας και, έπειτα από χρόνια, κάποιοι θάνατοι που συνδέονται με αναπάντητα ερωτήματα θα χτίσουν μια ιστορία συνηθισμένη και περίπλοκη, από αυτές που υφαίνει η μοίρα, αδιαφορώντας για τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων.

 

 

Ξένη λογοτεχνία:

 

Ιζαμπέλ Αλιέντε «Οι γυναίκες της ψυχής μου», Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου, Βασιλική Κνήτου, Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 224

«Δεν υπερβάλλω όταν λέω πως υπήρξα φεμινίστρια από το νηπιαγωγείο».
Η μεγάλη Χιλιανή συγγραφέας μάς προσκαλεί να τη συνοδεύσουμε σε ένα προσωπικό και συναισθηματικό ταξίδι στο οποίο εξετάζει τόσο τη γυναικεία συνθήκη, όπως τη βίωσε στη διάρκεια της ζωής της, όσο και τη σχέση της με το φεμινιστικό κίνημα, από τη νηπιακή της ηλικία έως σήμερα. Θυμάται πρόσωπα του περιβάλλοντός της που την καθόρισαν, όπως η μητέρα της, η Παντσίτα, η οποία μεγάλωσε μόνη της την ίδια και τα αδέλφια της αφού τους εγκατέλειψε ο πατέρας της, η αδικοχαμένη κόρη της, η Πάουλα, ή η ατζέντισσά της Κάρμεν Μπάλσελς, που υπήρξε φίλη και μέντοράς της. Αναφέρεται τόσο σε εμβληματικές συγγραφείς, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ και η Μάργκαρετ Άτγουντ, όσο και σε νεότερες καλλιτέχνιδες που αφυπνίζουν συνειδήσεις, καθώς και σε γυναίκες θύματα βίας οι οποίες, με αξιοπρέπεια και θάρρος, ξαναστέκονται στα πόδια τους και προχωρούν. Αυτές είναι οι γυναίκες της ψυχής της. Χαιρετίζοντας το κίνημα #MeToo και τις πρόσφατες εξεγέρσεις στη Χιλή, η Αλιέντε καταλήγει:
«Δεν είμαι έτοιμη να παραδώσω ακόμη τη δάδα μου και ελπίζω να μην είμαι ποτέ. Θέλω ν’ ανάψω τους δαυλούς των εγγονών μου με τον δικό μου. Θα πρέπει να ζήσουν για εμάς, όπως εμείς ζούμε για τις μητέρες μας, και να συνεχίσουν το έργο που δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε».

 

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές «Το σκάνδαλο του αιώνα», Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 408

«Δε θέλω να με θυμούνται για το ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ, ούτε για το βραβείο Νομπέλ, αλλά για την εφημερίδα». -Gabriel García Márquez
Σε αυτή την έκδοση συγκεντρώνονται πενήντα δημοσιογραφικά κείμενα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αντιπροσωπευτικά της πολυετούς καριέρας του στον Τύπο – όταν εργαζόταν ως μαχόμενος δημοσιογράφος κυνηγώντας… σκάνδαλα, ενώ παράλληλα έγραφε τα μυθιστορήματα που του χάρισαν το Βραβείο Νoμπέλ το 1982. Από τα πρώτα του κείμενα, σε εφημερίδες της Κολομβίας, έως τα εκτενέστερα, πιο μυθιστορηματικά, ρεπορτάζ του από το Παρίσι και τη Ρώμη, και τη στήλη που διατηρούσε στην ισπανική El País, αποκαλύπτεται ένας σπουδαίος συγγραφέας, ένας φανατικός της δημοσιογραφίας, με το ύφος, το πνεύμα, το βάθος και το πάθος που αγαπήσαμε στη λογοτεχνία του.

 

 

Patricia Hichsmith «Γάτες» τρία διηγήματα, τρία ποιήματα, ένα δοκίμιο και επτά σχέδια, Μετάφραση πεζών: Ανδρέας Αποστολίδης, Απόδοση ποιημάτων: Γιάννης Ζέρβας, εκδ. Άγρα, σελ. 138

«Οι γάτες προσφέρουν στους συγγραφείς κάτι
που οι ανθρώπινες συναναστροφές είναι αδύνατον
να τους δώσουν: διακριτική συντροφιά
που δεν απαιτεί ανταλλάγματα, ειρηνική
και ανήσυχη σαν την ακύμαντη θάλασσα.» ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΧΑIΣΜΙΘ
Όταν η Πατρίσια Χάισμιθ σύμφωνα με κάποια περιγραφή – άκουσε στο ραδιόφωνο την περίφημη έκκληση που απηύθυνε στο έθνος ο Τζων Φ. Κέννεντυ, όπου τόνιζε επιτακτικά “μην αναρωτιέστε τι μπορεί να κάνει για εσάς η πατρίδα, αλλά τι μπορείτε να κάνετε εσείς για την πατρίδα σας!”, σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα… και τάισε τις γάτες της.
Οι γάτες ήταν οι πιο πιστοί σύντροφοι στη ζωή της. Υπήρξαν εποχές που είχε μέχρι και έξι γάτες ταυτόχρονα.
Ο τόμος αυτός, γεμάτος ιστορίες, ποιήματα και σκίτσα, που θέμα τους έχουν τις γάτες, ασχολείται αποκλειστικά με στενή σχέση ανάμεσα στη συγγραφέα και τα τετράποδα, με τα οποία μοιράστηκε τη ζωή της: ιστορίες με φαντάσματα, σάτιρες, ψυχογραφήματα ή απλώς τρυφερά πορτρέτα με το μολύβι ή με τη μορφή ποιημάτων. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από φιλολογία είχε κάποτε σπουδάσει και ζωολογία. Το εξαιρετικό ταλέντο της Πατρίσια Χάισμιθ να εντρυφεί στη μελέτη της ανθρώπινης ύπαρξης δεν είναι λοιπόν διόλου απίθανο να οφείλεται στην επιστημονική ματιά της ζωολόγου». (GERT UEDING, Die Welt, Βερολίνο)

 

J. G. Ballard «Super – Cannes» Μετάφραση: Άρης Σφακιανάκης- Ηρώ Σκάρου, εκδ. Κέδρος

Στους λόφους πάνω από τις Κάννες, η Εδέμ-Ολυμπία, το επιχειρηματικό πάρκο του μέλλοντος, φιλοξενεί τις κορυφαίες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας και τα στελέχη τους. Η κλειστή αυτή κοινότητα προσφέρει τις ιδανικές συνθήκες, ώστε τα μέλη της να αφοσιώνονται ολοκληρωτικά στην εργασία εκμηδενίζοντας κάθε ανάγκη για ψυχαγωγία, κοινωνική επαφή και ελεύθερο χρόνο. Μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, ο Ντέιβιντ Γκρίνγουντ, γιατρός της κλινικής του επιχειρηματικού πάρκου, σε κατάσταση αμόκ, σκοτώνει δέκα ανθρώπους και στη συνέχεια αυτοκτονεί. Η γιατρός Τζέιν Σίνκλερ, που προσλαμβάνεται στη θέση του, εγκαθίσταται μαζί με τον άντρα της Πολ στο σπίτι του νεκρού γιατρού. Έχοντας άφθονο χρόνο στη διάθεσή του, ο Πολ αρχίζει να αναζητά τους λόγους που οδήγησαν τον Γκρίνγουντ στα άκρα και ανακαλύπτει μια άλλη, άγρια, πλευρά της ζωής στο επιχειρηματικό πάρκο.
Ένα προφητικό μυθιστόρημα για την αλλοίωση που επιφέρουν στην ανθρώπινη φύση ο ακραίος καπιταλισμός και οι τεχνολογικές εξελίξεις, από την πένα του κορυφαίου Βρετανού συγγραφέα J.G. Ballard. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία διεθνώς και τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο Commonwealth Writers’ Prize, 2000.
«Ο τελευταίος σπουδαίος Άγγλος εκπρόσωπος της avant-garde». Will Self

«Το Super-Cannes είναι το πρώτο μεγάλο έργο κοινωνικής θεωρίας του 21ου αιώνα». Portland Mercury
«Ένα μαγευτικό υβρίδιο που δεν ανήκει σε κανένα γνωστό είδος, ένα αριστούργημα υπερρεαλιστικής φαντασίας». New Statesman
«Ένα από τα καλύτερά του». San Francisco Chronicle

 

Jullia Phillips «Γη που χάνεται», Μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 464

Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, δύο κορίτσια -αδελφές, οκτώ και έντεκα ετών- εξαφανίζονται από μια ακτή της χερσονήσου Καμτσάτκα, του βορειοανατολικού άκρου της Ρωσίας. Τις εβδομάδες, κι ύστερα τους μήνες, που ακολουθούν η έρευνα της αστυνομίας αποδεικνύεται άκαρπη. Απόηχοι της εξαφάνισης αντηχούν απ’ άκρη σ’ άκρη μιας σφιχτά δεμένης κοινότητας, με τον φόβο και την απώλεια να ταλανίζουν τις γυναίκες που ανήκουν σ’ αυτήν.
Με σκηνικό την απομακρυσμένη σιβηρική χερσόνησο της Καμτσάτκα η Γη που χάνεται διεισδύει με εκπληκτική συναισθηματική ακρίβεια στον κόσμο ενός συνόλου θαυμάσια σκιαγραφημένων χαρακτήρων που τους συνδέει ένα αδιανόητο έγκλημα. Η συγγραφέας πλάθει εικόνες σκληρής ομορφιάς και μεταφέρει τους αναγνώστες σε μια περιοχή τόσο παράξενη όσο και σαγηνευτική, όπου οι κοινωνικές και εθνοτικές εντάσεις σιγοβράζουν από καιρό, και όπου οι ξένοι συχνά είναι οι πρώτοι που θα κατηγορηθούν.
Το αριστοτεχνικό αυτό μυθιστόρημα, γραμμένο με ενσυναίσθηση και φαντασία, διερευνά τους περίπλοκους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς σε μια Ρωσία διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε δει ως τώρα, και καθηλώνει τον αναγνώστη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΤΑ:
NATIONAL BOOK AWARD, ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ NATIONAL BOOK CRITICS CIRCLE JOHN LEONARD, ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ NEW YORK PUBLIC LIBRARY YOUNG LIONS

 

 

Λογοτεχνικές Μελέτες:

 

Etel Adnan «Ο Ορφέας απέναντι στο κενό- Χένρι Μύλλερ και Τιντορέττο Το πιθανό τέλος του τρόμου», Μετάφραση: Βασιλική Γκέτσιου – Σπύρος Γιανναράς, εκδ. Άγρα, σελ.64

Η Ετέλ Αντνάν στον “Ορφέα απέναντι στο κενό” διαβάζει τον αρχαίο μύθο ως “θρίαμβο πάνω στο φόβο του θανάτου” και στο “Χάινερ Μύλλερ και Τιντορέττο” ασχολείται με το στίχο του Μύλλερ “το πιθανό τέλος του τρόμου” και κοιτάζει το έργο του Τιντορέττο μέσα από τα μάτια του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα. Οι φράσεις αυτές αποτελούν την αφορμή για την έκδοση σε ένα τομίδιο των δύο κειμένων της.
ΟΙ ΘΕΟΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΓΝΩΡΙΖΑΝ ότι ο Ορφέας, στην ανυπομονησία του, δεν θα τους υπάκουε και ότι η εντολή τους καθιστούσε ακόμη πιο ανυπόφορη την ανυπομονησία του. Παρ’ όλα αυτά δεν ήθελαν να κοιτάξει ο Ορφέας πίσω, και αργότερα τον τιμώρησαν αδυσώπητα.
Οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι πράγματι οι θεοί δεν ήθελαν να αντιληφθεί ο Ορφέας πως η Ευρυδίκη δεν ήταν εκεί. Δεν τον ακολουθούσε με κανέναν τρόπο ούτε και με οποιαδήποτε μορφή. Οι θεοί δεν ήθελαν να μάθει ο Ορφέας το μυστικό του θανάτου: ότι δηλαδή είναι οριστικός, απόλυτος. Όταν ο Ορφέας έστρεψε πίσω την κεφαλή του, δεν είδε κανένα φάσμα, καμία εικόνα, κανένα φάντασμα. Δεν αντίκρισε τίποτε απολύτως. Βρέθηκε μπροστά στο κενό.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΤΙΝΤΟΡΕΤΤΟ στον Χάινερ Μύλλερ ανταποκρίνεται -και δικαιολογεί- αυτά που ο τελευταίος, ως νεαρή, τότε, εικοσάχρονη ιδιοφυία, είχε διαισθανθεί και εκφράσει σε ένα ποίημα με τον τίτλο “Εικόνες”: “Γιατί η ομορφιά σημαίνει το πιθανό τέλος του τρόμου”. Επίσης, δύο δεκαετίες αργότερα, με αφορμή το Θαύμα του αγίου Μάρκου του Τιντορέττο, θα πει: “Το φως είναι ένας κυκλώνας”.
Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Τιντορέττο, όπως ακριβώς έκανε ο Δάντης στην ποίηση, σε όλη τη διάρκεια του μακρόχρονου βίου του, ζωγράφισε τη δική του Θεία Κωμωδία, αντιλαμβανόμενος πράγματι τον κόσμο ως ένα θέατρο το οποίο εντάσσεται στο απείρως ευρύτερο θέατρο της Δημιουργίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top